Η Ελλάδα κινδυνεύει να χάσει τη «ναυμαχία της ιχθυοκαλλιέργειας»

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Πάνος Λαγός, διευθύνων σύμβουλος της επιχείρησης ιχθυοτροφών BioMar

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟ TIMETV

 
Μια συγκλονιστική ναυμαχία γίνεται στις δύο ακτές του Αιγαίου. Είναι η «ναυμαχία της ιχθυοκαλλιέργειας». Ελλάδα και Τουρκία συγκρούονται με σφοδρότητα για το ποιος θα κερδίσει στη σκληρή αυτή αντιπαράθεση. Η Ελλάδα, αν και έχει μπει πρώτη στις ιχθυοκαλλιέργειες από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, φτάνοντας μάλιστα να κατέχει περίπου το 50% της Μεσογειακής ιχθυοκαλλιέργειας τσιπούρας και λαβρακίου, χάνει χρόνο με το χρόνο πολύτιμο έδαφος έναντι της Τουρκίας. Αν στα δύο αυτά είδη προσθέσουμε και την πέστροφα (εμείς δεν παράγουμε), τότε η Τουρκία κερδίζει κατά κράτος στη συγκεκριμένη «ναυμαχία».

Η ενδιαφέρουσα αυτή πλοκή βρέθηκε στο επίκεντρο της συνομιλίας μας με τον κ. Πάνο Λαγό, διευθύνοντα σύμβουλο της BioMar Ελληνικής, θυγατρικής ενός πολυεθνικού κολοσσού που παράγει ιχθυοτροφές για λογαριασμό ελληνικών επιχειρήσεων αλλά και εταιρειών σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης: από τη Δανία και τη Νορβηγία ως τη Χιλή και την Ισπανία. Ας παρακολουθήσουμε όμως τις σκέψεις του κ. Λαγού και τη γνώμη του για τις ελληνικές επιχειρήσεις, οι ιδιοκτήτες των οποίων κινδυνεύουν να χάσουν τον έλεγχό τους.
 
Κύριε Λαγέ, η αλήθεια είναι ότι είχαμε την εικόνα πως η Ελλάδα κατέχει την πρωτοκαθεδρία της Μεσογειακής ιχθυοκαλλιέργειας. Ωστόσο φαίνεται ότι τα πράγματα αλλάζουν. Τι ακριβώς συμβαίνει στο μέτωπο των δύο χωρών, της Ελλάδας και της Τουρκίας;
Η αλήθεια είναι ότι η ελληνική παραγωγή τα τελευταία τέσσερα χρόνια κατά τη διάρκεια της κρίσης έχει παραμείνει στάσιμη, αν δεν εμφανίζει μείωση, λόγω έλλειψης οικονομικών πόρων. Η Τουρκία από την άλλη πλευρά εμφανίζει σταθερή αύξηση της παραγωγής της. Δεν έχει ξεπεράσει ακόμη την παραγωγή της Ελλάδας στα δύο μεγάλα Μεσογειακά είδη της θάλασσας: την τσιπούρα και το λαυράκι. Τα επόμενα όμως χρόνια, καθώς η παραγωγή της Ελλάδας πέφτει σε αυτά τα δύο συγκεκριμένα είδη και η αντίστοιχη παραγωγή της Τουρκίας αυξάνεται, είναι πιθανόν οι δύο χώρες να έχουν την ίδια παραγωγή ή ίσως η Τουρκία να έχει και μεγαλύτερη. Η γειτονική χώρα όμως έχει μια πολύ σημαντική παραγωγή πέστροφας, η οποία είναι και η μεγαλύτερη στην Ευρώπη. Όπως είναι γνωστό, η πέστροφα είναι ένα ψάρι του γλυκού νερού. Έτσι η Τουρκία – πολύ μεγάλη χώρα –, η οποία έχει πάρα πολλά εσωτερικά ύδατα, πολλές λίμνες, ποτάμια και πηγαία νερά, αξιοποιεί αυτόν τον πλούτο για την παραγωγή πέστροφας.
 
