Έντονα προκλητική και επιθετική είναι η γλώσσα που χρησιμοποιεί η Άγκυρα στη Δήλωση που κατέθεσε στο πλαίσιο της 5ης συνάντησης του Συμβουλίου Σύνδεσης Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) – Τουρκίας. Το εν λόγω έγγραφο απετέλεσε τη θρυαλλίδα της έντονης αντιπαράθεσης των τελευταίων ημερών μεταξύ του έλληνα υπουργού Εξωτερικών Ευάγγελου Βενιζέλου και της κυπρίας ευρωβουλευτού Ελένης Θεοχάρους, που είχε ως αποτέλεσμα την ανταλλαγή βαρύτατων εκφράσεων,
την επίδοση ρηματικής διακοίνωσης από την Αθήνα (σσ. είναι η πρώτη φορά που γίνεται κάτι τέτοιο από την εποχή της απριλιανής δικτατορίας), αλλά τελικά τόσο ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης όσο και το κυπριακό υπουργείο Εξωτερικών (με ανακοίνωσή του) αποφάσισαν να ρίξουν τους τόνους διαβεβαιώνοντας για την άριστη σχέση των δύο πλευρών.
Στη Δήλωσή της όμως η Τουρκία, η οποία ξεπερνά σε έκταση της 100 σελίδες και τη συνυπογράφουν ο υπουργός Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου και ο υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων (καθώς και επικεφαλής της τουρκικής διαπραγματευτικής ομάδας) Μεχμέτ Τσαβούσογλου, δεν κάνει ούτε βήμα πίσω στις διεκδικήσεις και τις απόψεις της ούτε σε ό,τι αφορά στην Κύπρο ούτε όμως και στην Ελλάδα. Προβαίνει επίσης σε υποδείξεις προς την ΕΕ για τη Στρατηγική Θαλάσσιας Ασφάλειας που προσφάτως υιοθετήθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Οι επίμαχες διατυπώσεις του τουρκικού εγγράφου εντοπίζονται στη σελίδα 59. «Εκφράσεις όπως “η ομαλοποίηση των σχέσεων (σσ. της Τουρκίας) με τη Δημοκρατία της Κύπρου” υποφέρουν από ένα θεμελιώδες ελάττωμα. Η ελληνοκυπριακή διοίκηση δεν αντιπροσωπεύει ολόκληρο το νησί. Μέχρι να βρεθεί μία οριστική και ευθίδικη λύση του Κυπριακού, η Τουρκία δεν μπορεί να δει θετικά την ένταξη των ελληνοκυπρίων σε οποιοδήποτε διεθνή οργανισμό. Η ικανοποίηση των ελληνοκυπριακών αιτημάτων για ένταξη σε διεθνείς οργανισμούς», συνεχίζει το έγγραφο, «απλώς θα ενδυνάμωνε τον ψευδή ισχυρισμό τους ότι εκπροσωπούν τη “νεκρή/εκλιπούσα” Δημοκρατία της Κύπρου και θα αποσπούσε την προσοχή τους από τον στόχο της επίλυσης. Η Τουρκία πρέπει να δράσει ευθυγραμμιζόμενη με τις ευθύνες της».
Η Άγκυρα λέει επίσης ότι ούτε λίγο ούτε πολύ ότι από το 1963 και μετά, όταν οι Ελληνοκύπριοι άρχισαν να ισχυρίζονται ότι αποτελούν την Κυπριακή Δημοκρατία, μόνο οι Τουρκοκύπριοι επιθυμούσαν την εξεύρεση λύσης στο πολιτικό πρόβλημα του νησιού. «Η Τουρκία έχει διακηρύξει με τον πλέον ανοιχτό και καθαρό τρόπο την πλήρη υποστήριξή της για ένα συνολικό διακανονισμό στο νησί» αναφέρεται χαρακτηριστικά στη δήλωση. Και ο διακανονισμός αυτό πρέπει να συνίσταται από μία «ομοσπονδιακή κυβέρνηση και δύο ισότιμα συνιστώντα κράτη» όπως προκύπτει από το Κοινό Ανακοινωθέν της 11ης Φεβρουαρίου 2014.
Η Άγκυρα πάντως δεν διστάζει ακόμη και να θέσει θέμα μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης προς την ΕΕ. Με προσεκτική γλώσσα, η οποία αποφεύγει τη λέξη αμοιβαιότητα για τη Συνθήκη της Λωζάννης και αναφέρεται σε «παράλληλα δικαιώματα» της ελληνικής μειονότητας στην Τουρκία και της μουσουλμανικής στην Ελλάδα, η Άγκυρα κατηγορεί την Ελλάδα ότι αρνείται να αναγνωρίσει την εθνοτική καταγωγή της «τουρκομουσουλμανικής μειονότητας της Δυτικής Θράκης». Επαναφέρει δε το θέμα της άμεσης εκλογής μουφτήδων.
Σε ό,τι αφορά δε στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, η Τουρκία ζητάει ουσιαστικά από την Αθήνα να αρνηθεί το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών της υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια.