Στα σαραντάχρονα του μακαρίτη, Μπαινοβγαίνουνε στο σπίτι!*
*(Σοφή λαϊκή παροιμία)
Με το που φθινοπώριασε και άρχισε να μαζεύεται ο κόσμος σιγά σιγά στο σπίτι του, άρχισε και μια υποβόσκουσα αδημονία να πλανιέται στην ατμόσφαιρα. Λες και βρισκόμαστε under the dome, κάτω από θόλο, και περιμένουμε με ανυπομονησία μήπως υπάρξει σύντομα καμιά αλλαγή στο τηλεοπτικό μας τοπίο, μήπως γλυτώσουμε από τα αναμασήματα του καλοκαιριού.
Τι κακό αλήθεια, είναι αυτό που μας βρίσκει κάθε τόσο!
Τα απαξιωμένα, χρεωκοπημένα ποιοτικώς –και όχι μόνο-,κανάλια μας, που πάνε και τα βρίσκουν όλα αυτά τα σήριαλ, των σαράντα και, χρόνων και μας τα εμφανίζουν για φρεσκαδούρα;
Στην εποχή τους, πριν σαράντα τόσα χρόνια, μπορεί να ξεκίνησαν σαν μια ελπιδοφόρα αλλαγή, στην τελματωμένη διασκέδασή μας. Οι ηθοποιοί, τότε ζεν πρεμιέ, ήταν πολλά υποσχόμενοι, με πιασάρικα συνθήματα, έξυπνες ατάκες, ανατρεπτικό σενάριο, πρωτοποριακά εφέ, σαγηνευτικές παρουσίες. Ίντριγκες, δράση, πάθη και έρωτες, σκάνδαλα, πλούσια σκηνικά με πυ(ρ)γόσπιτα και πυ(ρ)γοδέσποινες , πράσινα λαοπρόβλητα βασιλόπουλα, πράσινα άλογα και μπλε μουλάρια.
Σαράντα χειμώνες πέρασαν, σαράντα καλοκαίρια, με μας τους θεατές να παρακολουθούμε ασμένως και με έκδηλο ενδιαφέρον τις περιπέτειες των πολυπληθών, πολύχρωμων θιάσων να εκτελούν κατά γράμμα το έργο.
Κατά το τέλος του καλοκαιριού, με αρχές του φθινοπώρου, εκεί που πήγαινε να ατονήσει το ενδιαφέρον των θεατών, στην κάψα του Αυγούστου, στην τούρλα του Σεπτέμβρη , κάποιοι από τους θεατρίνους των θιάσων γιόρταζαν τα τρία τους, με μουσική υπόκρουση: Τρεις του Σεπτέμβρη να περνάς…
Ενώ άλλοι θεατρίνοι ανηφόριζαν κατά την Σαλονίκη, στο ετήσιο φεστιβάλ θεάματος, γνωστό σαν ‘’ Διεθνής Έκθεση’’, ίνα εκθέσουν και εκθειάσουν το έργο τους, με μουσική υπόκρουση: Άρες, μάρες, κουκουνάρες…
Ανία! Βαρεμάρα! Αποχαύνωση!
Τα πρώτα χρόνια υπήρχε από το λαό κάποιο ενδιαφέρον, κάποια ανταπόκριση. Μαζεύονταν το πλήθος για να τους μπιζάρει, αλλά καμιά φορά και να τους γιουχάρει. Φέτος όμως τίποτε! Ούτε παλαμάκια, ούτε φτύσιμο.
Αποκάρωση! Νέκρα!
Όσοι θεατρίνοι πήγαν στην Θεσσαλονίκη, με τις ίδιες αναμασημένες γελοίες υποσχέσεις, τα τετριμμένα ψέματα, τις φανταστικές, ανύπαρκτες επιτυχίες, θα πρέπει να αισθάνθηκαν πολύ μόνοι.
Παρατημένοι! Αποκομμένοι! Ξεπερασμένοι!
Από την άλλη, είχαμε προσφάτως και την φιέστα για το σαραντάχρονο μνημόσυνο του έτερου θιάσου, με τίτλο: ‘’Από το Ανέκδοτο στην Αρπαγή’’
Ανυποψίαστοι εμείς οι θεατές, ανοίξαμε τις τηλεοράσεις μπας και χορτάσουμε λίγο θέαμα, μέσα σ΄αυτό το θολό, νεκρό τοπίο.
Αλλά ωιμέ! Τι πάθαμε! Τι είδαν τα ματάκια μας!
Πέσαμε πάνω σε ντοκιμαντέρ του NATIONAL GELOIOGRAPHIC. Η οθόνη όλη να θυμίζει θάλασσα των Σαργασσών. Γεμάτη σαπρόφυτα και πεθαμένα φύκη, που αναδεύονταν και βουρβούλιαζαν κάτω από τις πράσινες ακρίδες που ήταν γαντζωμένες πάνω τους.
Πράσινοι βάθρακες και πράσινες σαύρες να πηγαινοέρχονται πέρα δώθε, να μπαινοβγαίνουν μέσα έξω από το βούρκο. Χρυσοκάνθαροι, αχόρταγοι και τυχοδιώχτες να γιουχάρουν και να προσπαθούν να φάνε μια παραφουσκωμένη μ΄σακα. Η μ΄σακα βγάζοντας δυνατά κοάσματα από τους γναθοθύλακές της , ακούστηκε να λέει: ‘’Ο θεός είναι δυνατότερος από τον τυχοδιωκτισμό και την ανοησία!’’
Άλλοι εκκολαπτόμενοι γυρίνοι επευφημούσαν και χειροκροτούσαν μια βροχαλίδα, που ενδημεί συνήθως στο εξωτερικό, κι εμφανίζεται αραιά και που στα μέρη μας για να επιφέρει σύγχυση.
Μέσα σ΄αυτήν την σύγχυση, με τα αλληλοσπαράγματα και τους αλληλοτσακωμούς, έκανε την εμφάνισή του, ξεγλιστρώντας με ευλυγισία από σκοπέλους νησίδων και τους διαδρόμους του Χρηματιστηρίου και ο μπασμένος γλοιώδης μπάκακας.
Αποστροφή!
Πριν προλάβουμε να κλείσουμε την τηλεόραση, γέμισε η οθόνη μας από τα πράσινα ξερατά, που ξεχύθηκαν μέσα στο σαλόνι μας. Υπολείμματα από χαλασμένα στρείδια και χαβιάρια. Μα τι στο καλό έχουν φάει; Τον άμπακο και τον αγλέουρα, για τον Άδη με τα λείψανα;
Αηδία!
Πατάς το κανάλι που έχει ζωντανή σύνδεση με τα κεντρικά στούντιο των θιάσων, για να καμαρώσεις τα έργα τους. Διασκευές των αντίστοιχων έργων του Ντάριο Φο: ‘’Δεν ψηφίζω, δεν ψηφίζω’’, ‘’Όλο Βουλή, Απάτη και Δυσωδία’’, ‘’Η ανώμαλη δικέφαλη’’, ‘’Ο Λαός ήταν Γυμνός κι οι Άλλοι φόραγαν Φράκο’’, ‘’Αυτός που κλέβει μια Χώρα, έχει Τύχη στην Αγάπη’’, ‘’Η Μαριχουάνα του Υιού, είναι πιο γλυκιά’’, ‘’Οι Αρχιβουλευτές δεν παίζουν Φλίπερ’’, ‘’Η Τυχαία παραίτηση ενός Ανίδεου’’.
Γρήγορες εναλλαγές διάθεσης, έντονοι διάλογοι, ψευτοπαλικαρισμοί και ψευτοανταρτέματα. Όλοι τα είχαν με κάποιον Ένφια …, Δένδια….. δεν κατάλαβα καλά. Ώσπου ένας γαλάζιος θηλυκός φρύνος πετάχτηκε και είπε το αμίμητο: ‘’Όποιος αγόρασε σπίτι, πέταξε τα λεφτά του’’. Σκεπτόταν ότι ίσως έπρεπε, ο καθείς να πετάξει τα λεφτά του στα πόδια του φρύνου. Λες και ήταν Φρύνη.
Αδιαντροπιά!
Παρόλο που βλέπουν ότι το έργο κάνει κοιλιά, δεν προχωρά, κανείς δεν τα παρατά και δεν παραιτείται, εκτός ίσως από έναν που έκανε αυτό το απονενοημένο διάβημα. Αποχώρησε λοιπόν ο Δήμος, ο οποίος ως γνωστό, πολύ σοφά, είχε αποφανθεί ότι δεν χρειάζεται το νηπιαγωγείο, οπότε ας αρχίσουμε να καταργούμε σιγά σιγά την εκπαίδευση, σαν αντιπαραγωγική δραστηριότητα, αρχίζοντας από τα νιάνιαρα.
Αδαημοσύνη!
Αυτή η παραίτηση πέρασε στα ψιλά, μόλις που πρόλαβε η δημοτική μας Μούσα να την καταγράψει- όπως θα δούμε παρακάτω-, με τον δικό της τρόπο, ώστε να αποτυπωθεί και στα αναγνωστικά του σχολείου, για να έχουν τα πιτσιρίκια να ασχολούνται με κάτι, τώρα τον χειμώνα:
‘’Του Δήμου η μάνα σαν το΄μαθε, τον θρήνο αρχινάει,
Εκεί όπου καθότανε, στην άκρη στο ποτάμι.
Με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε.
‘’Ποτάμι μ΄για λιγόστεψε, ποτάμι στρέψε πίσω,
Για να περάσω αντίπερα, πέρα στα κλεφτοχώρια,
Πούχουν οι κλέφτες σύνοδο, οπόχουν και λημέρια.
Τον Δήμο μου τον παραίτησαν και μου τον στέλνουν πίσω.
Πάει ο Δήμος μου, έφυγε, ο Δήμος μου που πάει;
Γιατί Κούκο μου έφυγες, κι έχασες τον μισθό σου;
Τζάμπα τόσα πηδήματα, τόσ΄ άλματα στην άμμο;
Σ΄ εφάγαν τα μυξιάρικα, όπως έφαγαν τον Ηρώδη!’’
Ο προϊστάμενος του Κούκου, σφόδρα συγκινημένος, με το πρόσωπο σκαμμένο από το σοκ της απώλειας, αφού έμπλεξε το εγκώμιο για το έργο που επιτέλεσε μέσα στο κατακαλόκαιρο που ήταν κλειστά τα σχολεία, ο ικανότατος Κούκος, πήρε έπειτα παράμερα την μάνα του και την παρηγοράει:
‘’Του Δήμου μάνα εσύ, μην κλαίς, χαμένος δεν θα πάει.
Μπορεί πρόεδρο να μην τον κάνουμε –άλλος εκεί θα Φωτάει-,
Όμως θα τον βολέψουμε, στην άκρη στο ποτάμι.
Ευθύς τον χρίζω μπλουμιστή, δουλειά τρανή, σπουδαία,
Κροκάλες θα ρίχνει στο νερό, τους πήδους τους να μετράει!’’
Βλέποντας τώρα οι θιασάρχες την αρνητική κριτική που ασκείται στο έργο τους, από τους απαιτητικούς θεατές, με τα ταμεία να παραμένουν άδεια, σκέφτονται να επιβάλλουν ποινές, σε όσους δεν προσέρχονται αυθορμήτως στις πρεμιέρες και δεν σπάνε τα ταμεία. Οι ποινές θα φτάνουν μέχρι και την ισόβια κάθειρξη, ή τον εγκλεισμό σε ψυχιατρικό κατάστημα. Σκέφτονται ακόμη να απαγορευθεί οποιαδήποτε αναφορά ονομαστικώς σε πολιτικούς ή μέσα μαζικής ενημέρωσης, μέσα από τα διάφορα σάιτ, ιδίως αυτό της OLYMPIAS. Η φόρμα γραψίματος που πρέπει να ακολουθούν οι σχολιαστές, σεβόμενοι τα προσωπικά δεδομένα, είναι αυτή που εφαρμόζεται για τους κακοποιούς.
Μόνο η ηλικία και το σουσούμι κάθε πολιτικού ή δημοσιογράφου θα επιτρέπεται, καθώς και η αναφορά, όπως: ‘’Ο φερόμενος σαν πολιτικός, εξηνταπεντάχρονος, αψηλός……κλπ’’, ή ‘’ Τα φερόμενα σαν μέσα ενημέρωσης ……κλπ’’
Βέβαια ο κόσμος θα βρει τρόπο να περνάει τις ιδέες και την αντίθεσή του σε όλο αυτό που γίνεται εις βάρος του.
Στην προηγούμενη Γερμανική Κατοχή, ο λαός με κίνδυνο της ζωής του, χρησιμοποιούσε τον πολύγραφο, όπου τύπωνε και μοίραζε χέρι χέρι τα φυλλάδια ,ή ακόμη και τον Τοίχο, όπου είχε την δική του Ιστορία. Μια Ιστορία γραμμένη με αίμα, αλλά και με αποφασιστικότητα.
