Γράφει ο Βασίλης Βιλιάρδος
“Οι Γερμανοί χαρακτηρίζονται σαν Ευρωναζί – όχι σαν μία καλοπροαίρετη ηγετική δύναμη της Ευρώπης. Πως τα καταφέραμε αλήθεια;”, αναρωτιέται ο επιφανής Γερμανός οικονομολόγος H.Muller, διευθυντής οικονομικού περιοδικού.
“Η Γερμανία βρέθηκε το 2009 και το 2010 στην ιστορική θέση, να εξελιχθεί σε μία μορφή ευρωπαϊκής ηγεμονικής δύναμης – αφού ήταν η μοναδική μεγάλη χώρα της Ευρωζώνης, η οποία διέθετε μία ανταγωνιστική οικονομική δομή, καθώς επίσης ένα σχετικά χαμηλό δημόσιο χρέος.
Η Γερμανία μπορούσε να συμπεριφερθεί σαν μία καλοπροαίρετη ηγετική δύναμη – έπρεπε να το κάνει, όπως οι Η.Π.Α. μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Η καγκελάριος όφειλε να οδηγήσει την ΕΕ σε ένα κοινό μέλλον – να είχε την ικανότητα να το κάνει.
Αντίθετα όμως, επικράτησε δυστυχώς η εθνικιστική μικροπολιτική, βασισμένη στις εκλογικές αναμετρήσεις – στις οποίες «πουλούσε» η ρητορική δημαγωγία, ο λαϊκισμός δηλαδή, με κύριο χαρακτηριστικό τη σκληρή στάση απέναντι στις ελλειμματικές χώρες του Νότου.
Στο προσκήνιο δεν βρίσκεται πλέον το κοινό μέλλον της Ευρώπης, αλλά η μονόπλευρη εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων ή, καλύτερα, αυτό που θεωρεί η κυβέρνηση ότι είναι προς το συμφέρον μας.
Η κυβέρνηση συμπεριφέρεται σαν να ζούμε ακόμη στην εποχή του 90 – σαν να υπάρχουν επιλογές στο σημερινό «συναλλαγματικό κλαμπ» και σαν να μην ήταν τα χρηματοπιστωτικά συστήματα τόσο στενά μεταξύ τους συνδεδεμένα, με κίνδυνο να καταρρεύσουν όλα μαζί.
Όχι, δεν υπήρχε από την αρχή καμία εναλλακτική επιλογή, η οποία να μην απαιτούσε τη μεταφορά πόρων από τις πλεονασματικές, προς τις ελλειμματικές χώρες της Ευρωζώνης – τη δημοσιονομική και πολιτική τους ένωση. Όμως, αυτό δεν ταιριάζει με το λαϊκό αίσθημα – δεν πουλάει και δεν φέρνει ψήφους, όπως η παραδειγματική τιμωρία των Ελλήνων.
Έτσι λοιπόν μας έρχεται σήμερα ο λογαριασμός. Η Γερμανία ευρίσκεται σε μία απίστευτα δυσχερή θέση, έχοντας διαθέσει πάρα πολλά χρήματα, χωρίς να καταφέρει τίποτα. Θεωρούμαστε πια σαν Ευρωναζί και όχι σαν μία καλοπροαίρετη ηγετική δύναμη. Το ότι συνέβη κάτι τέτοιο, δεν είναι η καλύτερη απόδειξη μίας επιτυχημένης πολιτικής.
Αντί να δείξουμε λοιπόν ακλόνητη αλληλεγγύη, καταλήξαμε να δοκιμάζουν οι αγορές την αντοχή του Ευρώ, στοιχηματίζοντας στη διάλυση της Ευρωζώνης – κάτι που γίνεται μέρα με την ημέρα όλο και πιο πιθανό.
Εάν το ευρώ καταρρεύσει, η Γερμανία θα έχει την αποκλειστική ευθύνη, αφού θα ήταν η χώρα που θα μπορούσε να το σώσει, αλλά δεν το έκανε από ιδιοτελή, μικροπολιτικά συμφέροντα. Φυσικά, η ζημία της Γερμανίας και όχι μόνο από ένα τέτοιο ενδεχόμενο, δεν ζυγίζεται καν με χρήματα”.
Πολιτική λιτότητας
Το ΔΝΤ, στην περίπτωση της Ελλάδας, παρομοιάζεται με έναν γιατρό, η διάγνωση του οποίου για τον ασθενή του είναι πως πάσχει από υπόταση (ύφεση στην οικονομία).
Εν τούτοις, παρά το ότι γνωρίζει ακριβώς την ασθένεια, του γράφει μία συνταγή αγοράς φαρμάκων, για την αντιμετώπιση της υπερβολικής πίεσης (μείωση του ρυθμού ανάπτυξης στην οικονομία).
Παραδόξως δε όλοι οι υπόλοιποι γιατροί (ΕΚΤ, Γερμανία κλπ.), οι οποίοι συμμετέχουν στην εξέταση του ασθενούς, συμφωνούν τόσο με τη διάγνωση, όσο και με τη συνταγή.
Το γεγονός αυτό οδηγεί τους ουδέτερους παρατηρητές (οικονομολόγους, πολίτες κλπ.) στο συμπέρασμα ότι, ο σκοπός της συνταγής δεν είναι η θεραπεία, όπως ήθελαν να πιστεύουν, αλλά η επιτάχυνση του θανάτου του ασθενούς.