του Γιάννη Κύρκου Αικατερινάρη
αρχιτέκτονα
Το μουσικό έργο του Μίκη Θεοδωράκη και οι πηγές έμπνευσής του προσεγγίζονται από τον Ανδρέα Μαράτο στο βιβλίο του Ουτοπία κρυμμένη στο σώμα της πόλης, μέσα από την πολιτική θεώρηση ιστορικών γεγονότων και την ανίχνευση των «υπόγειων διαδρομών», που τα συνδέουν. Στην πολυεπίπεδη έρευνά του διατρέχει μια σημαδιακή περίοδο της σύγχρονης ιστορίας μας, αλλά και της αριστεράς ειδικότερα. Αρχίζει από την
απελευθέρωση του 1944 και το ματωμένο Δεκέμβρη και φτάνει μέχρι τις ημέρες μας. Σε δεύτερο επίπεδο προβάλλονται ο ιστορικός χρόνος και οι τόποι που συνθέτουν το αστικό πλέγμα της Αθήνας.
Οι τόποι αυτοί είναι οι ανατολικές και δυτικές συνοικίες της, ιδιαίτερα, που κατοικούνταν κατά το πλείστον από πρόσφυγες της μικρασιατικής καταστροφής του ’22. Από εκεί ξεκίνησαν και αναπτύχθηκαν οι λαϊκοί αγώνες του πρώτου μέρους αυτής της περιόδου. Ήταν οι τόποι που δέχθηκαν στα χρόνια της Αντίστασης, του Εμφυλίου πολέμου και των δύσκολων χρόνων που ακολούθησαν, τα κύματα των κατατρεγμένων της εσωτερικής, αυτή τη φορά, μετανάστευσης.
Κοινωνικές ομάδες με κοινές αναφορές, συναισθηματικές φορτίσεις, βιώματα και ταξικά χαρακτηριστικά εγκατέλειπαν την ρημαγμένη ύπαιθρο και κατέφθαναν στην πόλη των «ευκαιριών» και των απατηλών ονείρων, στις φτωχικές συνοικίες της Αθήνας. Σ’ αυτές οι λαϊκοί άνθρωποι μετέφεραν τις συλλογικές μνήμες από την πρότερη πραγματική ζωή τους και στοιχεία από τον κατασκευασμένο χώρο των πατρογονικών τόπων, συγκροτώντας ομάδες με κοινούς στόχους και επιδιώξεις.
Η ταξική και γεωγραφική προέλευσή τους, οι παραδόσεις, τα ήθη και έθιμα, οι τεχνικές δόμησης και τα υλικά, αλλά και οι ωσμώσεις των νέων γεγονότων, διαμόρφωναν «το (νέο) πνεύμα του τόπου», για να κάνω χρήση με απόδοση στα ελληνικά, του γνωστού ιδιαίτερα στους αρχιτέκτονες, όρου genius loci του Christian Norberg – Schulz.
Τόπος και περιβάλλον βρίσκονταν σε ένα διαρκή και νομοτελειακό διάλογο με την ανθρώπινη ύπαρξη. Εκεί ακούγοντας τα τραγούδια του Μίκη «Ρωμιοσύνη» και «Στα περβόλια», οδηγούνταν στην αυτογνωσία και στην ανάκληση της συλλογικής μνήμης, «που η εσωτερική μετανάστευση άφησε θαμμένη στα πατρογονικά της υπαίθρου πριν περικυκλώσει με τις παράγκες της, από ανάγκη επιβίωσης, την αδηφάγα πρωτεύουσα.».
Από τις ανατολικές συνοικίες, όπου βρίσκονταν καταχωνιασμένες οι παιδικές μνήμες του Μίκη Θεοδωράκη, άρχισαν τα Δεκεμβριανά και ο αγώνας εναντίον των Εγγλέζων, που για άλλη μια φορά επέβαιναν στα εσωτερικά της χώρας, όπως άλλωστε τόσες άλλες φορές… Απ’ αυτές τις συνοικίες της ζωογόνας Ανατολής του ήλιου και της Αντίστασης λέγεται ότι εμπνεύστηκε το τραγούδι «Στην ανατολή» που ηχογραφήθηκε μετά την πτώση της χούντας, μαζί με τα άλλα του ομότιτλου κύκλου.
Μέσα στα οξυμένα πολιτικά πάθη και στις διώξεις, στην εκμετάλλευση και στον αθέμιτο πλουτισμό, στην άνιση κατανομή των δημόσιων αγαθών και στα εισοδηματικά χάσματα, οι διαχωρισμοί σε «εθνικόφρονες» και σε «ανθέλληνες» αποτελούσαν «εθνικό δίκαιο»… Διακρίσεις ακόμη και στη μουσική . Από την μια τα «ευρωπαϊκά ελαφρά» ή τα «ελαφρολαϊκά» τραγούδια, με τις ειδυλλιακές συνθήκες ζωής και τον επίπλαστο ρομαντισμό και από την άλλη, τα λαϊκά με τις σκληρές καταστάσεις, που συχνά «καλλώπιζε» κι ακόμη συχνότερα σατίριζε ο ίδιος ο λαϊκός καλλιτέχνης.
Ο Θεοδωράκης κατάλαβε ότι οι απλοί άνθρωποι δεν έχουν τίποτε να χωρίσουν, αντιθέτως τους ενώνει ο κοινός αγώνας, τα κοινά ιδανικά! Κορύφωση αυτής της αντίληψης απετέλεσε «Το τραγούδι του Νεκρού Αδελφού», μια λαϊκή τραγωδία εμπνευσμένη από τον Εμφύλιο. Ο ίδιος είπε γι’ αυτό: «Πώς να μνημονεύσω και πώς να τιμήσω καλύτερα το λαϊκό χορό των χορών, τον ζεϊμπέκικο, από το να τον παντρέψω με τη θεματολογία των πρόσφατων παθών του ελληνικού λαού; Το έδαφος ήταν έτοιμο για να γραφούν τα «μεγάλα ζεϊμπέκικα» όπως το «Ένα δειλινό», «Τον Παύλο και τον Νικολιό», «Τα περβόλια» «Το όνειρο».».
Το σώμα της πόλης από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 και μετά μεταλλάχτηκε. Μαζί του άλλαξαν συμπεριφορές και οι ίδιοι οι χρήστες του, το ίδιο το περιεχόμενο της ζωής τους. Ήταν οι συνέπειες μιας υποτιθέμενης «πολεοδομικής ανάπτυξης», ενός μοντέλου ανασυγκρότησης υποστηριγμένου από το ελληνικό εφεύρημα της αντιπαροχής και την σκόπιμη αλλαγή των όρων δόμησης.
Την θέση της συλλογικότητας και της εν κρυπτώ συντροφικότητας της «αυλής των θαυμάτων» του Ιάκωβου Καμπανέλη, που χαρακτήριζε την περίοδο της Αντίστασης και του Εμφυλίου πολέμου, πήρε τώρα η ιδιώτευση. Ο γείτονας έγινε ο «από κάτω», «αυτός του ρετιρέ», ο «δίπλα». Το αμερικάνικο όνειρο στην ελληνική εκδοχή του πήρε τον χαρακτήρα της απόκτησης αστικών ακινήτων και οδήγησε στην υποβάθμιση της αισθητικής και της κοινωνικής ζωής όλων των ελληνικών πόλεων, σε μια θλιβερή «ομογενοποίησή» τους. Το οπτικό τοπίο, «το πνεύμα του τόπου» που χαρακτήριζε την μαγεία και την διαφορετικότητα των συνόλων στο οικιστικό και φυσικό περιβάλλον, σταδιακά εξαφανίστηκαν.
Από την οικονομική δυσπραγία και την τεχνολογική υστέρηση των μέσων του 20ου αιώνα, περάσαμε στις καινούργιες συνθήκες ενός συνεχώς διογκούμενου καταναλωτισμού. Το ραδιόφωνο από μέσο διαφώτισης του λαού στην περίοδο της αντίστασης, αλλά και της ταυτόχρονης προπαγάνδας των Γερμανών κατακτητών, μετεξελίχθηκε σε ένα αποκλειστικά ελεγχόμενο από την εξουσία προπαγανδιστικό μέσο, που χειραγωγεί τους ακροατές, επιβάλλει νέα ήθη και τρόπο ζωής και φυσικά πρότυπα μουσικής.
