Γίνεται συνάντηση στο Προεδρικό Μέγαρο, μεταξύ της Προέδρου, και του Πρωθυπουργό, και ενώπιον του φακού, να ανταλλάσσουν τυπικότητες συγκρατημένης μεταξύ τους νευρικότητας, και με έναν Μητσοτάκη εμφανώς στην θέση του δικαιολογούμενου, να προσπαθεί να της εξηγήσει το «συγνώμη «που σ απάτησα» πολύ» όπως επίσης και της Προέδρου να διατελεί εκτός πάσης ένδειξης συγκατάβασης.
Τα εκτός φακού μεταξύ τους ειπωμένα δεν θα τα μάθουμε ποτέ, αφ ενός, αλλα και ποιος να νοιάζεται να τα ακούσει αφ ετέρου. Μια ήδη καταγεγραμμένη και εντελώς άγονη, τυπική και θλιβερή συνάμα, περίοδος της Νεοελληνικής ιστορίας βρίσκει το τέλος της χωρίς να περιέχει όχι μόνον κανένα απολύτως στοιχείο ανάσχεσης της, προς την παρακμή, πορείας των Ελλήνων, αλλά αντιθέτως, με τον επόμενο «ενοικιαστή» του Μεγάρου να μην τυγχάνει λαού εκτίμησης, πέραν των στα Ιωάννινα ψηφοφόρων του.
Και έτσι βλέπουμε έναν Μητσοτάκη σε παγκόσμια πρωτιά, να απορρίπτει όπως ξαναρίξει αυτό που ο ίδιος έριξε, επιχρυσώνοντας της το χάπι με λόγια…που έδειξαν …οποία η διαφορά με τα προ τετραετίας λόγια, τα εντελώς αντίθετα, που την ανέδειξαν. Μόνον που μόνον ένας Μητσοτάκης, παγκόσμιο φαινόμενο αφού δεν έχει ξαναγίνει, το «κατορθώνει».