Είναι αλήθεια ότι η Τουρκία μπήκε αργότερα από την Ελλάδα σε αυτή την αντιπαράθεση…
Πράγματι, η Τουρκία μπήκε στη θαλάσσια ιχθυοκαλλιέργεια – ξέρετε με τους ιχθυοκλωβούς – μετά την Ελλάδα. Στην αρχή ήταν σημαντικά πίσω, τόσο σε μέγεθος της παραγωγής όσο κυρίως σε τεχνογνωσία και τεχνολογία της παραγωγής. Η Τουρκία αναπτύχθηκε σιγά σιγά τα τελευταία χρόνια. Μάλιστα με τη λύση του χωροταξικού στη γειτονική χώρα, όπου δόθηκαν άδειες από το κράτος για επέκταση των ιχθυοκαλλιεργειών κυρίως στην ανοικτή θάλασσα – να βγουν δηλαδή έξω από τους κλειστούς κόλπους –, μπόρεσαν να κάνουν μεγαλύτερες μονάδες και να ανοιχτούν περισσότερο.
 
Στην πραγματικότητα όμως, η Τουρκία αξιοποιεί το καθεστώς αδασμολόγητων εισαγωγών που έχει θεσπίσει η Ευρωπαϊκή Ένωση και που βοηθάει τα προϊόντα της σε βάρος των προϊόντων πρωτογενούς παραγωγής του ευρωπαϊκού Νότου.
Και όχι μόνο του Νότου αλλά και του ευρωπαϊκού Βορρά, διότι αυτό είναι ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζουν και οι παραγωγοί πέστροφας κυρίως στη Δανία, τη Γερμανία, την Πολωνία και τη Γαλλία. Θα έλεγα μάλιστα ότι ίσως αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο πρόβλημα σε σχέση με αυτό των παραγωγών τσιπούρας και λαυρακίου.
Η αλήθεια πάντως είναι ότι μέχρι πρότινος η Τουρκία επιδοτούσε με κρατικές ενισχύσεις την παραγωγή ψαριού, γεγονός το οποίο στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν γίνεται. Αυτό έδινε ένα πλεονέκτημα στους Τούρκους παραγωγούς προκειμένου να διαθέτουν το προϊόν τους με χαμηλότερες τιμές.
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι τα προϊόντα της ιχθυοκαλλιέργειας και μια σειρά άλλα προϊόντα, όταν έρχονται από την Τουρκία στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) δεν έχουν καθόλου δασμούς – μπορούν να μπουν ελεύθερα στην Ε.Ε. –, ενώ τα αντίστοιχα προϊόντα από την Ε.Ε. και την Ελλάδα για να πάνε στην Τουρκία υπόκεινται σε πολύ μεγάλη δασμολόγηση. Αυτό παρέχει επίσης έναν προστατευτισμό στην εγχώρια τουρκική αγορά, που είναι πάρα πολύ μεγάλη και καθιστά τον ανταγωνισμό πάρα πολύ έντονο. Συγκεκριμένα εμείς που έχουμε ιχθυοτροφές δεν μπορούμε να εξαγάγουμε στην Τουρκία, δεν μπορούμε να είμαστε ανταγωνιστικοί με το ύψος των δασμών που επιβάλλει.
Το τρίτο σημαντικότερο θέμα έχει να κάνει με την ασφάλεια των τροφίμων και την υγεία των ανθρώπων. Η Ε.Ε. δεν έχει θέσει ιδιαίτερους κανονισμούς ασφαλείας για τα ιχθυηρά που εισάγονται από την Τουρκία αλλά και τρίτες χώρες. Αντιθέτως, η παραγωγή στην Ευρώπη γίνεται με πάρα πολύ αυστηρούς κανονισμούς, με διαρκείς ελέγχους και πολύ αυστηρές προδιαγραφές. Με δυο λόγια τα ψάρια που μεγαλώνουν στις δύο πλευρές του Αιγαίου υπακούουν σε διαφορετικά καθεστώτα από άποψη ασφαλείας και προδιαγραφών. Έτσι δημιουργείται ένα ευνοϊκό καθεστώς υπέρ της Τουρκίας.
 