Στην αρχαιότητα ένας αθεόφοβος γεροφιλόσοφος, βρήκε έναν πρωτότυπο τρόπο για να αποτυπώσει τις ιδέες του και να μείνουν στην αιωνιότητα σαν δώρο προς τους συμπολίτες του, αλλά και στις μέλλουσες γενιές. Ο φιλόσοφος αυτός ήταν ο Διογένης (όχι ο κυνικός από την Σινώπη).
Ο Διογένης ο Οινοανδεύς, ζούσε στα Οινόανδα περί το 100 μ.Χ. και ήταν οπαδός της επικούρειας φιλοσοφίας. Προς το τέλος της ζωής του σκέφτηκε να καταγράψει τις σκέψεις του και τις συμβουλές του για την απελευθέρωση των ανθρώπων από τους μεταφυσικούς φόβους κι από την κενοδοξία, φτιάχνοντας ένα τεράστιο graffiti , ούτως ώστε να βρίσκονται στην διάθεση του καθένα για αιώνες μετά τον θάνατό του.
Στη στοά που βρισκόταν στην μέση της αγοράς των Οινοανδών ,πάνω σε μια πέτρινη επιφάνεια 100τ.μ. κάνοντας αυτή την επιφάνεια ένα τεράστιο βιβλίο, σκάλισε πάνω της , με επιμονή και υπομονή όλη την φιλοσοφία του Επίκουρου.
Ήθελε έτσι, πριν να βγει από την ζωή, μ΄ένα εύθυμο ύμνο (μετά καλού παιάνα), -όπως έγραφε-, να αντικρούσει την προπαγάνδα που γίνονταν εναντίον των Επικουρείων, ιδίως από τους Στωικούς.
‘’Αυτά που επιβαρύνουν την ψυχή, είναι κατ΄αρχήν οι φόβοι, ο φόβος του θεού, ο φόβος του θανάτου ,ο φόβος του πόνου. Και κοντά σ΄αυτούς, είναι όσες επιθυμίες ξεπερνούν τα φυσικά τους όρια’’. ‘’Η ζωή είναι γλυκιά, όταν λείπει ο φόβος του θανάτου’’. ‘’Το μακάριο και άφθαρτο ον (ο θεός), ούτε το ίδιο έχει προβλήματα ούτε σε άλλους προξενεί, έτσι δεν οργίζεται με κανέναν και δεν χαρίζεται σε κανέναν, γιατί όλα αυτά είναι γνωρίσματα των αδύναμων όντων’’. ‘’Όσα ζωντανά πλάσματα δεν στάθηκε δυνατό να κάνουν συμφωνία να μην βλάπτουν και να μη βλάπτονται μεταξύ τους, δεν ξέρουν τι σημαίνει δίκαιο και άδικο’’.
‘’Οι θεοί ζουν υποταγμένοι στους νόμους της φύσης και της κίνησης των ατόμων. Απλώς το σώμα τους- το οποίο μπορεί και να μην είναι στερεό-, έχει την ιδιότητα να αναπληρώνει τα άτομα που, εκρέοντας απ΄αυτό, πλάθουν τα ορατά ομοιώματά τους που υποπίπτουν στην αντίληψη των ανθρώπων. Ως εκ τούτου είναι άφθαρτοι/αθάνατοι, ζουν σε πλήρη μακαριότητα, απολαμβάνοντας την στατική ηδονή. Αποτελούν τέλεια πρότυπα προς μίμηση. Δεν καταγίνονται με την διακυβέρνηση του σύμπαντος και σε καμία περίπτωση δεν αναμιγνύονται σε ανθρώπινες υποθέσεις’’.
Αυτά είναι λίγα μόνο από τις Κύριες Δόξες που σκάλισε πάνω στην τεράστια πέτρα, ο Διογένης, περισσότερα στο βιβλίο: ΔΙΟΓΕΝΗΣ ο Οινοανδέας, Οι πολύτιμες πέτρες της φιλοσοφίας, Εκδόσεις ΘΥΡΑΘΕΝ.
