Γράφει η Μαρία Σεφέρου για να μας θυμίσει ότι αυτός ο τόπος είναι τόσο όμορφος. Ας τον απαξιώνουν κάποιοι ντόπιοι. Καλύτεροι κριτές είναι οι ξένοι που …συνωστίζονται να περάσουν και να μείνουν.
Σε μια εποχή όπου έχουμε όλοι αποδυθεί σ’ ένα λυσσασμένο αγώνα απαξίωσης της Ελλάδας και των Ελλήνων, σε μια εποχή που αντιπολιτευόμενοι πολιτικοί, κουκουλοφόροι, αναρχικοί, ψευτοεπαναστάτες, δημοσιογράφοι και bloggers καταναλώνουν όλο το χρόνο και την ενέργειά τους στο να διογκώνουν, να διαφημίζουν και να στηλιτεύουν μόνο τα στραβά, κακά κι ανάποδα της φυλής μας, βρέθηκε κάποιος φιλέλληνας να πει και δυο καλά λόγια για μας. Η είδηση πέρασε στα ψιλά στα τέλη του περασμένου Δεκέμβρη της οργής, και τη θυμήθηκα σήμερα που ένιωσα τύψεις επειδή κι εγώ κάνω σκληρή κριτική στους Συνέλληνες από το ιστολόγιό μου.
Ένιωσα λοιπόν την ανάγκη να παραθέσω εδώ τα λόγια του απελθόντος πρεσβευτή της Μεγάλης Βρετανίας στην Ελλάδα, Simon Gass, μπας και αποκτήσουμε λίγη αυτοεκτίμηση. Σημειωτέον ότι ο Άγγλος πρέσβης μιλούσε και έγραφε άριστα Ελληνικά! Η Καθημερινή είχε φιλοξενήσει άρθρο του φιλέλληνα πρέσβη στις 28 Δεκεμβρίου του 2008, με τίτλο «Αποχαιρετισμός στην Ελλάδα». Παραθέτω εδώ χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
«Σε λίγες μέρες η γυναίκα μου κι εγώ αφήνουμε την Αθήνα ύστερα από οκτώ ευτυχισμένα χρόνια στη χώρα σας… Η Ελλάδα ήταν καλή μαζί μας… Μας χάρισε πολλές στιγμές ευτυχίας. Και ποτέ, μα ποτέ δεν μας άφησε να πλήξουμε.
Η Ελλάδα και οι Έλληνες ασκούν έντονη επίδραση στους ξένους. Ο Βρετανός συγγραφέας Lawrence Durrell έγραψε: “Άλλες χώρες μπορούν να σε κάνουν να ανακαλύψεις έθιμα ή παραδόσεις ή τοπία. Η Ελλάδα σου προσφέρει κάτι πιο σκληρό: την ανακάλυψη του εαυτού σου”. Στην Ελλάδα εμείς οι Βορειοευρωπαίοι αφήνουμε πίσω μας λίγη απ’ την ψυχραιμία και την επιφυλακτικότητά μας και γινόμαστε πιο εξωστρεφείς, αναζητάμε πιο πολύ τη συντροφιά των άλλων ανθρώπων. Δεν εκπλήσσομαι που η λέξη privacy δεν μεταφράζεται ακριβώς στα Ελληνικά. Αλλά, πάλι, ούτε η λέξη παρέα μεταφράζεται στα Αγγλικά.
Η Ελλάδα άναψε τον πόθο του ταξιδιού σε γενιές και γενιές Βρετανών, και η Μαριάν κι εγώ προσπαθήσαμε να ακολουθήσουμε τα βήματά τους. Η μυρωδιά του καπνού του ξύλου που καίγεται ένα φθινοπωρινό απόγευμα στην Ήπειρο, τα λιβάδια με τ’ αγριολούλουδα στην Πελοπόννησο την άνοιξη, τα κρυστάλλινα γαλανά νερά του Ιονίου το καλοκαίρι είναι μερικές από τις αναμνήσεις που θα πάρουμε μαζί μας φεύγοντας.
Οι Ζουλού λένε ότι οι άνθρωποι είναι άνθρωποι μέσα από άλλους ανθρώπους. Η Ελλάδα δεν θα σήμαινε τόσα πολλά για μας αν δεν υπήρχαν οι άνθρωποι που γνωρίσαμε εδώ. Η γιαγιά που μας φίλεψε ροδάκινα απ’ το καλάθι της όταν χάλασε το αυτοκίνητο της παρέας μας, στη Θεσσαλία το 1975. Το ζευγάρι που μας παραχώρησε το διαμέρισμά του, παρόλο που μόλις μας είχε συναντήσει, στο Ρέθυμνο το 1984. Ο ταξιτζής στη Χίο, το 1992, που όταν ο γιος μου ο Κρίστοφερ ζαλισμένος από το ταξίδι έκανε εμετό κι έκανε χάλια και το ταξί και τον ίδιο, αυτός ανησυχούσε μόνο αν ήταν εντάξει το παιδί. Θα μας λείψουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι στην Ελλάδα, που μας έδωσαν τη φιλία τους και τη συντροφιά τους.(…)
Τώρα ήρθε ο καιρός να πάμε σε μιαν άλλη χώρα. Χαιρόμαστε με την προοπτική των νέων εμπειριών, των νέων ενδιαφερόντων που πάντα φέρνει ένα νέο διπλωματικό πόστο. Όπως λέει κι ο ποιητής:
“Πολλά τα καλοκαιρινά πρωινά να είναι
που με τι ευχαρίστηση, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένες πρωτοϊδωμένους.”
Aλλά, δεν θα είναι Ελλάδα.
Αυτό για το οποίο μπορούμε να είμαστε σίγουροι είναι ότι θα επιστρέψουμε. Δεν νομίζουμε ότι η Ελλάδα μας έχει δώσει ακόμη την άδεια να την εγκαταλείψουμε οριστικά. Και όταν επιστρέψουμε δεν θα το κάνουμε μόνο για τους ανθρώπους ή για το τοπίο, αλλά και γιατί η Ελλάδα είναι μια χώρα που θαυμάζουμε για πάρα πολλά πράγματα.
Αλλά αυτό που ιδιαίτερα θαυμάζουμε εδώ είναι η σημασία που δίνουν οι Έλληνες στους οικογενειακούς δεσμούς και τη φιλία, την επιμονή σας να χαίρεστε τη ζωή, την ανοιχτόκαρδη διάθεσή σας, τη γενναιοδωρία σας και την αίσθηση αξιοπρέπειας και ευπρέπειας. Το ταλέντο των Ελλήνων ξεχειλίζει σε κάθε τομέα, από τις καλές τέχνες ως τον κάθε χώρο δουλειάς και δημιουργίας. Ένα από τα προνόμια που είχα ως πρέσβης στην Ελλάδα ήταν η ευκαιρία που μου έδωσε να συναντήσω τόσους προικισμένους, ζωντανούς ανθρώπους από φοιτητές μέχρι δισεκατομμυριούχους.(…)
Αυτό που καταλαβαίνω και ξέρω καλά είναι ότι η Μαριάν και εγώ αισθανόμαστε τεράστια τρυφερότητα, ευγνωμοσύνη και θαυμασμό για μια χώρα που μας φέρθηκε τόσο καλά.
Σ’ ευχαριστώ, Ελλάδα.»
Ας ξαναδιαβάσουμε αγαπητοί φίλοι τα λόγια του Φιλέλληνα πρέσβη. Κι ας αναλογιστούμε γιατί άραγε εμείς οι Νεοέλληνες δε βρίσκουμε ποτέ έναν καλό λόγο να πούμε για τους Συνέλληνες; Ποια κατάρα μας δέρνει και αλληλομισούμαστε τόσο, και μισούμε και βιάζουμε ανηλεώς τη μάνα μας την Ελλάδα; Ποια ψύχωση μας κατέλαβε και χρειαζόμαστε μαζικό εξορκισμό για ν’ αγαπήσουμε τη φυλή μας και ν’ αναδείξουμε τα προτερήματά της; Ποιος μας βάσκανε;
Φίλοι μου, καθώς γράφω αυτές τις γραμμές, κλαίω. Ίσως κλαίτε και κάποιοι από σας που τις διαβάζετε. Πιθανώς αυτό το κλάμα να είναι ένα είδος βουβής διαμεσολαβητικής προσευχής – στεναγμοί αλάλητοι – για να ξορκίσουμε το κακό από μέσα μας και γύρω μας. Κλάψτε κι εσείς, αν έτσι νιώθετε… Ας δείξουμε επιτέλους και λίγη τρυφερότητα στη μάνα μας, την Ελλάδα, και στ’ αδέλφια μας, τους Συνέλληνες. Με το να μαστιγώνουμε ανελέητα ο ένας τον άλλο, μαστιγώνουμε τον ίδιο τον εαυτό μας. Με το να φτύνουμε το παρόν υπονομεύουμε θανάσιμα το μέλλον μας. Αντικειμενική και καλοπροαίρετη κριτική, ΝΑΙ, χρειάζεται και είναι εποικοδομητική. Πότε όμως; Μόνο όταν γίνεται από αγάπη και όχι από μίσος και ζήλια. Μόνο όταν γίνεται για το κοινό καλό και όχι για προσωπικά και κομματικά οφέλη. Ας ψαχτούμε όλοι μας, λοιπόν, κι ας κοιταχτούμε στον καθρέφτη. Ας αναρωτηθεί ο καθένας από μας με το χέρι στην καρδιά: «Εγώ για ποιο λόγο κρίνω, κατακρίνω και μαστιγώνω; Πόσο καλύτερος είμαι απ’ αυτούς που χτυπάω με το βούρδουλα της γλώσσας; Τι καλύτερο θα μπορούσα να κάνω στη θέση τους; Θα ήθελα να βρισκόμουνα στη θέση τους;»
Αν είμαστε ειλικρινείς, θα εκπλαγούμε με τα ευρήματα. Κι αν είμαστε καλοπροαίρετοι, θα βάλουμε λίγο νερό στο κρασί της οργής μας, και θα γίνουμε περισσότερο Άνθρωποι. Κι αν υψωθούμε στο πνευματικό επίπεδο του πρέσβη, θα επαναλάβουμε μαζί του πως κι εμείς νιώθουμε «τεράστια τρυφερότητα, ευγνωμοσύνη και θαυμασμό» για την Ελλάδα μας! Ας το δείξουμε έμπρακτα λοιπόν!