Γράφει ο Ιάκωβος Ποθητός
Όταν βλέπω τις ρυτίδες στο πρόσωπό σου, χιλιάδες ενοχές νιώθω να με βαραίνουν, γιατί εγώ είμαι η αιτία που έγιναν.
Κι όταν μου χαμογελάς γεμάτη αγάπη, αναρωτιέμαι γιατί άραγε ο θεός να είναι τόσο γενναιόδωρος μαζί μου; Γιατί σ’ έστειλε δίπλα μου, να φωτίσεις τον δρόμο μου, να γαληνέψεις την ψυχή μου, να μου διδάξεις πώς ζει ο άνθρωπος.
Όταν βλέπω τους γκρίζους κροτάφους σου, τις πρώτες άσπρες νυφάδες στα μαλλιά σου, νιώθω να χάνομαι μέσα στις αμέτρητες πίκρες που σου ‘δωσα και δάκρυα μου ‘ρχονται στα μάτια. Κι όταν γυρνάς και με κοιτάς μ’ αγάπη, οργίζομαι, γιατί ποτέ δεν είχα καταλάβει πως δίπλα μου έχω τη μεγαλύτερη χαρά, την ίδια τη ζωή μου, εσένα.
Όταν θωρώ τα παιδιά μας, το δώρο που μου έδωσες, δεν βρίσκω τίποτα που μπορώ κι εγώ να σου προσφέρω, εκτός από την ταπεινή μου αγάπη. Και νιώθω ασήμαντος, φτωχός μα συνάμα πολύ τυχερός που είσαι η γυναίκα μου. Η γυναίκα που μ’ έκανε πατέρα, η μητέρα των παιδιών μου.
Όταν είμαι στο σπίτι μας, νιώθω τη στοργή σου σε κάθε γωνιά, σε κάθε σημείο. Η τρυφεράδα σου με τυλίγει, η φωνή σου μου διώχνει την κούραση. Κι εγώ ο ανόητος φωνάζω, για να δείξω πως είμαι ο δυνατός, ο ισχυρός, ο αφέντης. Όμως αλήθεια, εσύ είσαι αυτή που νικάς κάθε ημέρα και κάθε ώρα. Νικάς το ΕΓΩ, αυτόν τον μεγάλο εχθρό που εγώ δεν τολμώ να τα βάλω μαζί του.
Όταν ακούω τραγούδια αγάπης, νιώθω να φτερουγά η καρδιά μου. Απέραντο συναίσθημα που γεμίζει και την πιο άδεια καρδιά. Μα εκείνη τη στιγμή που απαλά μου πιάνεις το χέρι, καταριέμαι τον εαυτό μου που δεν μπορεί να πει τέτοια λόγια, που δεν μπορεί να τραγουδήσει τόσο γλυκά.
Όταν βλέπω το πόση φροντίδα, πόση αγάπη δείχνουν τα πουλιά στο ταίρι τους, στεναχωριέμαι που εγώ δεν ήμουν δίπλα σου όλες τις δύσκολες στιγμές που πέρασες, στην εγκυμοσύνη, στη γέννα, στη λοχεία.
Κι αναρωτιέμαι τι φταίει άραγε κι εμείς οι άνθρωποι δεν αγαπάμε όπως πρέπει, όπως αξίζει, ο ένας τον άλλον; Τι φταίει και δεν κάνουμε βασίλισσα τη γυναίκα μας στο φτωχικό μας παλάτι;
Όλα αυτά και πολλά άλλα με βασανίζουν κάθε φορά που την πόρτα της καρδιάς μου χτυπούν λόγια πικρά, λόγια φαρμακωμένα, λόγια από εκείνους που πληγώθηκαν από το σύντροφό τους.
Κι αισθάνομαι αδύναμος να συμβουλεύσω, να παρηγορήσω, γιατί εγώ είμαι ο πιο ένοχος, ο πιο άδικος απ’ όλους τους σκληρούς, τους άπονους.
Σε κάθε παράπονο, σε κάθε δάκρυ που σαν εξομολόγηση ξένοι και φίλοι μου λένε, αναγνωρίζω τη φωνή σου.
Δεν αναγνωρίζω όμως τα λόγια σου, γιατί εσύ ποτέ δεν μου παραπονιέσαι. Η ματιά σου γεμάτη ελπίδα υπόσχεται ένα καλύτερο αύριο, χωρίς σύννεφα, δίχως στεναχώριες. Και συλλογιέμαι πώς άραγε τον τρόπο μου μπορώ ν’ αλλάξω, τα λόγια μου να κάνω πιο γλυκά, πιο ζεστά. Μα όσες φορές υπόσχεση έδωσα στον εαυτό μου δεν το κατάφερα. Μ’ αξίζεις να προσπαθήσω ξανά, να σου χαρίσω όλα αυτά που σου στέρησα, να δικαιώσω τις θυσίες σου για τα παιδιά μας κι εμένα. Αξίζει μπροστά από όλα να βάλω εσένα γιατί είσαι η γυναίκα μου, η μητέρα των παιδιών μου, αυτή που μου χάρισε την καρδιά της…