Το καθεστώς αυτό θα λειτουργήσει υπέρ της Τουρκίας και στην απόφαση για αύξηση της παραγωγής ψαριών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στην πράξη αντί να καλύψει η Ελλάδα την αυξημένη παραγωγή θα την καλύψει η εκτός Ε.Ε. Τουρκία.
Πράγματι η Ε.Ε. είναι πολύ ελλειμματική όσον αναφορά το ισοζύγιο των ιχθυηρών της. Εισάγει πολύ περισσότερα ψάρια και θαλασσινά από ό,τι εξάγει και είναι λογικό και η απερχόμενη Ελληνίδα επίτροπος να θέλει τα επόμενα χρόνια να μεγαλώσει την παραγωγή ιχθυηρών. Αυτό ξέρουμε ότι δεν μπορεί να γίνει από την αλιεία. Είναι αδύνατον. Άρα θα γίνει υποχρεωτικά από την ιχθυοκαλλιέργεια. Πρέπει λοιπόν αυτό να συμβεί μέσα στο πλαίσιο της Ε.Ε. και όχι με εισαγωγές, γιατί τότε δεν έχει νόημα. Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην Ε.Ε. που έχει θετικό ισοζύγιο στα ιχθυηρά, δηλαδή εξάγει περισσότερα από ό,τι εισάγει. Είναι περίεργο αλλά αυτό συμβαίνει καθαρά και μόνο λόγω της καλλιέργειας τσιπούρας και λαυρακιού. Κάθε χρόνο εξάγουμε περίπου 80.000 τόνους τσιπούρας και λαυρακιού. Αυτό μας δίνει το προνόμιο να είμαστε η μοναδική χώρα στην Ευρώπη που έχει θετικό ισοζύγιο στα ιχθυηρά. Για να μπορέσει λοιπόν η Ελλάδα να μπει στη μάχη της κάλυψης των αυξανόμενων αναγκών της Ευρώπης σε ψάρια, πρέπει το κράτος να δημιουργήσει τις αναγκαίες συνθήκες. Αυτές είναι ο νέος χωροταξικός σχεδιασμός και η αδειοδότηση των μονάδων ιχθυοκαλλιέργειας έτσι ώστε να μπορούν να παραχθούν περισσότερα ψάρια.
 
Με το υπάρχον καθεστώς αυτό δεν μπορεί να γίνει;
Όχι, είμαστε στα όρια της καταγεγραμμένης επίσημης παραγωγικής δυναμικότητάς μας.
 
Αν δηλαδή κάποια υπάρχουσα εταιρεία ή υποψήφιος επενδυτής θελήσει να επενδύσει στην ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια, δεν ξέρει σε ποια γεωγραφικά διαμερίσματα θα μπορέσει να αναπτύξει την δραστηριότητά του.
Δυστυχώς όχι. Από τη στιγμή που δεν έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία του καθορισμού των ολοκληρωμένων περιοχών ανάπτυξης ιχθυοκαλλιέργειας, που προβλέπονται από ένα χωροταξικό σχέδιο που έχει ψηφιστεί εδώ και κάποια χρόνια αλλά ακόμη δεν έχει εφαρμοστεί, αυτό δεν μπορεί να γίνει.
 
Το χωροταξικό λοιπόν είναι το πρώτο πρόβλημα. Με τις τράπεζες και τα χρέη των επιχειρήσεων τι γίνεται;
Πράγματι το μεγάλο θέμα του κλάδου είναι η υπερχρέωση των επιχειρήσεων ιχθυοκαλλιέργειας και ειδικά των μεγάλων εταιρειών. Αυτό ασφαλώς δεν είναι ένα θέμα που αφορά μόνο τις ιχθυοκαλλιέργειες. Συμβαίνει σχεδόν σε όλους τους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, όμως για αυτόν τον κλάδο έχει πολύ μεγάλη σημασία να λυθεί προκειμένου να μπορέσει να προχωρήσει μπροστά. Εξάλλου, σύμφωνα με όλες τις επιστημονικές μελέτες που έχουν γίνει από διαφόρους οίκους, αυτός είναι ένας από τους κλάδους «διαμάντια» της ελληνικής οικονομίας. Λόγω των συνθηκών που υπάρχουν στην Ελλάδα, του κλίματος, της θάλασσας αλλά και της σημαντικότατης τεχνογνωσίας που έχει αποκτηθεί όλα αυτά τα χρόνια, οι ιχθυοκαλλιέργειες είναι ένας από τους κλάδους που μπορούν να επανεκκινήσουν την οικονομία μας, μιας και η προοπτικές για την ανάπτυξη αλλά και για την κερδοφορία είναι πάρα πολύ μεγάλες.
 
