ΗΤΑΝ ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΙ «ΔΕΞΙΟΙ», ΑΝΑΧΡΟΝΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΟΠΙΣΘΟΔΡΟΜΙΚΟΙ;
Γράφει ὁ Γιῶργος Νικολακάκος
Εάν κάποιος σήμερα μιλήσει γιά γιά ἀνάγκη ἐπίδειξις έγκράτειας θά κατηγορηθῆ ἀμέσως ὄτι εἶναι « δεξιός» καί «συντηρητικός». Ἤταν λοιπόν ὄλλοι οἰ άρχαίοι ελληνες, ποὐ εῖχαν ἀναγάγει τήν ἐγκράτεια σέ ὑπερτάτη ἀρετή, «δεξιοί» καί συντηρητικοί; Οἰ ἀρχαῖοι Ἕλληνες εἶχαν ἀσχοληθῆ ἐντατικά μέ τό πῶς ὀ ἄνθρωπος θά μποροῦσε νά διάγη βίον ἐνἀρετον καί το ποῖες θά ἤταν αὐτές οἰ ἀρετές συμφωνα μέ τίς ὀποῖες θἀ ἔπρεπε να ζὴ. Επίσης ἀσχὀληθηκαν μέ τήν ἰεράρχησιν αὐτῶν τῶν ἀρετῶν. Κατά τό Πλάτωνα, ἡ κυριωτέρα
ἀρετή εἶναι ἡ δικαιοσύνη καί αὐτή προκύπτει ὄταν οἰ τρεῖς ἀλλες σπουδαιότερες ἀρετές βρίσκονται σε ἀρμονία,ὄταν ἡ κᾶθε μία ἀπό αὐτές ἐπιτελεῖ τό ἔργον γιά τό ὀποῖον εἶναι προωρισμένες, δηλαδη, ἡ σοφία, ἡ ἀνδρεῖα καί ἡ σωφροσύνη. Να σημειώσωμε ὄτι ὁ Αριστοτέλης ταξινομεῖ τα εἴδη τῆς Αρετῆς ὧς ἐξῆς:Τῆς τελεῖας ἀρετῆς εἴδη ἐστί τέτταρα. Εν μέν φρόνησις, ἐν δε δικαιοσύνη, ἄλλο δ’ ἀνδρεῖα, τέταρτον σωφροσύνη. Τούτων ἡ μέν φρόνησις αίτία τοῦ πράττειν ὀρθῶς τα πράγματα. Ἡ δε δικαιοσύνη τοῦ ἐν κοινωνίαις
καί τοίς συναλλάγμασι δικαιοπραγείν. Η δε ἀνδρεῖα τοῦ ἐν τοίς κινδύνοις καί φοβεροίς μη ἐξίστασθαι τρείν (δειλιάσει και φύγει), ἀλλά μένειν. Ἡ δε σωφροσύνη τοῦ κραττείν τῶν ἐπιθυμιών καί ὑπό μηδεμιᾶς ἠδονῆς δουλούσθαι, ἀλλά κοσμίως ζην. Τῆς ὰρετῆς ἄρα το μέν ἐστι φρόνησις, ἄλλο δικαιοσύνη, τρίτον ἀνδρεία, τέταρτον σωφροσύνη. Εδῶ βλέπομε ὄτι τό κύριο συστατικό τῶν ἀρετῶν εῖναι ἡ έκράτεια (Ἡ δε σωφροσύνη τοῦ κραττείν τῶν ἐπιθυμιῶν καί ὑπό μηδεμιᾶς ἠδονῆς δουλούσθαι, ἀλλά κοσμίως ζην).
Παρεμφερεῖς ἥ ἀκόμη καί ταυτόσημες πρός τήν σωφροσύνη καί τήν δικαιοσύνη εἶναι ἡ αίδῶς καί ἡ δίκη, ήθικές ποιότητες ποῦ ἀποτελοῦν τό ἠθικό ἰδεῶδες τοῦ ἐλληνικοῦ πολιτισμοῦ. Ἡ αἰδῶς καἰ ἡ δίκη ἐμπεδώνουν τήν ἀξιοπρέπεια τοῦ ἀτόμου, γιατί τό ἐμποδίζουν νά παραδωθῆ στό ρεῦμα τῶν παρορμήσεων του καί τό ὑποχρεώνουν να συμμορφωθῆ με ὄ,τι τό διαφοροποιεῖ ἀπό τα ἄλλα ἔμβια ὄντα: τόν λόγο. Παράλληλα χειραγωγοῦν τίς έγωιστικές τάσεις του, τήν ἰδιοτέλεια, τήν μισαλλοδοξία, τήν ἐπιθετικότητα, τήν ἀπληστία καί
κυοφοροῦν καί τονώνουν τίς ἤθικές ἐκεῖνες δυνάμεις ποῦ συντελοῦν στήν έμπέδωσιν τῆς κοινωνικῆς ἀρμονίας καί τῆς πολιτικῆς ἐνότητας. Γιά τήν ἔννοια τῆς σωφροσύνης ὁ Δημόκριτος έγραψε: «Τριτογένεια ἡ Αθηνά φρόνησις νομίζεται. Γίγνεται δέ ἐκ τοῦ φρονεῖν τρία ταύτα: βουλεύεσθαι καλῶς (ευ λογίζεσθαι), λέγειν ἀναμαρτήτως (ευ λέγειν) καί πράττειν α δει» δηλαδή “Τριτογένεια λέγεται ἡ Αθηνά καί θεωρεῖται ἐνσάρκωσις τῆς σωφροσύνης. Η δέ σωφροσύνη ἐκφράζεται με τρεῖς δυνατότητες: να σκεπτόμαστε σωστά, να
διατυπώνουμε τήν σκέψιν μας ἄψογα, να πράττωμε αὐτά ποῦ κρίνονται από τους ἄλλους σωστά, άρα ευεργετικά”.
Η ἑγκράτεια ὑπῆρξε σπουδαῖα πολιτική ἀρετή καί εἶχε διατυπωθῆ μέ το « Φιλοκαλοῦμε μετά εὐτελεῖας» ἀπό τόν Περικλἠ στόν περίφημο Επιτάφειον του. Ο Περικλῆς μᾶς λέει ὄτι «Φιλοκαλοῦμεν μετ’ εὐτελεῖας καί φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας• πλούτῳ τε ἔργου μᾶλλον καιρῷ ἢ λόγου κόμπῳ χρώμεθα, καὶ τὸ πένεσθαι οὐχ ὁμολογεῖν τινὶ αἰσχρόν, ἀλλὰ μὴ διαφεύγειν ἔργῳ αἴσχιον.»Αύτήν τήν ἀντίληψιν τήν εἶχαν ἀναγάγει σέ ὑπερτάτη άξία, Η λειτουργία αύτῆς τῆς ἀξίας ἤταν νἀ ἐξαλείψη τίς μή καθαρῶς βιολογικές ἀνᾶγκες
ώς γνώρισμα τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου. Επίσης μᾶς λέγει ὄτι ναί μέν δέν εἶναι ντροπή το να εῖσαι φτωχός, άλλά εῑναι αίσχρόν νά μήν καταβάλλης προσπάθειες νά έξέλθης άπό τήν ἔνδεια, γιατί ἐαν δέν κάνεις προσπάθεια νά ϋπερβῆς τήν παροῦσα κατάστασιν σου θά γίνης βᾶρος τῆς κοινωνίας. Αυτό έκφράζεται καί μέ τήν ρήσι «τά ἀγαθά κόποις κτῶνται». Στήν διαμόρφωσιν αύτῶν τῶν φιλοσοφικῶν ἀντιλήψεων ἀσφαλῶς εἶχε συμβάλλει ἡ κοινωνική ἀνάγκη γιά τόν περιορισμό καί χειραγώγησιν τῶν ἀνθρωπίνων ἀναγκῶν καί τών τάσεων τοῦ
