Λαθροϋλοτόμοι λεηλατούν ολόκληρες βουνοπλαγιές…τρόμος στους κατοίκους που είναι απροστάτευτοι.
Στο χωριό Τρίλοφος, ή αλλιώς Σλήμνιτσα, στον Γράμμο, μόλις ενάμισι χιλιόμετρο από τη συνοριογραμμή με την Αλβανία, ο σκληρός ήχος από τα αλυσοπρίονα σκίζει τη λευκή σιωπή στο δάσος συνήθως από τις 5 τα ξημερώματα.
Αλβανοί λαθροϋλοτόμοι, οι «εμπρηστές του χειμώνα» που αποψιλώνουν ολόκληρες βουνοπλαγιές, περνούν τα σύνορα με μουλάρια πριν ακόμη χαράξει.
Ορίζουν με τις πατημασιές τους τα μονοπάτια στην ελληνική πλευρά του βουνού που έχουν σκεπαστεί από το χιόνι και ξυλεύουν επιλεκτικά δρυς και πεύκα. Η δράση της μαφίας του ξύλου στη Βόρεια Ελλάδα κορυφώνεται φέτος στα χωριά του Γράμμου, εκεί ακριβώς που πριν από έξι και πλέον δεκαετίες έπεσε η αυλαία του ελληνικού Εμφυλίου.
Σαν να μην έφτανε αυτό, οι ίδιοι Αλβανοί που γυμνώνουν τις πλαγιές λεηλατούν τα απομακρυσμένα Γραμμοχώρια, που άρχισαν να δέχονται πίσω όσους είχαν εκδιώξει οι εμφύλιες συγκρούσεις. Εισβάλλουν στα σπίτια, κλέβουν ζώα και προκαλούν ζημιές.
Οδηγούμε με δυσκολία στον χωμάτινο δρόμο προς το πιο απομακρυσμένο χωριό, τον Τρίλοφο. Χιόνι υπάρχει μόνο στα γυρίσματα της πλαγιάς που δεν τα πιάνει ήλιος, το κρύο εδώ πάνω καίει το πρόσωπο. Η Σλήμνιτσα, όπως αλλιώς ονομάζεται το χωριό, ήταν νοσοκομείο των ανταρτών στον Εμφύλιο. Μετά το ’50 ερήμωσε και οι κάτοικοι, που τότε ήταν 800, σκόρπισαν. Σήμερα ξεχωρίζει από μακριά μόνο η εκκλησία, τα σπίτια είναι αραιά και πολλά σημαδεμένα από τις σφαίρες πολυβόλων.
Ο Βασίλης Μπέλος και ο Νίκος Παπαδόπουλος, καθισμένοι γύρω από την ξυλόσομπα, είναι εξοικειωμένοι με τη μαφία του ξύλου. Είναι από τους πρώτους που επέστρεψαν στον Τρίλοφο και δείχνουν την απέναντι κορυφογραμμή που έχει ξυλευτεί ολοσχερώς και το φαλακρό σημείο ξεχωρίζει στη δασωμένη έκταση.
ΜΕ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΦΩΣ. Τα περισσότερα δέντρα είναι κομμένα στο ένα μέτρο από τη ρίζα, πολλά σπάστηκαν βιαστικά για να συρθούν και να πελεκηθούν πιο βαθιά στο δάσος. «Κόβουν τα δέντρα με το πρώτο φως και το μεσημέρι άλλες ομάδες επιστρέφουν για να τα φορτώσουν στα μουλάρια» περιγράφουν.
Στα 500 μέτρα μέσα στο αλβανικό έδαφος, κοντά στο χωριό Βιντόβα, οι λαθροϋλοτόμοι έχουν στήσει υπόστεγα με πριονοκορδέλες. Από εκεί, μέρος της πολύτιμης ξυλείας θα φτάσει στην Ιταλία για την κατασκευή βαρελιών σε οινοποιεία, ενώ οι πιο γεροί και ίσιοι κορμοί θα καταλήξουν κολόνες φωτισμού της αλβανικής εταιρείας ηλεκτρισμού. Ακόμη, μια μεγάλη ποσότητα του λαθραίου φορτίου, λένε όσοι γνωρίζουν, θα πουληθεί για καυσόξυλα πίσω στην ελληνική αγορά.
«ΘΑ ΞΕΘΑΡΡΕΨΟΥΝ».Στα χωριά του Γράμμου, τον Τρίλοφο, το Γιαννοχώρι, το Μονόπυλο, την Καληβρύση, το Λειβαδοτόπι, ο καθένας έχει να διηγηθεί ιστορίες με λαθροϋλοτόμους. Ο Νίκος Χαλκιάς ήταν το τελευταίο παιδί που γεννήθηκε στο Γιαννοχώρι, το 1947, καθώς το χωριό ερήμωσε σε μία μέρα. «Ακούω καθημερινά τον ήχο από τα αλυσοπρίονα. Τους βλέπω να κουβαλούν με τα μουλάρια τα ξύλα. Τον επόμενο μήνα σταματά το κυνήγι και οι Αλβανοί γνωρίζουν ότι θα πάψουν να ανεβαίνουν στον Γράμμο παρέες οπλισμένων κυνηγών. Θα ξεθαρρέψουν περισσότερο» λέει.
Από τη μπροστινή θέση του κρατικού τζιπ, που κυλάει πάνω στο χιόνι, ο αντιπεριφερειάρχης Καστοριάς Δημήτρης Σαββόπουλος εξηγεί ότι τα τελευταία χρόνια έχουν αποψιλωθεί στον Γράμμο τουλάχιστον 3.000 στρέμματα δάσους, έκταση που αντιστοιχεί σε 35.000 κυβικά (λαθραίας) ξυλείας. Η μαφία του ξύλου έχει κανόνες απαράβατους. Πιο νότια, προς την Ηπειρο, οι ομάδες των λαθροϋλοτόμων είναι μεικτές, με Αλβανούς και Ελληνες, ενώ το βουνό είναι χωρισμένο σε ζώνες.
«Τίποτα από όλα αυτά δεν θα συνέβαινε αν έμεναν ανοιχτά τα φυλάκια του Στρατού, που έχουν ερημώσει από το 2007. Χάνεται ο εθνικός πλούτος, οι περιουσίες των ανθρώπων, όμως και τα έξι φυλάκια στην οριογραμμή έπαψαν να επανδρώνονται από τη 15η Ταξιαρχία» λέει ο Χρήστος Γκοσλιόπουλος, δήμαρχος Νεστορίου, ενόσω περπατάμε στο πυκνός δάσος, στη θέση Χελώνα, πάνω από το Μονόπυλο, μόλις 200 μέτρα από τα σύνορα.
Εδώ πάνω διακρίνονται εύκολα τα μονοπάτια της μαφίας στο έδαφος. Σε ένα ξέφωτο βρίσκουμε δέντρα λεηλατημένα. Το πυκνόφυτο βουνό εδώ μέσα είναι φαλακρό. Στο χώμα βρίσκονται μόνο οι ρίζες από βελανιδιές, παντού μέσα στο δάσος υπάρχουν σπασμένα κλαδιά, καθώς οι λαθροϋλοτόμοι καθαρίζουν επί τόπου τον πολύτιμο κορμό και σέρνουν τα κλαδιά πιο κάτω. Στο έδαφος, όπου έχει λειώσει το χιόνι, διαγράφονται μονοπάτια που δεν μπορεί παρά να έγιναν από ολόκληρα συνεργεία ανθρώπων, με βαριά μηχανήματα και πολλά μουλάρια για το φόρτωμα.
ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΜΕΝΕΙ! Ο Θανάσης Ζυγούρας και ο Δημήτρης Μπαμπούλης, υπάλληλοι και οι δύο στο Δασαρχείο, εξηγούν ότι κόβονται δέντρα 30-35 ετών. «Πρώτα οι δρύες, μετά τα πεύκα και κυρίως ένα είδος, τα ρόμπολα, που φυτρώνουν σε μεγάλο υψόμετρο, κι έπειτα όλα τα υπόλοιπα, οξιές, ακόμη και πουρνάρια που θα πάνε για καυσόξυλα» περιγράφουν. Οπως λένε, μέχρι πριν από τα Χριστούγεννα οι λαθροϋλοτόμοι είχαν αποθρασυνθεί τόσο πολύ, ώστε άνοιξαν δρόμο βαθιά μέσα στο ελληνικό έδαφος κι έμπαιναν με φορτηγά. Κλιμάκιο του Στρατού έστησε αναχώματα στα περάσματα, όμως η λεηλασία συνεχίζεται.
Στο Γιαννοχώρι του Γράμμου, πίσω από το σπίτι του Νίκου Χαλκιά, κατεβαίνει το άγριο ποτάμι προς τον κάμπο. Τα παγωμένο νερό κόβει την πρόσβαση στην απέναντι κορυφή, που είναι ακόμη σπαρμένη με νάρκες των ανταρτών, όπως και πολλά σημεία στο βουνό. Οι ντόπιοι το γνωρίζουν και δεν πατούν εκεί, όπως το γνωρίζουν και οι λαθροϋλοτόμοι. Κι έτσι ο βουνό σε εκείνη τη μεριά γλιτώνει.
Φόβοι για αιματηρό επεισόδιο
Στον Γράμμο οι χωριανοί πιστεύουν ότι δεν θα αργήσει να συμβεί κάποιο αιματηρό επεισόδιο. Οι λαθροϋλοτόμοι αφήνουν τα μουλάρια τους στο μονοπάτι. Τα ζώα κατάσχονται από το Δασαρχείο και βγαίνουν σε δημοπρασία. Όμως κανένας κτηνοτρόφος δεν ενδιαφέρεται να τα αποκτήσει. Ολοι φοβούνται ότι οι Αλβανοί θα τα αναζητήσουν και θα κάνουν αντίποινα. Ετσι, τα ζώα αφήνονται στο βουνό και οι λαθροϋλοτόμοι τα παίρνουν πίσω.
Από ΤΑ ΝΕΑ