Είναι τα μέτρα λιτότητας η σωστή συνταγή για να βγει η Ελληνική Οικονομία από την ύφεση; Πότε θα σταματήσουν τα μέτρα λιτότητας και δημοσιονομικής προσαρμογής; Ο στόχος είναι το πρωτογενές πλεόνασμα; Πόσο θα πρέπει να είναι αυτό; Μήπως σε ένα επόμενο στάδιο μας ζητήσουν πρωτογενές πλεόνασμα τέτοιο ώστε να μπορεί η χώρα να πληρώνει και τα τοκοχρεολύσια του Δημοσίου Χρέους έτσι ώστε αυτό να καταστεί βιώσιμο; Πως μπορεί να γίνει αυτό αφού το χρέος μεγαλώνει κάθε χρόνο ως προς το ΑΕΠ και μαζί του μεγαλώνει και το σχετικό κόστος εξυπηρέτησης του;
Αυτά τα ερωτήματα προβάλει η Solidus Χρηματιστηριακή για τις διαπραγματεύσεις με την τρόικα και την πορεία της ελληνικής οικονομίας.
Η Ελλάδα βρίσκεται για μία ακόμα φορά σε ένα κρίσιμο σημείο διαπραγμάτευσης με τους δανειστές της. Η διαδικασία γίνεται κάτω από την βαριά σκιά των εντονότερων υφεσιακών φαινομένων της τελευταίας πεντηκονταετίας. Σε αυτή τη διαπραγμάτευση το ζητούμενο δεν είναι να συμφωνηθεί μόνο η επιπλέον χρηματοδότηση. Η Ελληνική πλευρά ορθώς ζητά να της δοθεί χρόνος ώστε η προσαρμογή να γίνει πιο ήπια και να περιοριστεί το φαινόμενο του υφεσιακού σπιράλ.
Η πορεία των δημοσιονομικών ελλειμμάτων είναι πτωτική και αυτό φαίνεται από τα προσωρινά στοιχεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού για το εννεάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2012. Σύμφωνα με αυτά τόσο το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού όσο και το πρωτογενές έλλειμμα εμφανίζονται σημαντικά μειωμένα κατά 7.452 δις € και 4.070 δις € αντίστοιχα έναντι του προηγούμενου έτους.
Εδικότερα, όσον αφορά στις δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού κατά το εννεάμηνο του 2012 αυτές ανήλθαν στα 49.393 δις € μειωμένες κατά 2.178 δις € έναντι στόχου 51.571 δις € στο προσχέδιο του προϋπολογισμού 2013, ενώ σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους οι δαπάνες ήταν μειωμένες κατά 7.565 δις €.
Η μείωση των δαπανών και η αποκλιμάκωση των ελλειμμάτων είναι εξαιρετικά γρήγορη σε όλες σχεδόν τις επιμέρους κατηγορίες ενώ η μεγαλύτερη εξοικονόμηση παρατηρείται στις πρωτογενείς δαπάνες που ήταν μειωμένες κατά 9,0% (3.388 δις €). Με δεδομένο ότι αρκετές κατηγορίες κρατικών εσόδων είναι εισπρακτέες στο τελευταίο τρίμηνο του έτους, είναι προφανές ότι η παραπάνω εικόνα μπορεί όχι μόνο να διατηρηθεί αλλά και να βελτιωθεί. Αξίζει να αναφέρουμε πως η εικόνα εκτέλεσης του προϋπολογισμού θεωρείται πλέον αξιόπιστη καθώς τα στοιχεία συντάσσονται με βάση τις αρχές και την εποπτεία της eurostat.
Οι συνεχείς πιέσεις των στελεχών της Τρόικας προς την Ελληνική πλευρά φαίνεται ότι έχουν αφετηρία την αμφισβήτηση του ΔΝΤ για τη βιωσιμότητα του Ελληνικού χρέους και την αδυναμία επίτευξης των στόχων σύμφωνα με το υπάρχον χρονοδιάγραμμα. Το Δ.Ν.Τ επιμένει πως η ύφεση το 2013 θα είναι μεγαλύτερη από ότι προβλέπει η Ελληνική πλευρά εκτιμώντας την στο 5%. Αυτή η εκτίμηση επιβαρύνει τη φερεγγυότητα του Ελληνικού χρέους και το καθιστά μη βιώσιμο. Ο δείκτης χρέους προς το ΑΕΠ της χώρας δεν είναι παρά ένα κλάσμα στο οποίο όσο ο παρανομαστής (ΑΕΠ) λόγω της ύφεσης μειώνεται, τόσο το αποτέλεσμα διογκώνεται. Η ελληνική οικονομία έχει εμπλακεί στην δίνη ενός φαύλου κύκλου όπου τα περιοριστικά μέτρα επιδεινώνουν την ύφεση που με την σειρά της διαβρώνει την αποτελεσματικότητα τους, άρα χρειάζεται επέκταση και ενίσχυση τους που επιδεινώνουν περαιτέρω την ύφεση κ.ο.κ. Προφανώς αυτός είναι ο λόγος που η πρόεδρος του ΔΝΤ έχει θέσει υπό συζήτηση νέο κούρεμα του Ελληνικού χρέους, αυτή τη φορά από τον επίσημο τομέα, τις κεντρικές τράπεζες δηλαδή και τα κράτη. Σε διαφορετική περίπτωση το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα ξεπερνά κατά πολύ το στόχο του 120% το 2020.
Η Ελληνική κυβέρνηση έχει ζητήσει περισσότερο χρόνο-επιμήκυνση-και πρέπει να τον λάβει, ώστε να μπορέσει, (επιτέλους!!) μετά από σημαντικές υστερήσεις, να εισπράξει περισσότερους φόρους, να προχωρήσει σε διαρθρωτικές αλλαγές και να εξοικονομήσει πόρους ετησίως 2,5 -3,0 δις € από τη διοικητική μεταρρύθμιση και από τομείς όπως η παροχή υγείας και η τοπική αυτοδιοίκηση. Οι προσαρμογές αυτές χρειάζονται περισσότερο χρόνο, έτσι ώστε το υφεσιακό αντίκτυπο τους στην οικονομία να περιοριστεί. Ταυτόχρονα με την επιμήκυνση αυτή, η Ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να στοχεύσει και στην περαιτέρω μείωση-κούρεμα-του χρέους.
Με αυτά τα δεδομένα είναι παράλογο να συνεχίζουμε να θέτουμε ως πρώτο στόχο της οικονομικής μας πολιτικής την δημοσιονομική προσαρμογή. Το μεγαλύτερο πρόβλημα για την Ελλάδα τη στιγμή αυτή είναι ότι ύστερα από τέσσερα χρόνια ύφεσης, δεν υπάρχουν σημάδια ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας. Εξαίρεση αποτελεί η αύξηση των εξαγωγών κυρίως προς τρίτες χώρες (εκτός Ε.Ε.) ή οποία όμως και αυτή υπονομεύεται από την διαρκή έλλειψη ρευστότητας, την μη καταβολή του πιστωτικού ΦΠΑ προς τους εξαγωγείς και την έλλειψη χρηματοδότησης από τις τράπεζες. Η συνεχιζόμενη πολιτική αυστηρής λιτότητας μπορεί να βελτίωσε την εικόνα των δημοσιονομικών μεγεθών, οδήγησε όμως τη χώρα σε πρωτοφανή ύφεση. Επίσης, η καθυστέρηση καταβολής της δόσης των 31,5 δις € μεταθέτει για το μέλλον σημαντικές αλλά και επείγουσες εκκρεμότητες όπως την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και τη καταβολή των περίπου 7 δις € που οφείλει το Ελληνικό Δημόσιο στους προμηθευτές του παρατείνοντας την ύφεση και την έλλειψη ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα και την αγορά.
Άποψή μας είναι ότι το μίγμα δημοσιοοικονομικής εξυγίανσης μέσα από μέτρα αυστηρής λιτότητας, σε συνδυασμό με την επακόλουθη αποστράγγιση της ρευστότητας από την αγορά και την αδυναμία του τραπεζικού συστήματος και της κεφαλαιαγοράς να παίξουν τον χρηματοδοτικό τους ρόλο, το μόνο που μπορεί να επιτύχει είναι ακόμα μεγαλύτερη ύφεση και ανεργία ενώ ταυτόχρονα απομακρύνει την προοπτική της βιωσιμότητας του Ελληνικού Δημόσιου χρέους. Για όσο διάστημα υπάρχει πάνω από την οικονομία το μαύρο σύννεφο του δυσβάστακτου χρέους και η προοπτική της πτώχευσης, η χώρα δεν θα μπορέσει να εκκινήσει την οικονομία της.
Ως συνταγή είναι προφανές ότι απέτυχε. Δεν μπορεί να εμμένει η Τρόικα στην αντιμετώπιση μόνο των δημοσιονομικών στρεβλώσεων χωρίς ταυτόχρονα να λαμβάνονται μέτρα για την αύξηση της ρευστότητας και την ανάπτυξη της οικονομίας. Δεν μπορεί η Ευρωπαϊκή Ένωση να φαντασιώνεται ότι το Δημόσιο χρέος των χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου-και όχι μόνον- υπό τις σημερινές συνθήκες μπορεί να καταστεί βιώσιμο.