Το σπουδαίο με την αρχαιοελληνική ιστορία είναι ότι ζει ανάμεσά μας.
Περπατάς στην Αθήνα και καθεσαι να ξαποστάσεις σ’ ένα βράχο που καθόταν ο Αριστοτέλης, σκύβεις να πιεις νερό από την πηγή που έπινε νερό ο Σωκράτης, αράζεις σε μια σκιά που άραζε κι ο Διογένης.
Κατεβαίνεις στον Πειραιά και περπατάς πάνω απ’ τα Μακρά Τείχη ατενίζοντας το στενό της Σαλαμίνας που ατένιζε κι ο Θεμιστοκλής σχεδιάζοντας τη στρατηγική της ναυμαχίας με τους Πέρσες.
Πας βόλτα στην Ολυμπία και τρέχεις στο στάδιο που έτρεχε ο Διαγόρας και κρυφα η Καλλιπάτειρα.
Γυρίζεις στην Αθήνα, πας στην Πνύκα και κορδώνεσαι στο βήμα απ’ όπου αγόρευαν ο Δημοσθένης κι ο Περικλής.
Τα απομεινάρια του σπουδαίου ελληνικού πολιτισμού είναι οι ζωντανές αποδείξεις ότι αυτή η μία, η πραγματική Ατλαντίδα, υπήρξε και έχει αφήσει πίσω της, όχι μόνο τα αντίγραφα των σπουδαίων και ανεπανάληπτων κειμένων των φιλοσόφων, των ποιητών και των επιστημόνων της εποχής αλλά, και τα υλικά της ίχνη.
Δεν είναι φαντάσματα και υπερφυσικοί ήρωες. Είναι Άνθρωποι, έμβια όντα της Φύσης.
Σ’ αυτά τα μέρη η Φύση αλληλεπιδρά στην εντέλεια με την ανθρώπινη φύση και καθώς περπατάμε ανάμεσα σε πέτρες, βράχους και αγάλματα, γινόμαστε για λίγο κοινωνοί μιας σπουδαίας μυσταγωγίας μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος, μεταξύ υπόκλισης στην ανθρώπινη φύση και υπέρβασης των δυνατοτήτων της.
Θα έλεγε κανείς: μα τί σημασία έχει η ελιά του Πλάτωνα;
“Διαβάστε τους πλατωνικούς διαλόγους και κάθε ελιά θα γίνει ελιά του Πλάτωνα”, όπως πολύ όμορφα έγραψε ο Πιτσιρίκος.
Συμφωνώ και προσυπογράφω αυτήν τη σκέψη, που είναι χρήσιμη τροφή για σκέψη.
Αλλά αυτή είναι η μισή αλήθεια.
Η άλλη μισή είναι η πραγματική ανάγκη των συμβόλων, ή των ειδώλων αν θελετε, τα οποία μένουν πίσω και σημαδεύουν αυτόν τον τόπο όσα χρόνια κι αν περάσουν και σκεπάζουν τη γη μας.
Σύμβολα που επιμένουν να ζωγραφίζονται σαν σκιές στον ουρανό μας.
Όσο κι αν η πραγματική αξία της χαμένης μας Ατλαντίδας βρίσκεται καταχωνιασμένη μέσα σε σκονισμένα βιβλία που ελάχιστοι διαβάζουν και ακόμη λιγότεροι καταλαβαίνουν, όσο κι αν οι νεοέλληνες περιφρονούμε τον Πλάτωνα, τόσο θα υπάρχει μια ελιά, μια πέτρα ή ένα στασίδι που θα τον επιβάλλει και δε θα χάνεται ποτέ.
Οι νεοέλληνες της τουρκοκρατίας (αλλά και αργότερα) φέρθηκαν όπως φερόμαστε κι εμείς στην αρχαία κληρονομιά μας.
Πήγαιναν στην Ακρόπολη, για χάρη της οποίας ταξίδευαν εκατοντάδες Ευρωπαίοι περιηγητές, και έσπαγαν τα μάρμαρά της για να τα χρησιμοποιήσουν ως οικοδομικό υλικό.
Είχε βλέπετε έλλειψη εκείνο τον καιρό το μάρμαρο Πεντέλης, απ’ το οποίο φτιάχτηκε και η Ακρόπολη των Αθηνών και είπαν να το χρησιμοποιήσουν για να ρίξουν κάνα σοβά…
Μετά μας έφταιγε ο Έλγιν. Η αλήθεια είναι πως δικαίως μας έφταιγε κι αυτός, αλλά η πληρέστερη αλήθεια είναι ότι αν οι ξένοι δεν επεσήμαιναν τότε με τόσο πάθος τη σπουδαιότητα αυτού του μνημείου, τότε οι νεοέλληνες πρόγονοί μας θα το είχαν κάνει όλο ασβέστη και στην κορφή του βράχου θα ‘χτιζαν αυθαίρετα εντός σχεδίου πόλεως.
“Ε και; Κάτι μάρμαρα και πέτρες είναι, θα ‘λεγε κανείς. Τι αξία έχει ένας μισογκρεμισμένος ναός μιας χαμένης θρησκείας;”
Και ναι, με τη λογική της πλήρους απαξίωσης των ειδώλων, δε χρειαζόμαστε σε κάτι τον Παρθενώνα, την Ολυμπία, τους Δελφούς, την Επίδαυρο κλπ.
Θα έλεγε κανείς “αφού έχουμε τα γραπτά που μας περιγράφουν το ολυμπιακό πνεύμα, δε χρειαζόμαστε τις πέτρες στην Ολυμπία! Αρκεί να διαβάσουμε γι’ αυτά”!