Τα Οινόανδα ήταν μια Ελληνική πόλη χτισμένη σε μια ψηλή κορφή της ορεινής Λυκίας, στη νοητή γραμμή βορείως του Καστελόριζου. Είχε θέατρο, υδραγωγείο, τείχη ,αγορά ,λουτρά, μεγάλα κτίρια και πλήθος αγαλμάτων. Δυστυχώς τριακόσια μετά τον θάνατο του Διογένη, βρέθηκαν καταστροφείς και γκρέμισαν το πέτρινο βιβλίο. Τα κομμάτια του τα χρησιμοποίησαν για λιθοστρώσεις, τειχοποιίες και οικοδομές. Προς το τέλος του 9ο αιώνα, η πόλη ερημώθηκε. Το 1841 Άγγλοι περιηγητές ανακάλυψαν τα ερείπια. Στις επόμενες δεκαετίες ελάχιστοι αρχαιοδίφες επισκέφτηκαν την περιοχή, καθόσον το μέρος είναι ακόμη και σήμερα δυσπρόσιτο. Το 1884 όμως Γάλλοι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν διάσπαρτες τις πέτρες με τις επιγραφές και μαζεύοντας κομμάτι κομμάτι αυτούς τους ογκόλιθους, μπόρεσαν να συνθέσουν ένα μεγάλο μέρος από τα κείμενα του Διογένη. Το 1895 πήγαν στην περιοχή δύο Αυστριακοί επιγραφολόγοι οι οποίοι έπειτα από σκληρή δουλειά πολλών εβδομάδων , κατεδαφίζοντας ακόμη και τοίχους, άρχισαν να ανασυνθέτουν τα κομμάτια της επιγραφής, έφτιαξαν αντίγραφα, ώσπου κατάφεραν να αποκαταστήσουν ακόμη μεγαλύτερο μέρος από το πέτρινο βιβλίο . Από το 1968 τις έρευνες διευθύνει ο Βρετανός Μάρτιν Φέργκυσον Σμιθ, ο οποίος έχει φέρει στο φως και έχει δημοσιεύσει πολλά νέα αποσπάσματα.
Βλέπουμε λοιπόν ότι η πέτρα μπορεί και ξέρει να προφυλάξει τις σκέψεις και τις ιδέες των ανθρώπων στους αιώνες. Το ίδιο γίνεται και με τα ταφικά μνημεία, όπως βλέπουμε τώρα στην Αμφίπολη. Η πέτρα με την μορφή των λεόντων και των Καρυάτιδων μας αποκαλύπτει την δόξα και των πλούτο των ηρώων και των βασιλιάδων μας. Ελπίζουμε μόνο να μην σκορπιστούν και να μην χαριστούν εδώ και κει, αυτά τα κομμάτια που τόσους αιώνες φύλαξε στοργικά η Ελληνική γη.
Όπως είδαμε όμως μέσα από τις ειδήσεις, και στην εποχή μας χρησιμοποιούν την πέτρα για να φυλάξουν στην μνήμη των ανθρώπων κάποια γεγονότα της πρόσφατης ιστορίας.
Πάνω σε κομμάτια πέτρας έχουν σκαλίσει τα ονόματα των θυμάτων της γερμανικής λαίλαπας και τα έχουν τοποθετήσει σαν πλακόστρωτο σε πλατείες στην ίδια την Γερμανία. Έτσι ο κόσμος που περνά από τις πλατείες, βλέπει τα ονόματα των θυμάτων και η θυσία τους δεν πρόκειται να σβήσει από την μνήμη των ανθρώπων.
Γιατί να μην κάνουμε κι εμείς το ίδιο; Ας αρχίσουμε να χαράζουμε πάνω σε κομμάτια πέτρας τα ονόματα όσων έχουν χάσει την ζωή τους από αυτή την κατάσταση καθώς και την ημερομηνία θανάτου τους.
Κάποια στιγμή στο μέλλον, όταν θα έχουν αναλάβει την εξουσία σοβαροί κυβερνήτες, που θα σέβονται τον εαυτό τους, το αξίωμά τους και τον λαό τους, έτσι ώστε και ο λαός να τους σέβεται, χωρίς δικαστικές αποφάσεις, αυτές οι πέτρες θα μας χρειαστούν.
Όσοι λοιπόν θα είναι εν ζωή τότε, με αυτές τις πέτρες θα σκεπάσουν την κεντρική πλατεία μας, σαν ένα ιδιότυπο ψηφιδωτό, φτιαγμένο από τα ονόματα των νεομαρτύρων, ώστε να μείνουν στην μνήμη των ανθρώπων αιωνίως. Τελώντας παράλληλα και ετήσιο μνημόσυνο με τίτλο: ‘’Από τον Όλεθρο, στην Απαλλαγή’’.
Με εκτίμηση,
Αγγελική Π.