Η ραδιοφωνική προπαγάνδα κορυφώθηκε ιδιαίτερα στην περίοδο της χούντας των συνταγματαρχών, χωρίς αυτή να λείπει φυσικά κατά την προηγούμενη περίοδο. Ό, τι θεωρούνταν επιβλαβές για «το φρόνημα του Έλληνος» -και φυσικά η μουσική του Μίκη πολύ περισσότερο- απαγορεύονταν ή λογοκρίνονταν. Φωτεινή εξαίρεση αυτής της περιόδου το ξέφωτο του «τρίτου προγράμματος» του Μάνου Χατζηδάκη με τους μεγάλους μουσικούς δημιουργούς και το «νέο κύμα».
Η προσπάθεια αυτή της χειραφέτησης σταμάτησε με τον ξεσηκωμό του Πολυτεχνείου, όπου λειτούργησε, έστω και προσωρινά, «ο μόνος ραδιοφωνικός σταθμός που έκφραζε ελεύθερα, για πρώτη φορά το αδούλωτο πνεύμα των Ελλήνων». Τότε ξανακούστηκαν τα στερημένα από τον λαό τραγούδια του Μίκη και το εμβληματικό «Πάλης ξεκίνημα, νέοι αγώνες σε στίχους του Αλέκου Παναγούλη.
Την προπαγάνδα του ραδιοφώνου ακολούθησε η τηλεόραση, που και σήμερα προσπαθεί να επιβάλλει μια άλλη θεσμική πραγματικότητα, στηρίζοντας επιτροπεία ξένων τεχνοκρατών για τον έλεγχο της δημόσιας διοίκησης και τη λειτουργία του κράτους. Οι κρατούντες προσπαθούν να καθιερώσουν δικά τους πρότυπα, ακόμη και στη μουσική, και γενικότερα απέναντι «στην Τέχνη, την πραγματική Τέχνη, που είναι ίσως ο μόνος κώδικας της ουτοπίας». Της ουτοπίας που καθιερώνει κώδικες αφύπνισης, αναστοχασμού και αντίστασης, που γεννά όνειρα και δίνει δύναμη νέων αγώνων, συμπληρώνω.
Δεν είναι τυχαίο πως ακόμη και σήμερα, στους δύσκολους καιρούς της οικονομικής εξαθλίωσης και της χαμένης αξιοπρέπειας, απουσιάζουν από την ημερήσια διάταξη της τηλεόρασης τα έργα όσων μουσικών εγκυμονούν κινδύνους διατάραξης της «καθυστικίας τάξεως πραγμάτων», αυτής που ελέγχει και καθορίζει την θεσμική πραγματικότητα, που επιβάλει στη χώρα επιτροπεία ξένων τεχνοκρατών για τον έλεγχο της δημόσιας διοίκησης και τη λειτουργία του κράτους.
Σ’ αυτό λοιπόν το κλίμα των αλλαγών, μέσα στο χρόνο, στο σώμα της πόλης και στην ταυτότητα του κάθε τόπου, δημιουργούνται χώροι φαντασιακοί, «τόποι χειροπιαστής ουτοπίας, συλλογικής μέθεξης, χειραφέτησης και εξέγερσης.» σημειώνει ο Μαράτος.
Η «Ρωμιοσύνη» σε στίχους του Γιάννη Ρίτσου έγινε, ωστόσο, το κατεξοχήν τραγούδι της ουτοπίας.
«Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο».
Το σκληρό τοπίο και κυρίως η επίκληση της «ελληνικής ψυχής», που θυμίζει τον «ελληνοκεντρισμό» προγενέστερων περιόδων, στέκονται εμπόδια στον περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας και της ελευθερίας, στο στένεμα της ελπίδας.
Στον ίδιο κύκλο τραγουδιών, τους στίχους της ελεγειακής μελαγχολίας «τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις/εκεί που πάει να σκύψει/ με το σουγιά στο κόκκαλο/ με το λουρί στο σβέρκο» ακολουθούν εκείνοι της εξέγερσης «νάτη πετιέται αποξαρχής/ κι αντρειεύει και θεριεύει/ και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου».
Η προσδοκώμενη δικαίωση καταγράφεται και στους εμβληματικούς τελευταίους στίχους από τον «Επιτάφιο» του Ρίτσου «Γλυκέ μου, εσύ δεν χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι/ Γιέ μου στις φλέβες ολουνών έμπα βαθειά και ζήσε».
Για όσους όμως επένδυσαν πολιτικά στο έργο του Θεοδωράκη είναι χαρακτηριστική η κριτική θεώρηση που καταγράφεται στο βιβλίο του Ανδρέα Μαράτου: «τα πλήθη των πρώτων μηνών της μεταπολίτευσης θα το τραγουδούν χωρίς τύψεις και ενοχές, χωρίς δεύτερη σκέψη για την πρότερη στάση τους ακόμα και οι καιροσκόποι, οι εξωνημένοι, οι σιωπηλοί, οι συμβιβασμένοι, τώρα που οι κραυγές ήταν εύκολες, για να γυρίσουν αργότερα επιτιμητικά την πλάτη τους στην ξεπερασμένη πια Ρωμιοσύνη. (.) Η αλληγορία της Ρωμιοσύνης μαδούσε αργά τα φτερά της, πριν απομείνει ένα ημιθανές σύμβολο και μπλεχτεί οριστικά στα γρανάζια της μυθικής χειραγώγησης.»
Ο Μίκης, ως ενεργός πολίτης και χαρισματικός δημιουργός, άλλοτε μελοποιούσε στίχους ψυχικής ανάτασης και νεανικού ενθουσιασμού, άλλοτε «σιωπούσε δημιουργικά» κι άλλοτε, στα ύστατα έργα του, έδινε την δική του ερμηνεία στα πολιτικά πράγματα, χωρίς φόβο έστω και με περίσσεια πάθους. Δεν διστάζει να εκφέρει απόψεις, αναθεωρώντας με την δική του οπτική, έννοιες και διατυπώσεις, που δημιουργούν φοβίες ακόμα και σ’ ένα «υποψιασμένο» από τις χρόνιες παθογένειες της αριστεράς.
Ήταν από τους λίγους που πρόβλεψε την επερχόμενη κρίση αξιών και την διάψευση των ελπίδων του λαού. Επανήλθε στο «Διόνυσο» με μια άλλη Ρωμιοσύνη, δηκτική, ειρωνική κι απέλπιδα, σε μουσική και στίχους δικούς του:
«. Τη ρωμιοσύνη τώρα να την κλαις
να το συνηθίσεις να το λες»
Και ασφαλώς παρουσιάζει σημειολογικό ενδιαφέρον το γεγονός ότι αυτός ο δίσκος, ηχογραφήθηκε, ως πρώτη παραγωγή, στην πρωτόγνωρη για την ελληνική πραγματικότητα ελληνική δισκογραφική εταιρεία «Σείριος», που ίδρυσε ο άλλος μεγάλος δημιουργός, ο Μάνος Χατζιδάκις!
Με ανάλογο πνεύμα πολιτικού προβληματισμού ολοκλήρωσε ο Μίκης την μουσική διαδρομή του, το ωραίο της ζωής του ταξίδι, γράφοντας την λαϊκή, τρυφερή και μελωδική του «Οδύσεια», όπως άλλωστε ήταν κι όλα τα λυρικά του. Οι στίχοι είναι του Κώστα Καρτελιά και η ερμηνεία της Μαρίας Φαραντούρη. Η δήλωσή του στην παρουσίαση του δίσκου «Όλοι αναζητούμε μια Ιθάκη» επιβεβαιώνει την αλήθεια των στίχων από «το τραγούδι των συντρόφων»:
«Μονάχοι/ θα ταξιδέψουμε στον κίνδυνο/
Η Θάλασσα η ανοιχτή μας περιμένει/
Είναι στη μοίρα μας/
να μη χωράμε πουθενά/
να μην υπάρχει μια στεριά/
ν’ αράξουμε.
Μέσα από την μουσική, ανακαλώντας γεγονότα ανάμεσα στη μνήμη και τη λήθη -και η λήθη, κατά τους αρχαίους, ταιριάζει στους νεκρούς- ο Μίκης ωθούσε πάντα και θα ωθεί και στο μέλλον τους πολίτες να ανακτήσουν στοιχεία από το ουτοπικό αγωνιστικό απόθεμα των αλλοτινών ηρωικών περιόδων.
[i] Από την εισήγηση στη Θεσσαλονίκη του βιβλίου του Ανδρέα Μαράτου Ουτοπία κρυμμένη στο σώμα της πόλης, που παρουσίασε ο συντάκτης του άρθρου Γιάννης Κύρκου Αικατερινάρης, π.πρόεδρος του ΤΕΕ/ΤΚΜ