Βασίλης Δημ. Χασιώτης : Η προειδοποίηση… : Κεφάλαιο δέκατο : Η εκδίκηση…

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

 
(Σήμερα το τέλος του μυθιστορήματος με το 10ο Κεφάλαιο)

image0011

Τα προηγούμενα:

Η προειδοποίηση…

Η προειδοποίηση… : Κεφάλαιο δεύτερο : Σοκ στο σοκ…

Η προειδοποίηση… : Κεφάλαιο δεύτερο : Σοκ στο σοκ… (συνέχεια)

Η προειδοποίηση… : Κεφάλαιο δεύτερο : Σοκ στο σοκ… (2η συνέχεια)

Η προειδοποίηση …κεφάλαια 3 και 4

Η προειδοποίηση… κεφάλαια 5 και 6

Συνέχεια με τα κεφάλαια 7 και 8

1ο και 2ο Μέρος του 9ου Κεφαλαίου

Συνέχεια του Κεφαλαίου 9 με τα Μέρη ΙΙΙ, IV, Vκαι VI
Ι : Πληροφορίες για συμβόλαιο θανάτου

«Κύριε πρόεδρε», είπε ο διοικητής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (Ε.Υ.Π.) στον πρωθυπουργό, οι πληροφορίες μας είναι απολύτως διασταυρωμένες και ελεγμένες.

«Θεωρείτε», είπε ο πρωθυπουργός στον διοικητή της Ε.Υ.Π. «ότι εμπλέκονται σ’ αυτό ξένες κυβερνήσεις»;

«Κατηγορηματικά όχι κύριε πρόεδρε» είπε ο διοικητής της Ε.Υ.Π. «Εμπλέκονται μόνο ιδιώτες. Μόνο αυτό γνωρίζουμε χωρίς καμία άλλη πληροφορία για ονόματα, ούτε καν για το όνομα αυτού που ανέλαβε… να εκτελέσει αυτό το συμβόλαιο θανάτου».


«Ξένες μυστικές υπηρεσίες που μπορεί και να δρουν χωρίς την έγκριση των κυβερνήσεών τους»; ρώτησε ο πρωθυπουργός.
 
«Πιστεύω ότι δεν βρισκόμαστε μπροστά σε τέτοιο ενδεχόμενο, αν και δεν αποκλείουμε τίποτα κύριε πρόεδρε», είπε ο διοικητής της Ε.Υ.Π.
 
«Και τι περιμένουν»; ρώτησε ο πρωθυπουργός, και συνέχισε : «’Οτι βγάζοντας εμένα από τη μέση, δεν θα με διαδεχθεί κάποιος άλλος από το κόμμα που θα συνεχίσει την ίδια πολιτική»;
 
«Ίσως κύριε πρόεδρε, να ελπίζουν πως θα υπάρξει γενικότερη ανατροπή, ή ακόμα, ότι οι άλλοι στο κόμμα, είναι, πώς να το πω…», είπε κομπιάζοντας ο διοικητής, «συγχωρέστε με μα προσπαθώ να μπω στη λογική τους, δεν εκφέρω δικές μου απόψεις…»
 
«Μιλήστε ελεύθερα» τον παρότρυνε ο πρωθυπουργός χαμογελώντας.
 
«Ίσως κύριε πρόεδρε, να ελπίζουν πως θα βρεθούν με μια διάδοχη κατάσταση πιο διαχειρίσιμη και λιγότερο αποφασιστική από σας», είπε ο διοικητής της Ε.Υ.Π.
 
Ο πρωθυπουργός εξακολουθούσε να χαμογελά.
 
«Νομίζω όμως, ότι μετά το δημοψήφισμα που έκανα με το οποίο ο λαός με συντριπτική πλειοψηφία επικύρωσε τις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, μάλλον θα πρέπει να ουρανοβατούν αν νομίζουν ότι θα μπορέσουν τόσο εύκολα να ανατρέψουν αυτό το δεδομένο», είπε ο διοικητής.
 
«Ίσως να θεωρούν κύριε πρόεδρε τον λαό ακόμα πιο διαχειρίσιμο απ’ ό,τι κυβερνητικά ή πολιτικά πρόσωπα, από οπουδήποτε κι αν προέρχονται. Άλλωστε, πιθανολογώ, να εκτιμούν ότι δεν θα τους είναι και ιδιαίτερα δύσκολο αν απαλλάσσονταν από την παρουσία σας, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να προκαλέσουν μια άλλη κρίση που να αποδοθεί ακριβώς στην πολιτική που εφαρμόσατε, και να είναι ο ίδιος ο λαός που θα φωνάξει «σταύρωσον» ό,τι προηγουμένως καλωσόριζε με τη λέξη «ωσαννά»! Κι ακόμα, γνωρίζουμε ότι υπήρξαν περιπτώσεις σε άλλες χώρες που δημοψηφίσματα ανατράπηκαν με άλλα μεταγενέστερα δημοψηφίσματα, και αν χρειάζονταν, θα έκαναν όσα δημοψηφίσματα ήταν αναγκαία μέχρι ότου αυτοί που το επιδίωκαν, να ανατρέψουν το αποτέλεσμα του αρχικού δημοψηφίσματος».
 
«Το γνωρίζω», είπε γελώντας ο πρωθυπουργός, «γι’ αυτό και έχει ήδη δρομολογηθεί για την επόμενη Βουλή, το αποτέλεσμα ενός δημοψηφίσματος, να μπορεί να ανατραπεί μόνο μετά την παρέλευση ενός εύλογου χρόνου, όχι δηλαδή σύντομα, ενώ, αν επιχειρηθεί η ανατροπή του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος σε ενωρίτερο χρόνο, να απαιτείται αυξημένη απόλυτη πλειοψηφία».
 
«Εσείς ξέρετε» είπε ο διοικητής. «Όμως, αυτή τη στιγμή που μιλάμε, ισχύει ό,τι και παλαιότερα».
 
Ο πρωθυπουργός έμεινε για λίγο σκεφτικός.
 
«Νομίζω ότι έχετε πολλά χρόνια σ’ αυτή την υπηρεσία κύριε διοικητά», είπε ο πρωθυπουργός στον διοικητή, αλλάζοντας θέμα συζήτησης.
 
«Περίπου είκοσι πέντε», απάντησε ο διοικητής.
 
«Και σίγουρα θα έχετε δει πολλά».
 
«Πράγματι, όπως το λέτε : πολλά»!
 
«Κάτι παρόμοιο με τη περίπτωσή μου έχετε ξαναδεί; Εννοώ εδώ στην χώρα» είπε ο πρωθυπουργός.
 
«Ναι μια φορά, πριν αρκετά χρόνια» απάντησε ο διοικητής
 
«Ναι, θυμάμαι κάποτε κάτι είχε ειπωθεί… Αλήθεια, είχε βάση εκείνη η φημολογία τότε»; ρώτησε ο πρωθυπουργός.
 
«Ναι», απάντησε ο διοικητής.
 
«Οφείλω να είμαι ειλικρινής μαζί σας… Λοιπόν, νόμιζα τότε ότι ήταν ένα φτηνό κόλπο να αυξηθεί η δημοφιλία του τότε πρωθυπουργού», είπε ο πρωθυπουργός.
 
Ο πρωθυπουργός, έμεινε και πάλι για λίγα δευτερόλεπτα σκεφτικός.
 
«Σίγουρα δεν θα με πτοήσουν και δεν θα με κάνουν να κλειστώ σε ένα κλουβί», είπε ο πρωθυπουργός.
 
«Κύριε πρόεδρε», είπε ο διοικητής της Ε.Υ.Π., «εγώ πάντως οφείλω να σας προειδοποιήσω για τους κινδύνους που διατρέχετε, και να λάβω όλα τα απαραίτητα μέτρα για την ασφάλειά σας, τόσο σαν Ε.Υ.Π., όσο και σε συνεργασία με τον Αρχηγό της Αστυνομίας, τουλάχιστον μέχρις ότου συλληφθεί ο εκτελεστής που προσλήφθηκε και από εκεί και πέρα, να φτάσουμε σε κάποια πιο ασφαλή συμπεράσματα. Όμως, αυτή τη στιγμή, δεν ξέρουμε τίποτα γ’ αυτόν, εκτός του ότι κάποιος υπάρχει στον κόσμο, που δε  ξέρουμε αν βρίσκεται ήδη εδώ στη χώρα μας ή όχι, και που έχει σαν αποστολή την δολοφονία σας κύριε πρωθυπουργέ».
 
«Είναι βέβαιο πάντως, ότι το σχέδιο της εξόντωσής μου, ανεξάρτητα του ποιοι τελικώς το συνέλαβαν και ανέλαβαν να το υλοποιήσουν, έχει γίνει στο εξωτερικό. Έτσι δεν είναι»; ρώτησε ο πρωθυπουργός.
 
«Ναι. Στο εξωτερικό. Κάπου στην Ευρώπη», είπε ο διοικητής.
 
«Να παίξουμε το παιχνίδι των τριών ερωτήσεων, αν πρόκειται για τη Νότια, την Ανατολική ή την Βόρεια Ευρώπη»; ρώτησε χαμογελώντας ο πρωθυπουργός.
 
Ο διοικητής της Ε.Υ.Π. δεν απάντησε, ήταν ήδη τόσο απορροφημένος με τις σκέψεις τους, ώστε ούτε καν χαμογέλασε.
 
«Τι προτείνετε»; ρώτησε ο πρωθυπουργός.
 
