Γράφει ο Δρ. Ιωάννης Παρίσης
Υποστράτηγος ε.α., Διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης
Μιλώντας για στρατηγική εθνικής άμυνας αναφερόμαστε ουσιαστικά σε μια στρατηγική που έχει ως αντικειμενικούς σκοπούς την εξασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας και την υπεράσπιση των συμφερόντων της χώρας καθώς και την ασφάλεια των πολιτών της. Για την επίτευξη αυτών των στόχων πρέπει, η στρατηγική αυτή, κατ’ ελάχιστον να είναι σε θέση να ανταποκρίνεται σε τρεις ουσιώδεις απαιτήσεις:
α) υλοποίηση μίας στρατηγικής αποτροπής και άμυνας, β) ικανότητα αντίδρασης σε κρίσεις, και, γ) αποτελεσματική διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων για την αντιμετώπιση στρατιωτικής επίθεσης. Αυτά προϋποθέτουν ισχυρές δυνάμεις, εκπαιδευμένες και εξοπλισμένες και κατάλληλα διατεταγμένες στον εθνικό χώρο, με υψηλή ετοιμότητα και ευκινησία για ταχεία και αποφασιστική απάντηση σε περιπτώσεις κρίσεων. Επιπλέον οι δυνάμεις αυτές πρέπει να έχουν υψηλό ηθικό και φρόνημα και ικανή και υψηλού επιπέδου ηγεσία, σε όλα τα επίπεδα διοίκησης.
Μία στρατηγική εθνικής άμυνας για να είναι αποτελεσματική θα πρέπει να εστιάζει στην ανάγκη απόκτησης ισχύος, εν προκειμένω στρατιωτικής ισχύος, θεμέλιο και απαραίτητη προϋπόθεση της οποίας είναι η οικονομική ισχύς, χωρίς να παραβλέπεται η σημασία της πολιτικής και διπλωματικής διάστασης της ισχύος. Η στρατιωτική ισχύς αποτελεί, ιστορικά, το μέτρο και τον δείκτη της εθνικής ισχύος. Ωστόσο, είναι κάτι περισσότερο από απλή συγκέντρωση προσωπικού, υλικού και οπλικών συστημάτων. Η ηγεσία, σε συνδυασμό με τη στρατηγική, η πειθαρχία, το ηθικό, το φρόνημα και η κατάλληλη οργάνωση αποτελούν επίσης ζωτικά στοιχεία της. Υπάρχουν τρία κύρια συστατικά της στρατιωτικής ισχύος: α) το ηθικό στοιχείο, το οποίο κινητοποιεί το προσωπικό και το καθιστά ικανό να μάχεται, β) η φυσική προετοιμασία για μάχη, η οποία περιλαμβάνει την εκπαίδευση καθώς και την ποιότητα του εξοπλισμού των στρατευμάτων, και, γ) η επιχειρησιακή αντίληψη, που αναφέρεται κυρίως στη στρατηγική, τα δόγματα και την ηγεσία. Κατά συνέπεια μία στρατηγική εθνικής άμυνας οφείλει να ανταποκρίνεται σε κάποιες σταθερές απαιτήσεις, όπως η υψηλή ποιότητα προσωπικού και η τεχνολογική υπεροχή, κάθε μία από τις οποίες πρέπει να τύχει ιδιαίτερης προσοχής, επενδύσεων και υποστήριξης μέσω συγκεκριμένων πολιτικών αποφάσεων και επιτυχημένων πρακτικών.
Εξοπλισμός και προσωπικό
Ο κατάλληλος εξοπλισμός των ενόπλων δυνάμεων (ΕΔ) – από την εξάρτηση του οπλίτη μέχρι τα υψηλής τεχνολογίας οπλικά συστήματα – αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση μιας επιτυχημένης στρατηγικής εθνικής άμυνας. Η τεχνολογική υπεροχή, αναγκαία και ως πολλαπλασιαστής ισχύος, συμβάλλει καταλυτικά στην απόκτηση ισχύος, ενώ παράλληλα, επηρεάζει συνεχώς τις αντιλήψεις της τακτικής και της στρατηγικής για την αποτελεσματικότερη χρησιμοποίηση των ενόπλων δυνάμεων. Επιπλέον, ο εξοπλισμός πρέπει να συντηρείται, να βελτιώνεται και να εκσυγχρονίζεται. Μπορεί στα προηγούμενα χρόνια κάποιες πολιτικές ηγεσίες να προέβησαν σε λανθασμένες επιλογές, με δυσμενείς οικονομικές αλλά και επιχειρησιακές συνέπειες, αυτό όμως δεν μπορεί να αποτελέσει δικαιολογία για την απαξίωση ή την εγκατάλειψη των ενόπλων δυνάμεων.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η οικονομική αδυναμία την οποία βιώνει η χώρα πλήττει το αξιόμαχο των ΕΔ. Αν υποστηρίζουμε το αντίθετο τότε ή αιθεροβατούμε ή εμφανιζόμαστε ότι επί χρόνια λέγαμε ψέματα στον ελληνικό λαό, ότι έχουμε ανάγκη νέων εξοπλισμών – αν τώρα δεχόμαστε ότι… μπορούμε και χωρίς αυτούς (!!!). Φυσικά και δεν μπορούμε. Η αναγκαιότητα των εξοπλισμών είναι δεδομένη, γι’ αυτό οφείλουμε και να τους συντηρούμε αλλά και να τους ανανεώνουμε. «Συντήρηση» εν προκειμένω σημαίνει ολοκληρωμένη τεχνική υποστήριξη, εκπαιδευμένο τεχνικό προσωπικό και εκπαιδευμένους χειριστές. Η τυχόν εγκατάλειψη θα οδηγήσει σε απώλεια της μαχητικής ικανότητας, η οποία δεν είναι εύκολα αναστρέψιμη, ακόμη και όταν η οικονομία κάποτε ανακάμψει. Η περίπτωση της Ρωσίας είναι χαρακτηριστική. Παρά την οικονομική της ανάκαμψη, εδώ και δέκα περίπου χρόνια, δεν κατόρθωσε ακόμη να φέρει τις ένοπλες δυνάμεις της στο επίπεδο που κατείχαν πριν από την κατάρρευση της δεκαετίας του 1990.
Το ηθικό στοιχείο της στρατιωτικής ισχύος αναφέρεται στο προσωπικό που τις συγκροτεί, ειδικώς τα στελέχη όλων των βαθμών, από τα οποία εξαρτάται η αποτελεσματικότητα των οπλικών συστημάτων και η υλοποίηση μιας αξιόπιστης στρατηγικής εθνικής άμυνας. Το προσωπικό αυτό οφείλει η Πολιτεία να το περιβάλλει με ξεχωριστό ενδιαφέρον και εμπιστοσύνη και να λαμβάνει κάθε μέριμνα για την στήριξή του και τη διατήρησή του σε υψηλό επίπεδο, από πλευράς κύρους, συνοχής και αποτελεσματικότητας αλλά και επιπέδου διαβίωσης. Είναι ουτοπία να θεωρείται ότι είναι δυνατόν να υλοποιηθεί οποιαδήποτε στρατηγική εθνικής άμυνας με ένοπλες δυνάμεις τα στελέχη των οποίων νιώθουν παραμελημένα και απαξιωμένα ηθικά και υλικά.
Κατά τα τελευταία χρόνια η ηθική και υλική απαξίωση των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων εκ μέρους της Πολιτείας είναι περισσότερο από εμφανής. Όποιοι δεν το αντιλαμβάνονται μάλλον δεν γνωρίζουν την πραγματικότητα. Δεν χρειάζεται άλλωστε ιδιαίτερη ανάλυση, αφού αποδεικνύεται περίτρανα από το γεγονός ότι ο Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας – που είναι μεταξύ των πλέον υψηλά ισταμένων κρατικών λειτουργών – αμείβεται ως ένας συνήθης δημόσιος υπάλληλος. Το ζήτημα δεν θα πρέπει να ειδωθεί απλώς από την οικονομική, αλλά κυρίως από την ηθική του διάσταση. Καταδεικνύει σαφέστατα την αξιολογική κλίμακα στην οποία η Πολιτεία κατατάσσει τις Ένοπλες Δυνάμεις της και εκείνους στους οποίους έχει αναθέσει την άμυνα της χώρας. Περαιτέρω, οι απαξιωτικές συμπεριφορές τις οποίες τα στελέχη των ΕΔ βιώνουν, πλήττουν και προσβάλλουν βαρύτατα το ηθικό και την υπερηφάνεια – στοιχεία που διαμορφώνουν και ανυψώνουν το φρόνημα – απαραίτητα ώστε ο στρατιωτικός να ανταποκριθεί στην ιδιαίτερη και δύσκολη αποστολή του.
Είναι χρήσιμο εδώ να επισημανθεί το εσχατολογικό στοιχείο που χαρακτηρίζει τις ένοπλες δυνάμεις και την αποστολή τους. Προφανώς, πολλές από τις λειτουργίες του Κράτους υπηρετούν μείζονα ή στοιχειώδη συμφέροντα της χώρας τα οποία είναι, λίγο ή πολύ, σημαντικά για την λειτουργία των κρατικών δομών, αλλά όχι κρίσιμα για την ύπαρξη της χώρας. Οι Ένοπλες Δυνάμεις όμως υπηρετούν ζωτικά συμφέροντα της χώρας, υπό την έννοια ότι αυτά είναι κρίσιμα γι’ αυτήν ταύτην την ύπαρξή της. Αυτή η εσχατολογική προσέγγιση του ζητήματος προβάλλει το γεγονός ότι οι ΕΔ συνιστούν την τελευταία «γραμμή άμυνας» του έθνους και της κοινωνίας. Τίποτε δεν μπορεί να λειτουργήσει αν δεν υπάρχει ασφάλεια και ειρήνη, η οποία βεβαίως δεν εξασφαλίζεται με δηλώσεις, κραυγές, συνθήματα και πανό, αλλά με επιτυχημένη στρατηγική αποτροπής την οποία μόνο αποτελεσματικές ένοπλες δυνάμεις μπορούν να εγγυηθούν.
Άλλο οικονομία, άλλο αποδόμηση
Αποτελεί στόχο της τρόικας η συρρίκνωση των ΕΔ, όπως έχει γραφεί και δημοσιευτεί ευρέως; Ευχόμαστε πώς όχι. Απαιτείται μια ορθολογικότερη αντιμετώπιση των θεμάτων που σχετίζονται με τον προϋπολογισμό των ΕΔ; Οπωσδήποτε ναι. Όμως, άλλο «οικονομία» και άλλο «αποδόμηση» των ΕΔ. Είναι λυπηρό το γεγονός ότι η ελληνική Πολιτεία αντιμετωπίζει τις Ένοπλες Δυνάμεις ως έναν οποιοδήποτε οργανισμό του Κράτους, κάτι σαν μια ΔΕΚΟ, και μάλιστα «προβληματική». Τι άλλο μπορεί να σημαίνουν οι απαξιωτικές δηλώσεις προβεβλημένων μελών κυβερνήσεων, ακόμη και υπουργών άμυνας της τελευταίας τριετίας, εις βάρος των Ενόπλων Δυνάμεων και ειδικώς του σώματος των αξιωματικών;
Δεν έχει γίνει ίσως κατανοητό, το στοιχείο της ανταποδοτικότητας στα θέματα της εθνικής άμυνας. Πιο απλά, το τι δίνεις και τι παίρνεις. Μήπως οι επενδύσεις στον τομέα της ασφάλειας και της άμυνας θεωρούνται «μη παραγωγικές» – όπως… εκστόμισε ο γνωστός, «παραγωγικότατης απρέπειας» περιθωριακός της ελληνικής πολιτικής σκηνής; Όπως και νάχει, είναι προφανές ότι δεν έχει κατανοηθεί σε σημαντική μερίδα της πολιτικής ελίτ η σοβαρότητα του θέματος. Όταν ο υπουργός των Οικονομικών, με ψυχρή τεχνοκρατική αντίληψη, δηλώνει δημοσίως ότι «αν στο μέλλον απαιτηθούν νέα μέτρα θα μειώσουμε από την εθνική άμυνα», δείχνει ότι δεν έχει αντιληφθεί τα στοιχειώδη που αναφέραμε πιο πάνω, ούτε έχει επαφή με την ελληνική πραγματικότητα. Αγνοεί την «οικονομία» υπό την ελληνική της έννοια, απορροφημένος στα “macro-micro-economics”, ενώ επίσης του διαφεύγει ότι αυτός ο λαός, εδώ και κάποιες χιλιάδες χρόνια, τοποθετεί σε πρώτη προτεραιότητα την ελευθερία και την εθνική ανεξαρτησία και μετά την οποιαδήποτε υλική απόλαυση.
Το έπος των Βαλκανικών Πολέμων, την εκατονταετηρίδα των οποίων φέτος γιορτάζουμε, αποδεικνύει απόλυτα την βασιμότητα των όσων υποστηρίζουμε για μια αξιόπιστη στρατηγική εθνικής άμυνας. Τότε, μια Ελλάδα χρεωμένη σε ξένους δανειστές, με γενική αποτελμάτωση σε όλους τους τομείς, έκανε το «θαύμα» όταν απέκτησε ικανή και με εθνικό όραμα ηγεσία, αναδιοργάνωσε, εξόπλισε και εκπαίδευσε τις Ένοπλες Δυνάμεις της και ανύψωσε το φρόνημα στρατού και λαού. Πριν από 100 χρόνια οι Έλληνες το κατόρθωσαν…
•Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Επίκαιρα
onalert.gr