Το πολιτικό «έγκλημα» του να τηρείς τις υποσχέσεις

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Βασίλης Δημ. Χασιώτης

Η εκλογή Τραμπ, αυτή καθαυτή, ήταν βέβαιο ακόμα και από την προεκλογική περίοδο, ότι θα προκαλούσε «σοκ και δέος» στους πολιτικούς του αντιπάλους τόσο εντός των ΗΠΑ όσο και εκτός ΗΠΑ, εφόσον εκλέγονταν.

Όπερ και εγένετο. Εξελέγη και μαζί του έφερε και το «σοκ» και το «δέος», βεβαίως στους πολιτικούς του αντιπάλους, τόσο εντός ΗΠΑ όσο και εκτός αυτών.
Ασφαλώς το «σοκ και δέος», δεν προέρχεται από τον ιδιόρρυθμο ή τον εκρηκτικό έως και απρόβλεπτο χαρακτήρα του.
Το «σοκ και δέος» προέρχεται από τις πολιτικές του τοποθετήσεις, που πλέον θα λάβουν τη μορφή συγκεκριμένων πολιτικών, αλλά και από τον τρόπο που αντιλαμβάνεται την άσκηση της εξουσίας.
Σε ό,τι αφορά τις πολιτικές του πεποιθήσεις, αυτές από τους αντιπάλους του θεωρούνται ότι εμπίπτουν στην ακροδεξιά ατζέντα, τουλάχιστον όπως αυτοί την εννοούν, (παρέκκλιση από ό,τι εθεωρείτο πολιτικώς ορθό και αποδεκτό με βάση την κρατούσα Νεοφιλελεύθερη Τάξη Πραγμάτων, ιδίως στο μεταναστευτικό ζήτημα, την πολυπολιτισμικότητα, τον εθνομηδενισμό και τη woke ατζέντα), ενώ σε ό,τι αφορά τον τρόπο που αντιλαμβάνεται την άσκηση της εξουσίας, πράγματι εδώ, εισάγει τον τρόπο που ο ίδιος γνωρίζει καλά, και που είναι αυτός της διοίκησης «επιχειρηματικού στυλ», δηλαδή, πρόταξη της άμεσης και αδιαμεσολάβητης διαπραγμάτευσης μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών, παραμερισμός της μη αναγκαίας γραφειοκρατίας, εστίαση στο όφελος από την κάθε συνεργασία. Τι μου δίνεις τι σου δίνω.
Στην πολιτική, είναι βέβαιο, πως πάντα υπάρχουν άνθρωποι που θα συμφωνούν μαζί σου, όπως και άνθρωποι που θα διαφωνούν. Αυτό το ζήτημα, στις δημοκρατίες, επιλύεται από τον ίδιο τον λαό, ο οποίος με την ψήφο του, εκφράζει με ποια άποψη συμφωνεί και με ποιαν όχι, με ποια ηγεσία επιθυμεί να συμπορευθεί και με ποια όχι. Όπως π.χ., αυτό που ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος Τραμπ είπε στην ομιλία κατά την ορκωμοσία του, ότι θα επαναφέρει την «κοινή λογική», μιας και υπάρχει πλήθος «κοινών λογικών», εν τούτοις στο επίπεδο της ενιαίας κοινωνίας και του λαού, δεν υπάρχει παρά μια «κοινή λογική» και είναι αυτή που ο λαός δια της ψήφου του αποφάσισε ποια εξ όλων των εναλλακτικών «κοινών λογικών» που του «προσφέρονται» θα υιοθετήσει, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αύριο μεθαύριο, δεν θα επιλέξει μια άλλη, εντελώς αντίθετη. Όμως, αυτή είναι η Δημοκρατία, και μιας δεν διαθέτουμε επί του παρόντος κάποια κοινώς αποδεκτή καλύτερη εναλλακτική, οφείλουμε να σεβόμαστε τους κανόνες της (εννοώ τους συνταγματικούς κανόνες της).
Και μιας ο λόγος περί Τραμπ, προσωπικά, είμαι αδιάφορος έναντι της εσωτερικής πολιτικής του, όχι όμως και της εξωτερικής του πολιτικής, διότι οι εξωτερικές πολιτικές ιδίως των Μεγάλων Δυνάμεων και ιδίως των Υπερδυνάμεων, πάντοτε προκαλούν συνέπειες για όλο τον κόσμο, κυρίως δε για τις σφαίρες επιρροής τους, και ουσιαστικά οι δικές τους εξωτερικές πολιτικές, επηρεάζουν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο κατά περίπτωση βαθμό και τις εσωτερικές (αλλά και εξωτερικές) πολιτικές των μικρότερων χωρών που ανήκουν στο ίδιο block. Έτσι, π.χ., έχει μεγάλη σημασία να διαπιστώσουμε κατά πόσο ο «χρυσούς αιώνας» των ΗΠΑ που ο Ντόναλντ Τραμπ οραματίζεται για τη χώρα του, δεν θα συνεπάγεται ότι το κόστος αυτού του εγχειρήματος θα το πληρώσει ο υπόλοιπος πλανήτης, ή τμήμα του πλανήτη, όπως αυτό συνέβη προκειμένου η «Δύση» να καταστεί το πιο πλούσιο τμήμα της Γης, επειδή σε κάποιο βαθμό, άλλοτε μεγαλύτερο και άλλοτε λιγότερο, «απλά» λεηλάτησε σχεδόν όλη την υπόλοιπη υφήλιο.
Κατά τα λοιπά, ασφαλώς και υπάρχουν πτυχές της πολιτικής που ο ρεπουμπλικάνος Πρόεδρος πρεσβεύει με τις οποίες συμφωνώ, (όπως π.χ., με την ανάγκη να τεθεί ένα τέλος στην παράνοια της woke ατζέντας) και άλλες που διαφωνώ, (π.χ., προσωπικά, δεν θα ενέκρινα με την ψήφο μου ως πολιτικούς «συμμέτοχους» στην πολιτική εξουσία δισεκατομμυριούχους, με τους οποίους η απόσταση των δικών μου συμφερόντων και των δικών τους είναι χαοτική, μιας κι αυτοί έχουν κάθε συμφέρον εγώ να είμαι καθηλωμένος εδώ που βρίσκομαι ή και σε χειρότερη μοίρα, διότι αυτό εξασφαλίζει ότι αυτοί θα βρίσκονται εκεί που βρίσκονται ή και ακόμα παραπάνω), όπως άλλωστε συνέβαινε και με όλους τους προηγούμενους Προέδρους των ΗΠΑ, και όπως συμβαίνει και με άλλες ηγεσίες, άλλων κρατών, και ασφαλώς υπάρχουν πτυχές του τρόπου άσκησης της διακυβερνήσεώς του, (του Τραμπ), με τις οποίες θα μπορούσα να συμφωνήσω (π.χ., με το να επιχειρηθεί να αφαιρεθούν από την δημόσια γραφειοκρατία οι «παραδοσιακές» αγκυλώσεις και δυσλειτουργίες της) αλλά και να διαφωνήσω (π.χ., δεν αποδέχομαι το νεοφιλελεύθερο αφήγημα ότι η δημόσια γραφειοκρατία είναι εξορισμού «άχρηστη» και ότι ο ιδιωτικός τομέας θα μπορούσε να αναλάβει τις λειτουργίες της ή τουλάχιστον αρκετές απ’ αυτές).
Στις δημοκρατίες, κυρίαρχος σε κάθε χώρα είναι ο λαός της. Αυτό συμβαίνει, αυτό πρέπει να συμβαίνει, και οφείλουμε, εφόσον αποδεχόμαστε αυτή την αρχή, να σεβόμαστε τις επιλογές του.
Όμως, έχει κάποιο ενδιαφέρον να δούμε εδώ, στην Ελλάδα, πώς στον δημόσιο λόγο, ιδίως στον συστημικό, αντιμετωπίζεται το «φαινόμενο Τραμπ», μετεκλογικά, δηλαδή, μετά την εκλογή του ως Προέδρου των ΗΠΑ.
Με μια πρόταση, μπορώ να περιγράψω ως εξής την εικόνα, εκ μέρους των πολιτικών αντιπάλων του αμερικανού Προέδρου εδώ στην Ελλάδα, όπως εγώ την εισπράττω, όπως εγώ την αντιλαμβάνομαι, από τη θέση του απλού πολίτη : «σοκ και δέος», ήδη με την υπογραφή των πρώτων πολλών εκτελεστικών διαταγμάτων του Ντόναλντ Τραμπ, με τα οποία, σχεδόν με όλα διαφωνούν οι πολιτικοί του αντίπαλοι στις ΗΠΑ, δηλαδή το κόμμα των Δημοκρατικών όπως και οι ιδεολογικοί και πολιτικοί τους φίλοι, εδώ στην Ελλάδα (αλλά και στην υπόλοιπη Δύση, επομένως και στην Ευρώπη).
Όλη αυτή η συζήτηση, που είχε νόημα προεκλογικά, πλέον δεν έχει ουσιαστικό νόημα μετεκλογικά, παρά μόνο ως κάτι που δείχνει ότι είναι δύσκολο σε κάποιους να αποδεχτούν τη νέα πραγματικότητα. Όμως, ό,τι έχει σημασία, είναι ακριβώς να αποδεχτείς αυτή την νέα πραγματικότητα. Όχι να την υιοθετήσεις και να την ασπαστείς, εφόσον δεν την πιστεύεις. Άλλωστε και την προηγούμενη πραγματικότητα, κάποιοι άλλοι την ανέχονταν υποχρεωτικά και ίσως χωρίς να διαθέτει πάντα και την λαϊκή νομιμοποίηση, πράγμα καθόλου σπάνιο στις δυτικές μας Δημοκρατίες.
Δεν θα επεκταθώ πολύ. Θα εστιάσω μονάχα σε ένα ζήτημα, το οποίο μου προκάλεσε το ενδιαφέρον ακούγοντας (και βλέποντας) στον δημόσιο λόγο τα όποια σχόλια και «αναλύσεις» (ενίοτε της κακιάς ώρας, κατ΄ εμέ πάντα).
Λοιπόν, το ζήτημα αυτό, που μου κίνησε το ενδιαφέρον, είναι ο ορυμαγδός και συχνά η ειρωνεία κάποιων, όταν σχολίαζαν τα εκτελεστικά διατάγματα του Τραμπ, αυτά τα πρώτα εκτελεστικά διατάγματα.
Η παρατήρησή μου εδώ, είναι τούτη. Δεν μένω στο ζήτημα της εκ μέρους μας αποδοχής ή όχι του περιεχομένου αυτών των διαταγμάτων. Αυτό πρωτίστως αν όχι αποκλειστικά αφορά τον ίδιο τον λαό των ΗΠΑ.
Εκείνο που μου κάνει εντύπωση, είναι ότι όλος αυτός ο ορυμαγδός προκύπτει από το γεγονός ότι ο Πρόεδρος Τραμπ, ό,τι υλοποιεί, είναι ακριβώς ό,τι έχει υποσχεθεί στον αμερικανικό λαό, ο οποίος και τον υπερψήφισε συντριπτικά. Επαναλαμβάνοντας πως εν προκειμένω, δεν εστιάζω στο περιεχόμενο των διαταγμάτων, αλλά στην συνέπεια λόγων και έργων ενός πολιτικού ηγέτη, στη συνέπεια της τήρησης του «συμβολαίου» μεταξύ αυτού και του λαού του, μου είναι εξαιρετικά δύσκολο να αντιληφθώ γιατί θα πρέπει να κατηγορείται ένας πολιτικός ηγέτης γι΄ αυτό το λόγο, δηλαδή λόγω της συνέπειάς του σε ό,τι υποσχέθηκε.
Για να το θέσω διαφορετικά το ζήτημα, αυτό που εγώ αντιλαμβάνομαι, είναι ότι αν Πρόεδρος Τραμπ, ήδη από τα πρώτα εκτελεστικά του διατάγματα, πρόδιδε τα όσα είχε υποσχεθεί στον λαό του, διερωτώμαι αν αυτό, εδώ στην Ελλάδα αλλά και στην επίλοιπη Δύση, θα προκαλούσε ίσως μια τεράστια ανακούφιση, μιας και το «σοκ και δέος» θα αποδεικνύονταν πλέον ως ένας κίνδυνος που παρήλθε. Όμως, από άποψη Δημοκρατίας, αυτό μπορεί να είναι αποδεκτό; Και έχει άραγε κάποια σημασία, σ’ αυτή την υποθετική εξέλιξη, ποια θα ήταν τα συναισθήματα του αμερικανικού λαού; Εν τοιαύτη περιπτώσει, ποιον από τους δύο θα δικαιολογούσαμε; Τον αμερικανικό λαό που θα ένοιωθε προδομένος, ή τον Τραμπ, του οποίου η κυβίστηση ναι μεν, πρόδωσε τον λαό του, όμως, διέσωσε εμάς από τις συνέπειες των πολιτικών του;
Όμως, όπως και να το κάνουμε, μας αρέσει δεν μας αρέσει, η αλήθεια είναι τούτη. Ο Τραμπ, δεν έκρυψε τίποτα από τον αμερικανικό λαό, ο οποίος με ελεύθερες και αδιάβλητες εκλογές ενέκρινε το πρόγραμμα του.
Αν τώρα, θέλουμε να κάνουμε κάποια ενδιαφέρουσα δημόσια συζήτηση επί του θέματος αυτού, ευκαιρίας δοθείσης, τότε θα πρότεινα να ανοίξουμε την δική μας ατζέντα, για το πόσο καλά λειτουργεί η δική μας Δημοκρατία (και στην Ευρώπη βεβαίως, αλλά ας μείνουμε στα καθ’ ημάς), πάντα σχετικά με το παραπάνω θέμα. Δηλαδή της συνέπειας λόγων και έργων προεκλογικά και μετεκλογικά, εκ μέρους των κομμάτων εξουσίας. Άραγε, υπερβάλλω αν υποστηρίξω, πως υπάρχουν περιπτώσεις, όχι και τόσο σπάνιες, κατά τις οποίες ενώ κοιμόμαστε το βράδυ των εκλογών να έχουμε ψηφίσει άλλο κυβερνητικό πρόγραμμα, να ξυπνάμε με ένα άλλο πρόγραμμα να εφαρμόζεται την επομένη, όχι διότι έγινε κάποιο μεταμεσονύχτιο στρατιωτικό πραξικόπημα εν τω μεταξύ το οποίο κατάργησε επαναστατική δικαίω το εγκεκριμένο με τη λαϊκή ψήφο πρόγραμμα, μα διότι το πραξικόπημα έγινε από το ίδιο το κόμμα που κέρδισε τις εκλογές;
Το να βλέπω σήμερα τα ντόπερμαν της δημόσιας προπαγάνδας, συχνά τα ίδια που κυριαρχούσαν την προηγούμενη δεκαετία όταν συστηματικά αποκαθηλώνονταν οι θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές λειτουργίας της Ελληνικής Δημοκρατίας, την οποία αποκαθήλωση ευλογούσαν ως υπηρέτηση του γενικού συμφέροντος, να εξεγείρονται διότι ένας δημοκρατικά εκλεγμένος Πρόεδρος εφαρμόζει όσα είχε υποσχεθεί, τουλάχιστον τούτες τις πρώτες ώρες της διακυβέρνησης του, ασφαλώς αυτό αποτελεί την επιτομή της αθλιότητας. Λίγο απέχουμε από το να αναγάγουμε σε πολιτικό έγκλημα το να τηρείς τις υποσχέσεις σου.
Αρνούνται ακόμα και να περιγράψουν τα γεγονότα ως έχουν. Θα μείνω σε ένα μονάχα παράδειγμα. Αυτό της μετανάστευσης. Εδώ, έχουν καταργήσει τη λέξη παράνομη μετανάστευση. Η λέξη έχει λογοκριθεί. Υπάρχει μόνο μετανάστευση και όχι παράνομη μετανάστευση. Έτσι, όχι μόνο στις ΗΠΑ τώρα με τον Τραμπ, αλλά και στην Ευρώπη και σε όλο τον Δυτικό Κόσμο (όπου κυριαρχεί, ακόμα, η «πολιτική ορθότητα»), κάθε μέτρο εναντίον της παράνομης μετανάστευσης, (επαναλαμβάνω, της παράνομης μετανάστευσης), στον δημόσιο συστημικό λόγο, τέτοια μέτρα αναφέρονται ως μέτρα κατά της μετανάστευσης, και όχι ως μέτρα κατά της παράνομης μετανάστευσης, και σαν να μην φτάνει αυτό, αποκρύπτοντας ότι πρόκειται για μέτρα κατά της παράνομης μετανάστευσης, ακολουθούν οι χαρακτηρισμοί εναντίον όσων αντιτίθενται στο φαινόμενο της παράνομης μετανάστευσης ως ξενοφοβικών, ρατσιστών, κατά παραχώρηση δε, το πολύ να αναφερθούν σε παράτυπη μετανάστευση, που σημαίνει οιονεί νόμιμη, πλην με κάποιο μικροπρόβλημα τυπικής μορφής άνευ ουσίας. Και το χειρότερο αρνούνται να τοποθετηθούν πάνω στο ζήτημα της εφαρμογής των ίδιων των νόμων που απαγορεύουν το αυτονόητο, δηλαδή την παράνομη μετανάστευση. Έτσι στον συστημικό δημόσιο λόγο, αυτός που είναι υπέρ της νομιμότητας χαρακτηρίζεται ξενοφοβικός και ακροδεξιός ο δε υπέρμαχος της παρανομίας προοδευτικός.
Όμως, όλη αυτή η ανησυχία, του συστημικού πολιτικού συστήματος εδώ στην Ευρώπη, και στην Ελλάδα ασφαλώς, ίσως να προέρχεται από την ανησυχία τους για τις συνέπειες αυτού που έχει αποκληθεί «Τραμπ effect» (νομίζω από τον καθηγητή κ. Ιωάννη Μάζη). Συνήθως, ό,τι συμβαίνει στην Μεγάλη υπερατλαντική Δημοκρατία, με κάποια υστέρηση, συνήθως διασχίζει τον ωκεανό και διαχέεται και στην Ευρώπη, αυτή την ετεροκαθορισμένη ιδεολογικά και πολιτικά Ευρώπη, που τελεί υπό την υψηλή προστασία και επιστασία των ΗΠΑ. Αυτό είναι που φοβούνται. Την έλευση αυτής της νέας Τάξης Πραγμάτων που τούτη τη στιγμή διαμορφώνεται στις ΗΠΑ, αλλά θα επιβληθούν σε όλη της σφαίρα της γεωπολιτικής της επιρροής, δηλαδή σε όλη τη Δύση. Βεβαίως η Δύση (πλην ΗΠΑ) θα αντιδράσει, όμως, οι πιθανότητες δεν είναι υπέρ της. Ο χρόνος είναι κρίσιμος, και χρόνος προκειμένου να επουλώσει τις αδυναμίες της και κυρίως ανασυγκροτηθεί ως μια αυτόνομη και ανεξάρτητη από τις ΗΠΑ οντότητα, δεν υπάρχει. Έχει άλλωστε σημασία να διακρίνουμε, ποιους αφορά ο «φόβος» μιας τέτοιας ανατροπής των πραγμάτων. Αφορά την εγκαθιδρυμένη κυρίαρχη ελίτ στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτή η ελίτ, είναι πλέον αντιμέτωπη προς μια νέα ελίτ στις ΗΠΑ, μάλλον εχθρικής προς αυτή. Αυτό προοιωνίζει την έναρξη μιας διεργασίας επιβολής μιας νέας κυρίαρχης ελίτ στην Ευρώπη, φιλικής προς τις ΗΠΑ, με ό,τι αυτό σημαίνει. Το ζήτημα είναι ιστορικά, πόσες φορές η Ευρώπη, και κυρίως υπό ποιες ηγεσίες και με ποιες αντιλήψεις, και για πόσο καιρό, μπόρεσε να ορθώσει «ανάστημα» έναντι των ΗΠΑ, και με ποιο αποτέλεσμα. Αυτό είναι που φοβάται η κυρίαρχη ευρωπαϊκή ελίτ, η οποία όμως, έχει κι ένα πρόσθετο disadvantage : αυτή η ελίτ, δεν έχει την υποστήριξη των λαών της Ευρώπης. Πόσο θα μπορέσει να αντέξει με αυτό το δεδομένο; Η αμφισβήτηση της κρατούσας Τάξης Πραγμάτων στην Ευρώπη, είναι σχεδόν καθολική. Κι όσα εκλογικά τερτίπια κι αν γίνουν, όπως το αίσχος της εκλογικής μεθόδευσης που συνέβη στη Γαλλία, ή το να ακυρώνεις εκλογές αλλού επειδή το αποτέλεσμα δεν ήταν αρεστό, τέτοια φαινόμενα, και πολλά άλλα, αποδεικνύουν ότι η Ευρώπη είναι βαριά άρρωστη ιδεολογικά, πολιτικά, αλλά και σε επίπεδο ηγεσιών και της ίδιας της Δημοκρατίας.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