«Κύριε πρόεδρε», είπε ο διοικητής, «τόσο για σας όσο και τη σύζυγο και τα παιδιά σας, θα αυξηθούν τα μέτρα προστασίας σας. Οι καθημερινές σας μετακινήσεις θα προγραμματίζονται από εμάς, περιλαμβανομένων και των ιδιωτικών σας μετακινήσεων. Όχι βέβαια το πού θα πάτε, μα το πώς θα πάτε, ποια διαδρομή θα ακολουθηθεί και ενδεχομένως, ποια ώρα, αν πρόκειται για διαδρομές που γίνονται συνήθως την ίδια ώρα, αυτό θα είναι δική μας μέριμνα. Φυσικά η διαδρομή, και οι χώροι που θα επισκεπτόσαστε θα ελέγχονται εξονυχιστικά».
 
«Δηλαδή, αν πάω με τη παρέα μου σε μια ταβέρνα θα αναστατώνουμε εκεί όλο τον κόσμο και θα κατατρομοκρατούμε τον κόσμο με τις έρευνές μας»; ρώτησε ο πρωθυπουργός.
 
«Θα είμαστε όσο γίνεται πιο διακριτικοί», είπε ο διοικητής.
 
«Όχι όσο γίνεται πιο διακριτικοί, μα τόσο πολύ διακριτικοί, ώστε κανείς να μην αντιλαμβάνεται τίποτα. Διαφορετικά, κάθε μαγαζί που θα είναι να πάω, θα ισοδυναμεί με οικονομική καταστροφή για τον επιχειρηματία, αν ταυτιστώ με μια κινούμενη βόμβα, έτοιμη να εκραγεί οπουδήποτε και οποτεδήποτε», είπε ο πρωθυπουργός.
 
«Έχετε το λόγο μου ότι θα είμαστε απολύτως διακριτικοί» είπε ο διοικητής.
 
«Πόσο θα κρατήσει αυτό; Μια εκτίμηση μόνο θέλω. Κατανοώ ότι δεν είστε μάντης». είπε ο πρωθυπουργός.
 
«Ειλικρινά, κύριε πρόεδρε, δεν το γνωρίζω. Θα εξαρτηθεί από πολλά πράγματα» είπε ο διοικητής.
 
«Καλώς» είπε ο πρωθυπουργός, και σηκώθηκε. «Θα είμαστε, εκ των πραγμάτων όχι μονάχα σε καθημερινή, μα σε ωριαία επαφή όπως αντιλαμβάνομαι». Έδωσε το χέρι του και χαιρέτησε τον διοικητή της Ε.Υ.Π., ο οποίος βγήκε από το γραφείο του πρωθυπουργού.
 
II : Προγραμματίζοντας εκδρομή
 
Τρία χρόνια αργότερα…
 
«Λοιπόν», είπε χαμογελώντας ο πρωθυπουργός στον διοικητή της Ε.Υ.Π. «πέρασαν τρία χρόνια από τότε που σήμανε συναγερμός για τη ζωή μου, και ακόμα αρνείσθε να σημάνετε τη λήξη του».
 
«Κύριε πρόεδρε, για μας, η αγωνία δεν έχει ελαττωθεί στο ελάχιστο. Μάλιστα το γεγονός ότι η αρχική μας πληροφορία, που εξακολουθούμε να τη θεωρούμε έγκυρη, δεν φαίνεται να επαληθεύεται…»
 
«Ευτυχώς για μένα…» είπε γελώντας ο πρωθυπουργός
 
«Και ευτυχώς και για μας, μα και για τη χώρα» είπε ο διοικητής, «όμως, ξέρετε, δεν έχουμε κάποια άλλη πληροφορία που να μας λέει ότι το αρχικό σχέδιο κατά της ζωής σας ανακλήθηκε, ή ακόμα καλύτερα ματαιώθηκε. Το να εφησυχάσουμε, ίσως, να είναι και αυτό που περιμένουν. Άλλωστε, ας μη ξεχνάμε, ότι αυτή τη στιγμή βρίσκονται στις φυλακές της χώρας, πρώην πρωθυπουργοί, δεκάδες υπουργοί, υφυπουργοί, γενικοί γραμματείς, διοικητές οργανισμών, μεγαλοτραπεζίτες, δήμαρχοι και ακόμα περισσότεροι επιχειρηματίες και στελέχη της δημόσιας διοίκησης μα και του ιδιωτικού τομέα, με βάση τις εξελίξεις που δρομολόγησε εκείνη η εξεταστική των πραγμάτων επιτροπή που είχατε συστήσει για το πώς είχαμε φτάσει στη κρίση και για την απόδοση ευθυνών. Και μάλιστα, κύριε πρωθυπουργέ, ας μη ξεχνάμε ότι ακόμα και οι περίφημοι σαράντα μεγαλοεπιχειρηματίες που τους είχατε υποσχεθεί ποινική αμνηστία, κι αυτοί βρίσκονται στη φυλακή, αφού εκείνη η συμφωνία σας χαρακτηρίσθηκε αντισυνταγματική, και μάλιστα από προσφυγή που κατέθεσαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας μέλη του κόμματός σας, γεγονός που άφησε υπόνοια για προσχεδιασμένη εξέλιξη των πραγμάτων. Βέβαια, ήταν κάπως δύσκολο στους επιχειρηματίες αυτούς, τούς, ας χρησιμοποιήσω τον όρο που οι ίδιοι χρησιμοποίησαν για τον εαυτό τους, τούς «εξαπατηθέντες», να βγουν και να φωνάξουν φέρτε πίσω τα λεφτά που σας είχαμε κλέψει και μας τα πήρατε πίσω με δόλο!»
 
Ο πρωθυπουργός άκουγε σκεφτικός. «Ναι», είπε, «σ’ ένα βρώμικο παιχνίδι, ακόμα και μια δημοκρατία χρησιμοποιεί καμία φορά τη μπλόφα, και άλλες στρατηγικές ή τακτικές που γενικά υπό ομαλές συνθήκες δεν θεωρούνται όπλα στη φαρέτρα της. Κι έπειτα, η μεγαλύτερη ευκαιρία που μας έχει δώσει αυτή η κρίση, είναι ότι πράγματι τα εγκλήματα κατά της χώρας, πολιτικά ή οικονομικά, δεν θα παραμένουν πλέον ατιμώρητα. Κι έπρεπε να γίνει κάποτε η αρχή. Και η αρχή αυτή έγινε…».
 
«Δηλαδή κύριε πρωθυπουργέ θέλετε να πείτε πως είχατε προσχεδιάσει…» πήγε να ρωτήσει έκπληκτος ο διοικητής, όμως διακόπηκε από τον πρωθυπουργό που του είπε : «Δεν θέλω να πω τίποτα, και επιθυμώ να γυρίσω στη κουβέντα μας», είπε ο πρωθυπουργός σοβαρά.
 
«Μάλιστα», είπε ο διοικητής της Ε.Υ.Π.
 
«Λοιπόν», είπε ο πρωθυπουργός χαμογελώντας, «μείναμε στο θέμα ότι δεν πρέπει να χαλαρώσω τη προσοχή μου για την προσωπική μου ασφάλεια και την ασφάλεια της οικογένειάς μου. Όμως, παραδεχθείτε πως το γεγονός και μόνο ότι σας φώναξα για να σας ανακοινώσω ότι το μεθεπόμενο σαββατοκύριακο θα πάω μια εκδρομή με τη γυναίκα μου, τουλάχιστον αποδεικνύει ότι δεν παραβαίνω την εντολή σας να σας ενημερώνω για κάθε μου βήμα».
 
«Και κάνετε πολύ καλά κύριε πρόεδρε», είπε ο διοικητής της Ε.Υ.Π. «Θα πάτε οικογενειακώς; Εννοώ θα είναι και τα παιδιά μαζί σας»;
 
«Εγώ με τη γυναίκα μου μόνο».
 
«Πού σχεδιάζετε να πάτε κύριε πρόεδρε»;
 
«Στην Αετοφωλιά».
 
«Α! μάλιστα. Θα φύγετε πρωί του μεθεπόμενου Σαββάτου υποθέτω και κα γυρίσετε την επομένη το βράδυ».
 
«Ακριβώς».
 
«Θα υπάρξει ενδιάμεση στάση, ή θα πάτε κατευθείαν»;
 
«Θα κάνουμε μια μικρή παράκαμψη για ένα καφεδάκι στη παραλία στον Άγιο Χαράλαμπο, και θα συνεχίσουμε…».
 
«Από εκεί, εννοώ την Αετοφωλιά, θα πραγματοποιήσετε κάποια τοπική εκδρομή μήπως»;
 
«Όχι, όχι! Θα κάτσουμε εκεί να ξεκουραστούμε. Άλλωστε ο χρόνος θα είναι πολύ περιορισμένος».
 
«Εκεί θα έχετε κάποιες επαφές, έστω και ιδιωτικές, ή πολύ περισσότερο πολιτικές και κομματικές, έστω και με λίγα άτομα, ακόμα και με ένα»;
 
«Με κανένα», απάντησε γελώντας πάλι ο πρωθυπουργός. «Εγώ, η γυναίκα μου και καμία επαφή με κανέναν τρίτο».
 
«Σχετικά με τον κόσμο», είπε ο Διοικητής της Ε.Υ.Π., «εννοώ τον απλό κόσμο, που όπως και να το κάνουμε θα σας αναγνωρίσει, θα ήθελα να σας πω…»
 
«Σχετικά με τον απλό κόσμο», τον διέκοψε αυστηρά ο πρωθυπουργός, «η εντολή μου είναι αυτή και δεν τίθεται προς συζήτηση : δεν θα ενοχληθεί κανείς με την εκεί παρουσία μου, ούτε και ο ρυθμός της ζωής του χωριού, των κατοίκων και των επισκεπτών του θα μεταβληθεί στο ελάχιστο από τη δική μου παρουσία. Θα είναι ως να μην έχω πάει καθόλου. Και αν πρόκειται να με πλησιάσουν να με χαιρετήσουν, δεν ξέρω τι μέτρα ασφάλειας θα λάβετε, αλλά, δεν θα απαγορευθεί σε κανένα να με πλησιάσει και να με χαιρετήσει, αν το επιθυμεί».
 
«Κύριε πρόεδρε…» είπε ο διοικητής, αλλά, ο πρωθυπουργός τον  διέκοψε, λέγοντάς του :
 
«Και όχι αστυνομικοί με στολές, ούτε υπηρεσιακά αυτοκίνητα της αστυνομίας για συνοδεία, όχι μόνο εκεί, μα σε όλη την διαδρομή».
 
Ο διοικητής της Ε.Υ.Π. κατσούφιασε και είπε ανόρεξα : «Όπως διατάξετε κύριε πρόεδρε».
 
Ο πρωθυπουργός, τον πλησίασε χαμογελώντας και ακούμπησε το ένα του χέρι στον ώμο του διοικητή της Ε.Υ.Π.
 
«Κύριε διοικητά» του είπε σε πολύ φιλικό τόνο, «αντιλαμβάνομαι ότι κινείσθε από αίσθηση καθήκοντος και αυτό σας τιμά και το εκτιμώ. Όμως, καταλάβετέ με. Πάνω από τρία χρόνια από τότε που μου θέσατε υπόψη τις πληροφορίες που είχατε για δολοφονία μου, ζω εγώ και η οικογένειά μου, μόλις λίγο πιο ελεύθερα από έναν κρατούμενο σε μια φυλακή. Τα παιδιά μου, νοιώθουν να χουν έναν μη φυσιολογικό για την ηλικία τους τρόπο ζωής. Η γυναίκα μου, όσο και αν δεν το δείχνει, το καταλαβαίνω ότι ζει σε μια διαρκή αγωνία για την οικογένειά της. Και όσο για μένα, ίσως να είμαι ο πιο τυχερός, διότι ο αυξημένος όγκος εργασίας που έχω καθημερινά, ο ρυθμός της και η σπουδαιότητά της, πράγματι, με κάνουν να ξεχνώ τελείως αυτό το ζήτημα, το οποίο το ξαναθυμάμαι κάθε φορά που σας βλέπω. Νομίζω ότι δικαιούμαι λίγες ώρες προσωπικές με τη γυναίκα μου». Ο πρωθυπουργός χτύπησε φιλικά τον ώμο του διοικητή της Ε.Υ.Π. και συνέχισε : «Λοιπόν, νομίζω ότι θα πάνε όλα καλά, όπως πάνε όλα αυτά τα χρόνια…»
 
«Κύριε πρωθυπουργέ», είπε ο διοικητής της Ε.Υ.Π., «μια τελευταία ερώτηση. Εκτός από εσάς και υποθέτω τη σύζυγο σας, ξέρει κανείς άλλος για την εκδρομή σας»;
 
«Όχι, κανείς. Μόνο εγώ και η γυναίκα μου το γνωρίζουμε».
 
«Θα σας παρακαλούσα, μέχρι τη τελευταία στιγμή που θα ξεκινήσετε γι’ αυτή την εκδρομή, να μην κοινοποιήσετε σε κανέναν την απόφασή σας αυτή».
 
«Καλώς» είπε ο πρωθυπουργός.
 
«Ούτε καν στα παιδιά σας, πόσο μάλλον σε κάποιον άλλον, έστω και πολύ φιλικό σας πρόσωπο».
 
«Καλώς» επανέλαβε ο πρωθυπουργός…
 
ΙΙΙ : Ξαφνική αλλαγή στο πρόγραμμα της εκδρομής – Η εκτέλεση
 
Η μέρα της εκδρομής έφτασε…
 
Ο πρωθυπουργός με τη γυναίκα του σταμάτησαν για ένα καφέ στον Άγιο Χαράλαμπο, όπως είχαν σχεδιάσει. Έκατσαν στα τραπεζάκια κοντά στη πλευρά της παραλίας, στην απέναντι του δρόμου στον οποίο βρίσκονται η καφετέρια. Ο κόσμος τους αναγνώρισε, και έσπευσε να τους χαιρετήσει και να συνομιλήσει μαζί τους. Ο πρωθυπουργός ανταποκρίνονταν με ένα χαμόγελο και ανταπέδιδε τον χαιρετισμό με χειραψία σε όλους όσους τον πλησίαζαν. Ο κόσμος εκείνη την ώρα δεν ήταν ιδιαίτερα πολύς, κι έτσι, αυτές οι εκδηλώσεις τέλειωσαν σχετικά γρήγορα.
 
Οι άντρες της φρουράς του, όλοι τους με πολιτικά, είχαν ακροβολιστεί σε διάφορα σημεία, κοντά στο σημείο που κάθονταν ο πρωθυπουργός, ενώ κάθε λίγο συνομιλούσαν μεταξύ σου χαμηλόφωνα με τα όργανα επικοινωνίας που είχαν, ένα ακουστικό στο αυτί τους που συνδέονταν με ένα λεπτό καλώδιο που χάνονταν μέσα στο κολάρο του πουκαμίσου τους, και ένα μικρό μικρόφωνο στερεωμένο μπροστά στο στόμα τους.
 
Ο αστυνόμος που ήταν επικεφαλής της ασφάλειας του πρωθυπουργού σ’ αυτή την εκδρομή, κι αυτός με πολιτικά, πήγαινε πέρα δώθε, από τον ένα άντρα της φρουράς στον άλλο, και πού και πού, μίλαγε χαμηλόφωνα με τους άντρες της φρουράς.
 
Ο άντρας με το πλούσιο σγουρό μαύρο μαλλί, το επίσης πλούσιο μαύρο μουστάκι, και τα πράσινα μάτια με λευκό δέρμα, κάθονταν μέσα στη καφετέρια, στη τζαμαρία που έβλεπε στο δρόμο μα και στο κόσμο που κάθονταν στις καρέκλες της καφετέριας απέναντι από το δρόμο, ανάμεσα σ’ αυτούς και το πρωθυπουργικό ζεύγος. Αυτός ο άνθρωπος, πράγμα περίεργο, ακόμα και μέσα στη καφετέρια, φορούσε δερμάτινα γάντια, που δεν τα έβγαλε ούτε όταν έπινε τον γαλλικό του καφέ που είχε παραγγείλει. Είχε φτάσει πέντε λεπτά νωρίτερα από την άφιξη του πρωθυπουργού στον Άγιο Χαράλαμπο, και πάρκαρε το αυτοκίνητό του, λίγο πριν την καφετέρια. Έσβησε τη μηχανή και περίμενε, παρακολουθώντας από τον καθρέφτη, ένα άλλο αυτοκίνητο που είχε παρκάρει ακριβώς πίσω του. Σε λίγο, κατέβηκε, χωρίς όμως να πάρει το κλειδί το αυτοκινήτου, και προχώρησε έως ότου έφτασε στη καφετέρια όπου ήδη καθόταν. Εν τω μεταξύ, από το αυτοκίνητο που είχε παρκάρει ακριβώς πίσω από το δικό του, κατέβηκε ένας νεαρός άντρας, ως τριάντα χρονών, μπήκε στο αυτοκίνητο του άντρα με τα σγουρά μαλλιά, έβαλε μπρος και ξεκίνησε. Πήγαινε πολύ σιγά, έτσι ώστε όταν πέρασε μπροστά από τη καφετέρια που καθόταν ο άντρας με τα σγουρά μαλλιά, γύρισε το κεφάλι του ελαφρά και τα βλέμματα των δύο αντρών συναντήθηκαν.
 
Κάποια στιγμή, ένας από τους άντρες της ασφάλειας του πρωθυπουργού ήρθε κι έκατσε ακριβώς έξω από τη τζαμαρία της καφετέριας, στο σημείο που κάθονταν ο άντρας με το σγουρό μαύρο μαλλί, έχοντας τη πλάτη του προς τη τζαμαρία, και έλεγχε με το κεφάλι του, κοιτώντας δεξιά και αριστερά, τη περιοχή που βρίσκονταν μπρος του. Κάποια στιγμή, ο άντρας της ασφάλειας γύρισε το κεφάλι του προς τα πίσω, κάνοντας μια ελαφρά στροφή του σώματός του, και το μάτι του έπεσε στον άντρα με το σγουρό μαύρο μαλλί. Τα μάτια των δυο αντρών διασταυρώθηκαν, και για λίγο, όχι πάνω από τρία δευτερόλεπτα, έμειναν εκεί κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον. Στη συνέχεια, ο άντρας της ασφάλειας κοίταξε πάλι προς τα εμπρός, γυρίζοντας τη πλάτη του στη τζαμαρία της καφετέριας, κάτι έλεγε στο μικρόφωνο, και έφυγε πηγαίνοντας στην απέναντι πλευρά του δρόμου, όπου συναντήθηκε με έναν άλλο από την φρουρά του πρωθυπουργού και συζητούσαν.
 
Μετά από κάποια ώρα, κι αφού εν τω μεταξύ κι άλλοι πολίτες, που πληροφορήθηκαν ότι ο πρωθυπουργός βρίσκονταν σε κείνο το μέρος, άρχισαν να καταφθάνουν και να τον χαιρετούν, ο πρωθυπουργός με τη γυναίκα του σηκώθηκαν, μπήκαν στο αυτοκίνητό τους και μαζί με τα αυτοκίνητα της συνοδείας συνέχισαν το ταξίδι. Εν τω μεταξύ ο κόσμος που ήταν μέσα στις καφετέριες όταν είδαν τον πρωθυπουργό να ετοιμάζεται να φύγει, βγήκαν έξω, και μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο, τον χειροκροτούσαν, ενώ ο πρωθυπουργός τους ανταπέδιδε τον χαιρετισμό κουνώντας το χέρι του και χαμογελώντας.
 
Μετά από δέκα λεπτά περίπου, ο άντρας με τα σγουρά μαλλιά, πλήρωσε τον καφέ του, δυσκολευόμενος κάπως με τα γάντια να ξεχωρίσει τα ψιλά των τριών ευρώ που ήταν η τιμή του, και μπήκε στο αυτοκίνητο που είχε αφήσει ο νεαρός πίσω από το δικό του, λίγο πριν. Το κλειδί ήταν στη μηχανή. Έβαλε εμπρός και ξεκίνησε.
 
Μετά από ταξίδι άλλων δύο ωρών, το πρωθυπουργικό κομβόι, έφτασε στις ρίζες του μεγάλου ορεινού όγκου που διέσχιζε την κεντρική χώρα και στον οποίο βρίσκονταν το χωριό η Αετοφωλιά, πνιγμένο μέσα σε δάση από πανύψηλα έλατα. Σε λιγότερο από μία ώρα θα έφταναν πια στον προορισμό τους.
 
Καθώς πλησίαζαν το χιονοδρομικό κέντρο, που βρίσκονταν μόλις δέκα λεπτά πριν την Αετοφωλιά, η γυναίκα του πρωθυπουργού του είπε χαμογελώντας :
 
«Πλησιάζουμε στο χιονοδρομικό κέντρο…»
 
Ο πρωθυπουργός έπιασε στοργικά το χέρι της και είπε χαμογελώντας :
 
«Ναι»!
 
«Πόσα χρόνια πέρασαν αλήθεια από τότε»; είπε η γυναίκα του.
 
«Δεν θα είναι είκοσι χρόνια»; είπε ο πρωθυπουργός
 
Η γυναίκα του συμφώνησε κουνώντας το κεφάλι της. Ξαφνικά, γύρισε και είπε στον άντρα της.
 
«Τι θάλεγες για μια σύντομη στάση για έναν ακόμα καφέ»; και πριν προλάβει να απαντήσει ο άντρας της συνέχισε : «Θάθελα πολύ, για λίγα λεπτά, να σταματήσουμε στο μέρος που γνωριστήκαμε…»
 
Ο πρωθυπουργός χαμογέλασε και απευθύνθηκε στον αστυνόμο που κάθονταν στη θέση του συνοδηγού μπροστά στο αυτοκίνητο, και ο οποίος ακούγοντας τη συνομιλία στο πίσω κάθισμα, είχε ήδη ζωγραφισμένη την αγωνία στο πρόσωπό του.
 
«Κώστα», του είπε ο πρωθυπουργός, «να σταματήσουμε στο χιονοδρομικό κέντρο».
 
«Κύριε πρόεδρε», του είπε ο αστυνόμος, γυρνώντας σχεδόν ολόκληρος στη θέση του ώστε να βλέπει κατ’ ευθείαν στον πρωθυπουργό, «δεν έχει προγραμματισθεί μια τέτοια στάση και επομένως, δεν έγινε κανένας σχεδιασμός γι’ αυτό. Σας παρακαλώ πολύ, να συνεχίσουμε και ας αναβληθεί για λίγες ώρες η επίσκεψή σας στο χιονοδρομικό κέντρο, ώστε να προλάβω να το επισκεφτώ και να οργανώσω τα μέτρα ασφάλειάς σας».
 
«Κώστα» είπε χαμογελώντας ο πρωθυπουργός, «ακριβώς επειδή είναι απρογραμμάτιστη μια τέτοια επίσκεψη, δεν θα υπάρχει και κίνδυνος εκτιμώ».
 
«Κύριε πρόεδρε, για μας δεν είναι η ίδια η προσέγγιση του κινδύνου που κάνετε, και επιτρέψτε μου να επικοινωνήσω με τον κύριο διοικητή της Ε.Υ.Π.»
 
«Καλά», απάντησε ο πρωθυπουργός, «δεν θέλω να σε εμποδίσω να κάνεις αυτό που σου επιβάλλεται υπηρεσιακά,  μονάχα σημείωσε, ότι η στάση στο χιονοδρομικό κέντρο θα γίνει».
 
Ο αστυνόμος ήδη με το κινητό του κάλεσε τον διοικητή, και του είπε :
 
«Κύριε διοικητά, έχουμε μια έκτακτη αλλαγή του προγράμματος. Ο κύριος πρόεδρος έδωσε εντολή να σταματήσουμε στο χιονοδρομικό κέντρο, πριν την Αετοφωλιά… Μάλιστα, δυό λεπτά…» Ο αστυνόμος γύρισε για να δώσει το τηλέφωνό του στον πρωθυπουργό, λέγοντας τον : «Ο κύριος διοικητής της Ε.Υ.Π. κύριε πρόεδρε»…
 
Ο πρωθυπουργός χαμογέλασε, και πριν πάρει το τηλέφωνο από τον αστυνόμο, του είπε:
 
«Βάλ’ το σε ανοιχτή ακρόαση»…
 
Ο αστυνόμος πάτησε ένα κουμπί και ξαναδίνοντας το τηλέφωνο στον πρωθυπουργό του είπε :
«Έτοιμο κύριε πρόεδρε»…
 
Ο πρωθυπουργός πήρε το τηλέφωνο :
 
«Κύριε διοικητά σας ακούω…»
 
«Κύριε πρόεδρε», του είπε ο διοικητής, «σας παρακαλώ θερμά, να τηρηθεί το πρόγραμμα της εκδρομής όπως το σχεδιάσαμε, ή τουλάχιστον, να μας δώσετε το χρονικό περιθώριο να προετοιμαστούμε έστω και αυτή τη στιγμή, όμως αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να επισκεφθείτε το χιονοδρομικό κέντρο λίγο αργότερα…»
 
«Κύριε διοικητά, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Θα σταματήσουμε εκεί για μισή ώρα περίπου, και θα ξεκινήσουμε. Δεν βλέπω κάποιο κίνδυνο…»
 
«Κύριε πρόεδρε, την περιοχή τη γνωρίζω πολύ καλά. Είναι γεμάτη δάση γύρω – γύρω και προσφέρει ιδανικές συνθήκες για κάποιον που θα ήθελε να επιχειρήσει κάποια ενέργεια εναντίον σας και να προλάβει να διαφύγει, από τη στιγμή που δεν την έχουμε ελέγξει και βεβαίως δεν την έχουμε υπό τον δικό μας έλεγχο».
 
Η γυναίκα του πρωθυπουργού εν τω μεταξύ, παρακολουθούσε με όλο και μεγαλύτερη αγωνία τη συνομιλία του άντρα της με τον διοικητή της Ε.Υ.Π.
 
«Πέτρο», γύρισε και είπε στον άντρα της, «άφησέ το καλύτερα για μια άλλη φορά…»
 
Ο διοικητής της Ε.Υ.Π., που άκουσε τη γυναίκα του πρωθυπουργού, είπε :
 
«Κύριε πρόεδρε, συμφωνώ απολύτως με τη σύζυγό σας… Αφήστε την επίσκεψή σας στο χιονοδρομικό κέντρο για λίγες ώρες μονάχα αργότερα, δεν σας ζητώ περισσότερο…»
 
Ο πρωθυπουργός γύρισε και κοίταξε τη σύζυγό του, χαμογελώντας. Έσκυψε στο αυτί της και τής είπε χαμηλόφωνα για να μην τον ακούν οι υπόλοιποι  : «Μη φοβάσαι. Τρία χρόνια τώρα ξέρεις πόσες φορές έχουν φέρει τη καταστροφή. Κάνουν βέβαια τη δουλειά τους, όμως κι εγώ θέλω να πιούμε ένα καφέ εδώ στο χιονοδρομικό κέντρο. Θα σταματήσουμε και όλα θα πάνε καλά», και λέγοντας αυτά τα τελευταία λόγια, της έσφιξε το χέρι της, ενώ ο αστυνόμος από μπροστά, διακριτικά έπαψε να κοιτά προς τα πίσω, όμως, όλη του η προσοχή ήταν μήπως και έπιανε καμία λέξη από όσα ψιθύριζε ο πρωθυπουργός στη γυναίκα του.
 
«Κύριε πρόεδρε, κύριε πρόεδρε, είστε στη γραμμή;.. Κύριε αστυνόμε;… Όλα καλά εκεί;…» ρωτούσε με αγωνία ο διοικητής της Ε.Υ.Π. εδώ και λίγα δευτερόλεπτα, ενώ ο πρωθυπουργός ακόμα μιλούσε στη γυναίκα του.
 
«Όλα καλά κύριε διοικητά», απάντησε ο πρωθυπουργός. «Λοιπόν αποφασίσαμε να κάνουμε μια στάση…»
 
«Κύριε πρόεδρε σας ικετεύω… Αν μου λέγατε ένα άλλο τουλάχιστον μέρος… μα το χιονοδρομικό κέντρο….»
 
«Αναλαμβάνω εγώ την ευθύνη κύριε διοικητά…»
 
«Μα, κύριε πρόεδρε…»
 
«Κύριε διοικητά» είπε ο πρωθυπουργός, «μη με αναγκάσετε να διατυπώσω την επιθυμία μου υπό τύπο διαταγής… Δεν θα το ήθελα… Και σας δίνω το λόγο μου, πως το υπόλοιπο πρόγραμμα, θα τηρηθεί με θρησκευτική ευλάβεια…»
 
«Κύριε πρόεδρε… διαφωνώ βεβαίως, μα δεν μπορώ και να κάνω κάτι άλλο…» είπε ο διοικητής, και ο πρωθυπουργός έδωσε το τηλέφωνο στον αστυνόμο, ο οποίος αφού διέκοψε την ανοικτή ακρόαση, συνέχισε την επικοινωνία του για λίγα δευτερόλεπτα με τον διοικητή της Ε.Υ.Π., στον οποίο έλεγε :
 
«Μάλιστα κύριε διοικητά…, μάλιστα, μάλιστα…, δυστυχώς, δεν τη γνωρίζω την περιοχή…, μάλιστα… η πίστα και το δάσος που είναι γύρω από αυτή…. μάλιστα… οι λόφοι γύρω…, μάλιστα…, έχω δύναμη δώδεκα ανδρών…, η τοπική αστυνομία δεν είναι ενήμερη, μας περιμένουν στην αετοφωλιά, άλλωστε δεν είναι προγραμματισμένη αυτή η στάση εδώ… θα ενημερώσετε εσείς;… πώς;… μέχρι να έρθουν θα έχουμε φύγει;… τότε προς τι να στείλουν πρόσθετο προσωπικό;… είναι άνευ ουσίας… καλώς… τα σέβη μου κύριε διοικητά»…
 
Η γυναίκα του πρωθυπουργού, του είπε χαμηλόφωνα :
 
«Πέτρο, δεν το αφήνουμε για μια άλλη φορά»;
 
Ο αστυνόμος κοίταζε μπροστά, όμως είχε τεντωμένα τα αυτιά του στο τι έλεγε το πρωθυπουργικό ζευγάρι, και στα μάτια του ήταν ζωγραφισμένος ο φόβος.
 
«Μα σου είπα… Δεν υπάρχει κίνδυνος… Θα δεις όλα θα πάνε καλά» είπε ο πρωθυπουργός που της έσφιξε πάλι το χέρι της, ενώ κι εκείνη έσφιγγε το δικό του.
 
Εν τω μεταξύ, ένα αυτοκίνητο ακολουθούσε την ίδια πορεία με το αυτοκίνητο του πρωθυπουργού. Το οδηγούσε εκείνος ο ίδιος ο άντρας, με το πλούσιο σγουρό μαύρο μαλλί, το επίσης πλούσιο μαύρο μουστάκι, τα πράσινα μάτια και με το λευκό δέρμα που είχε σταματήσει για καφέ στον Άγιο Χαράλαμπο. Βρίσκονταν σταθερά σε απόσταση δέκα λεπτών πίσω από το πρωθυπουργικό κονβόι. Την ίδια πορεία ακολουθούσαν και πολλά άλλα αυτοκίνητα, τα περισσότερα τοπικά ή από τον νομό, αφού το χιονοδρομικό μέτρο μάζευε πάντα κόσμο τέτοια εποχή, και ιδίως σαββατοκύριακα. Λίγο πριν φτάσουν στο χιονοδρομικό κέντρο, χτύπησε το κινητό του τηλέφωνο. Το σήκωσε και είπε στα αγγλικά :
 
«Ναι»;
 
Αφού άκουσε ανέκφραστος κάτι που του είπαν, και που δεν διήρκησε πάνω από πέντε δευτερόλεπτα, έκλεισε το τηλέφωνό του, και το έβαλε στη μέσα τσέπη του σακακιού του.
 
Όταν έφτασε ο πρωθυπουργός και η συνοδεία του στο χιονοδρομικό κέντρο, εξελίχτηκαν και πάλι σκηνές, ανάλογες με εκείνες που είχαν εκτυλιχτεί δύο ώρες πριν στο Άγιο Χαράλαμπο. Ο κόσμος έσπευσε να τους χαιρετήσει, και ήδη αυτό πήρε περίπου ένα τέταρτο, πριν κατορθώσει το πρωθυπουργικό ζευγάρι να φτάσει στη καφετέρια, η οποία ήταν μισογεμάτη, αφού ο περισσότερος κόσμος είχε επιλέξει, μιας και είχε λιακάδα να κάτσει στα υπαίθρια τραπέζια.
 
Ο άντρας, με το πλούσιο σγουρό μαύρο μαλλί, το πλούσιο μαύρο μουστάκι, τα πράσινα μάτια και με το λευκό δέρμα σταμάτησε κι αυτός στο μεγάλο πάρκινγκ του χιονοδρομικού κέντρου. Στην περιοχή υπήρχαν εκατοντάδες αυτοκίνητα επισκεπτών. Ο άντρας πήγε στη πίσω πλευρά του αυτοκινήτου του, άνοιξε το πορτ μπαγκάζ και σήκωσε τη ρεζέρβα βγάζοντας από πίσω ένα μικρό πλακέ βαλιτσάκι. Έκλεισε πάλι το πορτ μπαγκαζ, έβαλε το πλακέ βαλιτσάκι κάτω από παλτό του, και έφυγε περπατώντας χωρίς να πάρει μαζί του κλειδί του αυτοκινήτου, που το άφησε στη θέση του. Ακριβώς πίσω από το δικό του αυτοκίνητο, σταμάτησε ένα άλλο, που το οδηγούσε μια γυναίκα, γύρω στα τριάντα πέντε, μελαχρινή με μαύρα μακριά μαλλιά και φορούσε μεγάλα σκούρα γυαλιά ηλίου. Ο άντρας με τα σγουρά μαλλιά, προχώρησε ήρεμα, και ανακατεύτηκε με τον κόσμο στο ίσιωμα απέναντι από την καφετέρια του χιονοδρομικού κέντρου. Εν τω μεταξύ, καθώς αυτός απομακρύνονταν, η γυναίκα που βρίσκονταν στο αυτοκίνητο που είχε σταματήσει πίσω  από το αυτοκίνητο του άντρα αυτού, βγήκε από το δικό της, μπήκε στο αυτοκίνητο του άντρα με τα σγουρά μαλλιά, το έβαλε εμπρός, έκανε επί τόπου αναστροφή και πήρε τον δρόμο της επιστροφής, από εκεί που είχε έρθει.
 
Όταν μπήκαν μέσα στη καφετέρια, η γυναίκα του πρωθυπουργού έριξε ένα βλέμμα γύρω, στράφηκε προς τον άντρα της απότομα και του είπε γελώντας δείχνοντάς του ένα τραπέζι άδειο, στη τζαμαρία που έβλεπε προς τα έξω, προς τη πλευρά ενός μεγάλου ισιώματος ακριβώς στην απέναντι πλευρά του επαρχιακού μικρού δημόσιου δρόμου που περνούσε μπροστά από το χιονοδρομικό κέντρο και πήγαινε προς την Αετοφωλιά και άλλα χωριά της περιοχής.
 
«Κοίτα, εκεί… είναι άδειο… πάμε γρήγορα πριν μπει κανείς άλλος και μας το πιάσει…» είπε
 
Στο ίσιωμα, απέναντι από τη καφετέρια, υπήρχαν άλογα πάνω στα οποία ανέβαιναν μικροί και μεγάλοι τραβώντας αναμνηστικές φωτογραφίες, ενώ οι μικροί έτρεχαν απλώς παίζοντας κυνηγητό μεταξύ τους ή με τους μεγάλους συνοδούς τους.
 
Ο πρωθυπουργός και η γυναίκα του έκατσαν στο τραπεζάκι.
 
«Εδώ είχαμε καθίσει τότε»; είπε ο πρωθυπουργός
 
«Μα δεν θυμάσαι;… Ακριβώς εδώ… Φυσικά έχουν αλλάξει όλα, το ντεκόρ, τα τραπέζια, οι καρέκλες, όμως το μέρος είναι το ίδιο, και εντελώς απαράλλαχτο το τοπίο εκεί έξω», είπε η γυναίκα του πρωθυπουργού.
 
Ο πρωθυπουργός, συμφωνούσε χαμογελώντας και κοιτάζοντας τη καφετέρια μέσα και το τοπίο έξω.
 
«Έχεις δίκαιο» είπε χαμογελώντας στη γυναίκα του, και κοιτάζοντας τους λόφους απέναντι, συνέχισε : «Όλα ίδια… και οι λόφοι…»
 
Από τη τζαμαρία ο πρωθυπουργός χάζευε τον αστυνόμο, που λίγα μέτρα μακριά από τη καφετέρια, είχε γύρω του όλους τους άνδρες της φρουράς, και τους έδειχνε με το χέρι διάφορα σημεία εκεί γύρω στη περιοχή. Μετά, ένας – ένας από αυτούς, άρχισε να πηγαίνει προς συγκεκριμένο μέρος. Στο ίσιωμα με τα άλογα, πήγαν τέσσερις αστυνομικοί από τη φρουρά του πρωθυπουργού και ανακατεύτηκαν με τον κόσμο, κοιτάζοντας πότε τον κόσμο και πότε κατά τους λόφους, φτάνοντας με τα πόδια ως την αρχή του δάσους, χωρίς όμως να μπουν μέσα σ’ αυτό.
 
Σε λίγο παρατηρήθηκε μια κινητικότητα στη φρουρά του πρωθυπουργού. Ο αστυνομικός, που είχε δει τον άντρα με τα σγουρά μαλλιά στον Άγιο Χαράλαμπο, πλησίασε και κάτι είπε στον αστυνόμο, δείχνοντάς του κάτι προς την πλευρά της πίστας, στην απέναντι πλευρά από τους λόφους δίπλα στο ίσιωμα. Ο αστυνόμος άρχισε να μιλάει στο μικρόφωνο που είχε μπροστά στο στόμα του, και όλοι οι άντρες της φρουράς, κοίταζαν προς τα εκεί, ενώ την ίδια στιγμή, ο άντρας με τα σγουρά μαλλιά, που ήδη κινούνταν στην άκρη του ισιώματος και λίγα μόλις μέτρα πριν τα πρώτα έλατα του δάσους εκεί στο λόφο, μόλις είδε τους αστυνομικούς με τα πολιτικά να κοιτάνε προς την αντίθετη πλευρά από εκείνη του λόφου στον οποίο πήγαινε, προς την πλευρά που τους έδειχνε ο αστυνόμος, με γρήγορο βήμα έφτασε στα πρώτα έλατα, και χάθηκε πίσω από αυτά.
 
Σε λίγο όμως, η ηρεμία στη φρουρά επανήλθε και όλοι τους γύρισαν στα προηγούμενα καθήκοντά τους.
 
Εν τω μεταξύ ο αστυνόμος, εξακολουθούσε να βρίσκεται κοντά στη καφετέρια, και κάποια στιγμή, το βλέμμα του διασταυρώθηκε με αυτό του πρωθυπουργού. Ο αστυνόμος, άρχισε να προχωρά βιαστικά, μπήκε μέσα στη καφετέρια, και κατευθύνθηκε στο τραπέζι που κάθονταν ο πρωθυπουργός. Έσκυψε και του είπε στο αυτί : «Κύριε πρόεδρε, θα ήταν καλύτερα, αν καθόσασταν σε κάποιο άλλο τραπέζι, προς το εσωτερικό της αίθουσας, όπου δεν υπάρχει ορατότητα με τον έξω χώρο».
 
«Μα γι’ αυτή την ορατότητα σταματήσαμε» είπε γελώντας ο πρωθυπουργός : «Μη ανησυχείτε. Έξω εκεί υπάρχει κόσμος που ήρθε με τις οικογένειές τους να χαρούν, άνθρωποι ερωτευμένοι, φίλοι, είναι χαρά Θεού… Μην ανησυχείτε».
 
«Συμβαίνει κάτι»; ρώτησε αμήχανα η γυναίκα του.
 
«Όχι, όχι γλυκειά μου, όλα πάνε καλά» είπε χαμογελώντας ο πρωθυπουργός.
 
Ο άντρας με τα σγουρά μαλλιά, είχε ήδη προχωρήσει λίγο βαθύτερα στο δάσος, και στάθηκε σε ένα σημείο. Κοίταξε με προσοχή γύρω του, για να βεβαιωθεί ότι δεν υπήρχε άλλος εκεί κοντά. Έβγαλε κάτι μικρά κιάλια από τη τσέπη του, και για μεγαλύτερη σιγουριά, κοίταξε πάλι το χώρο γύρω του. Το μέρος ήταν «καθαρό». Κοίταξε στη συνέχεια προς το χιονοδρομικό κέντρο, και άρχισε να μετακινείται, μέχρις ότου εντοπίσει μια νοητή ευθεία ανάμεσα στο μάτι του και τη τζαμαρία της καφετέριας στο χιονοδρομικό κέντρο. Αφού μετακινήθηκε ανάμεσα σε λίγα δέντρα, βρήκε τη θέση που ζητούσε. Στάθηκε εκεί, γονατισμένος, και από τη μικρή βαλίτσα του άρχισε να βγάζει τα εξαρτήματα ενός όπλου τα οποία συναρμολογούσε με αργές κινήσεις, στο τέλος έβαλε και τη διόπτρα και ακολούθως σκόπευσε προς τη τζαμαρία της καφετέριας στο χιονοδρομικό κέντρο. Σύντομα, είχε στο στόχο του, τον πρωθυπουργό, και τον σημάδεψε ακριβώς στο μέσο του μετώπου του.
 
Ο πρωθυπουργός, είχε το ένα του χέρι του ακουμπισμένο στο τραπέζι, και κοίταζε έξω από τη τζαμαρία, χαζεύοντας τη κίνηση του κόσμου και έχοντας μια διάχυτη ηρεμία στο χαμογελαστό του πρόσωπο. Κάποια στιγμή, ο πρωθυπουργός γύρισε το κεφάλι του προς τον λόφο απέναντι από την καφετέρια. Κοίταζε κατευθείαν προς τη διόπτρα του όπλου. Θάλεγε κανείς, ότι με κάποιον τρόπο το βλέμμα του πρωθυπουργού συναντήθηκε με το βλέμμα του εκτελεστή του.
 
Ο πρωθυπουργός τινάχτηκε προς τα πίσω με ορμή, και καθώς έπεφτε στο πάτωμα, με το αίμα να τρέχει στο μέτωπό του, το χέρι του στο τραπέζι, παρέσυρε και έριξε τα νερά και τους καφέδες άλλους στο πάτωμα και άλλους πάνω στη γυναίκα του, η οποία πετάχτηκε όρθια βγάζοντας μια κραυγή : «Πέτρο»! Έφερε τα χέρια στο στόμα της, σαν να ήθελε να συγκρατήσει κι άλλη κραυγή που ήταν έτοιμη να βγάλει, και κοίταξε τον άντρα της που ήταν ξαπλωμένος στο πάτωμα με τα αίματα να έχουν σκεπάσει όλο του το πρόσωπο. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα, γεμάτα τρόμο, και αφού φώναξε όσο δυνατότερα μπορούσε, γι’ ακόμα μια φορά : «Πέτρο»!, σωριάστηκε λιπόθυμη.
 
Ο κόσμος έξω από τη καφετέρια, δεν αντιλήφθηκε ούτε άκουσε τίποτα. Ήδη ο θόρυβος από τόσο κόσμο που διασκέδαζε, ήταν αρκετός για να καλύψει τον κρότο ενός όπλου. Ο αστυνόμος, έχοντας τη πλάτη του στραμμένη στη τζαμαρία, έβλεπε τους τέσσερις συναδέλφους του που ήταν στο ίσιωμα  με τα άλογα, και οι οποίοι είδαν τον πρωθυπουργό να πέφτει κάτω από το τραπέζι, και τη γυναίκα του πάνω από αυτόν, χωρίς όμως να γνωρίζουν τι ακριβώς συνέβη, του έκαναν νόημα με τα χέρια τους να γυρίσει προς τα πίσω και να κοιτάξει προς την καφετέρια. Εν τω μεταξύ κάποιοι από τον κόσμο κοντά στην καφετέρια είδαν κι αυτοί στη τζαμαρία την εικόνα που είδαν και οι αστυνομικοί που προσπαθούσαν από αρκετή απόσταση να κάνουν τον αστυνόμο να γυρίσει και να δει προς τα πίσω, κι άρχισαν κι αυτοί να δείχνουν προς την κατεύθυνση της καφετέριας, στο σημείο που κάθονταν ο πρωθυπουργός. Στο τέλος ο αστυνόμος γύρισε το κεφάλι του, και κοίταξε προς τα πίσω και είδε το πρωθυπουργικό τραπέζι άδειο και κόσμο κοντά σ’ αυτό να κοιτά στο πάτωμα. Γούρλωσε τα μάτια του, και έτρεξε όσο γρηγορότερα μπορούσε μέσα στη καφετέρια, ενώ, από όλα τα σημεία άρχισαν να τρέχουν οι άντρες της φρουράς προς τη κατεύθυνση της καφετέριας.
 
Ο άντρας της φρουράς που είχε δει τον άντρα με το σγουρό μαλλί στον Άγιο Χαράλαμπο, ενώ έτρεχε μαζί με τους άλλους συναδέλφους, όμως φανερά πιο σιγά ώστε να είναι τελευταίος, παρακολουθούσε το λόφο, απέναντι ακριβώς από τη καφετέρια. Μέσα από τα έλατα, είδε να ξεπροβάλλει ένας άντρας, με πυρόξανθο μαλλί, χωρίς μουστάκι, με λευκό δέρμα και πράσινα μάτια, που φόραγε μαύρα δερμάτινα γάντια. Κατευθύνονταν προς το αυτοκίνητο που είχε αφήσει η γυναίκα, που πήρε το δικό του όταν έφτασαν στο χιονοδρομικό κέντρο.
 
Ο αστυνομικός, επιτάχυνε το τρέξιμό του και ενώθηκε με τους υπόλοιπους συναδέλφους του.
 