ἀνθρώπου νά βρίσκη ίκανοποίησιν καί ἀπόλαυσιν σέ ὑλικά ἀντικείμενα. Αυτές οἱ φιλοσοφικές ἀντιλήψεις δέν ἤταν ἀποτέλεσμα συνειδητῆς ἐπινοήσεως καί οὖτε ἀποσκοποῦσαν στό να χρησιμοποιθοῦν σάν ιδεολογικά ἐργαλεῖα. Κυοφορήθηκαν ἀπό τήν φιλοσοφική τάσιν τῆς ἐποχῆς ποῦ εἶχε διαμορφωθῆ ἀπό τήν πνευματική καλλιέργεια τῆς κοινωνίας. Τά μέσα καί τά διανοητικά ἐργαλεῖα πού ἐπιστρατεύει ἡ κοινωνία κάθε ἐποχή ἐξαρτῶνται ἀπό το πνευματικό ἐπίπεδο τῆς ἐποχῆς καί τίς πιθανότητες πού ἔχουν να τελεσφορήσουν.
Επίσης εἶχε διατυπωθεῖ καί σάν διανοητική ἀρετή μέ τό « λακωνίζειν ἐστί φιλοσοφείν”. Αὐτό φανερώνει τήν ἀξία τῆς οὐσιαστικῆς καί ἐπικεντρωμένης προσπάθειας ποῦ πρέπει νἀ ἔχωμε στόν λόγο μας καί ὄχι στήν περιφερειακή προσέγγισιν ποῦ ὀδηγεῖ σέ ἀδιέξοδα και συγχύσεις. Αποσκοπεῖ στήν δημιουργία προβληματισμοῦ καί ἀναζητήσεως καί ὄχι στόν ἐγκλωβισμό καί στήν ἐσωτερικήν ζωή χωρίς ὄραμα τοῦ ἀνθρώπου.Η λακωνικότητα ἀπαιτεῖ ἔντονή πνευματική δραστηριοποίησιν, καθῶς εῖναι ἀποτέλεσμα πνευματικοῦ μόχθου.
Βοηθάει στήν ἀνάπτυξιν τῆς κριτικῆς σκέψεως καί στήν ἀντιμετώπισιν μεγάλων προβλημάτων.Η λακωνικότητα, δηλαδή ὁ σύντομος και περιεκτικός τρόπος ὀμιλίας, εῖναι μιά ἀρετή, μέ σκοπό τήν ἀποφυγήν τῆς φλυαρίας, τῆς ἐπιφανειακής και ανούσιας ἀντιμετωπίσεως τῶν πραγμάτων.
Η «Εγκράτεια», μέ πρῶτον συνθετικό τήν πρόθεσι «εν» καί δεύτερον τό ρῆμα «κρατῶ» (εξουσιάζω) ἥ τὀ οὐσιαστικό «κράτος», σημαίνει τήν ἰκανότητα συγκρατήσεως τῶν ὀρμῶν καί παθῶν (λ.χ. ἡ ἀποχή ἀπό τόν θυμό), ἐξ ου καί τό παράγωγο ρῆμα «ἐγκρατεύομαι» ἥ «ἐγκρατοῦμαι». Αντίθετός της ὄρος εἶναι ἡ «Ακρασία», δηλαδή ἡ παντελῆς ἔλλειψις αὐτοσυγκρατήσεως ἥ αὐτοελέγχου, ἐνῶ συγγενεῖς της ὄροι εῖναι ἡ (επί των επιθυμιών) «Επικράτεια», τὀ νά ἐπικρατῆ δηλαδή κάποιος ὄλων τῶν ἐπιθυμιῶν του, καί ἡ «Απόσχεσις», δηλαδή τό
νά ἀπέχη κάποιος ἀπό τα κακά.
