Ο Στουρνάρας για το αφορολόγητο 25% της βουλευτικής αποζημίωσης
Διευκρινήσεις για το αφορολόγητο της βουλευτικής αποζημίωσης έδωσε σήμερα ο Υπουργός Οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας. Με απόφαση του υπουργού Οικονομικών μπορεί να αναπροσαρμοστεί το ποσοστό της βουλευτικής αποζημίωσης που είναι αφορολόγητο, θυμίζει με έγγραφό του που διαβιβάστηκε στη Βουλή ο Γιάννης Στουρνάρας. Το έγγραφο διαβιβάστηκε στις 24 Ιανουαρίου σε απάντηση ερώτησης του βουλευτή της Χρυσής Αυγής Ηλία Κασιδιάρη που καταγγέλλει ότι είναι προκλητικά χαμηλή η φορολόγηση των βουλευτών.
Ο υπουργός Οικονομικών αναφέρεται στο 25% της βουλευτικής αποζημίωσης που είναι αφορολόγητο, λέγοντας ότι «κατά την εκκαθάριση του φόρου εισοδήματος από την αρμόδια ΔΟΥ, αφαιρείται από το καθαρό ποσό από μισθωτές υπηρεσίες το 25% του ακαθάριστου ποσού της βουλευτικής αποζημίωσης ως τεκμαρτό ποσό για την κάλυψη των δαπανών μίσθωσης των πολιτικών γραφείων και λοιπών δαπανών άσκησης του λειτουργήματός τους». Προσθέτει δε στο σημείο αυτό ότι «το ποσοστό αυτό μπορεί να αναπροσαρμόζεται με απόφαση του υπουργού Οικονομικών».
Στις αιτιάσεις όμως του κ. Κασιδιάρη ότι πρέπει να μειωθεί δραστικά η βουλευτική αποζημίωση των βουλευτών και η χρηματοδότηση των κομμάτων, ο κ. Στουρνάρας υπενθυμίζει ότι «την αρμοδιότητα για τη μείωση της αποζημίωσης των βουλευτών, όπως επίσης και την κατάρτιση, έγκριση και εκτέλεση του προϋπολογισμού της, ασκεί η ίδια η Βουλή». Επίσης ο κ. Στουρνάρας θυμίζει στον βουλευτή της Χρυσής Αυγής ότι για τη χρηματοδότηση των κομμάτων αρμόδιο είναι το υπουργείο Εσωτερικών.
Ο ερωτών βουλευτής έχει χαρακτηρίσει στο κείμενο της ερώτησής του «δείγμα διαφθοράς και ανηθικότητας του πολιτικού συστήματος τη διατήρησης του σχεδόν αφορολόγητου για τους βουλευτές, την ώρα που τσακίζεται φορολογικά ο απλός λαός και ιδίως οι πολύτεκνοι».
Πάντως ο κ. Στουρνάρας έχει επισημάνει ότι με τις διατάξεις του Ν. 3842/2010, από 1.1.2010 καταργήθηκε ο ειδικός τρόπος φορολόγησης που είχε καθιερωθεί με το Ζ΄ Ψήφισμα του 1975 της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής και ίσχυε για τους Βουλευτές- Δικαστές. Δηλαδή, το ποσό που απομένει μετά από την αφαίρεση από τη βουλευτική αποζημίωση στην οποία συμπεριλαμβάνεται και το οικογενειακό επίδομα οικογενειακών βαρών του άρθρου 11 του Ν. 1505/1984, των ποσών των κρατήσεων, που βαρύνουν αυτό το εισόδημα όπως και της κράτησης για ασφαλιστικές εισφορές για τον κλάδο σύνταξης, φορολογείται ως εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες».