Η καθεστωτική διανόηση σήμερα.
Του Γιώργου Κοντογιώργη
1. Η έννοια της καθεστωτικής διανόησης ορίζει την κατηγορία εκείνη των πνευματικών ανθρώπων, οι οποίοι τοποθετούνται, από την περιοχή της επιστήμης ή της πολιτικής τους στράτευσης, ως ερμηνευτικοί αναλυτές, λειτουργικοί θιασώτες ή νομιμοποιητικοί απολογητές του κατεστημένου πολιτικού συστήματος. Κατεστημένο, από την πλευρά του, δεν είναι το απλώς κρατούν πολιτικό σύστημα, αλλά εκείνο που έχει αποκτήσει βαθιά συντηρητικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι έρχεται σε σύγκρουση με…. τον χρόνο της εξέλιξης και, μάλιστα, αντιστρατεύεται το κοινό συμφέρον, δηλαδή το γενικό αίσθημα της εποχής του για την ελευθερία της κοινωνίας.
Στην κατηγορία αυτή, ταξινομείται, με έκδηλο ομολογουμένως, τρόπο τις τελευταίες δεκαετίες, το παράδειγμα του σύγχρονου κράτους. Εφεξής, όχι μόνο οι πολιτικές του βρίσκονται σε πλήρη σύγκρουση με το συμφέρον της κοινωνίας των πολιτών, αλλά και η ίδια η δομή και η λογική του ανάγεται σε ένα παρελθόν που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Αναφέρομαι στη θεμέλια αρχή του, τη διαφοροποίησή του από την κοινωνία, με την οικειοποίηση, κατά τρόπο μονοσήμαντο, του πολιτικού συστήματος, έτσι ώστε η τελευταία να παραμένει αποκλεισμένη από αυτό, εγκιβωτισμένη στην ιδιωτική σφαίρα, σε καθεστώς ιδιωτείας. Το κράτος αυτό, πολιτικά κυρίαρχο επί της κοινωνίας, εννοεί να ερμηνεύει αυθεντικά την έννοια του κοινωνικού και εθνικού συμφέροντος και, μάλιστα, να αντιτείνει την υπεροχή της βούλησής του απέναντι στην κοινωνική βούληση.
Καθεστωτική, επομένως, είναι η σημερινή διανόηση, επειδή συντάσσεται με ένα (καθόλα μοναρχικό ως προς τη δομή, ολιγαρχικό ως προς τη λογική και τη λειτουργία) κράτος, το οποίο εγκαθιδρύει μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής μια σχέση που αντιβαίνει στις εξελίξεις της εποχής μας, ενώ έχει επίσης καταφανώς εκτραπεί του σκοπού της πολιτικής για τον οποίο το προόριζαν οι θεμελιωτές του.
2. Έχει ενδιαφέρον να προσεχθεί ότι η καθεστωτική διανόηση για να επιτύχει τη νομιμοποίηση του “νεοτερικού” κράτους, επιστρατεύει δύο θεμελιώδη επιχειρήματα:
Πρώτον, ότι το σημερινό πολιτικό σύστημα, μολονότι το κατέχει εξολοκλήρου το κράτος και περιορίζει την (κατά τα άλλα, ιδιωτική) κοινωνία των πολιτών, σε έναν απλώς νομιμοποιητικό ρόλο, κατά την επιλογή του υπό στενή έννοια πολιτικού προσωπικού, είναι, παρόλ’αυτά, αντιπροσωπευτικό και δημοκρατικό. Εντούτοις, είναι απολύτως προφανές ότι δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο, διότι δεν συγκεντρώνει καμία από τις ιδιότητες της αντιπροσώπευσης ή της δημοκρατίας. Και, οπωσδήποτε, τα δύο αυτά συστήματα είναι ασύμβατα μεταξύ τους, δεν μπορεί να συνυπάρξουν στην ίδια πολιτεία.
Και δεύτερον, ότι η κοινωνία των πολιτών αδυνατεί αντικειμενικά να αναλάβει κυβερνητικά καθήκοντα, να γίνει δηλαδή θεσμικός εταίρος της πολιτείας. Διότι, θα ισχυρισθεί, τα πολιτικά ζητήματα είναι εξαιρετικά πολύπλοκα για να τα διαχειρισθεί η άπειρη, αμαθής και εξόχως εγωιστική κοινωνία των πολιτών. Επιπλέον, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την μετατροπή της κοινωνίας σε δήμο, σε βουλευόμενο θεσμό της πολιτείας. Και τέλος, η δημοκρατία παραπέμπει στην “αθηναϊκή δημοκρατία”, η οποία είναι σαφώς προ-νεοτερική και, κατ’επέκταση, κατώτερη από τη δημοκρατία της εποχής μας.
Τι μας διδάσκει εντέλει η προσέγγιση αυτή του σημερινού κράτους εκ μέρους της καθεστωτικής διανόησης; Ότι είναι εξελικτικά ανώτερο ένα σύστημα (πολιτικά κυρίαρχης) εξουσίας από ένα σύστημα που αποδίδει την πολιτική αυτονομία στην κοινωνία. Ότι είναι ανθρωποκεντρικά πιο ολοκληρωμένο να αποφασίζει ένας τρίτος για την κοινωνία, αντί αυτή να διαφεντεύει τον εαυτό της. Εάν όντως ο ισχυρισμός αυτός είναι ορθός, γιατί δεν εφαρμόζεται άραγε και στην προσωπική ζωή ενός εκάστου;
Η διαρκής, από την εποχή του δυτικο-ευρωπαϊκού διαφωτισμού, επανάληψη του πολυσήμαντου αυτού ψεύδους, δεν αποκαλύπτει απλώς την αδυναμία της σύγχρονης διανόησης να συλλάβει τις έννοιες. Συνομολογεί την πρόθεσή της να εμποδίσει την αφύπνιση της κοινωνίας, προκειμένου να μην διεκδικήσει την χειραφέτησή της. Διότι πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς την εμμονή της να διδάσκει ότι η μόνη ατομική ελευθερία κάνει τον άνθρωπο πιο ελεύθερο, από όσο σωρευτικά η ατομική, η κοινωνική και η πολιτική ελευθερία; Ή ότι το (ετερονομικό) δικαίωμα είναι ανώτερο από την αυτονομία που διασφαλίζει η ελευθερία; Να υποθέσουμε ότι η κοινωνία των πολιτών έχει να ωφεληθεί περισσότερο εάν διαδηλώνει στους δρόμους ή απεργεί (το δικαίωμα) από ότι εάν η ίδια αποφασίζει για τα του οίκου της;
3. Χωρίς αμφιβολία, οι ισχυρισμοί αυτοί συνιστούν ισάριθμες πτυχές του βαθιά ολιγαρχικού επιχειρήματος της καθεστωτικής διανόησης σήμερα. Όμως, ενώ στη διάρκεια των προηγούμενων αιώνων -και μέχρι τη δεκαετία του 1980-, εμπεριείχαν ορισμένα ψήγματα προόδου, στο μέτρο που αντιτείνονταν στην απολυταρχική δεσποτεία ή στους ποικίλους όσους ολοκληρωτισμούς και στα αυταρχικά καθεστώτα, σήμερα έχουν αποκτήσει μια σαφώς αντιδραστική χροιά. Και τούτο διότι ο κόσμος έχει ήδη εισέλθει σε μια νέα φάση, η οποία προοιωνίζεται την ριζική ανατροπή των συσχετισμών σε βάρος της κοινωνίας. Ανατροπή που επήλθε επειδή το οικονομικό και το πολιτικό σύστημα παρέμειναν ερμητικά εγκιβωτισμένα στη λογική της ολιγαρχίας.
Οι ανωτέρω επισημάνσεις δείχνουν ότι η καθεστωτική και, κατά τούτο, κρατική διανόηση έχει από μακρού διέλθει το κατώφλι της απλής κρατούσης ολιγαρχικής ιδεολογίας της εποχής και έχει μεταλλαχθεί σε ακραιφνώς αντιδραστική. Διότι αντιστρατεύεται την πρόοδο, δηλαδή την προσαρμογή του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος στις νέες συνθήκες, έτσι ώστε να αποκατασταθεί η πολιτική ισορροπία μεταξύ κοινωνίας, κράτους και “αγοράς”, για να εξοικονομηθεί στοιχειωδώς η ελευθερία και η ευημερία της κοινωνίας. Σε τελική ανάλυση, η καθεστωτική/κρατική διανόηση, προσποιείται ότι αγνοεί πως ο λόγος ύπαρξης του παντός (του κράτους, των αγορών κλπ) είναι η κοινωνία των πολιτών.
Από μια άλλη άποψη, η αντιδραστική μετάλλαξη της κρατικής διανόησης, αναδεικνύεται και από το γεγονός ότι επικαλείται ακόμη ως θεμέλιες αρχές της εποχής μας, εκείνες που ανέδειξε η μετα-φεουδαλική Ευρώπη. Σύμφωνα με αυτές, ο μεν άνθρωπος υποστασιοποιήθηκε ως ατομικότητα -ως ελεύθερη οντότητα-, όμως το κοινωνικο-οικονομικό και πολιτικό σύστημα έμελλε να συνεχίσει να του διαφεύγει, παραμένοντας αντικείμενο ιδιοκτησίας. Το διακύβευμα φιλελευθερισμός ή σοσιαλισμός εστιάσθηκε ακριβώς στο ερώτημα εάν την ιδιοκτησία της οικονομίας θα την έχει ο ιδιώτης ή το κράτος. Το οποίο, κράτος, με τη σειρά του, θεωρήθηκε αυτονόητο ότι θα εξακολουθούσε να κατακρατεί το πολιτικό σύστημα δίκην ιδιοκτήτη, δηλαδή ως το ταυτολογικό του ισοδύναμο.
Στην αντιπαράθεση αυτή, η κοινωνία των πολιτών εκκαλείτο να παραμείνει στον ιδιωτικό της χώρο, μακράν του οικονομικο-πολιτικού συστήματος, προορισμένη να προσφέρει την εργασία της και πολιτική νομιμοποίηση στους φορείς του. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ακόμη και σήμερα ενοχοποιείται για την εκμετάλλευση το κεφάλαιο και όχι η ιδιοκτησία επί του συστήματος.
4. Υπό την έννοια αυτή, αντιδραστικός είναι ο καθεστωτικός διανοούμενος που προσεγγίζει το ζήτημα του κράτους/συστήματος -όπως λ.χ. ο συνταγματολόγος ή ο πολιτικός επιστήμων, που διαπραγματεύονται το αντικείμενό τους, την πολιτεία-, υπό το πρίσμα της αντίληψης ότι τυπολογείται ως αντιπροσώπευση ή ως δημοκρατία. Είναι επίσης αδιάφορο εάν ο διανοούμενος αυτός λαμβάνει ως αφετηρία την αριστερά ή τη δεξιά, τη φιλελεύθερη ή τη σοσιαλιστική ιδεολογία. Συμβαίνει, μάλιστα, η αριστερή καθεστωτική διανόηση να είναι, ως προς πολλά, περισσότερο επιφυλακτική απέναντι στην προοπτική μιας (πολιτικής) απελευθέρωσης της κοινωνίας των πολιτών.
Σε όλες τις περιπτώσεις, μέτρο της κατάταξης της διανόησης από την πλευρά της προόδου ή της συντήρησης/αντίδρασης αποτελεί η θέση της απέναντι στο ζήτημα της χειραφέτησης και, κατ’επέκταση, της ευημερίας της κοινωνίας των πολιτών. Όντως, τόσο η σύγχρονη κοινωνική επιστήμη όσο και οι κρατούσες ακόμη ιδεολογίες, παρακάμπτουν το πρόταγμα της -πέραν της ατομικής-, κοινωνικής και πολιτικής ελευθερίας, με προσχηματικά επιχειρήματα, όπως ότι η “πλειοψηφία” είναι εχθρός των δικαιωμάτων ή ότι τα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει η εποχή μας είναι εξαιρετικά πολύπλοκα ή της αποτελεσματικότητας της διακυβέρνησης που διασφαλίζουν οι δυνάμεις της διαμεσολάβησης κλπ.
Όλοι μαζί αρνούνται τη λογική μιας μετεξέλιξης της πολιτείας, που θα υπερβαίνει την προ-αντιπροσωπευτική σημειολογία του σήμερα, ουσιαστικά διότι αντιμετωπίζουν με απέχθεια την ιδέα της μετάλλαξης της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, που θα οδηγούσε στην ενσωμάτωση κοινωνίας των πολιτών στην πολιτεία. Απέχθεια, η οποία στοχοποιεί, επομένως, αρνητικά την αντιπροσώπευση και, μάλιστα, τη δημοκρατία.
Κατά τούτο, η απλή κριτική προσέγγιση ή αμφισβήτηση των “δημόσιων” πολιτικών, που εκπορεύονται από το κρατούν οικονομικό ή πολιτικό σύστημα, αποτελεί μια απλώς ενδο-συστημική και, συνακόλουθα, διορθωτική πολιτική στάση, η οποία, επιπλέον, είναι φύσει αδιέξοδη. Οι ιδεολογίες της συντήρησης -η φιλελεύθερη και η σοσιαλιστική- είναι λειτουργικές συνιστώσες του κράτους, με έπαθλο την ηγεμονία του.
Στο πλαίσιο αυτό, η σχέση του καθεστωτικού/κρατικού διανοούμενου με την πρόοδο μοιάζει απόμακρη, θα έλεγα προβληματική. Γι αυτό και επιστρατεύει τα διανοητικά απολιθώματα του διαφωτισμού και του 19ου αιώνα, προκειμένου να θεμελιώσει την συνηγορία του υπέρ του κράτους/συστήματος ή, με διαφορετική διατύπωση, την άρνησή του να αποδεχθεί την οικονομική και πολιτική χειραφέτηση της κοινωνίας. Η οποία, πια, είναι η μόνη ικανή να εξισορροπήσει τη δύναμη των αγορών και να αναγκάσει την πολιτική τάξη να εναρμονισθεί με το συμφέρον της κοινωνίας των πολιτών.
5. Στην ελληνική περίπτωση, η έννοια του καθεστωτικού/κρατικού διανοούμενου επιβαρύνεται από το γεγονός ότι αναπαράγει μηρυκαστικά την απολογητική εκφορά του λόγου της πρωτο-ανθρωποκεντρικής (σοσιαλιστικής ή φιλελεύθερης) ιδεολογίας, που ανέδειξε η έξοδος της Εσπερίας από τη φεουδαρχία. Παρουσιάζει όμως την ενδιαφέρουσα ιδιαιτερότητα ότι καταγίνεται με την ενοχοποίηση της κοινωνίας και των κληρονομιών της, για τη στρεβλή λειτουργία του κράτους/συστήματος, προκειμένου να το νομιμοποιήσει.
Υπό την έννοια αυτή, στην ελληνική περίπτωση, ο κρατικός διανοούμενος, αποβαίνει και παραδειγματικά αντιδραστικός, στο μέτρο που επιλέγει, επιπλέον, την απόρριψη των αρχών ενός θεμελιωδώς ολοκληρωμένου ανθρωποκεντρισμού, όπως εκείνου της ελληνικής οικουμένης, τον οποίον βίωσαν οι ελληνικές κοινωνίες πριν από τη μετάβασή τους στο κράτος έθνος, υπέρ ενός κόσμου απλώς μετα-φεουδαλικού και, κατά τούτο, πρωτο-ανθρωποκεντρικού, όπως ο ευρωπαϊκός.
Ως προς αυτό, συναντάται με την ευρωπαϊκή νεοτερικότητα, η οποία ανέλαβε να “τεκμηριώσει” το εγχείρημα, υπό το πρίσμα μιας συνολικής αξιολογικής υποτίμησης του ελληνικού ανθρωποκεντρικού παραδείγματος, με γνώμονα την κοσμοσυστημική κλίμακα. Αφού, θα υποστηρίξει, η νεότερη εποχή εδράζεται στη μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα, είναι καθολικά ανώτερη από τη μικρή ανθρωποκεντρική κλίμακα της πόλης, ανεξαρτήτως του απλώς πρωτο-ανθρωποκεντρικού σταδίου που αυτή διέρχεται.
Από: contogeorgis
Πέτρος Χασάπης