του Βασίλη Βιλιάρδου
ΤΟ ΕΛ ΝΤΟΡΑΝΤΟ ΤΩΝ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΩΝ: Τα μέτρα που λαμβάνονται, δεν έχουν καμία σχέση με την οικονομική επιστήμη – σε σημείο που να αναρωτιέται κανείς, εάν ο απώτερος σκοπός τους δεν είναι η νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση και η εξόφληση των δανειστών, αλλά ο πλήρης αφανισμός της Ελλάδας.
Την ίδια ώρα που ανακοινώνονται ακόμη πιο επώδυνα μέτρα, ως συνήθως εις βάρος των αδύναμων εισοδηματικών τάξεων, η προπαγάνδα στην κυριολεξία οργιάζει.
Οι «υπεύθυνοι» για τα νέα αυτά μέτρα των 11,8 δις €, τα οποία ολοκληρώνουν την οικονομική γενοκτονία της πατρίδας μας, δεν είναι ούτε οι εκπρόσωποι των τοκογλύφων, ούτε οι (νόμιμα φοροδιαφεύγοντες) διεθνείς πολυεθνικές, ούτε οι όποιοι διεφθαρμένοι πολιτικοί – οι οποίοι χρέωσαν τη χώρα με τα δεκάδες δις € που έλαβαν από τους «εργοδότες» τους.
Οι αποκλειστικοί υπεύθυνοι είναι, σύμφωνα πάντοτε με ορισμένα «ελληνικά» ΜΜΕ, οι μικρομεσαίοι Έλληνες φοροφυγάδες, οι άεργοι δημόσιοι υπάλληλοι, η διαφθορά των πολιτών, καθώς επίσης εκείνοι οι συνδικαλιστές, οι οποίοι αμείβονται πλουσιοπάροχα. Αυτοί κυρίως ανάγκασαν την πάμπλουτη χώρα μας να δανειστεί πάνω από 400 δις €, οδηγώντας την στη χρεοκοπία – κανένας άλλος.
Τις αποδείξεις του εγκλήματος, της φοροδιαφυγής ειδικότερα (υπολογίζεται στα 11,2 δις €, όσο και τα μέτρα – πρώτη σύμπτωση), η οποία «αιτιολογεί» τα μέτρα εξόντωσης της Ελλάδας που θέλουν να επιβάλλουν τα παιδιά του Σικάγου, προσφέρει (δεύτερη σύμπτωση), η μελέτη μίας «Ελληνίδας» από το Σικάγο – μία μελέτη η οποία ανακοινώνεται ακριβώς λίγο πριν από την ημερομηνία της καταδίκης των Ελλήνων στη λεηλασία, στη φτώχεια, στην εξαθλίωση και στον αφελληνισμό.
Την ίδια ακριβώς ημερομηνία (τρίτη σύμπτωση), ο νέος υπεύθυνος του ταμείου αποκρατικοποιήσεων, χαρακτηρίζει την Ελλάδα ως επενδυτικό El Dorado – ανακοινώνοντας μία σειρά ιδιωτικοποιήσεων, για το καλό της πατρίδας μας. Φυσικά προηγείται ο κερδοφόρος ΟΠΑΠ (η συνεχιζόμενη κατάρρευση της μετοχής, άρα και της τιμής πώλησης του οργανισμού, μάλλον δεν είναι τυχαία), ενώ ακολουθούν η εταιρεία ύδρευσης της Θεσσαλονίκης και η εταιρεία φυσικού αερίου
Λίγο αργότερα, θα έλθει η σειρά της ΔΕΗ, της ΕΥΔΑΠ κοκ., έως εκείνη τη χρονική στιγμή όπου, η Ελλάδα θα πεταχτεί στα σκουπίδια της ιστορίας, σαν τη στυμμένη λεμονόκουπα – ενώ, με κριτήριο άλλες χώρες (Αργεντινή, Βραζιλία, Τουρκία κλπ.), ένα ελάχιστο μέρος των εσόδων από τη λεηλασία και την εκποίηση των περιουσιακών τους στοιχείων, δημόσιων και ιδιωτικών, καταλήγει στα ταμεία του κράτους.
Περαιτέρω, η σιωπή των αμνών συνεχίζεται, αφού κανένας λαός, ούτε δυστυχώς ο Ελληνικός, δεν μπορεί να αντισταθεί στην καταπληκτική προπαγάνδα των εισβολέων – ακόμη και αν υποθέσουμε ότι έχει την απαιτούμενη αρετή και τόλμη που προϋποθέτει η ελευθερία.
Ακολουθούν μερικά ανεξάρτητα μεταξύ τους κείμενα, τα οποία αναφέρονται σε διαφορετικά γεγονότα και χρονικές περιόδους, με στόχο την ενημέρωση:
Υποκλίσεις και καθυστερήσεις
Οφείλουμε να μην είμαστε απαισιόδοξοι, σε σχέση με τις προοπτικές εξόδου της πατρίδας μας από την κρίση – με τις πιθανότητες απομάκρυνσης της από το μάτι του κυκλώνα, από το επίκεντρο της διαμάχης καλύτερα των Η.Π.Α με τη Γερμανία, καθώς επίσης της διεθνούς ελίτ με τη δημοκρατία.
Εν τούτοις είναι μάλλον φανερό ότι, η πολιτική των υποκλίσεων, την οποία «υπηρετούν» οι «τυπικές» κυβερνήσεις μας των τελευταίων ετών, ευρίσκεται αντιμέτωπη με την πολιτική των καθυστερήσεων, εκ μέρους της πραγματικής κυβέρνησης στο παρασκήνιο – με εξαίρεση φυσικά τις αποκρατικοποιήσεις των κοινωφελών (ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ), των κερδοφόρων (ΟΠΑΠ) και των στρατηγικών επιχειρήσεων του δημοσίου, για τις οποίες όλοι πλέον βιάζονται.
Περαιτέρω, τόσο η έκθεση της Τρόικα, η οποία αυτή τη φορά θα καθυστερήσει αρκετά, όσο και η τοποθέτηση της πληρωμής της επόμενης δόσης των 31,5 δις € για το Νοέμβρη, δημιουργούν την υποψία ότι, τα πάντα αναβάλλονται για την επομένη των αμερικανικών εκλογών – χωρίς φυσικά να αποκλείουμε τη λάθος εκτίμηση εκ μέρους μας.
Ειδικά η καθυστέρηση της δόσης των 31,5 δις € (από το πρώτο πακέτο ακόμη), μεγάλο μέρος της οποίας λέγεται πως θα διατεθεί για την «πολυπόθητη» ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, είναι κάτι παραπάνω από ανησυχητική – αφού το πολλοστό πακέτο λιτότητας που μας επιβάλλεται (11,8 δις €), σε συνδυασμό με την αδυναμία των τραπεζών να δανείσουν την αγορά, παράλληλα με την υφιστάμενη τρομακτική ύφεση και ανεργία, απειλούν τη χώρα μας με «απορρύθμιση, με κατάρρευση και με πραξικόπημα» (κατά τον τίτλο παλαιότερου άρθρου μας).
Στα πλαίσια αυτά διακρίνει κανείς ότι, πολλές από τις συνεχείς νέες απαιτήσεις της Τρόικα (των εντολέων της φυσικά, αφού τα άτομα που εμφανίζονται στη σκηνή κινούνται από το παρασκήνιο), εξυπηρετούν απλά και μόνο την πολιτική των καθυστερήσεων – στην οποία δυστυχώς συνεχίζουμε να αντιπαραθέτουμε μονότονα την πολιτική των υποκλίσεων.
Από την άλλη πλευρά, η πιθανότητα να μην επιβιβαστεί τελικά η Ελλάδα στο νεότευκτο πλοίο της Ευρώπης, στη σχεδιαζόμενη ομοσπονδία των ανεξάρτητων μεταξύ τους κρατών δηλαδή (εάν τελικά πραγματοποιηθεί), δεν είναι πλέον αμελητέα – ενώ η δόση των 31,5 δις € δεν είναι καθόλου δεδομένη.
Αυτό που ήταν και δυστυχώς συνεχίζει να είναι δεδομένο είναι το ότι, τα πάσης φύσεως μέτρα που λαμβάνονται, δεν έχουν καμία σχέση με την οικονομική επιστήμη – σε σημείο που να αναρωτιέται πανικοβλημένος κανείς, μεταφορικά φυσικά, εάν ο απώτερος σκοπός τους δεν είναι η νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση, η είσπραξη των δανείων και η λεηλασία της περιουσίας των Ελλήνων, αλλά ο πλήρης αφανισμός της Ελλάδας.
Ενέσεις κορτιζόνης
“Τυχόν έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, θα μείωνε την αξία των επενδύσεων μεταξύ 50% και 70%. Για εκείνο το χρονικό διάστημα λοιπόν, κατά το οποίο δεν είναι δεδομένη η παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ, δεν πρόκειται να υπάρξουν νέες επενδύσεις ή/και να εισρεύσει νέο χρήμα – ενώ οι εκροές στο εξωτερικό δυστυχώς θα συνεχίζονται.
Κατ’ επέκταση, η πιστωτική στενότητα στη χώρα μας θα επιδεινωθεί, λειτουργώντας μεταξύ άλλων ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία – η οποία θα συνεχίσει να ωθεί την οικονομία στη βαθύτερη ύφεση, τις επιχειρήσεις στη χρεοκοπία, τα νοικοκυριά στην απόγνωση, τα κόκκινα δάνεια των τραπεζών στα ύψη και την Ελλάδα στην έξοδο”.
Σε σχέση με τα παραπάνω έχουμε την άποψη ότι, η Ελλάδα δεν πρόκειται να οδηγηθεί στη δραχμή ή στο διπλό νόμισμα, πριν από τις αμερικανικές εκλογές – καθώς επίσης για εκείνο το χρονικό διάστημα, εντός του οποίου η Ευρωζώνη δεν θα έχει προλάβει να οχυρώσει την Ισπανία και την Ιταλία, απέναντι στις επιθέσεις των αγορών (ευτυχώς για την πατρίδα μας, κάτι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί).
Περαιτέρω, η κρίση χρέους της Ευρωζώνης δεν έχει σε καμία περίπτωση επιλυθεί – ενώ είναι αδύνατον να καταπολεμηθεί μόνο από την ΕΚΤ. Όπως λέγεται δε χαρακτηριστικά, “η αύξηση της ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες της Δύσης, το ναρκωτικό δηλαδή, ενεργεί δραστικά – δημιουργεί όμως εξάρτηση, με οδυνηρά μελλοντικά αποτελέσματα για τους «χρήστες»”.
Οι ριζικές λύσεις, οι οποίες απαιτούνται, είναι κυρίως πολιτικές – με την πολιτική να αποτελεί δυστυχώς τη ρίζα των προβλημάτων, αφού διεθνώς συναντώνται πάρα πολλές ανεπαρκείς κυβερνήσεις, με αδύναμους ηγέτες.
Οι επιθέσεις τώρα των αγορών δεν πρόκειται να σταματήσουν, εάν δεν πεισθούν απόλυτα ότι, το πείραμα του κοινού νομίσματος δεν είναι ανατρέψιμο – δηλαδή ότι, η Ευρωζώνη δεν είναι ένας δρόμος με επιστροφή. Απλούστερα, για εκείνο το χρονικό διάστημα, εντός του οποίου είναι δυνατόν να αποφασισθεί η διάλυση της Ευρωζώνης, οι αγορές θα συνεχίσουν τις επιθέσεις τους – με διαλλείματα, όπως μέχρι σήμερα.
Καλώς ή κακώς, η απόφαση για έκδοση ευρωομολόγων, τα βήματα προς τη δημοσιονομική και πολιτική ολοκλήρωση, η πλήρης εκχώρηση των αρμοδιοτήτων της Bundesbank και του γερμανικού συνταγματικού δικαστηρίου, στην ΕΚΤ και στο Ευρωπαϊκό δικαστήριο αντίστοιχα, η ένωση των ευρωπαϊκών τραπεζών κλπ. είναι μερικές από τις απαιτήσεις των αγορών – οι οποίες, εάν δεν ικανοποιηθούν, δεν πρόκειται να τις ηρεμήσουν.
Παράλληλα το ευρώ, σαν αποτέλεσμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης, γίνεται όλο και λιγότερο αγαπητό, ως κοινό νόμισμα – τόσο στις πλεονασματικές, όσο και στις ελλειμματικές οικονομίες της Ευρωζώνης.
Το γεγονός αυτό δεν αυξάνει την εμπιστοσύνη των αγορών, οι οποίες πανηγυρίζουν αποκλειστικά και μόνο από τις ενέσεις ρευστότητας (κορτιζόνης) της ΕΚΤ και τις Fed – κάτι που δεν θα διαρκέσει για πολύ, αφού η πραγματική οικονομία υποφέρει.
Στα πλαίσια αυτά, η Ελλάδα δεν χρειάζεται νέες ψευδείς ελπίδες και κενές υποσχέσεις από την ηγεσία της, αλλά επειγόντως ένα ρεαλιστικό σχέδιο Β – αφού τεκμηριωμένα η πολιτική της υποτέλειας, η οποία συνεχίζει να ακολουθείται, έχει ημερομηνία λήξης.
Το χρονικό ενός «εγκλήματος»
Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, από την αρχή του 2010 έως και το τέλος του 2011, οι ελληνικές τράπεζες, τα ασφαλιστικά ταμεία, η ίδια η ΤτΕ και αρκετοί ιδιώτες αποταμιευτές, αγόρασαν πολύ μεγάλο αριθμό ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου (αύξηση 51,2%).
Την ίδια ώρα μειώθηκε εντυπωσιακά το αντίστοιχο χαρτοφυλάκιο των αλλοδαπών τραπεζών (από 141 δις € την αρχή του 2010 σε 45,9 δις € στο τέλος του ίδιου έτους και σε 35 δις € το τέλος του 2011). Υπενθυμίζεται ότι, εκείνη την περίοδο η τότε κυβέρνηση ήταν αντίθετη με την επιλογή της αναδιάρθρωσης (PSI) του ελληνικού χρέους – την οποία όμως αργότερα ψήφισε, με συνεργό την αξιωματική αντιπολίτευση.
Το ερώτημα είναι: γιατί οι ελληνικές τράπεζες και ιδίως τα ασφαλιστικά ταμεία δέχονταν να αγοράζουν ελληνικά ομόλογα, δεδομένης της πασίγνωστης επισφάλειας τους; Οι μελλοντικές τιμές αυτών των ομολόγων θα ήταν, ούτως ή άλλως, πολύ χαμηλότερες καθώς πιθανολογούνταν η πτώχευση του ελληνικού κράτους.
Η απάντηση θα ήταν το ότι, οι τράπεζες ενθαρρύνθηκαν από την αναμενόμενη ερχομό του ΔΝΤ, το οποίο δεν θα τις άφηνε να πτωχεύσουν – ενώ τα διαθέσιμα των ασφαλιστικών ταμείων τα χειρίστηκε η ίδια η ΤτΕ, χωρίς να λογοδοτεί σε κανέναν.
Ταυτόχρονα, η αγορά ομολόγων συγκρατούσε (χειραγωγούσε;) την άνοδο των spreads – πράγμα που επιθυμούσε η κυβέρνηση, επειδή έτσι διαμόρφωνε ένα ευνοϊκό υπέρ αυτής κλίμα, παρέχοντας την περαιτέρω πίστωση χρόνου.
Οι διαδικασίες αυτές οδήγησαν σε μια ελληνοποίηση του χρέους, πράγμα που σήμαινε ότι το PSI επέδρασε κυρίως στα στοιχεία του ενεργητικού των ελληνικών (αλλά και των κυπριακών) τραπεζών – τις απώλειες των οποίων θα έπρεπε είτε να αναπληρώσουν με δικά τους κεφάλαια, είτε να αποφασισθεί η ανακεφαλαιοποίηση τους με τη βοήθεια της ΕΕ, είτε να χρεοκοπήσουν, είτε να εκποιηθούν σε ξένες (Λ.Τ. με δικές μας παρεμβάσεις).
Γερμανικές επανορθώσεις
Απόλυτα δίκαιο είναι, σύμφωνα με τον Hagen Fleischer, το ελληνικό αίτημα για την καταβολή των αποζημιώσεων από τη Γερμανία. Ο ιστορικός σημειώνει πως η Ελλάδα ήταν η μόνη από τις κατεχόμενες από τη ναζιστική Γερμανία μη σλαβικές χώρες (μετά την Πολωνία, τη Γιουγκοσλαβία και τη Σοβιετική Ένωση) η οποία είχε τις μεγαλύτερες απώλειες σε ανθρώπινες ζωές και σε υλικές ζημίες. Ο αυστριακής καταγωγής, ιστορικός και καθηγητής νεότερης Ιιτορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Hagen Fleischer, δίνει πλήρη απάντηση και τοποθετείται στο θέμα, σε συνέντευξή του στην αυστριακή εφημερίδα «Der Standard».
Απαριθμώντας αυτές τις απώλειες, επισημαίνει πως, πέρα από τους 60.000 Έλληνες Εβραίους που δολοφονήθηκαν, δεκάδες χιλιάδες άλλοι Έλληνες εκτελέστηκαν, τουλάχιστον 100.000 πέθαναν από πείνα, ένας στους τρεις Έλληνες υπέφερε από επιδημικές ασθένειες μετά τη γερμανική οπισθοχώρηση, πολλοί ήταν άστεγοι, καθώς είχαν καταστραφεί περί τις 100.000 κατοικίες, ενώ ολόκληρη η οικονομία και οι υποδομές της χώρας καταστράφηκαν στη διάρκεια της κατοχής και η Ελλάδα, από τότε, ποτέ δεν συνήλθε.
Οι εκτιμήσεις της ελληνικής πλευράς, το 1945, αναφερόταν σε ζημιά η οποία ξεπερνούσε τα δέκα δισεκατομμύρια προπολεμικά δολάρια. Η Ελλάδα πήρε από αυτά περί τα 25 εκατομμύρια δολάρια, σε σημερινές τιμές, κυρίως σε μορφή αποσυναρμολογημένων βιομηχανικών εγκαταστάσεων από τη Γερμανία που μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα, αλλά ακόμη και αυτά τα 25 εκατομμύρια δολάρια δεν πληρώθηκαν στην Ελλάδα από τους Γερμανούς, αλλά από την Υπηρεσία Αποζημιώσεων των Συμμάχων.
Λόγω του ψυχρού πολέμου το αίτημα της Ελλάδος και γενικότερα το ζήτημα των αποζημιώσεων ουσιαστικά χάθηκε μπροστά σε μία ευρύτερη ευρωπαϊκή πολιτική, με στόχο να καταστεί η Γερμανία προγεφύρωμα κατά των ανατολικών χωρών.
Όπως σημειώνει ο κ.Fleischer, η τωρινή χρονική στιγμή δεν είναι ιδιαίτερα ευνοϊκή για το ζήτημα των αποζημιώσεων, καθώς η γερμανική πλευρά διατείνεται πως η Ελλάδα θυμήθηκε ξαφνικά το θέμα, επειδή είναι τώρα χρεοκοπημένη. Όμως αυτό δεν αληθεύει, διότι το ζήτημα ετίθετο κάθε τόσο, επί δεκαετίες, από την ελληνική πλευρά, παρά το επίσημο μπλοκάρισμα του θέματος.
Πριν από τη γερμανική επανένωση χρησιμοποιούνταν το επιχείρημα πως ολόκληρη η Γερμανία είχε διεξάγει το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και δεν μπορούν να ζητούνται αποζημιώσεις από το ένα τμήμα της Γερμανίας – ενώ μετά το 1990 το επιχείρημα ήταν πως έχει περάσει τόσος πολύς χρόνος από τότε και στο μεταξύ τα ζητήματα έχουν λυθεί από μόνα τους.
Ο ίδιος μάλιστα θεωρεί εντελώς ουτοπικό το να δεχθεί η γερμανική πλευρά να πληρώσει επανορθώσεις για την Ελλάδα, γιατί αυτό θα δημιουργούσε προηγούμενο. Ως εκ τούτου πιστεύει πως η Ελλάδα θα πρέπει να επικεντρωθεί στο λεγόμενο αναγκαστικό κατοχικό δάνειο, το οποίο μάλιστα είχε αναγνωριστεί, τόσο από τις ναζιστικές δυνάμεις όσο και από τον ίδιο τον Χίτλερ, ως δάνειο που θα αποπληρωνόταν, αλλά χωρίς τόκους.
Το ενδιαφέρον στην υπόθεση είναι πως οι πρώτες δόσεις επιστράφηκαν και το «υπόλοιπο χρέος» είχε υπολογιστεί σε 476 εκατομμύρια χιτλερικά μάρκα ως «χρέη του 3ου Ράιχ προς την Ελλάδα» – σε σημερινές τιμές περίπου 6 έως 7 δις €, χωρίς τους τόκους, που αν συνυπολογιστούν, τότε το ποσό είναι αστρονομικό.
Τέτοια δάνεια, όπως αυτό που υποχρεώθηκε να καταβάλει η Ελλάδα στη ναζιστική Γερμανία, δεν είχαν επιβληθεί αλλού, γι’ αυτό και δεν υπάρχει προηγούμενο. Επιστρατεύει επιπλέον ο Αυστριακός ιστορικός τη γνώση του για τα γερμανικά αρχεία της δεκαετίας του 1950 όπου και αναφέρεται ρητά ότι κύριος στόχος της γερμανικής πολιτικής προς την Ελλάδα ήταν «η εξαφάνιση του πολεμικού παρελθόντος» – δηλαδή, ήταν συνειδητή επιλογή η αποσιώπηση του θέματος των αποζημιώσεων, ενώ χρησιμοποιήθηκε ως επιχείρημα έναντι των Ελλήνων. «Ξεχάστε τις απαιτήσεις για επανορθώσεις, αφού θέλετε να ενταχτείτε στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα», ήταν η τάση..
Το 1995, μετά την απεμπλοκή της Συνθήκης του Λονδίνου στο θέμα των χρεών, ως επακόλουθο της γερμανικής επανένωσης, η Ελλάδα έθεσε επίσημα το θέμα των επανορθώσεων. Το γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών, που βρισκόταν τότε στη Βόννη, αρνήθηκε να την παραλάβει διότι, σύμφωνα με ανακοίνωση της γερμανικής κυβέρνησης, είχε παρέλθει ο χρόνος διευθέτησης του θέματος – ενώ την ίδια τύχη είχαν και οι 65.000 αγωγές ιδιωτών που ζητούσαν αποζημιώσεις.
Σε ότι αφορά την επιτροπή που έχει συσταθεί για την εξέταση του αιτήματος για τις πολεμικές αποζημιώσεις, ο κ.Fleischer τονίζει ότι η επιτροπή αυτή ήταν μια αντίδραση στην πίεση που δέχεται η ελληνική κυβέρνηση από την αντιπολίτευση. Ωστόσο το όλο εγχείρημα δεν έχει νόημα, εφόσον δεν αντιδρά η γερμανική πλευρά.
Και στο παρελθόν υπήρξαν τέτοιες επιτροπές, όπου όμως και πάλι δεν αντέδρασε η γερμανική κυβέρνηση – πολύ περισσότερο δεν θα το κάνει τώρα που η Ελλάδα δεν θεωρείται ισότιμος εταίρος.
Όπως καταλήγει στη συνέντευξή του ο Αυστριακός ιστορικός, όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις, μετά το 1990, διακήρυτταν επίσημα πως δεν παραιτούνται από τις απαιτήσεις, τις οποίες θα θέσουν σε μια ευνοϊκή χρονική στιγμή – στιγμή όμως, που ποτέ δεν ήλθε και τώρα είναι φυσικά η πλέον δυσμενής στιγμή για να τεθεί αυτή η ιστορικά και ηθικά θεμελιωμένη αξίωση. (ΑΠΕ-ΜΠΕ)
casss.gr
casss.gr