Ο Γέρος κι ο Νέος Χρόνος

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

20121231-205712.jpgΓράφει ο Ιάκωβος Ποθητός

Τρέχοντας έφτασε στο κατώφλι ο νέος – Χρόνος, ενθουσιασμένος που οι άνθρωποι τον περιμένουν με λαχτάρα.
Εκεί στην είσοδο, λίγο πριν μπει, συναντά τον γέρο – Χρόνο που με κουρασμένα βήματα φεύγει από τη γη.

– Ε! γερο – Χρόνε! Σε βαρέθηκαν οι άνθρωποι και λένε αμάν και πότε θα φύγεις! Ενώ εμένα για δες; Με λαχτάρα περιμένουν να τους γεμίσω χαρά κι ευτυχία.

– Τον ίδιο ενθουσιασμό με σένα είχα κι εγώ όταν πριν 365 ημέρες έφτανα σε αυτό το κατώφλι. Όμως δεν ήξερα ούτε τις χαρές που μπορούσα να δώσω στους ανθρώπους, αλλά
ούτε τις λύπες και τις συμφορές που θα τους έφερνα.

– Δεν ήσουνα ικανός να κάνεις πραγματικότητα τις ευχές των ανθρώπων ενώ εγώ έχω όλα εκείνα τα καλά για να τους χαρίσω το γέλιο και την ευτυχία. Για δες τους με τι ανυπομονησία με περιμένουν; Γιορτή κάνουν για τον ερχομό μου!

– Κι εγώ θαμπώθηκα όταν πέρασα αυτό το κατώφλι από τα λαμπερά φώτα και τα πυροτεχνήματα που πετούν κάθε τέτοια ημέρα όλοι εκείνοι που ζουν καλά. Όμως, δεν μπόρεσα να διακρίνω εκείνα τα φτωχικά σπίτια, που οι άνθρωποι δεν είχαν φως, που δεν είχαν να φάνε, γιατί συνηθίζουμε δυστυχώς, να βλέπουμε ότι λάμπει, ότι κάνει θόρυβο κι όχι όλα εκείνα που κρυμμένα, σκεπασμένα από το πέπλο της φτώχειας και της δυστυχίας δεν έχουν την δύναμη να κάνουν έστω μιαν ευχή.

– Μα τι μου λες τώρα γερο – Χρόνε; Για κοίτα τη γη! Λάμπει απ’ άκρη σ’ άκρη! Που βλέπεις την δυστυχία; Ασφαλώς και τα μάτια σου έχουν πρόβλημα γιατί δεν θέλω να σκεφτώ πως τα λες όλα αυτά για να μου χαλάσεις την γιορτή.

– Μας μένουν νεαρέ μου και στους δυό μας λίγα λεπτά τόσο για να φύγω εγώ όσο και για να περάσεις εσύ αυτό το κατώφλι. Θάθελες λοιπόν να σε πάω μια βόλτα στις γειτονιές εκείνες που τα δυνατά φώτα δεν σου επιτρέπουν να τις δεις τώρα;

– Πάμε γερο – Χρόνε αν και πιστεύω πως δεν έχεις τίποτα να μου δείξεις
– .
Πιάνοντας ο γερο – Χρόνος από το χέρι τον νέο Χρόνο πέταξαν σε μια περιοχή όπου χιλιάδες μαύροι άνθρωποι σκελετωμένοι, κρυμμένοι μέσα σε άθλια καταλύματα, προσπαθούσαν να ζεσταθούν αγκαλιάζοντας ο ένας τον άλλο.
Πριν προλάβει να συνέλθει από την έκπληξη ο νέος Χρόνος, σκληροί άντρες αλλά κι αμούστακα παιδιά εισέβαλαν στην περιοχή και με τα όπλα τους άρχισαν να σκορπούν τον θάνατο σε μικρούς και μεγάλους, να βιάζουν μικρά κορίτσια και γυναίκες.

– Τι… τι γίνεται εδώ! Ποιοι τα κάνουν όλα αυτά! Πως υπάρχει τέτοια κακία! ψέλλισε ο νέος Χρόνος.

Ο γερο – Χρόνος δεν του απάντησε, τον έπιασε από το χέρι και τον πήγε πάνω σε ένα σαπιοκάραβο όπου εκατοντάδες εξαθλιωμένοι άνθρωποι ήταν στοιβαγμένοι στ’ αμπάρια.
Το άγριο κύμα χτυπούσε αλύπητα το πλοίο και τα παγωμένα νερά της θάλασσας έμπαιναν στα αμπάρια απειλώντας να πνίξουν τους τρομοκρατημένους επιβάτες.

– Ποιοι είναι αυτοί; Γιατί ταξιδεύουν με αυτό το παλιοκάραβο κι όχι με εκείνο το ωραίο καράβι με τα πολλά φώτα και τις άνετες καμπίνες;
– Ψάχνουν να βρουν μια γωνιά, μια χώρα, στην οποία θα μπορέσουν να ζήσουν υποφερτά αυτοί και τα παιδιά τους. Τι λες νέε Χρόνε; Μπορείς εσύ να τους την δώσεις; Μπορείς να τους χαρίσει την ευτυχία που ζητούν;

Πριν απαντήσει ο νέος Χρόνος ο γέρο – Χρόνος τον πήρε και τον μετέφερε σε ένα κλειστό δωμάτιο εκεί όπου γυναίκες και παιδιά ήταν ριγμένοι στο πάτωμα.
Η πόρτα του δωματίου άνοιξε και μέσα μπήκε ένας άνδρας. Έπιασε ένα μικρό παιδί από το χέρι και το τράβηξε προς την πόρτα. Εκεί περίμενε ένας άνθρωπος που από την εμφάνισή του φαινότανε καθώς πρέπει.

– Αυτό είναι το εμπόρευμα. Νεφρά, καρδιά, μάτια κι ότι άλλο θέλεις τα έχει αυτό εδώ. Δώσε τα χρήματα και πάρ’ το.

Ο νέος Χρόνος είχε μείνει άφωνος. Πριν προλάβει να συνέλθει ο άντρας ξαναμπήκε μέσα κι άρπαξε βίαια από τα μαλλιά μια γυναίκα. Την χτύπησε δυνατά στο πρόσωπο και σε όλο το σώμα και της είπε να ακολουθήσει έναν άλλον άντρα που περίμενε απ’ έξω για να του ικανοποιήσει κάθε του επιθυμία.

– Αν δεν του κάνεις ότι σου πει, θα σε σκοτώσω! την απείλησε.

Κι αυτή κλαίγοντας, με σκυμμένο κεφάλι, έφυγε. Δεν είχε κανέναν να την υπερασπιστεί. Ούτε ακόμα κι αυτόν τον κύριο που την περίμενε έξω από την πόρτα με τα μάτια γεμάτα πάθος.

– Γερο – Χρόνε, έτσι ζουν οι άνθρωποι; Ο ένας εκμεταλλεύεται τον άλλον;

Ο γερο – Χρόνος τον έπιασε πάλι από το χέρι και τον μετέφερε σε μια σκοτεινή γειτονιά.
Δεκάδες νέοι, ζωντανοί – νεκροί, κρατώντας μια σύριγγα στο χέρι, προσπαθούσαν να ταξιδέψουν στον μαγικό τους κόσμο, να ξεφύγουν έστω και μ’ αυτόν τον τρόπο από την σκληρή ζωή.
Πιο πέρα ο έμπορος ναρκωτικών άρπαζε από το στήθος ενός νέου τον χρυσό σταυρό για να του δώσει την δόση του.

– Πάρ’ την ρεμάλι! Ο σταυρός είναι η αμοιβή μου αφού δεν έχεις χρήματα!

– Βιάσου! είπε ο γέρο Χρόνος στον νέο Χρόνο. Πάμε και κάπου άλλου πριν φύγω!

Έφτασαν σε ένα πλούσιο σπίτι. Στους τοίχους ήταν κρεμασμένοι πολύτιμοι πίνακες ενώ το παχύ χαλί σε έκανε να νοιώθεις πως περπατάς πάνω στα σύννεφα.

– Ευτυχώς! Με έφερες και σ’ ένα σπίτι που οι άνθρωποι είναι ευτυχισμένοι, είπε ο νέος Χρόνος.

Μπήκαν σε ένα δωμάτιο όπου άνθρωποι ήταν συγκεντρωμένοι πάνω από ένα κρεβάτι.

– Γιατρέ μου θα ζήσει το παιδί μου; ρώτησε κλαίγοντας μια γυναίκα.

– Δεν μπορώ να πω τίποτα κυρία μου. Μόνο ο Θεός…

– Γιατί να τύχει σε μένα αυτή η δυστυχία είπε κλαίγοντας η γυναίκα. Θα έδινα όλα μου τα πλούτη για να γίνει καλά το παιδί μου.

Ο γερο – Χρόνος έπιασε το χέρι του νέου Χρόνου λέγοντάς του:

– Πάμε τώρα στο τελευταίο μας σταθμό.

Έφτασαν σε μια φτωχογειτονιά όπου τα παιδιά, φορώντας παλιά ρούχα, έπαιζαν κυνηγητό.
Μπήκαν μέσα σε ένα από τα σπίτια. Η γυναίκα ήταν μπροστά από την κουζίνα ενώ ο άντρας καθότανε στο τραπέζι. Όλα ήταν φτωχικά, όμως ένοιωθες μια παράξενη ζεστασιά να σε πλημμυρίζει.

– Τι ετοιμάζεις γυναίκα για το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι; είπε ο άντρας.

– Βράζω λίγο από το κριθαράκι που μας είχε μείνει. Ίσα – ίσα για να φάνε τα παιδιά. Θα βουτήξουν στο ζουμί μπαγιάτικο ψωμί και θα χορτάσουν. Αχ! πόσο τα λυπάμαι τα παιδιά μου! Τι μάνα είμαι εγώ που δεν έχω να τους πάρω ένα ρουχαλάκι, ένα παιχνίδι, να τους βάλω ένα πιάτο φαί!

– Μη στεναχωριέσαι γυναίκα. Ο καινούργιος χρόνος θα μας τα φέρει καλύτερα. Εξ άλλου γιατί στεναχωριέσαι; Έχουμε ο ένας τον άλλο, μ’ αγαπάς και σ’ αγαπάω, έχουμε την πιο όμορφη οικογένεια! Αυτή μας η ευτυχία είναι καλύτερη από όλα τα πλούτη του κόσμου.

Ο νέος Χρόνος κοιτούσε αμήχανος. Δεν μπορούσε να καταλάβει την ευτυχία αυτών των ανθρώπων.

– Τι λες νέε Χρόνε. Θα μπορέσεις να κάνεις αληθινά ευτυχισμένους όλους τους ανθρώπους; είπε κοιτώντας τον βλοσυρά ο γερο – Χρόνος.

– Δεν μπορώ να ξέρω. Είναι τόσα πολλά και διαφορετικά τα προβλήματα των ανθρώπων.

– Εγώ πάντως φεύγοντας σου εύχομαι να τα καταφέρεις. Να γίνεις ο Χρόνος της Ευτυχίας, της Υγείας, της Ειρήνης, της Αγάπης για όλους τους ανθρώπους της γης. Στο εύχομαι ολόψυχα.

Ο γέρο Χρόνος έφυγε αφήνοντας τον νέο Χρόνο στο κατώφλι.
Ο κόσμος τραγουδούσε: «Πάει ο παλιός ο Χρόνος, ας γιορτάσουμε παιδιά…»
Ο νέος Χρόνος πέρασε το κατώφλι …

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