Δεν είναι έτσι όμως.
Ας αναρωτηθούμε:
Τι καύσιμο αποτελούν αυτά τα μνημεία στην ατμομηχανή του μέλλοντος και της προόδου, όταν τα αντιμετωπίζουμε ως φάρο σκέψης και όχι ως εθνικιστικό ξεκάβλωμα;
Πόσο λιγότερη επίδραση στον ανθρώπινο πολιτισμό θα είχαν τα ευρήματα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας αν δε συνοδεύονταν από τις σωθείσες αρχαίες πόλεις και μνημεία;
Πόσο πιο… γήινη γίνεται η ιστορία όταν αγγίζεις το μάρμαρο που σμίλευε ο Ικτίνος;
Πόσο σπουδαιότερη γίνεται η μάθηση της ιστορίας, όταν αυτή μυρίζει… άνθρωπο;
Η αφήγηση μιας σπουδαίας ιστορίας όταν δεν έχει απτά και ορατά ευρήματα την μετατρέπει σε παραμύθι με τέρατα, δράκους και… εξωγήινους (ναι, στη γνωστή θεωρία συνωμοσίας περί Παρθενώνα και εξωγήινων, αναφέρομαι).
Τα αρχαιολογικά ευρήματα μας αποδεικνύουν όλη την ουσία της αρχαιοελληνικής κουλτούρας: ότι οι ήρωες, οι φιλόσοφοι, οι επιστήμονες, οι στρατηγοί, οι μεγάλες προσωπικότητες, οι καλλιτέχνες ήταν άνθρωποι σαν κι εμάς κι όχι φανταχτεροί Σούπερμαν που στη σφαίρα της φαντασίας μοιάζουν κάτι το υπεράνθρωπο, το τόσο μακρινό.
Ήταν άνθρωποι που αξιοποίησαν, όσο κανείς άλλος, ένα μεγάλο μέρος των δυνατοτήτων που δίνει το ανθρώπινο σώμα και πνεύμα. Ήταν άνθρωποι με προτερήματα και αδυναμίες, όπως όλοι μας.
Μα έπλασαν ένα σπουδαίο κόσμο γραμμάτων, τεχνών, σκέψης, στρατηγικής, πολιτικής!
Το σπουδαιότερο εύρημα λοιπόν απ’ όλα είναι ένα: ότι ήταν άνθρωποι!
Και αυτό αξίζει να κρατήσουμε περισσότερο απ’ όλα.
Ήταν άνθρωποι και στις καθ’όλα ανθρώπινες και γήινες ενέργειές τους οφείλεται αυτή η πεμπτουσία πολιτισμού.
Πήγα μια μέρα πριν λίγους μήνες για να ξεσκάσω, να πάρω τον αέρα μου στην Ακαδημία Πλάτωνος. Όπως καθόμουν πλάι σε μια μεγάλη πέτρα, αναλογιζόμουν ότι 2500 χιλιάδες χρόνια πριν, άνθρωποι σαν κι εμένα, με δυο χέρια, δυο πόδια κι ένα κεφάλι, δημιούργησαν αυτόν το σπουδαίο πολιτισμό.
Και μ’ έπιασε το πείσμα. Γιατί κι εγώ όχι; Γιατί κι εμείς όχι;
Τι είναι αυτό που μας λείπει και αδυνατούμε να δημιουργήσουμε με το μυαλό μας και τα χέρια μας έναν ακόμη σπουδαίο πολιτισμό;
Οι απαντήσεις έρχονται μόλις σηκωθούμε από την πέτρα και ξανα-ανακατευτούμε με το πλήθος. Ο καθένας μας τις ξέρει ή τις φαντάζεται.
Η πέτρα εκείνη λοιπόν αξίζει πολύ περισσότερο από κάθε άλλη πέτρα.
Γιατί αν και αποτελούνται από το ίδιο ακριβώς υλικό, εκείνη η πέτρα ξύνει το μυαλό σου, ενώ οι υπόλοιπες απλώς ξύνουν τον πισινό σου.
Η σπουδαιότητα λοιπόν των μνημείων, των ειδώλων κλπ δε βρίσκεται στο ίδιο το αντικείμενο απαραίτητα.
Η “ελιά του Πλάτωνα” μπορεί να ξαναφυτευτεί και την καινούρια ελιά που θα φυτρώσει εκεί θα την ονομάσουμε κι αυτήν “ελιά του Πλάτωνα”. Μικρό το κακό.
Το μείζον όμως είναι να υπάρχει εκεί μια “ελιά του Πλάτωνα”.
Ένα σημείο δηλαδή του υλικού κόσμου, το οποίο θα κουβαλά πάνω στις ρίζες του και τα κλαδιά του το συμβολισμό ενός ολόκληρου κόσμου, τον οποίο οφείλουμε να έχουμε φάρο.
Οφέιλουμε στους εαυτούς μας και στην ιστορία να μελετάμε αυτόν τον κόσμο και να προσπαθήσουμε να συνεχίσουμε από εκεί που αυτός σταμάτησε.
Από εκείνη τη στιγμή που τα απολίτιστα “ηφαίστεια” κατέστρεψαν αυτήν τη μία, την πραγματική Ατλαντίδα.
Από τη στιγμή εκείνη που το Φως ηττήθηκε από το Σκοτάδι.
Και τελοσπάντων, ακόμα κι αν η “ελιά του Πλάτωνα” δεν υπήρξε ποτέ, θα πρέπει να την εφεύρουμε. L1
Τοίχο-Τοίχο