Έκλεισα το κρύο έξω από τα παντζούρια όταν είπα “βράδιασε πια”, δυνάμωσα το καλοριφέρ μα δεν αναπαύτηκα. Στις ειδήσεις παγωνιά για τα πράγματα της πατρίδας, χιόνια και παγετοί στον καιρό της πόλης και ξαναήρθαν οι πονεμένοι των δρόμων, τα νηστικά παιδιά, η κυρα Βασιλική, οι εξομολογήσεις-μισόλογα κάποιων “δεν μου φτάνουν για πετρέλαιο”, με την ξεδιαντροπιά και την σκληράδα της Μέρκελ, απέναντί μας, ξανάκουσα στους δρόμους τις γερμανικές μπότες που φόβιζαν τις νύχτες του μπαμπά μου, με την διαταγή των Τροϊκάνων “πεινάστε Έλληνες, ψοφήστε τώρα” ένιωσα πως πάλι τα σκιάζει όλα η σκλαβιά.
Άκουσα και τους δήθεν κυβερνήτες μας και ντράπηκα τόσο πολύ, λες και ήμουν εγώ η ίδια ξεβράκωτη και ξετσίπωτη και γυρνούσα στην αγορά και με έφτυναν και μου έλεγαν “πούλα λοιπόν, πούλησέ τα όλα σκύλα και χόρευε μπροστά μας, για να σε αφήσουμε να γλύψεις τα κόκαλα που θα πετάξουμε”….
“Όχι δεν θα κρατήσεις τίποτε.
Τί θα πει είναι θυμητάρια;
Τί θα πει είναι με αίμα αγιασμένα, έχουν τίμιο ξύλο, είναι γωνιές που αγάπησες, είναι οι δρόμοι που έμαθες να περπατάς, οι θάλασσες που έχουν κρατημένο το βλέμμα των καλοκαιριών σου, τα χορταράκια που σε έκαναν ποιήτρια για μια στιγμή, οι πέτρες που φαίνονται γκρίζες μα είναι πορφυρές από χρόνια -χιλιάδες- (εδώ δάγκωναν τα χείλια τους τα κορίτσια των φαντάρων αποχαιρετώντας, εδώ ξεκουράστηκαν οι πληγωμένοι Βυζαντινοί πριν μαρμαρώσουν, εδώ περίμενε ο Οδυσσέας να φύγουν οι μνηστήρες και έχωνε τα νύχια στις χούφτες του, εδώ μαρτύρησαν άγιοι, μάρτυρες, αθλητές, ερωτευμένοι, τρελλοί, Ελληνες, Κολοκοτρωναίοι, ο διακο Θανάσης, οι σφαγμένοι της Σμύρνης, της Πόλης, εδώ…έχει αίμα εδώ. Καμιά πέτρα δεν είναι γκρίζα….)”
“Τί είναι όλα τούτα που λες; Μας τα χρωστάς όλα. Ποιό αίμα, ποιές πέτρες;
Τα πάντα είναι η επόμενη δόση”
“Τα πάντα είναι η επόμενη δόση”, αρχίζεις και μονολογείς και συ και μετά το λες πιο γρήγορα ” τα πάντα είναι η επόμενη δόση, η επόμενη, η δόση, οι προδότες, η συναίνεση, η πατρίδα, η δόση, η δόση…..”
Στο παζάρι των λαών που χόρευες όλο το βράδυ, κοινή πουτάνα -ούτε κάν εταίρα- έμειναν μόνο τα άδεια ποτήρια και ο κάπελας που τα μαζεύει.
Τα αφεντικά θάρθουν αύριο πάλι να σε χλεύασουν, να σε πουλήσουν, να σε αγοράσουν…..
“Πάρε την πιο ιερή σου πέτρα και φύγε, καψερή” σου λέει ο πονετικός κάπελας.
Δεν διαλέγεις.
Όλες είναι καθαγιασμένες.
Όλες έχουν μυρωθεί από βόλι, ασπασμούς, συνθήματα, βήματα Αιτωλού Κοσμά, “Πιστεύω” ειπωμένα σε λειτουργίες, μικρές σταγονίτσες αίματος που δεν στέγνωσαν -ακόμη- από τον Αγώνα…
Παίρνεις την πέτρα σου και τρέχεις σαν τρελλή……
Τρέξε! Δεν μπορεί, κάπου θα ψάλλουν -ακόμη- το Χερουβικό.
Τρέξε! Σε λίγο ξημερώνει και θα χαμηλώσουν τ’ Άγια……
ΕΛΕΝΑ