Στὴν τρίτη ὁμιλία τοῦ 1965, ὁ Πικιώνης κάνει μιὰ ἐνδιαφέρουσα ἀναφορὰ στὸν Γιαννόπουλο (προηγουμένως ἀναφέρεται στὸν Ἄγγελο Σικελιανό, ἀκολούθως στὸν Ζὰν Μορεάς), ἐπιβεβαιώνοντας πόσο ἐμπνεύσθηκε ἀπὸ τὸν τελευταῖο καὶ δίνοντάς μας τὸ δικαίωμα νὰ τὸν θεωροῦμε τεκμηριωμένα πλέον ὡς ἕναν ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους- συνεχιστὲς τοῦ ἀξέχαστου προφήτου τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
«Καὶ μόνο ποὺ τὰ εἶπε αὐτά, μοῦ φτάνει.»
Ἀκολουθεῖ τὸ σχετικὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὶς ὁμιλίες τοῦ Πικιώνη (σελ. 54-56).
Τρίτη ὁμιλία: «Συναισθηματικὴ τοπογραφία» [1]
«[…]
Σὲ αὐτὸ ἀναφέρω μερικὰ τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου, τὸν ὁποῖον εἶχα γνωρίσει πολὺ βαθιά, ἂν θέλετε. Καί, τοῦ ἀφιερώνει [ὁ Ἄγγελος Σικελιανός], δὲν τό ᾿χω αὐτό, γιατὶ μόνο ἂν τό ᾿βρισκα καὶ τὸ συνταίριαζα μὲ τοῦτο, τὶ τοῦ λέει, ἐκεῖ θὰ βλέπατε τὴν πραγματικὴ οὐσία τοῦ Γιαννόπουλου ἀλλὰ ὡς, ἀδιάφορο ἂν ἀπὸ μία πλευρὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τὸν βρεῖ σὰν -θέλω νὰ πῶ- νὰ μπορεῖ νὰ τοῦ ἀνεύρει ἴσως καὶ κάποιον ἀρνητικὸν χρακτῆρα. Εἶναι πολὺ αὐστηρὸς μὲ αὐτόν. Σὲ ὅλα μπορεῖ νὰ βρεῖ ἕνα ἀρνητικό.
Εἶχα συζητήσει μὲ τὸν Ἀποστολάκη [2] ὁ ὁποῖος ἦταν ἀρνητὴς τοῦ Παλαμᾶ. Ἐν τούτοις ὅταν διαβάζω αὐτά, βλέπω ὅτι ἐκεῖνος ἔμενε στὴν καθαρὰ κριτική, καὶ ἡ καθαρὰ κριτικὴ ὅ,τι καὶ νά ᾿ναι κι αὐτὴ σὰν ποίηση, ἀλλὰ πάντως δὲν κάνει ποίηση. Κι ἔτσι μὲ τὸν χρόνο ἔνιωσα πὼς ὁ Παλαμᾶς ἦταν ποιητής· τοῦτος [ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος] ἦταν ἑραστὴς τοῦ τόπου. Καὶ μόνο γι᾿ αὐτὴν του τὴ διείσδυση, φτάνει. Μιὰ φορὰ πῆγα στὴ γωνιά του καὶ μοῦ ᾿δειχνε: «Αὐτὴ ἡ γωνιὰ εἶναι ἡ σύνοψις τῆς δημιουργίας μου.» Ἀλλὰ μέσα μου -μοῦ φαίνεται τὸ ξανά ᾿πα αὐτό- εἶδα κάποια ἔλλειψη. Δὲν μπορῶ νὰ δεχθῶ ὅτι αὐτὸ ἦταν τὸ ἅπαντο τῆς ἑλληνικῆς δημιουργίας. Ἦταν πολὺ ἐπιμέρους. Πίσω ἀπ᾿ αὐτὸ καὶ πέρα απ᾿ αὐτό, τί ἦταν;
«Μητέρα, μητέρα» -μόνο ποὺ τὰ λέει αὐτά, μοῦ φτάνουν. Τὸν ἀναφέρω γι᾿ αὐτό, «Μητέρα, μητέρα». Μόνο ποὺ τά ᾿πε αὐτά. Μοῦ φτάνει, δὲν ζητῶ τίποτε ἄλλο:
«Μητέρα, μητέρα, θεία γῆ ἑλληνική, καὶ σεῖς, γηγενεῖς, θεοὶ ἑλληνικοί […]. Ἀνάστησε, ὦ θεία μητέρα, τὰ νέα σώματα καὶ τὰ νέα πνεύματα. […] καὶ καταπέμψετε σεῖς, ὦ ὡραῖοι θεοὶ ἑλληνικοί […] τὴν πανεύμορφον θείαν χάριν σας.» [3]
Φτάνει ὅτι τά ᾿δε [ὁ Γιαννόπουλος], ὅτι τὰ ἀντίκρισε ἀπ᾿ αὐτό. «Ἕνα τιποτένιο παιδί». Ἦταν πανέμορφος δέ, δὲν ὑπῆρχε ἄλλος. Καὶ ἐκεῖνο τὸ ποίημα τοῦ Σικελιανοῦ, τοῦ ὁποίου δὲν εἶχα τὴν ἔκδοση ἐδῶ, ἀκριβῶς μιλάει γι᾿ αὐτό. [4]
Κάποτε ζήτησα νὰ μιλήσω καὶ μουγκάθηκα, δὲν μποροῦσα νὰ ἀναχθῶ. Ὁ Σικελιανὸς τὰ λέει αὐτά, ὅτι κανεὶς δὲν ἦταν τόσο αὐτό, κανεὶς δὲν ἦταν νὰ κρατήσει ἕνα κλωνάρι ἐλιᾶς ἢ ἕνα στάχυ σὰν κι αὐτόν. «Ἕνα τιποτένιο παιδί» (τοῦ ὀφείλουμε νὰ τοῦ ἀναγνωρίσουν τὴ μία μορφὴ ἐδῶ: ) «τρέχον στῶν γλαυκῶν βουνῶν τῆς Ἀττικῆς τὰ Ἀδώνια φῶτα, εἶδε, στῶν κατάλαμπρων μεσημεριῶν τὰ καταγάλανα οὐράνια, νὰ περνᾶ τὸ ὁλόλευκον ἄτι τῆς ἀναγεννήσεως μὲ τὰ τρισμέγιστα κάτασπρα πτερά». [5]
Φτάνει· εἶναι ὀπτασίες αὐτές.
«Ἀπώτατα εἰς τοὺς κυανοροδίνους ἀέρας ἀσημένια καμπάνα σημαίνει τὸν ὄρθρον τῆς ἀναγεννήσεως.» [6]
«Μητέρα, μητέρα, θεία γῆ ἑλληνική, καὶ σεῖς, γηγενεῖς, θεοὶ ἑλληνικοί, μή, μὴν ἀφίσετε, τὴν καταποντισμένη στὶς ἀτιμίες φυλή σας, νὰ χαθῆ. Ἀνάστησε, ὦ θεία μητέρα, τὰ νέα σώματα καὶ τὰ νέα πνεύματα, διὰ τοὺς κυκλώπειους πολέμους καὶ καταπέμψετε σεῖς, ὦ ὡραῖοι θεοὶ ἑλληνικοί […] τὴν πανεύμορφον θείαν χάριν σας, εἰς τὸ πνεῦμα τὸ ἑλληνικόν.» [3]
Γιὰ τὸν ἑαυτόν του πάλι:
«Ἕνα τιποτένιο παιδί, τρέχον στῶν γλαυκῶν βουνῶν τῆς Ἀττικῆς τὰ Ἀδώνια φῶτα, εἶδε, στῶν κατάλαμπρων μεσημεριῶν τὰ καταγάλανα οὐράνια νὰ περνᾶ τὸ ὁλόλευκον ἄτι τῆς ἀναγεννήσεως.» [6]
Φτάνει αὐτὴ ἡ ἑνότης.
[…]»
Σημειώσεις:
[1] Ὁ τίτλος εἶναι ἴδιος μὲ αὐτὸν προηγούμενου ἄρθρου τοῦ Πικιώνη στὸ περιοδικὸ «Τὸ 3ο μάτι» (2-3/1935).
[2] Γιάννης Ἀποστολάκης (1886-1947), φιλόλογος καὶ κριτικός.
[3] Περικλῆς, Γιαννόπουλος, «Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907 (δεύτερη προμετωπίδα)
[4] Βλ. Ἄγγελος Σικελιανός, «Περικλῆς Γιαννόπουλος», Λυρικός Βίος, τόμ. Β’, 63-67.
[5] Περικλῆς, Γιαννόπουλος, «Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907 (πρώτη προμετωπίδα)
[6] Περικλῆς, Γιαννόπουλος, «Νέον Πνεῦμα», 1906 (πρώτη προμετωπίδα).
Διά χειρός Καλλιμάχου