του Παντελή Καρύκα
Συγγραφέας
Στις 5 Απριλίου 1453 αφίχθησαν ενώπιον των τειχών οι εμπροσθοφυλακές της στρατιάς του Μωάμεθ. Οι πολιορκημένοι εντυπωσιάστηκαν από τον τεράστιο αριθμό ανδρών. Τούρκοι και σύγχρονοι δυτικοί ιστορικοί κατεβάζουν τον αριθμό τους σε 40 –80.000 άνδρες. Οι μαρτυρίες όμως των πηγών, ελληνικών και ιταλικών, κάνουν λόγο διά τουλάχιστον 160.000 Τούρκους. Ο Φραντζής αναφέρει ότι ήταν 260.000, ενώ ο Δούκας γράφει πως την επίθεση άνοιξαν 140.000 Τούρκοι, οι οποίοι όμως κατόπιν ενισχύθηκαν, ενώ σε άλλο σημείο αναφέρει ότι η αναλογία μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων ήταν της τάξεως του 1 : 20. Ο ίδιος επίσης αναφέρει ότι Έλληνες κατάσκοποι ανέφεραν στον αυτοκράτορα ότι οι Τούρκοι ξεπερνούσαν τις 400.000 άνδρες. Το δε Σλαβονικό Χρονικό αναφέρει επίσης ότι ο στρατός του Μωάμεθ αριθμούσε 400.000 Τούρκους, Ούγγρους, Ρουμάνους, Σέρβους και Βουλγάρους.
Και γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι με τους Τούρκους συμπολέμησαν 1.500 επίλεκτοι Σέρβοι ιππείς και αρκετοί άλλοι υπονομευτές (λαγουμιτζήδες). Πάνω δε από όλα ο Μωάμεθ διέθετε και μεγάλο αριθμό πυροβόλων – περί τα 100, ίσως και περισσότερα – ορισμένα εκ των οποίων ήτο πολύ μεγάλου μεγέθους, όπως αυτό του Ουρβανού, τα οποία ήταν ικανά να βάλουν βλήμα βάρους 600 λιβρών (περίπου 290 κιλών). Για πρώτη φορά το πυροβολικό θα δρούσε τόσο μαζικά στα έως τότε παγκόσμια στρατιωτικά δεδομένα. Πέραν δε των πυροβόλων ο Μωάμεθ διέθετε και πλήθος άλλων λιθοβόλων βλητικών μηχανών, ενώ κατά τη διάρκεια της πολιορκίας κατασκεύασε και μεγάλους πολιορκητικούς πύργους. Ένας από αυτούς ήταν τόσο μεγάλος που οι χρονογράφοι τον συνέκριναν με τις ελεπόλεις του Δημητρίου Πολιορκητή.
Στις 6 Απριλίου ο τουρκικός στρατός πλησίασε στα τείχη και έλαβε θέσεις σε απόσταση όχι μεγαλύτερη των 1.200 μέτρων από αυτά. Πριν την έναρξη των επιθέσεων ο σουλτάνος, όπως αναφέρει ο Κριτόβουλος, ζήτησε από τον Κωνσταντίνο να παραδώσει την Πόλη. Αλλά έλαβε την πρώτη αρνητική απάντηση. Κατόπιν τούτου διέταξε την πλήρη περίσχεση της Πόλεως. Έχοντας ολοκληρώσει την περίσχηση της Πόλεως, ο Μωάμεθ, διέταξε το πυροβολικό του να ανοίξει πυρ κατά των τειχών. Επί 12 συνεχείς ημέρες τα πυροβόλα των Τούρκων δεν έπαυσαν να βομβαρδίζουν τα αρχαία τείχη της Πόλεως, προκαλώντας τους μεγάλες ζημιές.
Μάταια ο πολιορκημένοι προσπαθούσαν να ελαχιστοποιήσουν τα καταστρεπτικά αποτελέσματα των βολών, κρεμώντας σάκους γεμισμένους με μαλλί από τα τείχη. Ιδιαιτέρως καταστροφικά ήταν τα αποτελέσματα των βολών της «βομβάρδας του Ουρβανού». Ευτυχώς το τεράστιο εκείνο πυροβόλο ανατινάχθηκε, από υπερβολική γόμωση πυρίτιδος, ύστερα από μερικές βολές, σκοτώνοντας όλους τους υπηρέτες του. Επισκευάσθηκε όμως και κατόπιν έβαλε επτά βολές κάθε μέρα. Βλέποντας τη βλάβη του τείχους ο Μωάμεθ αποπειράθηκε, στις 18 Απριλίου, μια πρώτη έφοδο εναντίον της. Στο μεταξύ οι πολιορκημένοι είχαν λάβει θέσεις στα τείχη και τον περίμεναν. Όπως-όπως, επίσης, οι πολιορκημένοι επισκεύαζαν τα ρήγματα, τοποθετώντας μαλακό χώμα και ξύλα και κληματίδες στα ρήγματα. Τα υλικά αυτά, μαλακότερα του λίθου, μπορούσαν να απορροφούν καλύτερα τα πλήγματα των λίθινων σφαιρών που εξαπέλυαν τα τουρκικά πυροβόλα.
