Oι πόλεμοι του πετρελαίου στον 21ο αιώνα

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

2704Το τελευταίο διάστηµα, έχουµε γίνει µάρτυρες της γεωπολιτικής σύγκρουσης Ηνωµένων Πολιτειών και Ρωσίας µε αντικείµενο την ενεργειακή τροφοδοσία της Γηραιάς Ηπείρου, της Ευρώπης. Χώρες που ανήκαν στην πρώην ΕΣΣ∆ και έχουν σήµερα αναπτύξει στενές σχέσεις µε την Ουάσιγκτον (π.χ. Ουκρανία και Γεωργία – βλέπε σχετικό άρθρο στο ανά χείρας τεύχος της «Αµυντικής Βίβλου») προβάλλουν ως «τείχος» που υπό τις ευλογίες της υπερδύναµης επιχειρεί να αποτρέψει τον γεωπολιτικό έλεγχο -µέσω του ελέγχου της ενεργειακής της τροφοδοσίας- της Ευρώπης από τη Ρωσία, «χαρίζοντας» όµως αυτό τον έλεγχο στους νέους τους υπερατλαντικούς επίδοξους «κηδεµόνες», τις Ηνωµένες Πολιτείες. ΗΠΑ και Ρωσία σχεδιάζουν αγωγούς που θα παρακάµπτουν τις εκατέρωθεν «εχθρικές» περιοχές και διαγκωνίζονται για την εξασφάλιση των απαραίτητων ποσοτήτων πετρελαίου και φυσικού αερίου, καθώς οι υπάρχουσες ποσότητες δεν επαρκούν για να τροφοδοτήσουν και να  καταστήσουν βιώσιµους όλους τους αγωγούς.
Η Ελλάδα, που επιχειρεί να καταστεί διαµετακοµιστικός  ενεργειακός κόµβος, προχώρησε στην υπογραφή σηµαντικών συµφωνιών για την κατασκευή αγωγών, κυρίως µε τη Ρωσία, αλλά και που αφορούν αγωγούς τους οποίους σχεδιάζει η Ουάσιγκτον. Η στόχευση είναι διττή. Η χώρα µας µε αυτό τον τρόπο στοχεύει:
(α) Στην ενίσχυση της ασφάλειάς της, καθόσον η «διαπλοκή» των κρατικών-εθνικών συµφερόντων µε αυτά των µεγάλων δυνάµεων ενδέχεται να οδηγήσει τις τελευταίες να προστατεύσουν, εάν χρειαστεί, την ελληνική εδαφική κυριαρχία ώστε να µην κινδυνεύσουν οι επενδύσεις τους.
(β) Στην ενίσχυση της οικονοµίας από τα τέλη διέλευσης των υδρογονανθράκων και τα έργα υποδοµής που οι αγωγοί συνεπάγονται (θέσεις εργασίας, ανάπτυξη κ.λπ.) και
(γ) Στη διατήρηση σχέσεων αγαστής συνεργασίας και µε την αµερικανική και µε τη ρωσική πλευρά, που θα επαυξήσουν το ειδικό διπλωµατικό βάρος της χώρας µας και θα ενισχύσουν τον διεθνή της ρόλο, κατά τρόπο που να αυξηθούν οι δυνατότητες προστασίας και προώθησης των συµφερόντων της.
∆εδοµένου όµως ότι στη χώρα µας υπάρχει περιορισµένη γνώση-αντίληψη του διεθνούς ενεργειακού περιβάλλοντος και επίσης περιορισµένη συνειδητοποίηση του ότι όσα συµβαίνουν στην άµεση γεωπολιτική µας «γειτονιά» είναι άρρηκτα συνδεδεµένα µε το παγκόσµιο «παίγνιο» που εκτυλίσσεται µε στόχο την οµαλή και σε λογικές τιµές εξασφάλιση της ροής των υδρογονανθράκων προς τους -νέους και παλαιούς- µεγάλους καταναλωτές της υφηλίου, θα επιχειρήσουµε να εξηγήσουµε εν συντοµία τις βασικές παραµέτρους του προβλήµατος.
Σχεδόν από την αρχή της πολιτικής ιστορίας του πετρελαίου, η οποία ανάγεται στην κορύφωση του αγγλογερµανικού ναυτικού ανταγωνισµού που προηγήθηκε του Α΄ Παγκοσµίου Πολέµου (1905-1914), µια πλειάδα πολιτικών και οικονοµικών θεωριών, τόσο από την πλευρά του πολιτικού πραγµατισµού, όσο και από την πλευρά του κλασικού λενινισµού, έχουν υπογραµµίσει τη στρατηγική σπουδαιότητα του πετρελαίου για τον καθορισµό της εθνικής ισχύος και τη συσχέτισή του µε την κατάσταση ειρήνης και πολέµου. Η διακοπή της τροφοδοσίας πετρελαίου µπορεί να προκαλέσει διακρατική σύγκρουση, αν και οι δύο θεωρίες διαφέρουν παρασάγγας στην προσέγγισή τους για το τι ακριβώς προκαλεί τη σύγκρουση αυτή.
Πολλοί αναλυτές τείνουν να προκρίνουν ερµηνευτικά το ότι η ισχυρή ενεργειακή βιοµηχανία συνασπιζόµενη µε τον χρηµατοπιστωτικό κλάδο υπαγορεύει τη θέλησή της στις κυβερνήσεις. Αυτοί οι δύο παράγοντες ελέγχουν τις τιµές, αυτοί
ελέγχουν την παραγωγή και τη ζήτηση, αυτοί ορίζουν – λόγω της σπουδαιότητας που αξιωµατικά έχει το πετρέλαιο – και την
εξωτερική πολιτική των κρατών που τους εξυπηρετούν. Οι πετρελαϊκές εταιρείες και οι τράπεζες µπορεί να έχουν ιδιωτική ατζέντα, αλλά µια ενδελεχής ανάλυση της πολιτικής ιστορίας του πετρελαίου καταδεικνύει ότι σε επίπεδο Μεγάλων ∆υνάµεων, µε χαρακτηριστικότερο παράδειγµα τις ΗΠΑ, οποτεδήποτε προέκυψε ουσιαστική σύγκρουση ανάµεσα στο κρατικό και το εταιρικό συµφέρον, επικράτησε το πρώτο και όχι το δεύτερο. Εάν αυτό δεν ίσχυε, τότε η αµερικανική εµπλοκή στα πετρέλαια της Μεσοποταµίας την περίοδο 1918-1923 θα ήταν αποκλειστική υπόθεση µίας και µόνο εταιρείας (Standard Oil of New Jersey) και όχι µιας κοινοπραξίας εταιρειών όπως ακριβώς το επιθυµούσε το Στέιτ Ντιπάρτµεντ.
Εάν ίσχυε κάτι τέτοιο, οι αµερικανικές εταιρείες δεν θα είχαν προσφέρει το 50% των κερδών τους από την εκµετάλλευση των σαουδαραβικών πετρελαίων στη βασιλική οικογένεια το 1950 και δεν θα είχαν εµπλακεί στη διαχείριση –κατά 40%– των ιρανικών πετρελαίων µετά την ανατροπή του Μοσαντέκ το 1954.  Και το σπουδαιότερο, οι εταιρείες αυτές θα είχαν στρέψει την Ουάσιγκτον εναντίον του Ισραήλ σε όλες τις αραβοϊσραηλινές συγκρούσεις, και κυρίως κατά τον πόλεµο του 1973 (Γιοµ Κιπούρ). Η ύπαρξη και η ισχύς του ισραηλινού κράτους αποτελεί την ισχυρότερη διάψευση του επιχειρήµατος ότι η ενεργειακή διπλωµατία των ΗΠΑ είναι έρµαιο του πετρελαϊκού λόµπι.
Το ίδιο ακριβώς ισχύει και µε την ανικανότητα των αµερικανικών πετρελαϊκών εταιρειών να άρουν ή έστω να αµβλύνουν τις καταστρεπτικές γι’ αυτές κυρώσεις των ΗΠΑ έναντι του Ιράν, που απαγορεύουν την οποιαδήποτε ουσιαστική επενδυτική τους παρουσία στη χώρα, όχι όµως και στους ανά τον κόσµο ρωσικούς, ασιατικούς ή ευρωπαϊκούς ανταγωνιστές τους. Παρά το γεγονός ότι µια σηµαντική µερίδα των πολιτικών ρεαλιστών τείνει να συσχετίσει αιτιολογικά άµεσα τον κίνδυνο διακοπής της πετρελαϊκής τροφοδοσίας µε την έκρηξη πολέµου, η ιστορική πραγµατικότητα αποδεικνύει το αντίθετο. Μόνο ελάχιστες περιπτώσεις στην Ιστορία δεν ακολουθούν τον κανόνα. Η πρώτη αφορά στο αµερικανικό εµπάργκο του Ιουλίου 1941, µε το οποίο απαγορεύτηκαν οι εξαγωγές πετρελαϊκών προϊόντων και αργού προς την Ιαπωνία, γεγονός που κατέστησε αναπόφευκτη την αµερικανοϊαπωνική σύγκρουση στον Ειρηνικό Ωκεανό έξι µήνες αργότερα. Ενδεχόµενη µη αντίδραση της Ιαπωνίας θα συνεπαγόταν -µε δεδοµένο τον πόλεµο φθοράς που αντιµετώπιζε στην Κίνα- την αναπόφευκτη παράλυση της επιχειρησιακής της ικανότητας.
Ωστόσο, δεν ήταν αυτό καθαυτό το εµπάργκο που προκάλεσε τον πόλεµο. Οι Αµερικανοί θεωρούσαν ήδη τον πόλεµο αναπόφευκτο λόγω των επεκτατικών τάσεων του Τόκιο στον Ειρηνικό και τη στρατηγική του επιλογή να συµµαχήσει µε τον Χίτλερ. Το µόνο που εξέπληξε τους Αµερικανούς ήταν ότι χτυπήθηκαν πρώτα στο Περλ Χάρµπορ και όχι εκεί όπου ανέµεναν, στις Φιλιππίνες, τη βρετανική ναυτική βάση στη Σιγκαπούρη και βεβαίως τις Ολλανδικές ∆υτικές Ινδίες (Ινδονησία). Μέσω δε των τελευταίων, η Ιαπωνία επιδίωκε να εξουδετερώσει το αµερικανικό εµπάργκο.
Στην αυγή του 21ου αιώνα, η µόνη περίπτωση άµεσης αιτιώδους σχέσης ανάµεσα στον κίνδυνο διακοπής της πετρελαϊκής τροφοδοσίας και τη χρήση βίας από µεγάλη δύναµη αφορά στον Πόλεµο του Κόλπου το 1990-91, ο οποίος διεξήχθη παρά το ότι ενδεχόµενη διατάραξη της οµαλής πετρελαϊκής τροφοδοσίας δεν θα επηρέαζε άµεσα τη στρατιωτική ικανότητα των ΗΠΑ. Το γεγονός αυτό είναι ενδεικτικό των αυξηµένων κινδύνων που συνεπάγεται για το παγκοσµιοποιηµένο πετρελαϊκό σύστηµα η µεταψυχροπολεµική περίοδος, και συγκεκριµένα η αυξανόµενη ηγεµονική και µονοµερής επεµβατικότητα των ΗΠΑ στην περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Εάν η επεµβατικότητα αυτή συνεχιστεί σε συνδυασµό µε την επιστροφή της παγκόσµιας εισαγωγικής εξάρτησης στα δεδοµένα του 1973 (εκ νέου συγκέντρωσή της στον Περσικό Κόλπο), τότε οι πιθανότητες ξεσπάσµατος νέων πετρελαϊκών πολέµων θα αυξηθούν
γεωµετρικά την επόµενη εικοσαετία. Τα γεγονότα της 11ης Σεπτεµβρίου και η µετέπειτα αµερικανική εισβολή και κατοχή του Ιράκ αποτέλεσαν τα δύο γεγονότα-κλειδιά, που προκάλεσαν τριγµούς στα θεµέλια της «ειδικής σχέσης» ανάµεσα στο Ριάντ και την Ουάσιγκτον, από την άποψη ότι κατέστησαν και καθιστούν ολοένα και δυσχερέστερη τη νοµιµοποίηση της συµµαχίας των δύο κρατών στο εσωτερικό τους, πρωτίστως όµως στη Σαουδική Αραβία, νοµιµοποίηση που ούτως ή άλλως ήταν δύσκολο να επιτευχθεί.
Στην πραγµατικότητα, τα συµβάντα του 2001 και του 2003 ήρθαν να διευρύνουν την ευρύτερη γεωστρατηγική απόκλιση µεταξύ ΗΠΑ και Σαουδικής Αραβίας που προέκυψε την επαύριον του Πολέµου του Κόλπου, καθώς η αµερικανική κατοχή και µεταπολεµική διαχείριση του Ιράκ έχει καταστήσει την Ουάσιγκτον από «εξωτερικό εξισορροπιστή» σε παράγοντα περιφερειακής αποσταθεροποίησης και ανασφάλειας. Ο λόγος της σαουδαραβικής δυσαρέσκειας είναι προφανής. Η εξουδετέρωση του Σαντάµ Χουσέιν άφησε ένα µεγάλο κενό περιφερειακής ισχύος που οδήγησε στη γεωµετρική αύξηση της επιρροής του Ιράν αλλά και στη γιγάντωση της εσωτερικής «ασύµµετρης» ισλαµιστικής απειλής που καλείται να αντιµετωπίσει το βασίλειο, η οποία εκδηλώνεται µε πρωτοφανή σφοδρότητα µετά το Μάιο του 2003.
Εάν ενδεχόµενη διάλυση ή «λιβανοποίηση» του Ιράκ θα συνιστούσε «στρατηγική χρεοκοπία», ένα στρατηγικά επιτυχηµένο
Ιράκ δεν θα χαροποιούσε ιδιαιτέρως κανέναν στο Ριάντ! Ο λόγος είναι απλός: Το Ιράκ είναι η µόνη χώρα που, βάσει των εγνωσµένων της αποθεµάτων (90% πιθανότητα αποληψιµότητας) και δυνητικών (50% πιθανότητα υποληψιµότητας), µπορεί να απειλήσει τη σαουδαραβική ηγεµονία στον ΟΠΕΚ και στο παγκόσµιο πετρελαϊκό σύστηµα γενικότερα. Η πετρελαϊκή σαουδαραβική ηγεµονία εδραιώθηκε τη δεκαετία του 1970, βασιζόµενη σε δύο θεµελιακές συνιστώσες:
(α) Στην ύπαρξη στη Σαουδική Αραβία των µεγαλύτερων εγνωσµένων αποθεµάτων πετρελαίου στον κόσµο, συγκεκριµένα 262 δισ. βαρελιών, που αντιστοιχούν στο 25% των παγκοσµίων αποθεµάτων, και τα οποία έχουν αναδείξει τη χώρα ως τον ηγεµόνα – σταθεροποιητή του συστήµατος και ως τη µεγαλύτερη παραγωγική/εξαγωγική δύναµη του πλανήτη εδώ και 35 περίπου χρόνια, και
(β) Στο εξαιρετικά χαµηλό κόστος παραγωγής (από 0,75 έως 1,5 δολάριο ανά βαρέλι) και λειτουργικής συντήρησης των συγκεκριµένων πεδίων συγκριτικά µε κάθε άλλη πετρελαιοπαραγωγό περιοχή του κόσµου εκτός του Περσικού Κόλπου.
Αυτοί οι δύο παράγοντες –υψηλότατη συγκέντρωση αποθεµάτων και χαµηλότατο κόστος παραγωγής– καθιστούν τη Σαουδική Αραβία τον έσχατο αποταµιευτή του παγκόσµιου πετρελαϊκού συστήµατος µέσω της συντήρησης ενός δυναµικού υπερπαραγωγής (surplus production capacity) που µπορεί να «κινηθεί» µέσα σε διάστηµα 30 ηµερών προκειµένου:
(α) Είτε να ισοσταθµίσει την οποιαδήποτε τιµολογιακή άνοδο λόγω µιας διακοπής της πετρελαϊκής τροφοδοσίας για πολιτικούς λόγους, οπουδήποτε στον κόσµο, έτσι ώστε να αποτραπεί ή έστω να αµβλυνθεί ο αγοραστικός πανικός (market panic)
από την πλευρά των κρατών-εισαγωγέων (π.χ. ιρανική κρίση Οκτώβριος-∆εκέµβριος 1978 και Ιούλιος 1979-Ιανουάριος
1981, Πόλεµος του Κόλπου 1990-1991, αµερικανική εισβολή  στο Ιράκ 2003).
(β) Είτε να προκαλέσει αυτή τη διακοπή της τροφοδοσίας για πολιτικούς λόγους και τον συνακόλουθο αγοραστικό πανικό,
προς εξυπηρέτηση ιδίων πολιτικοοικονοµικών σκοπιµοτήτων, όπως η χώρα έπραξε το 1973-74, κατά τον πόλεµο του Γιοµ Κιπούρ, και κατά το πρώτο εξάµηνο του 1979 ως αντίδραση στην υπογραφή της συµφωνίας του Καµπ Ντέιβιντ (συνθήκη ειρήνης
µε το Ισραήλ) από τον Αιγύπτιο ηγέτη Ανουάρ Αλ Σαντάτ.
(γ) Είτε να προκαλέσει την κατάρρευση των τιµών έτσι ώστε να διαφυλάξει το σαουδαραβικό µερίδιο επί των παγκόσµιων
εξαγωγικών αγορών, τιθασεύοντας, τόσο τους εταίρους της στον ΟΠΕΚ, όσο και τους εκτός ΟΠΕΚ παραγωγούς/εξαγωγείς, όπως έπραξε η χώρα κατά το 1975-1977 έναντι του Ιράν και του Ιράκ, κατά το 1985-1986 έναντι του συνόλου του ΟΠΕΚ, του Μεξικού και της ΕΣΣ∆ και κατά το 1997-1998 έναντι πρωτίστως της Βενεζουέλας και δευτερευόντως του Ιράκ του Σαντάµ Χουσέιν.
Αυτή η κατάρρευση των τιµών, εκτός του ότι καταστρέφει την οποιαδήποτε προσπάθεια απεξάρτησης εξαρτώµενων από τις εισαγωγές πετρελαίου κρατών από τη χρήση του µέσω της ανάπτυξης εναλλακτικών καυσίµων, αποδυναµώνει τα όποια
οικονοµικά κίνητρα για την έρευνα-ανάπτυξη πετρελαϊκών πεδίων σε περιοχές που δεν ελέγχονται από το καρτέλ του ΟΠΕΚ (χαµηλές τιµές συνεπάγονται χαµηλά έσοδα, άρα µικρά κεφάλαια που µπορούν να κατευθυνθούν σε επενδύσεις). Αυτή η πολιτική στην ουσία «ευνουχίζει» την εξαγωγική πολιτική και συρρικνώνει τις κρατικές προσόδους εκείνων των πετρελαιοπαραγωγών κρατών – όπως η Ρωσία, η Νορβηγία, η Νιγηρία, το Μεξικό, το Αζερµπαϊτζάν, το Καζακστάν και η Βενεζουέλα- που έχουν να αντιµετωπίσουν έως και 15πλάσιο κόστος εξόρυξης και εκµετάλλευσης πετρελαίου, συγκριτικά µε αυτό της Σαουδικής Αραβίας, και ορισµένων άλλων κρατών του Κόλπου, συµπεριλαµβανοµένου του Ιράκ.
Εάν οι εν λόγω οικονοµίες είναι διαφοροποιηµένες, όπως συµβαίνει στην περίπτωση της Νορβηγίας, δηλαδή εάν οι κρατικές πρόσοδοι εξαρτώνται σε περιορισµένο επίπεδο -λιγότερο του 25%– από την εξαγωγή πετρελαίου, τότε το πολιτικοοικονοµικό κόστος είναι ανάλογα περιορισµένο. Για τις υπόλοιπες, ωστόσο, µη διαφοροποιηµένες οικονοµικά χώρες στις οποίες τα κρατικά έσοδα εξαρτώνται από τις εξαγωγές πετρελαίου, συµπεριλαµβανοµένης πλέον και της Ρωσίας, µια δραστική µείωση των κρατικών τους προσόδων µπορεί να αποβεί δυσανάλογα επιζήµια για την εθνική τους οικονοµία, µε ό,τι αυτό συνεπάγεται σε επίπεδο εξωτερικής και αµυντικής πολιτικής.
Είναι επί παραδείγµατι σαφές ότι η πρόσφατη οικονοµική ανάκαµψη της Ρωσίας µετά τη χρηµατιστηριακή κατάρρευσηoil1 του 1998 – σηµειωτέον ότι η χώρα µείωσε το δηµόσιο χρέος της από το 90% στο 36% του ΑΕΠ, αποπλήρωσε το σύνολο των διεθνών τραπεζικών της χρεών (ρωσικής και σοβιετικής προέλευσης) και αύξησε τα δολαριακά της αποθέµατα από 8 σε 483 δισεκατοµµύρια την περίοδο 1999-2008– οφείλεται σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα στις εξαγωγές υδρογονανθράκων και τις εξαιρετικά υψηλές διεθνείς τιµές.
Μια τέτοια πορεία, µε τη συνεπαγόµενη γεωπολιτική ώθηση που έδωσε στη Ρωσία η δραστική µείωση της δανειοληπτικής της εξάρτησης από τη ∆ύση, θα ήταν µαθηµατικά αδύνατη µε τιµές πετρελαίου στα επίπεδα των 10-12 δολαρίων του 1998. Κατά την τελευταία τριακονταετία, η Σαουδική Αραβία διαδραµάτισε αυτό τον ηγεµονικό ρόλο επειδή ακριβώς ήλεγχε και εξακολουθεί να ελέγχει το συντριπτικό κοµµάτι της παγκόσµιας πλεονασµατικής παραγωγικής ικανότητας.
Εάν δε κανείς συνυπολογίσει το εξαιρετικά χαµηλό κόστος παραγωγής και έρευνας για πετρέλαιο στo Ιράκ, που κυµαίνεται από τα 0,75 δολάρια ανά βαρέλι στην περιοχή του Κιρκούκ έως τα 3-3,5 δολάρια ανά βαρέλι για τον µέσο όρο της επικρατείας, τότε μπορούµε να µιλήσουµε για το δυνητικά µεγαλύτερο «Ελντοράντο» της παγκόσµιας πετρελαϊκής Ιστορίας µετά την αρχική συνειδητοποίηση του µεγέθους των σαουδαραβικών αποθεµάτων το 1944. Τα µεγέθη είναι όντως δυσθεώρητα.
Από τα 112 δισ. βαρέλια εγνωσµένων αποθεµάτων το 2004, οι ίδιοι οι Ιρακινοί κάνουν λόγο από τον Αύγουστο του 2004 για
214 επιπλέον δισ. βαρέλια εκµεταλλεύσιµου πετρελαίου. Αν και η ανωτέρω εκτίµηση φαίνεται να είναι υπερβολική, το σύνολο
σχεδόν των µελετών που έχουν γίνει κατά την τελευταία τριετία εκτιµούν ότι η αύξηση των εγνωσµένων αποθεµάτων του Ιράκ
µπορεί κάλλιστα να φτάσει έως τα 100 δισ. βαρέλια επιπλέον των υπαρχόντων αποθεµάτων, αγγίζοντας τα 225 δισ. βαρέλια
έναντι των 262 δισ. βαρελιών της Σαουδικής Αραβίας.
Στην πραγµατικότητα, όπως καταδεικνύει η εµπειρία τόσο του 1973-74 όσο και του 1978-80, η Ουάσιγκτον δεν µπορεί να προωθήσει την εξωτερική και αµυντική της πολιτική στον Περσικό Κόλπο χωρίς τη διακριτική υποστήριξη ή, έστω, την ανοχή του Ριάντ. Επειδή ακριβώς οι ΗΠΑ έχουν καταστεί ένας από τους µεγαλύτερους εισαγωγείς πετρελαίου στον κόσµο (Net Import Dependence over 62%), γνωρίζουν ότι η οποιαδήποτε στρατιωτική τους επιχείρηση στον Περσικό Κόλπο πρέπει να «νοµιµοποιείται» ενδοπεριφερειακά και να «αντασφαλίζεται» πετρελαϊκά από το πλεονασµατικό παραγωγικό δυναµικό της Σαουδικής Αραβίας, όπως ακριβώς έγινε και στην περίπτωση της εισβολής του Ιράκ το Μάρτιο του 2003. Σε διαφορετική περίπτωση, µια µονοµερής αµερικανική επιχείρηση –π.χ., κατά του Ιράν- θα έχει δοµικά αποσταθεροποιητικά αποτελέσµατα για το παγκοσµιοποιηµένο πετρελαϊκό σύστηµα προκαλώντας – αντί να αποτρέψει- µια νέα κρίση που θα πλήξει πρώτα απ’ όλα τις ίδιες τις ΗΠΑ, όπως ακριβώς είχε συµβεί µε τη µονοµερή επέµβαση της Βρετανίας και της Γαλλίας στο Σουέζ το 1956.
Κίνα
Η αναγκαιότητα διασφάλισης άµεσης πρόσβασης (µε προοπτική την ιδιοκτησία) σε υπερπόντια πετρελαϊκά αποθέµατα (Σουδάν, Νιγηρία, Αγκόλα, Καζακστάν) που θα ελέγχονται από κρατικούς «πρωταθλητές», όπως η CNPC (Chinese National Petroleum Corporation) και η CNOOC (Chinese National Offshore Oil Company), σε συνδυασµό µε τη διαφοροποίηση των εισαγωγών, µε προσανατολισµό µακριά από περιοχές που ελέγχονται άµεσα από αµερικανικά στρατεύµατα, αποτελούν τους δύο θεµέλιους λίθους επί των οποίων βασίζεται η ανάπτυξη της κινεζικής πετρελαϊκής διπλωµατίας. Αν και το πετρέλαιο αναλογεί περίπου στο 20% του συνόλου των κινεζικών πρωτογενών αναγκών σε ενέργεια, η ζήτησή του αυξάνεται µε ρυθµούς γεωµετρικής προόδου. Ως αποτέλεσµα, µέσα σε λιγότερο από µία πενταετία, η Κίνα αναδείχθηκε (2003) ως ο µεγαλύτερος καταναλωτής πετρελαίου στον κόσµο µετά τις ΗΠΑ, απορροφώντας περί τα 6,5 εκατοµµύρια βαρέλια/ηµέρα (ΕΚΒ/Η), ή το 7,6% της παγκόσµιας παραγωγής, έναντι 6,8% της Ιαπωνίας και 25,1% των ΗΠΑ.
Συνολικά, η Κίνα αποτελεί πλέον τη δεύτερη πιο ενεργοβόρο οικονοµία παγκοσµίως, µετά τις ΗΠΑ, καταναλώνοντας κατά τη διάρκεια του 2005 το 14% του συνόλου των παραγόµενων ενεργειακών πόρων του πλανήτη έναντι του 23% που αναλογεί στις ΗΠΑ. Όπως ήταν αναµενόµενο, αυτή η δραµατική ετήσια αύξηση της ζήτησης πετρελαίου, που αντιστοιχεί στο 40% περίπου της παγκόσµιας αύξησης κατά την παρελθούσα πενταετία, πολλαπλασίασε και την εισαγωγική εξάρτηση της Κίνας κατά έναν ιστορικά ανεπανάληπτο τρόπο. Οι κινεζικές εισαγωγές πετρελαίου, έφτασαν από το µηδενικό επίπεδο στο οποίο βρίσκονταν το 1992, να καλύπτουν το 23% της τελικής ζήτησης το 1998 και το 45% της τελικής ζήτησης το 2005! Η ανάδειξη της Κίνας ως µεγάλου πετρελαϊκού καταναλωτή ωστόσο δεν συνεπάγεται τον καλύτερο συντονισµό πολιτικών µεταξύ των κρατών-καταναλωτών.
oilΗ οποιαδήποτε απόπειρα των ΗΠΑ να επιβάλλουν «εµπάργκο» στην Κίνα, επιχειρώντας, επί παραδείγµατι, να την αποτρέψουν από µια στρατιωτική επέµβαση κατά της Ταϊβάν, προϋποθέτει ότι η υπερδύναµη θα έχει εξασφαλίσει τη συναίνεση του κράτους-εξαγωγέα από το οποίο και θα προέρχονται οι εκάστοτε κινεζικές εισαγωγές. Εάν δεν εξασφαλιστεί η συναίνεση αυτού του κράτους, τότε η Ουάσιγκτον θα πρέπει να «αποζηµιώσει» µε κάποιον τρόπο τον εξαγωγέα, ο οποίος δεν θα πληρωθεί από το Πεκίνο λόγω του ότι η αµερικανική πολιτική αποφάσισε να ακυρώσει την ολοκλήρωση των συγκεκριµένων συµβολαίων.
Το πιο σηµαντικό, όµως, είναι ότι, επειδή ακριβώς η Ουάσιγκτον δεν µπορεί να «αποζηµιώσει» τον ΟΠΕΚ, το ενδεχόµενο το αµερικανικό «εµπάργκο» να µετατραπεί σε «µπούµερανγκ» για τις ίδιες τις ΗΠΑ όπως και για όλα τα υπόλοιπα κράτη-καταναλωτές που είναι σύµµαχοι της Ουάσιγκτον είναι ιδιαίτερα αυξηµένο. Σε µια παγκοσµιοποιηµένη αγορά, όπου οι ΗΠΑ είναι οι ίδιες ο µεγαλύτερος καταναλωτής και ένας από τους µεγαλύτερους εισαγωγείς πετρελαίου, η απώλεια της κινεζικής αγοράς για τον ΟΠΕΚ, θα σηµάνει την πρόκληση «φούσκας» στις παγκόσµιες τιµές, πρώτα απ’ όλα για τις ίδιες τις ΗΠΑ. Ανεξαρτήτως του βαθµού της κινεζικής ανησυχίας σχετικά µε την ασφάλεια των πετρελαϊκών εισαγωγών της χώρας -που µεταφέρονται κατά 90% διά θαλάσ-
σης- η στρατηγική στόχευση για διαφοροποίησή τους και αποµάκρυνση από τον Περσικό Κόλπο δεν φαίνεται να έχει ρεαλιστικές πιθανότητες επιτυχίας.
Στην πραγµατικότητα, το ποσοστό των κινεζικών εισαγωγών που προέρχονται από τις χώρες του Περσικού έχει παραµείνει σταθερό στο 46% κατά την τελευταία δεκαετία (1995-2005). Αυτή η κατάσταση είναι το πιθανότερο ότι θα συνεχιστεί την επόµενη εικοσαετία. Ακόµη και εάν οι κινεζικές εισαγωγές από την Ανατολική Σιβηρία και το Καζακστάν ανέλθουν, στην καλύ-
τερη των περιπτώσεων, στα 1,2 ΕΚΒ/Η έως το 2020, θα αντιστοιχούν και πάλι µόλις στο 15% των 8 ΕΚΒ/Η που θα εισάγει
έως τότε η Κίνα. Το υπόλοιπο 85% θα εξακολουθεί να περνάει µέσα από τα Στενά της Μαλάκκα, και πάνω από το µισό του συνόλου των εισαγωγών θα εξακολουθήσει να προέρχεται από τον Περσικό Κόλπο.
Ρωσία
Στην περίπτωση ενός ρωσικού πετρελαϊκού εµπάργκο κατά του ΝΑΤΟ, η Μόσχα θα πρέπει εκ των προτέρων να διασφαλίσει την υποστήριξη των κρατών-µελών του ΟΠΕΚ, και συγκεκριµένα της Σαουδικής Αραβίας. Εφόσον δεν διασφαλιστεί η στήριξη του ΟΠΕΚ ή τουλάχιστον του ΟΑΠΕΚ (Οργανισµός Αραβικών Πετρελαιοεξαγωγέων Κρατών) και η Μόσχα προχωρήσει στην
παύση των εξαγωγών της, η συνακόλουθη αύξηση της παραγωγής του ΟΠΕΚ/ΟΑΠΕΚ θα εξουδετερώσει την οποιαδήποτε πιθανότητα επιτυχίας του ρωσικού εµπάργκο. Η Ε.Ε. θα αυξήσει τις εισαγωγές της από τις χώρες του ΟΠΕΚ/ΟΑΠΕΚ, ενώ η αύξηση της παραγωγής θα κρατήσει τις τιµές διάθεσης του αργού σε παγκόσµιο επίπεδο. Εκτός αυτού, το σύνολο σχεδόν των ρωσικών εξαγωγών πετρελαίου (93%) κατευθύνεται, και θα συνεχίσει έως τα τέλη της ερχόµενης δεκαετίας να κατευθύνεται, µέσω αγωγών προς την ευρωπαϊκή αγορά, οπότε η µονοµερής εθελουσία διακοπή τους θα πρέπει να θεωρείται συνώνυµο της οικονοµικής αυτοχειρίας.
Σε περίπτωση ενός ρωσικού εµπάργκο αερίου, παρά το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι θα είχαν µεγάλη δυσκολία στην αναπλήρωση του αερίου που θα έχαναν από τη Ρωσία µέσω εναλλακτικών εισαγωγών, η ίδια η Ρωσία θα έχανε σε ανάλογο αν όχι µεγαλύτερο βαθµό, δεδοµένου ότι:
(α) Δεν διαθέτει εναλλακτικές αγορές για τη διάθεση του αερίου και
(β) Η πλειοψηφία των ευρωπαϊκών κρατών, συµπεριλαµβανοµένων των τριών µεγαλυτέρων οικονοµιών της Ευρωζώνης, διαθέτουν
επαρκή αποθέµατα αερίου σε υπόγειες φυσικές δεξαµενές, που -σύµφωνα µε την ΙΕΑ- θα τους επέτρεπαν να αντιµετωπίσουν αποτελεσµατικά το ενδεχόµενο της πλήρους διακοπής των ρωσικών εξαγωγών, για ένα περίπου χρόνο, στην περίπτωση της Γαλλίας και της Γερµανίας, και για έξι περίπου µήνες, στην περίπτωση της Ιταλίας.
Θεόδωρος Γ. Ρ. Τσακίρης, διδάκτορας Στρατηγικών Σπουδών 
Πηγή: ΑΜΥΝΤΙΚΗ ΒΙΒΛΟΣ
Ελλάς

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