Ο άντρας εν τω μεταξύ με το πυρόξανθο μαλλί, έφτασε στο αυτοκίνητό του, άνοιξε τη πόρτα, πήρε το κλειδί που ήταν πάνω στη μηχανή, άνοιξε το πορτ μπαγκάζ, και κάτω από τη ρεζέρβα, σε μια ειδική υποδοχή, έβαλε το βαλιτσάκι με το όπλο που το είχε ήδη αποσυναρμολογήσει μέσα στο δάσος. Το άνοιξε, και μέσα βρίσκονταν επίσης η περούκα με τα σγουρά μαύρα μαλλιά και το ψεύτικο μουστάκι. Χαμογέλασε. Αφού έκλεισε πάλι το βαλιτσάκι, το τακτοποίησε στη θέση του, έβαλε τη ρεζέρβα από πάνω του, και πάνω από τη ρεζέρβα, έβαλε τρία μεγάλα σακ βουαγιάζ, που ήταν έτοιμα εκεί, μπήκε στο αυτοκίνητο και κάνοντας αναστροφή, πήρε το δρόμο του γυρισμού.
 
Ο αστυνόμος, μπήκε τρέχοντας μέσα στη καφετέρια, φωνάζοντας : «Στην άκρη όλοι… Παρακαλώ στην άκρη…» Μόλις έφτασε πάνω από τον πρωθυπουργό, πήρε τη πίεση του πρωθυπουργού, και έπειτα έκανε το ίδιο στη γυναίκα του πρωθυπουργού. Όλη η φρουρά ήταν εκεί, γύρω από τον αστυνόμο.
 
«Να φωνάξουμε ασθενοφόρο κύριε αστυνόμε»; Ρώτησε ένας από τη φρουρά.
 
«Δεν μπορούμε να περιμένουμε» απάντησε ο αστυνόμος. «Θα χρειαστεί πάνω από μισή ώρα να έρθει και άλλη τόση να γυρίσει». Σηκώθηκε όρθιος και φώναξε : «Υπάρχει κάποιος γιατρός εδώ;… Κάποιος γιατρός;….»
 
«Εγώ» ακούστηκε μια γυναίκα.
 
«Κυρία μου», είπε ο αστυνόμος, «σας παρακαλώ ελάτε γρήγορα, γρήγορα…»
 
Η γιατρός έτρεξε και έσκυψε πάνω από τον πρωθυπουργό. Του πήρε την πίεση, κοίταξε τα μάτια του, ενώ το ίδιο έκανε και στη γυναίκα του πρωθυπουργού, και γυρνώντας είπε δακρυσμένη στον αστυνόμο : «Ο πρωθυπουργός είναι νεκρός, όμως η γυναίκα του ζει, απλά λιποθύμησε»!
 
Στο χιονοδρομικό κέντρο, τα νέα επεκτάθηκαν αστραπιαία. Ο κόσμος βρίσκονταν σε κατάσταση πανικού. Μια φωνή ακούγονταν στα χείλη όλων «Δολοφόνησαν τον πρωθυπουργό», «Δολοφόνησαν τον πρωθυπουργό, η γυναίκα του ζει…». Στην είσοδο της καφετέριας είχαν μαζευτεί εκατοντάδες. Πολλοί και πολλές γυναίκες έκλαιγαν βουβά, άλλοι πιο εκδηλωτικά. Οι περισσότεροι όμως από τους επισκέπτες του χιονοδρομικού κέντρου, ιδίως όσοι είχαν μαζί τους παιδιά, έτρεχαν στα αυτοκίνητά τους και έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής για τα σπίτια τους, έτσι που σε λίγο, εκατοντάδες αυτοκίνητα σχημάτιζαν ένα πελώριο φίδι που γλιστρούσε γοργά προς τα κάτω του βουνού.
 
«Γρήγορα στο αυτοκίνητο» είπε ο αστυνόμος. «Κυρία μου» είπε στη γιατρό, «παρακαλώ πολύ θα ήθελα να μας συνοδεύσετε έως το νοσοκομείο της πόλης και θα σας γυρίσουμε εμείς πάλι πίσω».
 
«Υποχρέωσή μου» είπε η γιατρός, που πια τα δάκρυά της είχαν πυκνώσει κι άλλο.
 
«Ήρθε το αυτοκίνητο του πρωθυπουργού»; ρώτησε ο αστυνόμος;
 
«Μάλιστα κύριε αστυνόμε», είναι ακριβώς εδώ στην είσοδο της καφετέριας.
 
Οι άντρες της φρουράς έβαλαν στο ένα αυτοκίνητο τον νεκρό πρωθυπουργό και στο άλλο τη λιπόθυμη σύζυγό του.
 
Ο αστυνόμος απευθύνθηκε στη γιατρό και της είπε : «Εσείς με ποιο αυτοκίνητο λέτε να πάτε»;
 
«Ο πρωθυπουργός, δυστυχώς, δεν έχει πια την ανάγκη καμιάς ιατρικής φροντίδας, συνεπώς, αν είναι κάπως να φανώ χρήσιμη, είναι να βρίσκομαι δίπλα στην γυναίκα του, διότι ασφαλώς, θα χρειαστεί κάποιου είδους πιο ειδικός χειρισμός για τη κατάσταση σοκ που βρίσκεται», είπε η γιατρός.
 
«Καλώς», είπε ο αστυνόμος, και απευθυνόμενος στους άνδρες της φρουράς, είπε : «Θα μείνετε εδώ εσείς οι οκτώ» είπε και έδειξε με το χέρι του τους πρώτους οκτώ που είδε μπροστά του και τους ξεχώρισε από τους άλλους. Θα ερευνήσετε σπιθαμή προς σπιθαμή, όλο το μέρος, από το ίσωμα και πάνω, μέχρι μέσα στο δάσος στο λόφο απέναντι στη καφετέρια. Ο χώρος έρευνας να αποκλειστεί, και σε λίγο θα έρθουν και ενισχύσεις».
 
«Κύριε αστυνόμε», είπε ο αστυνομικός που επιλέγηκε ανάμεσα στους οκτώ, και ήταν ο ίδιος που είχε δει τον άντρα με τα σγουρά μαλλιά στον Άγιο Χαράλαμπο, «μήπως θα έπρεπε να απαγορέψουμε και την αναχώρηση όσων πολιτών βρίσκονται εδώ»;
 
«Σοβαρολογείς»; είπε ο αστυνόμος; «Είναι δυνατόν να ανακρίνεις όλον αυτόν τον κόσμο; Έπειτα,» του είπε δείχνοντάς τον δρόμο που ήταν γεμάτος από αυτοκίνητα επισκεπτών που έφευγαν, οι περισσότεροι ήδη έφυγαν… Κι εξάλλου, νομίζω πως όποιος το έκανε, τώρα, ήδη θα βρίσκεται αρκετά χιλιόμετρα μακριά και προς κατεύθυνση που κανείς δεν γνωρίζει. Μπλόκα θα γίνουν βέβαια, αλλά, αυτά δεν έχουν αποτέλεσμα όταν έχουμε να κάνουμε με επαγγελματίες».
 
Στα αυτοκίνητα που έφευγαν για το νοσοκομείο της πόλης με τον νεκρό πρωθυπουργό και τη γυναίκα του, έβαλαν στις οροφές τους φάρους και με τις σειρήνες να ουρλιάζουν, ξεκίνησαν.
 
Ο άντρας με τη περούκα με τα σγουρά μαλλιά και το μουστάκι, ήδη κόντευε να φτάσει στη πόλη απ’ όπου θα συνέχιζε το ταξίδι του, όχι προς τη πρωτεύουσα, προς τα νότια της χώρας, μα προς το βορρά, με προορισμό την δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας. Είχαν ήδη περάσει σαράντα λεπτά, από τότε που εκτέλεσε την αποστολή του. Κόντευε να φτάσει στη διασταύρωση στον περιφερειακό δρόμο της πόλης, όπου, αριστερά πήγαιναν όσοι ήθελαν να πάνε προς τα βόρεια τμήματα της χώρας, εκεί που ήθελε να πάει κι ο ίδιος,  δεξιά πήγαιναν όσοι ήθελαν να πάνε προς το νότο και ευθεία όσοι ήθελαν να μπούνε στη πόλη. Περίπου τριακόσια μέτρα πριν τη διασταύρωση, είδε δύο περιπολικά και έναν μοτοσικλετιστή της αστυνομίας. Ένας τροχονόμος του έκανε σήμα να κάνει δεξιά και να σταματήσει. Κοίταξε το καθρεφτάκι του και είδε ότι πίσω του έρχονταν πολλά αυτοκίνητα, τα περισσότερα έρχονταν από το χιονοδρομικό κέντρο. Ο αστυνομικός που τους έκανε σήμα να σταματήσουν, έμενε εκεί, με το χέρι υψωμένο, χωρίς να τους πλησιάζει. Απλά τους έδειχνε να μην προχωρήσουν. Πέρασαν έτσι δύο λεπτά, όταν ο αστυνομικός που εν τω μεταξύ είχε κατεβάσει το χέρι του, πλησίασε το αυτοκίνητο του άντρα με τη περούκα με τα σγουρά μαλλιά, και τον κοίταξε μπροστά από το παράθυρο. Ο αστυνομικός που περπάταγε αργά, ήταν έτοιμος να έρθει δίπλα στο παράθυρο του αυτοκινήτου του άντρα με τη περούκα με τα σγουρά μαλλιά, όταν σήκωσε το κεφάλι του, και κοίταξε στο βάθος του δρόμου. Απομακρύνθηκε βιαστικά επιστρέφοντας στους συναδέλφους του, που κι αυτοί, κοίταζαν στο βάθος του δρόμου, απ’ όπου ακούγονταν σειρήνες, που όλο και πλησίαζαν, και στο τέλος, τρία αυτοκίνητα που ανήκαν στη συνοδεία του πρωθυπουργού, το ένα μάλιστα ήταν το πρωθυπουργικό αυτοκίνητο, με τους φάρους να γυρίζουν διαρκώς, πέρασαν με μεγάλη ταχύτητα από μπροστά τους. Μόλις πέρασαν, οι αστυνομικοί, έκαναν σήμα να ξεκινήσουν τα αυτοκίνητα που είχαν σταματήσει προηγούμενα.
 
IV : Λήθη στο παρελθόν
 
«Κύριε αντιπρόεδρε» ρώτησαν όλοι μαζί οι δημοσιογράφοι, που περίμεναν έξω από την κύρια πόρτα του μεγάρου της Βουλής τον πρώην αντιπρόεδρο της κυβέρνησης και τώρα στέλεχος του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην οποία προσχώρησε ως ανεξάρτητος συνεργαζόμενος βουλευτής, «τι έχετε να δηλώσετε για τη δολοφονία του πρωθυπουργού»;
 
«Η αξιωματική αντιπολίτευση, κι εγώ προσωπικά», είπε ο Γιάννης Τσαπόπουλος, «εκφράζουμε την οδύνη μας και τον αποτροπιασμό μας για τη στυγερή δολοφονία του πρωθυπουργού, την οποία αυτονοήτως καταδικάζουμε. Επίσης εκφράζουμε τα συλλυπητήριά μας στην οικογένεια του αδικοχαμένου θύματος. Την ίδια όμως στιγμή, ανησυχούμε βαθύτατα, μήπως το γεγονός αυτό αποτελέσει απλώς την απαρχή αντεκδικητικών ενεργειών εκ μέρους όλων εκείνων που θεωρούν εαυτούς θύματα μιας εκδικητικής πολιτικής, που έστειλε στη φυλακή το άνθος της πολιτικής και οικονομικής ζωής της χώρας. Εμείς δεσμευόμαστε, με αφορμή αυτό το θλιβερό και απολύτως καταδικαστέο συμβάν, ότι θα αποκαταστήσουμε το κλίμα εθνικής συμφιλίωσης, και θα πρέπει να αφήσουμε πίσω το κακό μας παρελθόν. Ό,τι έγινε, έγινε. Λήθη στο παρελθόν. Πρέπει με αισιοδοξία να κοιτάξουμε το μέλλον, που θα πρέπει να μας βρει ενωμένους και όχι διαιρεμένους. Ο αδόκητος θάνατος ενός αγαπημένου πρωθυπουργού, ναι δεν έχω κανένα ενδοιασμό να το δηλώσω, ας αποτελέσει τη θλιβερή ευκαιρία να γυρίσουμε σελίδα και όλοι μαζί ενωμένοι, να συνεχίσουμε το δύσκολο ταξίδι μας προς το μέλλον. Η επόμενη κυβέρνηση, η κυβέρνησή μας, δεσμεύεται ότι θα ακολουθήσει αυτή τη πολιτική εθνικής συμφιλίωσης, και θα καλέσει όλες τις δυνάμεις που μπορούν και θέλουν να συμβάλλουν σ’ αυτή τη πορεία. Αλλά, δεν μπορούν βεβαίως, να συμβάλλουν μέσα από τις φυλακές, απλώς διότι κάνοντας το καθήκον τους προς την πατρίδα, στα πλαίσια των αναπόφευκτων πλημμελειών που ο κάθε άνθρωπος διαπράττει στη δυναμική της καθημερινής του δουλειάς, σταθήκαμε σ’ αυτές, τις προάγαμε σε κακουργήματα και τους φυλακίσαμε. Μόνο όσοι απρακτούν δεν διαπράττουν λάθη».
 
Στο κελί του στη φυλακή, ο Μάριος Λουκίδης, παρακολουθούσε χαμογελώντας στη μικρή του τηλεόραση τις δηλώσεις του Τσαπόπουλου.
 
«Γνωρίζετε κύριε αντιπρόεδρε», ρώτησε άλλος δημοσιογράφος στον Γιάννη Τσαπόπουλο, στη Βουλή, «ότι πριν λίγα μόλις λεπτά ορκίστηκε πρωθυπουργός ο Βλάσης Γεωργίου και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και νέος υπουργός εθνικής άμυνας ο κύριος Γιώργος Νομικός»;
 
«Όχι», είπε ο Τσαπόπουλος χαμογελώντας, «από εσάς το μαθαίνω. Τους εύχομαι, καλή τύχη στο έργο τους».
 
«Ο κύριος Γεωργίου», είπε στον Τσαπόπουλο μια δημοσιογράφος, «ο νέος πρωθυπουργός, τόνισε ότι θα συνεχίσει αταλάντευτα το έργο του πάνω στη γραμμή που χάραξε ο εκλιπών πρωθυπουργός, και είπε πως ακόμα κι αν χρειαστεί να τον ακολουθήσουν όλοι, επιμένοντας σ’ αυτή την πολιτική, δεν θα διστάσουν να το κάνουν. Η αθλιότητα τού ό,τι έγκλημα έγινε σ’ αυτό το τόπο έγινε, η αθλιότητα της θεσμικής ατιμωρησίας, είπε ο νέος πρωθυπουργός, δεν πρόκειται να περάσει».
 
«Λυπούμαι που ακούω ένα μήνυμα μίσους από τον νέο πρωθυπουργό. Περίμενα να ακούσω κάτι διαφορετικό. Όμως, ούτως ή άλλως, εκτιμώ, ότι ο βίος αυτής της κυβέρνησης θα είναι εξαιρετικά βραχύς», είπε ο Τσαπόπουλος συνοφρυωμένος.
 
Μετά από λίγη ώρα, ο Τσαπόπουλος είχε φτάσει ήδη στο γραφείο του, όταν χτύπησε το κινητό του τηλέφωνο :
 
«Εμπρός;» ρώτησε. «Α, εσείς κύριε Λουκίδη»!
 
«Μπορούμε να πούμε ότι πλησιάζουμε προς το τέλος αυτής της ανωμαλίας»; ρώτησε ο Λουκίδης τον συνομιλητή του.
 
«Ναι», του απάντησε από την άλλη άκρη ο Τσαπόπουλος.
 
«Σύντομα»;
 
«Νομίζω πολύ συντομότερα απ’ ό,τι υπολογίζαμε».
 
«Σε είδα στη τηλεόραση. Καλά τα είπες».
 
«Ευχαριστώ».
 
«Α! Έδωσα εντολή στην Ελβετία στον δικηγόρο μου, να αυξήσει τη χορηγία και σε σένα προσωπικά, και στο κόμμα σου… δηλαδή, εννοώ το νέο κόμμα σου», είπε ο Λουκίδης.
 
Ο Τσαπόπουλος δεν απάντησε. Μετά μικρή σιωπή, ρώτησε τον Λουκίδη.
 
«Για το συμβάν, είχατε καμία προηγούμενη ενημέρωση»;
 
Νέα σιωπή. Μετά από ένα λεπτό, που φάνηκε αιώνας, ο Λουκίδης είπε :
 
«Διακυβεύονται πολλά στον κόσμο, για να μπορεί ο πρώτος τυχόν να παίζει μαζί με αυτά τα διακυβεύματα».
 
«Καταλαβαίνω», είπε ο Τσαπόπουλος. «Όμως ρώτησα αν εσείς προσωπικά είχατε κάποια ενημέρωση».
 
«Όχι! Ούτε προηγούμενη ούτε και επόμενη. Είχα ας πούμε μια διαίσθηση γι’ αυτή την εξέλιξη» είπε γελώντας ο Λουκίδης.
 
Ο Τσαπόπουλος δεν απάντησε. Μετά μικρή σιωπή, ο Λουκίδης του είπε με ένα τόνο στη φωνή του, που έκανε το πρόσωπο του Τσαπόπουλου να συννεφιάσει.
 
«Δες το και διαφορετικά Τσαπόπουλε! Ή μάλλον, εγώ το ερμηνεύω και κάπως διαφορετικά. Ως μια προειδοποίηση προς κάθε κατεύθυνση…»
 
Ήταν η πρώτη φορά που ο Λουκίδης τον αποκαλούσε με τον επώνυμό του και χωρίς να τον αποκαλεί «κύριο». Δύο στάλες ιδρώτα εμφανίστηκαν στο μέτωπό του, που τις σκούπισε με το μαντήλι του.
 
«Και να σου πώ μια άλλη διαίσθηση που έχω»; συνέχισε ο Λουκίδης γελώντας : «Σύντομα, σε λίγα χρόνια ίσως, να συγκυβερνάς με τους πρώην συντρόφους σου… Σε ένα νέο κόμμα…» Ο Λουκίδης δεν περίμενε να απαντήσει ο Τσαπόπουλος. Έκλεισε το κινητό του, έκλεισε και τη τηλεόραση στο κελί του, και ξάπλωσε, ανάβοντας το πανάκριβο πούρο του. Η πόρτα του κελιού του άνοιξε και εμφανίστηκε ο δεσμοφύλακας : «Κύριε Λουκίδη» του είπε, «θέλετε τίποτα»; τον ρώτησε. «Όχι, όχι…» του είπε και του έκανε νόημα να βγει από το κελί. Ο δεσμοφύλακας έκανε μεταβολή και βγήκε, και γύρισε το κλειδί σιγά – σιγά σαν  να προσπαθούσε να μην ενοχλήσει τον ένοικο του κελιού.
 
ΤΕΛΟΣ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