Τη νύκτα της 18ης προς 19η Απριλίου ο Μωάμεθ διέταξε τα στίφη του να επιτεθούν. Στόχος τους ήταν το λεγόμενο «σταύρωμα», το προχείρως επισκευασθέν δηλαδή σημείο του τείχους, το οποίο είχε υποστεί σοβαρές ζημιές από τον βομβαρδισμό. Το ρήγμα είχε επετεύχθη πλησίον της πύλης του Αγ. Ρωμανού, στο πλέον ευαίσθητο σημείο του αμυντικού περιβόλου. Ξαφνικά η νυκτερινή ησυχία διακόπηκε υπό των ήχων εκατοντάδων τυμπάνων. Χιλιάδες άνδρες εξόρμησαν με φρικτούς αλαλαγμούς κατά των αμυντόρων.
Και τότε άρχισε μάχη κραταιά, σώμα με σώμα. Οι Τούρκοι, εφοδιασμένοι με άγκιστρα επιχειρούσαν να γκρεμίσουν τα πρόχειρα οχυρώματα των αμυνόμενων για να εισέλθουν μέσω του ρήγματος στην Πόλη. Άλλοι τοποθετούσαν κλίμακες στα ερείπια του τείχους και μέσω αυτών προσπαθούσαν να εισβάλουν εντός. Αμέσως στο σημείο της προσβολής έσπευσε ο Κωνσταντίνος και ο Ιουστινιάνης με τους επίλεκτους μαχητές του και τις εφεδρικές δυνάμεις. Τότε η μάχη γενικεύτηκε. Οι βαριά θωρακισμένοι άνδρες του Ιουστινιάνη συνεπλάκησαν εκ του συστάδην με τους Τούρκους. Χάρη στην ισχυρή τους θωράκιση δεν πάθαιναν τίποτα από τα τουρκικά βλήματα. Αντιθέτως οι ίδιοι σώριαζαν ενώπιον τους πλήθος πτωμάτων εχθρών. Όταν μάλιστα έφτασε και το ελληνικό εφεδρικό σώμα υπό τον Λουκά Νοταρά, όλοι μαζί έτρεψαν τους Τούρκους σε φυγή, καταδιώκοντάς τους και έξωθεν του «σταυρώματος».
Σε λίγο ξημέρωσε. Η μάχη αυτή, η πρώτη σοβαρή απόπειρα των Τούρκων να εισβάλουν, είχε διαρκέσει όλη τη νύκτα και είχε λήξει με πλήρη ήττα τους. Ο Ενετός Μπάρμαρο αναφέρει ότι οι Τούρκοι άφησαν πίσω τους τουλάχιστον 200 νεκρούς. Προφανώς οι απώλειες τους, περιλαμβανομένων και των τραυματιών θα ήσαν πολύ μεγαλύτερες. Αντιθέτως οι αμύντορες δεν υπέστησαν καμία απώλεια. Αντιθέτως πάντως με την διήγηση του Μπάρμπαρο, με την οποία λίγο πολύ συμφωνούν και οι διηγήσεις των λοιπών χρονικογράφων, ο Ανώνυμος Μοσχοβίτης, ο συγγραφέας του Σλαβονικού Χρονικού, δίδει μια εντελώς διαφορετική περιγραφή της μάχης. Γράφει : «Κατά τη μεσημβρία οι Τούρκοι έβαλαν δια του πυροβόλου το δεύτερον, αλλά ο Ιουστινιάνης, ο οποίος είχε ομοίως ετοιμάσει το πυροβόλο αυτού, έβαλε κατά του τουρκικού πυροβόλου, και δει μετά τοιαύτης επιτυχίας, ώστε το μέρος το περιέχον την πυρίτιδα διερράγη. Τότε οργίστηκε ο Μωάμεθ και κραύγασε γιάγμα-γίαγμα, δηλαδή έφοδος, έφοδος. Σύμπασα η στρατιά αυτού επανέλαβε ταύτη την κραυγή και όρμησε εις την κατά γη και κατά θάλασσαν έφοδο. Άπαντες οι πολιορκούμενοι εξ ετέρου έσπευσαν εις τα τείχη ούτως, ώστε μόνον ο πατριάρχης, οι επίσκοποι και ο κλήρος έμειναν στην Πόλη για να δεηθούν στις εκκλησίες. Ο αυτοκράτορας αδιακόπως διέτρεξε όλη την Πόλη θρηνών, εξορκίζων τους αρχηγούς και σύμπαντα τον λαό να αντέξουν με ανδρεία, να μην χάσουν τον ζήλο και τις ελπίδες τους, και διέταξε να σημάνουν οι κώδωνες καθ’ όλη την Πόλη. Εκατέρωθεν οι νεκροί έπεφταν από τα τείχη σαν τα στάχια, και το αίμα έρρεε ποταμηδόν. Οι δε νεκροί των Τούρκων χρησίμευαν σε αυτούς ως γέφυρες και κλίμακες».
Το Σλαβονικό Χρονικό αναφέρει επίσης ότι στην πρώτη αυτή επίθεση οι νεκροί των Τούρκων ξεπέρασαν τις 35.000, αριθμός μάλλον υπερβολικός, ενώ των Ελλήνων και των συμμάχων τους έφτασαν τους 2.000 περίπου. Ωστόσο η ακρίβεια των πληροφοριών ελέγχεται με αφορμή ένα σοβαρό λάθος που αναφέρει. Την περίοδο της πολιορκίας δεν υπήρχε πατριάρχης στον Οικουμενικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως.