Σ’ αυτόν τον κόσμο συγκρούονται βασικά δυο κοινωνικά μοντέλα και μοντέλα διακυβέρνησης:
1. Το δεσποτικό μοντέλο. Το οποίο έχει ως ύψιστο πρότυπο τις απόλυτες μοναρχίες της ανατολής. Πρόκειται για μοντέλο που περιλαμβάνει από την …ελαφρά ολιγαρχία, και την απόλυτη μοναρχία και δεσποτεία και φτάνει μέχρι τον τέλειο ολοκληρωτισμό όπως τον γνωρίσαμε από τα χουντικά, φασιστικά και ναζιστικά καθεστώτα, καθώς και τα “σοσιαλιστικά” του τύπου της ανατολικής Ευρώπης, της Κίνας, των κόκκινων Χμερ κλπ κλπ. Και φυσικά τα φονταμενταλιστικά ισλαμικά καθεστώτα. Αλλά και κάθε παρόμοιο καθεστώς που αξιώνει να θεμελιώσει την δεσποτεία του πάνω σε μια θρησκευτική ή μεταφυσικη βάση και θεωρία.
Το βασικό χαρακτηριστικό του μοντέλου αυτού είναι η κλιμακούμενη ανελευθερία. Το άτομο πρέπει να ζήσει υποταγμένο στην δεσποτεία του μονάρχη, του φύρερ, των φανατικών ιερέων, των λενινιστών καθοδηγητών. Να απαρνηθεί την ελευθερία του, ατομική και συλλογική, είτε “γιατί έτσι”, είτε γιατί “ανώτεροι ιδεολογικοί λόγοι” το επιβάλλουν.
Το μοντέλο αυτό, έχοντας σαν βασικό του στοιχείο την ανελευθερία του ανθρώπου και επιδιώκοντας την πλήρη υποταγή του, εμποδίζει, αποθαρρύνει ή μεταβάλλει και γενικά προσπαθεί να αναιρέσει, την βασική εκείνη ιστορική και κοινωνική διαδικασία που δημιουργεί έθνη, μια και το έθνος είναι ένας πολύ ισχυρός πάροχος μιας συλλογικής ταυτότητας που επιζητά αδιάκοπα την συλλογική πολιτική αυτονομία, την αυτοκυβέρνηση. Δηλαδή την ελευθερία. Το αίτημα της συλλογικής πολιτικής ελευθερίας προέρχεται από το έθνος. Ιστορικά και κοινωνικά.
Το δεσποτικό αυτό μοντέλο θέτει την συλλογική εκείνη ταυτότητα που ονομάζουμε εθνική ταυτότητα σε διωγμό και απαγόρευση. Διότι η εθνική ταυτότητα συνεπάγεται το αίτημα της ελευθερίας, δηλαδή της απαλλαγής από την δεσποτεία, την απολυταρχία και τον ολοκληρωτισμό.
Στην θέση της εθνικής ταυτότητας το δεσποτικό μοντέλο προτείνει και παρέχει μια άλλη, μια ειδικού τύπου συλλογική ταυτότητα στους υπηκόους του. Την ταυτότητα του ανθρώπου που ανήκει σε έναν φεουδάρχη ή που είναι υπήκοος ενός βασιλιά ή που είναι πρώτα απ’ όλα πιστός ακόλουθος ενός θρησκευτικού δόγματος, και από την βιομηχανική εποχή και μετά, την ταυτότητα του ανθρώπου που ανήκει σε μια οικονομική τάξη, δηλαδή την ταξική του ταυτότητα.
2. Το ανθρωποκεντρικό μοντέλο. Το οποίο έχει ως ύψιστο πρότυπο, μα και γεννήτορά του, τις δημοκρατίες της ελληνικής αρχαιότητας. Πρόκειται για το μοντέλο εκείνο που περιλαμβάνει από την αρχαιοελληνική τυραννία (οι Διονύσιοι των Συρακουσών, ο Περίανδρος της Κορίνθου) και την μοναρχία ελληνικού τύπου (από τον Αγαμέμνονα ως τον Κόδρο, μα και τον Φίλιππο) μέχρι τις δημοκρατίες των πόλεων, και από τα ημι-δημοκρατικά πολιτεύματα, όπως της εποχής του Σόλωνα, μέχρι και εκείνα που εφάρμοσαν μια πλήρη λαϊκή κυριαρχία στην πράξη και όχι στις διακυρήξεις.
Το βασικό χαρακτηριστικό αυτού του μοντέλου είναι η κλιμακούμενη ελευθερία. Το άτομο καλείται να ζήσει περισσότερο κάτω από κανόνες και νόμους που το ίδιο, μαζί με τα άλλα μέλη του ίδιου συνόλου και της πολιτείας, διαμορφώνει ελεύθερα και λιγώτερο κάτω από την αυθαίρετη διακυβέρνηση των ολίγων ή του ενός. Από το κράτος αυτών των νόμων, που ουσιαστικά προασπίζουν τα συμφέροντα του συνόλου, σε πολλές περιπτώσεις δεν εξαιρείται ούτε αυτός ο τύραννος ή βασιλέας. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που υποστηρίζουν έλληνες αρχαιολόγοι πως στον ελληνικό χώρο δεν ευδοκίμησε ποτέ η απόλυτη μοναρχία του ανατολικού τύπου, στην αρχαιότητα. Οπου και όποτε είχαμε στον ελληνικό χώρο τυραννικά ή μοναρχικά πολιτεύματα, τα πολιτεύματα αυτά δεν προσέλαβαν ποτέ τα χαρακτηριστικά της ανατολικής δεσποτείας και απολυταρχίας, τύπου Δαρείου ή Φαραώ.
Το ανθρωποκεντρικό μοντέλο, έχοντας σαν βασικό του στοιχείο την ελευθερία του ανθρώπου, και επιδιώκοντας την πλήρη συλλογική του πολιτική απελευθέρωση, βασίστηκε αρχικά σε ένα ιστορικό και κοινωνικό στοιχείο που συναντάμε παντού στις κοινωνίες του πλανήτη, στο γένος και στις μετεξελίξεις του, όπως το έθνος. Η συνέλευση ή σύναξη του γένους, από τα γερμανικά γένη και τα γένη των κελτών, ως τα ρωμαϊκά, τα ελληνικά και ακόμα τα γένη των ερυθρόδερμων της β. αμερικής, δεν έχει μόνο σκοπό να εκλέξει τους περιορισμένης θητείας άρχοντες, αλλά και να αποφασίσει η συλλογικότητα για τα σοβαρά της ζητήματα και για την λύση των προβλημάτων της.
Στον ελληνικό κόσμο, η συνέλευση ή σύναξη, παρέμεινε ζωντανό κοινωνικό και πολιτικό στοιχείο και θεσμός από την ομηρική εποχή, και περνώντας από τις γενικές συνελεύσεις των πολιτών της κλασσικής αρχαιότητας, καθώς και τις στρατιωτικές συνελεύσεις στρατευμάτων όπως στου μυρίους του Ξενοφώντα και στην εκστρατεία του μακεδόνα Αλέξανδρου, φθάνει ως την εποχή της εξαφάνισης του ελληνικού κοινοτισμού, των συναφιών και των εταιρικού-συνεταιρικού οικονομικού χαρακτήρα συμπράξεων όπως τα πληρώματα των εμπορικών καραβιών των ελληνικών νησιών της άσπρης θάλασσας, δηλαδή του Aιγαίου, αλλά και σε συνεταιρισμούς όπως τα Αμπελάκια, σε όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας μα και νωρίτερα.
Στην δυτική Ευρώπη, το ανθρωποκεντρικό μοντέλο σχεδόν παύει να υπάρχει μετά την εκμηδένιση της δυτικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Οι λαοί που υπάρχουν ή εμφανίζονται στις περιοχές της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης, διατηρούν ένα πρώϊμο ανθρωποκεντρικό μοντέλο, όσο η κοινωνική τους οργάνωση είναι βασισμένη στο γένος και σε παρόμοιους κοινωνικούς σχηματισμούς (όπως το γερμανικό νοικοκυριό, το mark ή markgenossenschaft, δηλαδή μια διευρυμένη ουσιαστικά οικογένεια), που παύει όμως να υπάρχει σχεδόν εντελώς μετά τον Καρλομάγνο και την μετατροπή των λατιφούντιων σε φέουδα. Δηλαδή με τον εκ-φεουδαρχισμό της ηπείρου που σημαίνει την επικράτηση του δεσποτισμού.
Το ανθρωποκεντρικό μοντέλο του ελληνικού κόσμου συνεχίζει όμως να συνυπάρχει στην Ευρώπη με το δεσποτικό μοντέλο εδώ και χιλιετίες. Κι ενώ το ανθρωποκεντρικό μοντέλο επιβιώνει βασικά στον ελληνορωμαϊκό αρχικά και τελικά σχεδόν αποκλειστικά στον ελληνικό χώρο αργότερα, οι κοινωνίες της Ευρώπης το επανα-ανακαλύπτουν έκθαμβες, ουσιαστικά ανακαλύπτουν την κλασσική του εκδοχή εκείνη της αρχαιότητας, με την Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό. Αγνοώντας την υπόγεια διαδρομή του ανθρωποκεντρικού μοντέλου στον ελληνικό κορμό, σε όλη την διάρκεια των μακρών αιώνων της βυζαντινής αυτοκρατορίας και της οθωμανικής κατάκτησης αργότερα.
Ετσι βλέπουμε να σχηματίζονται στην Ευρώπη ανεξάρτητες πόλεις-κράτη, αυτοδιοικούμενες και με συνελεύσεις πολιτών, όπως της Γενεύης κλπ, από την Αναγέννηση και μετά κυρίως όπου έχουμε μια διακοπή του παλαιού δεσποτικού φεουδαρχισμού και την είσοδο της Ευρώπης σε μια πρώϊμη ανθρωποκεντρική εποχή.
Τα δύο μοντέλα εμφανίζονται να έχουν πολλές μορφές και παραλλαγές ιστορικά. Αλλά και οσμώσεις. Στην Ευρώπη του ανθρωποκεντρισμού, μετά την γαλλική επανάσταση και ιδίως μετά τις επαναστάσεις του 1848, γνωστές και ως “Η Ανοιξη των Εθνών” προκρίθηκε μια παραλλαγή του ανθρωποκεντρικού μοντέλου, με το οποίο η ανερχόμενη οικονομικά τάξη των ελεύθερων εμπόρων, ναυτικών, τεχνιτών, βιοτεχνών και τραπεζιτών, προσπαθώντας να δημιουργήσει μια ενιαία αγορά και ένα ενιαίο οικονομικό περιβάλλον, επάνω στον οικονομικό, διοικητικό και πολιτικό κατακερματισμό της φεουδαρχίας των ευγενών και αριστοκρατών της γης, του παρελθόντος, κατέλαβε την πολιτική εξουσία, δηλαδή το κράτος, και αξίωσε να εκφράσει με την επιβολή της πολιτικής της εξουσίας, το έθνος, το οποίο έβγαινε από την τοπικότητα του φέουδου και ανακτούσε την διοικητική και πολιτική του ενότητα, βασισμένο στα κοινά πολιτισμικά του εκείνα στοιχεία που είχαν διατηρηθεί με την πάροδο του χρόνου.
Δηλαδή ενώ το ανθρωποκεντρικό μοντέλο ιστορικά βασίστηκε στην συμπολιτεία ομοεθνών περιοχών και αυτόνομων πόλεων και συλλογικοτήτων, που όμως δεν εμπόδισαν ποτέ τον σχηματισμό της ενιαίας εθνικής ταυτότητας και συνείδησης, τώρα στην Ευρώπη προκρίθηκε ένας τύπος του ανθρωποκεντρικού μοντέλου και μια ανάλογη παραλλαγή διοίκησης και πολιτικής εξουσίας που ουσιαστικά, με την ενιαιοποίηση υπό το εθνικό πρόσχημα, πριμοδότησε τα ολιγαρχικά πολιτικά χαρακτηριστικά αυτού του ανθρωποκεντρικού μοντέλου, εις βάρος των δημοκρατικών χαρακτηριστικών του, που είναι και η φυσική του τάση. Ειδικά στην Ελλάδα, η επιβολή της βασιλείας, και αργότερα της συνταγματικής μοναρχίας, μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί επαρκώς.
Η τάση για επέκταση, ο επεκτατισμός δηλαδή, μα και η στρατιωτική επιθετικότητα, δεν φαίνεται να είναι αποκλειστικό χαρακτηριστικό ενός από τα δυο μοντέλα. Η ανάγκη για επέκταση, οικονομική συνήθως, είναι που δημιουργεί την ανάγκη για πόλεμο. Ωστόσο το δεσποτικό μοντέλο, έχοντας σαν ένα βασικό του στοιχείο την κυριαρχία και την ιδιοποίηση, φαίνεται ιστορικά περισσότερο επεκτατικό και ιμπεριαλιστικό.
—————-
Στις μέρες μας ο δυτικός κόσμος, και ειδικώτερα οι ηγεσίες του, φαίνεται να επαναξιολογούν την σχέση των πολιτευμάτων των δυτικών χωρών με το ανθρωποκεντρικό μοντέλο που εφαρμόστηκε στην Ευρώπη τους δυο τελευταίους αιώνες. Δεξαμενές σκέψης αυτού του χαρακτήρα φαίνεται να πιστεύουν πως είναι πρόβλημα “η υπερβολική δημοκρατία” των δυτικών πολιτευμάτων. Ετσι οι ηγεσίες αυτές δεν διστάζουν να στραφούν για έμπνευση μα και για συμμαχίες πολιτικές, στρατιωτικές και πολιτιστικές, προς δεσποτικά καθεστώτα, κυρίως της ανατολής, των οποίων τα δεσποτικά χαρακτηριστικά είναι κάτι παραπάνω από προφανή, όταν τουλάχιστον αυτό φαίνεται να εξυπηρετεί τα τρέχοντα πολιτικά και οικονομικά τους συμφέροντα.
Αυτό ίσως να εξηγεί και την “συμμαχία” των αμερικανικών και δυτικών κυβερνήσεων με ακραία φονταμενταλιστικά ισλαμικά στοιχεία στην κοντινή μας ανατολή ή την βόρεια αφρική πρόσφατα. Καθώς και μια σειρά από άλλα “παράξενα” γεγονότα της εποχής μας.
Θραξ Αναρμόδιος