Επίσης ἐξεφράσθη καί ὡς στάσις ζωῆς μέ τό «Μηδέν άγαν», ἀπόφευγμα ποῦ ἀποδίδεται στόν Σόλωνα τόν νομοθέτη τῶν Αθηνῶν .Αυτή ἡ ρήσις σημαίνει κατά λέξιν «καμία ὑπερβολή» καί κατ’ επέκτασιν ἐννοεῖ:νά μήν γίνεται κάτι πέραν ἀπό τό μέτρον (να μην ξεπερνά τά ὄρια),νά μήν κάνωμε γενικά ἀκρότητες στήν ζωή μας καί γενικά ἀκρότητες .να τηροῦμε τούς κανόνες τῆς σωστῆς συμπεριφοράς,νά μήν κάνωμε γενικά ὑπερβολές καί γενικά πράξεις ποῦ ξεφεύγουν πρός τό χειρότερο ἀπό το μέτρον ποῦ τηρεῖται ἀπό τούς συνανθρώπους μας.
Επίσης καί μέ τό«παν μέτρον ἄριστον» δηλαδή θά εῖναι ἄριστη ἡ συμπεριφορά σας ἀν τηρεῖτε τἀ μέτρα καί δέν ὑπερβαίνετε τά λογικά ὄρια) Π.χ. τό νά μεθᾶμε ὄμως εἶναι ἀκρότητα, τό νά ὀδηγοῦμε μέ ὑπερβολική ταχύτητα μέ κίνδυνον νά πάθουμε ἥ να προκαλέσωμε ἀτύχημα εἶναι ἀκρότητα κλπ. Βεβαίως τό ἐρώτημα ποῦ γεννιέται εῖναι ποῖο εἶναι το ὄριο ἐκεῖνο ποῦ ἀν τό ὑπερβεῖ κάποιος θα κάνη ὑπερβολές. Τά ὄρια αὐτά εῖναι καί ἀντικειμενικά ἀλλά καί ὑποκειμενικά. Υποκειμενικά εἶναι ἀν ξεπερνᾶμε τά δικά μας ὄρια, τίς
δικές μας δυνατότητες, αὐτές ποῦ ἔχουν σχέσιν μέ τίς σωματικές μας δυνατότητες (τήν σωματικήν μας ἀντοχή) ἥ καί τίς πνευματικές μας δυνατότητες. Αντικειμενικά εῖναι ὄταν παραβιάζουμε τα ὄρια ὄπως ὀρίζονται ἀπό τούς κοινωνικούς νόμους ἥ τἀ ὄρια τῆς ηθικής καί τοῦ δικαίου με τήν ἀπόλυτή τους ἔννοια.
Ἡ ἑγκράτεια εἶναι ἡ αὐτοσυγκράτησις καί εἶναι ἀποτέλεσμα λογικῶν ἀποφάσεων. Εγκρατεύεται κάποιος, ὄπως λακωνικά το γράφει στα «Ηθικά Ευδήμεια» ο Αριστοτέλης, « ὅταν πράττη παρά τήν ἐπιθυμίαν, κατά τόν λογισμόν». Εγκράτεια εἶναι ἡ αὐτοσυγκράτησις ποῦ μᾶς κάνει ίκανούς νά εἴμεθα κύριοι καί ὄχι δούλοι τῶν ἀπολαύσεων ἥ συμπεριφορῶν μας.
Η «Εγκράτεια», ὧς αὐτοσυγκράτησις, προσδιορίζεται ὧς Αρετή ἀπό πολύ νωρίς. Ακόμη καί ἕνας Σκύθης, ὁ Ανάχαρσις γνωρίζει τόν 6ο αίῶνα τό «Γλώσσης, γαστρός, αἰδοίων, κράττειν» καί προτρέπει σέ αὐτό, δηλαδή στό νά ἐπιδεικνύουμε συγκράτησι στήν ὀμιλία μας, στό φαγητό καί τό ποτό μας καί στήν σεξουαλικότητά μας. Αύτή ἡ προτροπή του, ἐπιγράφετο ἀργότερα στούς ἐν Αθήναις τιμητικούς ἀνδριάντες του («Επιγράφεται δε αὐτοῦ ταῖς εἰκοσι…»). Τήν αὐτοσυγκράτησιν ὥς πρός τήν γλῶσσα καί τίς ἀντιδράσεις προτείνει καί ὁ Χίλων ὁ
Λακεδαιμόνιος μέ το γνωστό «Θυμοῦ Κράττει», τό ὀποῖον κατατάσσεται ἀνάμεσα στά λεγόμενα «Δελφικά Παραγγέλματα», ὁ Δημόκριτος ἀποφαίνεται πῶς ἀνδρεῖος δέν εἶναι μόνον ἐκεῖνος ποῦ νικά τούς ἐχθρούς του, ἀλλά καί τήν φιληδονία («Ανδρεῖος οὐχ ὁ τῶν πολεμίων μόνον, ἀλλά καί τῶν ἠδονῶν κρείσσων»), ἐνῶ ὁ Πυθαγόρας προτρέπει στό «Φεύγειν σαρκῶν πλεονασμόν»), να ἀποφεύγουμε δηλαδή τίς ὑπερβολικές σαρκικές ἀπολαύσεις.
Ο Σωκράτης, ὄλη ἡ σκέψις τοῦ ὀποίου περιστρέφεται γύρω ἀπό τήν ἐπίτευξιν τῆς αὐτονομίας καί τῆς ἐσωτερικῆς αὐτοκυριαρχίας, ἀσχολεῖται ( πλατωνικός διάλογος «Πρωταγόρας») μέ τήν «Εγκράτεια» μέσω τοῦ ἀντιθέτου της, τῆς «Ακρασίας», δηλαδή του «Υπό τῶν ἠδονῶν ἠττάσθαι». Στα πλαίσια τοῦ «ουδεῖς ἔκων κακός », τοῦ ὄτι δηλαδή κανεῖς δεν εῖναι συνειδητά φαῦλος ἀλλά καταντάει τέτοιος ἀπό ἄγνοια ἥ πλάνη, ἀρνήθηκε τήν γενική πεποίθησιν ὄτι ἡ «Ακρασία» ἀποτελεῖ κατανίκηση ἀπό τίς ἡδονές καί ὑποστήριξε, ἀντίθετα,
ὄτι ὁ ἄνθρωπος ὀδηγεῖται στό κακό μόνον ἀπό ἐσφαλμένη κρίση, διαφορετικά τό ἀποφεύγει. Γιά τόν Σωκράτη, δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποῦ «γιγνώσκει» περί τοῦ ἀγαθοῦ καί παρά ταύτα πράττει τό κακό. Η ἄποψις αύτή τοῦ Σωκράτους δείχνει ἐκ πρώτης ὄψεως λανθασμένη, ὡστόσο ὁ φιλόσοφος προφανῶς με τίς λέξεις «γιγνώσκειν» και «γιγνώσκοντες» ἀναφέρεται στήν πλήρη «ἐπίγνωσιν» τοῦ ἀγαθοῦ καί ὄχι στήν γενικῶς είπείν «γνώσιν» («ἄποψιν» στήν πραγματικότητα), περί αὐτοῦ: αὐτός ποῦ παρασύρεται ἔχει περισσότερες ἀπό μιά
«ἀπόψεις» γιά τό τί εἶναι ἀγαθόν καί μοιραῖα ἄγεται καί φέρεται, ἀνάλογα μέ τόν ὑποκειμενισμό του ἥ τίς περιστάσεις.
Στόν ίδιον πλατωνικόν διάλογο, ὁ Σωκράτης ἐξηγεῖ ὄτι εἶναι ἀποκλειστικά ὁ αὐτοσεβασμός του αὐτός ποῦ τόν προστατεύει ἀπό τἀ νά ἠττηθῆ ἀπό τίς ἡδονές. Βλέπουμε ἐδώ ὄτι τό κατεξοχήν προϊόν τῆς «ἐπιγνώσεως», ὁ αὐτοσεβασμός, ὀδηγεῖ σέ διαφορετικήν στάσι ἀπό ἐκεῖνες στίς ὀποῖες καταλήγουν, ἀκόμα καί σήμερα οἰ ὑπαρξιακά ἀνασφαλεῖς καί ἔχοντες συμπλέγματα κατωτερότητας ἄνθρωποι, τήν λατρεῖα προσωρινῶν καί σχετικῶν πραγμάτων, ἥ τήν ἐπίδειξιν σεξουαλικῶν, μυϊκῶν, διασκεδαστικῶν, ἥ ἄλλων «ἐπιδόσεων». Κατά
τήν μαρτυρία τοῦ Ἑπικτήτου, ὁ Σωκράτης ὑποστήριζε πῶς ἡ μεγαλύτερη εὐτυχία τοῦ ἀνθρώπου εῖναι νά παρακολουθῆ κᾶθε ἡμέρα τόν ἐαυτόν του βελτιούμενον.
Τήν Αρετήν τῆς Ἐγκράτειας» τίμησαν καί οἱ, ἐπίσης ἠδονιστές ὄπως καί οἱ «Κυρηναϊκοί», Επικούρειοι, ἀν καί ὁ ἴδιος ὁ Επίκουρος προτιμοῦσε, ἀντ’ αυτῆς, νά χρησιμοποιῆ τόν ὄρο «Αυτάρκεια». Ὁ ὀπαδός τῆς ἐν λόγω Σχολῆς Λούκιος Τορκουάτος ἀπαντᾶ περί αὐτῆς στόν Κικέρωνα: «δέν εἶναι ἐπιθυμητή αὐτή καθαυτή, ἀλλά τήν ἐνστερνιζόμεθα διότι προσφέρει ψυχική ἡρεμία καί κατευνάζει τίς καρδιές με ἕνα αἴσθημα ἀρμονίας, γιατί δέν ἀρκεῖ ἀπλῶς να κρίνωμε τι εἶναι σωστό ἥ δέν εἶναι σωστό να πράξωμε, ἀπαιτεῖται καί νά
ἐμμένουμε στίς κρίσεις μας. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι δέν ἔχουν ἀντοχή, καί οἱ κρίσεις τους ἐξασθενοῦν καί ὑποχωροῦν μπροστά στήν θέα τῶν ὄμορφων ὄψεων τῶν ἡδονῶν καί παραδίδονται αίχμάλωτοι στά πάθη τους γιά μία ἀσήμαντη καί μή ἀναγκαῖαν ἠδονή, τήν ὀποῖαν θά μποροῦσαν νά ἐξασφαλίσουν με ἄλλους τρόπους ἥ εὔκολα νά τήν ἀπαρνηθοῦν, ἐκτίθενται στόν κίνδυνον να προσβληθοῦν ἀπό κάποια σοβαρή ἀσθένεια, ἥ να χάσουν τήν περιουσίαν τους, ἥ να ἐξευτελιστοῦν. Υπάρχουν ὡστόσο καί ἐκείνοι ποῦ μποροῦν νά
ἀπολαμβάνουν τίς ἠδονές ποῦ δέν ἔχουν δυσάρεστες συνέπειες, καί ποῦ διατηροῦν τήν κριτική τους ἰκανότητα, μη παρασυρόμενοι σέ διαδρομές ποῦ καί οἱ ἴδιοι τίς θεωροῦν λανθασμένες καί ἀπολαμβάνουν τήν ὑψηλότερη ἠδονή ἀπέχοντας ἀπό τήν ἐπικίνδυνη ἠδονή… ἐνστερνιζόμαστε τήν Εγκράτεια, ὄχι ἐπειδή ἐπιτίθεται στίς ἠδονές, ἀλλά γιατί ἐξασφαλίζει τίς καλύτερες καί μεγαλύτερες ἠδονές» («De Finibus Bonorum et Malorum»). Η θέσις αὐτή τῶν Επικουρείων εἶναι ἀπολύτως λογική: ἡ «Εγκράτεια» βοά ὄτι οἱ καλύτερες ἀπολαύσεις εἶναι
αὐτές ποῦ τίς ἔχομε ἐπιλέξει ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, λυτρωμένοι ἀπό τήν ἐξάρτησιν.
Οἱ ἀρχαίοι Ἔλληνες φαίνεται ὄτι ἐγνώριζαν τήν φύσι τοῦ ἀνθρώπου καλλίτερα καί ἀπό ἐμᾶς. Ἐγνώριζαν τίς ἔμφυτες ἔξεις, τάσεις καί ροπές τοῦ ἀνθρώπου καί τίς ἐπιυθμίες του πού τείνουν πρός ίκανοποίησιν καί τήν ἀνάγκη χειραγωγήσεως αυτῶν τῶν ἐπιθυμιῶν, κάτι ποῦ ἡ ἀριστερά δέν τό κατανοεῖ ἥ δέν θέλει νά τό κατανοήση. Τὶ πρεσβεύει γενικὰ ἡ ἀριστερὴ ἰδεολογία; Τὴν-κατ’ αὐτούς-ἐλευθερία. Ἤ μᾶλλον τὸ ΕΥΚΟΛΟ. Διότι ἡ στράτευσις, ἡ φορολογία, οἱ θεσμοί, ἡ πατρίδα, ἡ οἰκογένεια, ἡ μονογαμία καὶ γενικά, τὸ
παραδοσιακὸ σύστημα ἀξιῶν δημιουργεῖ διαρκεῖς ὑποχρεώσεις, εὐθύνες, πειθαρχία, δηλαδή ἐγκράτεια. Κάτι τέτοιο βαρύνει τοὺς ἀνθρώπους. Ἀντίθετα, ἡ ἔμφυτη φυσικὴ ροπὴ τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν εὔκολη εὐχαρίστησιν, τὴν ἀργία, τὴν φυγοπονία, τὸν ἡσυχασμό καὶ ἀποχὴ ἀπὸ κάθε ἀγῶνα εἶναι βαθιὰ ριζωμένη μέσα μας. Ὁ ἀριστερὸς μὲ τὸν τρόπο του δίνει μὲν ἕναν ἀγῶνα, ἀλλὰ ἀγωνίζεται γιὰ τὴν τελικὴ ἐπικράτησιν τοῦ εὔκολου, τῆς ἱκανοποιήσεως τῶν φυσικῶν του ροπῶν καὶ ἕξεων. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ὅμως,
ἀγωνίζεται γιὰ τὴν ἀποσύνθεσιν τῆς κοινωνίας,ὅπως αὐτὴ ἐξελίχθη κατὰ φυσικὸν τρόπο. Δὲν ἀντιλαμβάνεται ὅτι ὁποιδήποτε ἄλλο σύστημα κοινωνίας εἶναι καταδικασμένο νὰ ἀποτύχη λόγῳ τῆς φυσικῆς ἀτέλειας τοῦ Ἀνθρώπου. Οὐσιαστικὰ ἀγωνίζεται γιὰ τὸ παρὰ φύσιν καὶ γιὰ τὴν ἀποκτήνωσιν τοῦ ἀνθρωπίνου εἴδους. Μάλιστα ἀποδεικνύει τὸ τελευταῖο μὲ τὴ συμπεριφορὰ του καὶ τὴν γενικὴ του εἰκόνα.