Κύριε Λαγέ, ανήκετε σε έναν όμιλο ο οποίος έχει μια πολύ σημαντική παρουσία σε όλον τον πλανήτη. Δώστε μας μια εικόνα για τη δραστηριότητα του πολυεθνικού αυτού κολοσσού.
Όντως η Biomar είναι ένας πολυεθνικός όμιλος εταιρειών, ο οποίος δραστηριοποιείται σχεδόν σε όλον τον κόσμο, κυρίως θα έλεγα στον Δυτικό κόσμο, όπου και κατέχει μία από τις τρεις πρώτες θέσεις στην παραγωγή ιχθυοτροφών υψηλής ποιότητας για διάφορα είδη ψαριών. Δραστηριοποιούμαστε με εργοστάσια παραγωγής σε Νορβηγία, Σκωτία, Δανία, Ελλάδα, Ισπανία, Γαλλία, Χιλή και Κόστα Ρίκα. Έχουμε συνολικά 12 εργοστάσια σε αυτές τις 8 χώρες.
 
Επομένως μιλάμε για έναν από τους μεγάλους παίκτες της παγκόσμιας αγοράς ιχθυοτροφών.
Όντως παράγουμε συνολικά πάνω από 1,2 εκατ. τόνους ιχθυοτροφών τον χρόνο και έχουμε ένα πολύ μεγάλο μερίδιο αγοράς τόσο στον σολομό, που είναι και το μεγαλύτερο από τα εκτρεφόμενα ψάρια, όσο και στην πέστροφα, στις τσιπούρες και στα λαυράκια. Συνολικά δραστηριοποιούμαστε στην παραγωγή ιχθυοτροφών για περίπου 30 είδη ψαριών. Η Biomar έχει μια στρατηγική περαιτέρω ανάπτυξης. Η μητρική δανέζικη εταιρεία, εισηγμένη στο χρηματιστήριο της Κοπεγχάγης, θέλει να μεγαλώσει και άλλο την Biomar και να την επεκτείνει τόσο στις αγορές που ήδη δραστηριοποιείται όσο και σε νέες αγορές, όπως είναι η Ασία και η Αφρική. Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την Ελλάδα θέλουμε να παραμείνουμε γιατί θεωρούμε ότι είναι μια πολύ σημαντική αγορά στην οποία είμαστε πάρα πολλά χρόνια και θέλουμε να μεγαλώσουμε ακόμη περισσότερο. Όταν βεβαίως οι συνθήκες το επιτρέψουν.
 
Είστε ήρεμος με την εξέλιξη του τομέα των ελληνικών ιχθυοκαλλιεργειών;
Θέλουμε να πιστεύουμε ότι είμαστε στην Ελλάδα από επιλογή και όχι από ανάγκη και έτσι θέλουμε να μείνουμε. Επιλέγουμε δηλαδή να μείνουμε όχι γιατί είμαστε αναγκασμένοι. Αναγκασμένοι είμαστε μόνο για τον λόγο που είπατε, γιατί αυτή είναι μια πολύ σημαντική αγορά για την Biomar, για την παγκόσμια ιχθυοκαλλιέργεια και ειδικά για τη Μεσογειακή. Πιστεύουμε ότι τα προβλήματα που υπάρχουν θα ξεπεραστούν. Μπορεί να υπάρξει μια περίοδος κατά την οποία η ελληνική παραγωγή θα μείνει στάσιμη, ίσως και να μειωθεί… Επίσης το πιθανότερο είναι ότι οι μεγάλες εταιρείες του κλάδου θα αλλάξουν χέρια.
 
Μιλάμε κυρίως για τους τέσσερις μεγάλους παίκτες, ίσως και παραπάνω.
Ναι, ότι θα αλλάξουν χέρια. Οι επιχειρηματίες που ίδρυσαν τις εταιρείες αυτές και τον κλάδο πιθανόν να μην είναι και αύριο αυτοί που θα διοικούν τις εταιρείες αυτές. Πιθανόν οι εταιρείες αυτές να συγχωνευθούν μεταξύ τους και να δούμε μεγαλύτερα σχήματα.
 
Άρα ανάλογες απώλειες πρέπει να αναμένει κανείς και για το πιστωτικό σύστημα της χώρας.
Ακριβώς, το πιθανότερο σενάριο είναι οι ιχθυοκαλλιεργητικές να περάσουν προσωρινά στον έλεγχο των τραπεζών, κεφαλαιοποιώντας ένα σημαντικό μέρος από τα δάνεια που τους έχουν δώσει. Το πρώτο βήμα ενδεχομένως θα είναι να αποκτήσουν τον έλεγχο και μετά να αναζητήσουν νέους επενδυτές – Έλληνες ή ξένους –, οι οποίοι θα αναλάβουν τη διοίκηση και την ιδιοκτησία αυτών των εταιρειών. Το πιθανότερο είναι αυτό να γίνει με κάποιο κούρεμα των δανείων, άρα θα υπάρξουν και απώλειες στο κομμάτι των απαιτήσεων των τραπεζών. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να σημειώσω ότι για την ιχθυοκαλλιέργεια υπάρχουν σημαντικά κεφάλαια ανά τον κόσμο σε διάφορα επενδυτικά σχήματα funds, τα οποία περιμένουν για να επενδύσουν και η Ελλάδα δικαιούται να πάρει ένα μερίδιο από αυτά.
 
Γιατί μέχρι στιγμής δεν έχουμε δει κάποια τέτοια funds να εκδηλώνουν έμπρακτα το ενδιαφέρον τους;
Πιστεύω ότι αυτό δεν συνέβη διότι οι ελληνικές τράπεζες δεν είναι έτοιμες ακόμη. Ίσως δεν έχουν ακόμη κατασταλάξει στο τι απώλειες πρέπει να καταγράψουν. Και αυτό σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν έχουν ακόμη ένα ξεκάθαρο σχέδιο για το τι θα κάνουν με τα λεγόμενα «κόκκινα δάνεια», για το πώς θα αναδιαρθρώσουν τις εταιρείες που αντιμετωπίζουν αυτό το πρόβλημα και οι οποίες είναι πολλές. Ωστόσο αξίζει τον κόπο να ασχοληθούν με τον κλάδο αυτόν, ίσως και πριν από όλους τους άλλους, γιατί είναι και πάρα πολύ σημαντικός και πάρα πολύ δυναμικός. Είναι ο κλάδος ο οποίος μπορεί γρήγορα να αποδώσει και υπάρχουν επενδυτές οι οποίοι ενδιαφέρονται πραγματικά να αναλάβουν… Αλλά βεβαίως δεν μπορούν να αναλάβουν τόσο μεγάλες υποχρεώσεις.
 
Ένα ερώτημα που αφορά το ευρύ κοινό είναι σχετικό με την τροφή των ψαριών. Επικρατεί η άποψη ότι το ψάρι της ανοικτής θάλασσας είναι πιο υγιεινό σε σχέση με αυτό της ιχθυοκαλλιέργειας και αυτό έχει να κάνει με τις ιχθυοτροφές. Ποια είναι η γνώμη σας γι’ αυτό;
Το ψάρι της ιχθυοκαλλιέργειας κατ’ αρχήν είναι ολόφρεσκο, ενώ δεν μπορεί να πει κανείς το ίδιο για το άγριο.
 
Το κοινό έχει την αντίθετη άποψη.
Κοιτάξτε, το ψάρι ιχθυοκαλλιέργειας είναι ελεγμένο, είναι σίγουρο από πού έρχεται, σε ποια νερά έχει κολυμπήσει, ξέρουμε την ιστορία του, ξέρουμε βεβαίως ακόμη και τι έχει φάει, κάτι που δεν ξέρουμε ακριβώς για το άγριο ψάρι. Γι’ αυτό λοιπόν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το ψάρι της ιχθυοκαλλιέργειας και την ποιότητά του γιατί μπορούμε να την ελέγξουμε, ειδικά για τις ιχθυοτροφές που αποτελούν το βασικό παράγοντα για την ποιότητα του ψαριού, καθώς το ψάρι είναι ό,τι τρώει. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι οι ιχθυοτροφές είναι οι πιο ακριβές τροφές που υπάρχουν και είναι οι πιο αυστηρά ελεγχόμενες.
 
Δηλαδή αν κάνατε μια σύγκριση ανάμεσα σε αυτόν που τρώει το ψάρι και το κοτόπουλο, ποια είναι η διαφορά;
Νομίζω ότι είναι τεράστια η διαφορά. Οι ιχθυοτροφές είναι 5-6 φορές ακριβότερες από ό,τι είναι οι ζωοτροφές. Ξέρετε, τα ψάρια έχουν και κάποια άλλα πράγματα: δεν μπορούν να δεχθούν κανενός είδους φάρμακα ή ορμόνες για να αυξηθούν. Η αύξησή τους, η όρεξή τους και η κατανάλωση της τροφής επηρεάζονται από το περιβάλλον τους, δηλαδή από τη θερμοκρασία της θάλασσας. Άρα λοιπόν δεν μπορεί να τα πιέσει κανείς για να μεγαλώσουν πιο γρήγορα, όπως, για παράδειγμα, μπορούμε να κάνουμε με άλλα ζώα και αυτό έχει πολύ καλή επίδραση στην ποιότητά τους. Γευστικά βεβαίως τα ψάρια της ιχθυοκαλλιέργειας είναι πιο παχιά από τα αντίστοιχα αδέρφια τους…
 
Αυτό έχει να κάνει και με την κίνηση.
Ναι, ακριβώς, είναι περιορισμένα μέσα σε ένα χώρο. Δεν χρειάζεται να τρέχουν χιλιόμετρα για να ψάξουν να βρουν την τροφή τους μέσα στη θάλασσα. Η κίνησή τους δεν είναι τόσο μεγάλη αφού έχουν καθημερινά τροφή.
 
Αυτό πάντως – αν μου επιτρέπετε – είναι κάτι που πρέπει να χρεωθεί στις διοικήσεις των ελληνικών εταιρειών. Τι εννοώ; Ενώ έκαναν μια εκπληκτική προσπάθεια να εξαγάγουν σε όλον τον κόσμο το προϊόν τους – και το πέτυχαν –, εγκατέλειψαν το ελληνικό κοινό. Δεν το εκπαίδευσαν να τρώει ελληνικό ψάρι που τρώει όλος ο πλανήτης. Έτσι εδώ έμεινε η… καχυποψία.
Ναι, η αλήθεια είναι ότι όσον αναφορά το marketing στην Ελλάδα δεν είναι τόσο διαδεδομένο γιατί ακριβώς δεν είναι τόσο μεγάλη η εγχώρια αγορά. Όταν το 80% εξάγεται, σού λέει «εντάξει, οι άνθρωποι που είναι να φάνε στην Ελλάδα θα φάνε». Είναι λάθος, πιστεύω, γιατί πουθενά ένας κλάδος δεν πηγαίνει καλά όταν δεν πηγαίνει καλά στην ίδια του την αγορά, στην ίδια του τη χώρα.
 
Και ασφαλώς το ελληνικό ψάρι θα μπορούσε να αποδειχθεί βασικός μοχλός για την αντιμετώπιση της ακρίβειας, ειδικά την περίοδο της κρίσης.
Σαφέστατα, διότι μια οικογένεια μπορεί σήμερα να φάει ένα κιλό τσιπούρες, που σημαίνει ας πούμε 3-4 τσιπούρες, από το ψαράδικο ή από το σουπερμάρκετ καθαρισμένες και έτοιμες μόνο με 7-8 ευρώ το κιλό. Και προσλαμβάνει ας πούμε καλής ποιότητα πρωτεΐνη και είναι πιο οικονομικό σε σχέση με την αγορά ενός άγριου αντίστοιχου ψαριού που θα στοίχιζε 3 ή και 4 φορές περισσότερο. Άρα αυτό είναι καθαρά θέμα προκατάληψης, που πρέπει να σπάσει. Νομίζω ότι οι Ιάπωνες είναι το καλύτερο δείγμα όλων. Ο πιο ψαροφάγος λαός του κόσμου θεωρεί ότι τα ψάρια της ιχθυοκαλλιέργειας είναι σαφώς καλύτερα από τα άλλα.
 
Κύριε Λαγέ, σας ευχαριστώ θερμά για αυτή τη συνομιλία.
Και εγώ σας ευχαριστώ.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