«Η νηνεμία παράγει ασύμμετρα οφέλη» διαπιστώνει ο πρώην υφυπουργός Εξωτερικών και πρόεδρος του Ευρωπαικού Κέντρου Αριστείας στο ΕΚΠΑ όσον αφορά τα «ήρεμα νερά» τα οποία υποτίθεται ότι χαρακτηρίζουν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Εκτιμά ότι η ελληνική πολιτική του κατευνασμού είναι εσφαλμένη και προκρίνει έναν διάλογο διεκδικητικής εξομάλυνσης με βασική θέση αρχής ότι δεν χαρίζουμε τίποτα, ενώ επιμένει ότι μια σοβαρή χώρα πρέπει πάντα να εκκινεί από την προετοιμασία για το χειρότερο δυνατό σενάριο.
Από την Μύρνα Νικολαίδου
«Το διεθνές δίκαιο δεν είναι Αι Βασίλης που μοιράζει δώρα χωρίς να κάνεις τίποτα», λέει χαρακτηριστικά στην «ΕτΚ». Πηγαίνοντας δε ένα βήμα παραπέρα, ξεδιπλώνει τις προτάσεις του για μια νέα στρατηγική με ορόσημο τα 200 χρόνια από την ανακήρυξη του ελληνικού κράτους με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του βιβλίου «Για μία νέα στρατηγική απέναντι στην Τουρκία-Πώς θα ακυρώσουμε τη «Γαλάζια Πατρίδα», το οποίο παρουσιάζεται αύριο στις 6.30 στο Πολεμικό Μουσείο.
Προ ολίγων ημερών ο κ. Μπαχσελί με αφορμή τη φερόμενη ανάπτυξη πυραύλων στα νησιά του Αιγαίου, αμφισβήτησε την κυριαρχία των Δωδεκανήσων. Είναι ξεκάθαρο ότι το δόγμα της Γαλάζιας Πατρίδας δεν πρόκειται να εγκαταλειφθεί από την Άγκυρα. Ποια πρέπει να είναι η ελληνική αντίδραση, διότι οι άνευρες ομολογουμένως απαντήσεις του ΥΠΕΞ στις διαρκείς τουρκικές προκλήσεις δεν φαίνεται να έχουν βάλει κανένα φρένο στον τουρκικό ιμπεριαλισμό.
Να ξεκαθαρίσουμε πρώτα-πρώτα ότι η αμφισβήτηση της ελληνικότητας των Δωδεκανήσων δεν αποτελεί μια «πάγια» επιδίωξη της Τουρκίας, όπως ακούμε από διάφορες πλευρές. Είναι αντίθετα μια πολύ πρόσφατη εξέλιξη, των τελευταίων λίγων ετών. Διότι ναι μεν υπήρξαν ακραίες κραυγές Τούρκων που αμφισβητούσαν την ελληνική κυριαρχία στο παρελθόν, όμως επρόκειτο για μεμονωμένους εξτρεμιστές. Είναι θλιβερό ότι μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης αλλά και του πολιτικού συστήματος επιδεικνύει άγνοια κινδύνου: αγνοεί πχ. ότι οι τουρκικές δικεδικήσεις έχουν διευρυνθεί εντυπωσιακά. Αυτές δεν αφορούν πλέον μόνο θαλάσσιο, εναέριο ή υποθαλάσσιο χώρο αλλά και το ίδιο το ελληνικό έδαφος, αποβλέποντας τελικά σε αλλαγή των ανατολικών συνόρων της χώρας μας. Η ιστορία ξεκίνησε δυστυχώς με την εθνική ήττα στα Ίμια, όταν η Τουρκία άρχισε να αμφισβητεί μέσω της θεωρίας των «γκρίζων ζωνών» την ελληνικότητα όλων σχεδόν των μικρών κατοικημένων νησιών και βραχονησίδων του Αν. Αιγαίου. Από το 2020 και μετά, με τρεις επιστολές του Μόνιμου Αντιπροσώπου της στον ΟΗΕ, η Άγκυρα πέρασε σε υψηλότερο στάδιο προκλητικότητας. «Ή αποστρατιωτικοποιείτε τα ανατολικά νησιά σας» —επειδή, όπως ισχυρίζεται, παραβιάζουν τις Συνθήκες Λωζάνης και Παρισίων —« ή αμφισβητώ την ελληνική κυριαρχία επ’αυτών». Επισημαίνω εδώ και την ψευδαίσθηση που καλλιεργείται από πολλούς στη χώρα μας, ότι δήθεν η Γαλάζια Πατρίδα αφορά μόνο σε θαλάσσιο χώρο. Δυστυχώς, η Τουρκία σχεδιάζει να αμφισβητήσει ακόμη πιο ανοιχτά την ελληνικότητα όλων των ανατολικών νησιών μας – και αυτόν ακριβώς τον σχεδιασμό υπηρετεί ο κ. Μπαχτσελί.
Πριν λίγα μόλις χρόνια ακούγονταν οι γνωστές ιταμότατες απειλές «θ’ αρθω μια νύχτα ξαφνικά» κλπ. Πιστή στη στρατηγική της του «μακροπρόθεσμου σχεδιασμού και των μικρών κάθε φορά βημάτων» τώρα η Άγκυρα πάει ένα βήμα πιο μακρυά. Η απειλή από τον κυβερνητικό εταίρο του Ρ.Τ.Ερντογάν είναι πλέον ευθεία και ωμότατη και ενισχύεται με ομοβροντία καθοδηγούμενων δημοσιευμάτων περί αύξησης της στρατιωτικοποίησης των νησιών μας. Η Ελλάδα έχει κάθε δικαίωμα -υποχρέωση θα έλεγα- να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα άμυνας για τα νησιά της. Προσωπικά θα προτιμούσα πάντως, πρώτα να υλοποιούνται οι εξαγγελίες για ευαίσθητα θέματα και μετά να ανακοινώνονται ως τετελεσμένα γεγονότα. Μάλιστα πολλά κράτη προτιμούν να αφήνουν να πλανάται μια σκόπιμη ασάφεια ως προς τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις τους ώστε να μην διευκολύνεται ο αντίπαλος.
Είναι ενδιαφέρον ότι οι νέες προκλήσεις ήταν τόσο εξωφρενικές, που έκαναν ακόμη και το -τα τελευταία χρόνια σχεδόν άφωνο- ΥΠΕΞ να διαμαρτυρηθεί, έστω και χλιαρά. Όπως εξηγώ αναλυτικά στο νέο μου βιβλίο, από το 2019 και μετά η χώρα μας κινείται ιδεοληπτικά με την εσφαλμένη -όπως αποδεικνύεται- πεποίθηση ότι τις λύσεις τις φέρνει αποκλειστικά η απόλυτη προσήλωση στο διεθνές δίκαιο και από εκεί και πέρα δεν χρειάζεται να κάνουμε οτιδήποτε. Αυτή η εμμονική υπεραπλούστευση των εξελίξεων εγκυμονεί όμως μεγάλους κινδύνους γιατί οδηγεί σε εφησυχασμό και απώλεια ευκαιριών. Το διεθνές δίκαιο δεν είναι Αι Βασίλης που μοιράζει δώρα χωρίς να κάνεις τίποτα.
Η παγκόσμια πρωτοτυπία με την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών
Στο βιβλίο σας, δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στον διάλογο διεκδικητικής εξομάλυνσης με βασική θέση αρχής ότι δεν χαρίζουμε τίποτα. Συνεπώς πάμε κατευθείαν στην κήρυξη ΑΟΖ με την Κύπρο και την υποβολή των περίφημων χαρτών του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού; Και αν το πράξουμε είμαστε έτοιμοι για το worst case scenario που αναφέρεται και στο βιβλίο σας ή εκτιμάτε ότι δεν θα φτάσουμε μέχρι εκεί;
Μια σοβαρή χώρα πρέπει πάντα να εκκινεί από την προετοιμασία για το χειρότερο δυνατό σενάριο. Με την Τουρκία ως γείτονα, οι εντάσεις, κρίσεις και συγκρούσεις πρέπει να θεωρούνται πιθανότατες. Παρ’όλα αυτά η «μικρή» Κυπριακή Δημοκρατία ήδη κατέθεσε στην ΕΕ τον θαλάσσιο χωροταξικό της σχεδιασμό, δηλ. αποτύπωσε -ως όφειλε- σε χάρτη με τις σχετικές συντεταγμένες τις θαλάσσιες ζώνες της. Η Ελλάδα αντί -όπως θα περίμενε κανείς- να σπεύσει να αδράξει την ευκαιρία, «αμέλησε». Προτίμησε μάλιστα να παραπεμφθεί στο Δικαστήριο της ΕΕ, παρά να ασκήσει τα δικαιώματά της και μάλιστα στο φιλικότερο δυνατό διπλωματικό περιβάλλον, την Ένωση. Στην ευρωπαϊκή αυτή πρωτοτυπία ας προσθέσουμε και μια παγκόσμια: να επιδιώκουμε δηλ. οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών χωρίς να έχουμε ποτέ καταθέσει χάρτη ως προς την έκτασή τους. Κατά την διαδικασία των οριοθετήσεων κάθε κράτος καταθέτει τις απόψεις του (συχνά και στον ΟΗΕ, όπως έκανε η Τουρκία) αποτυπωμένες με γεωγραφικές συντεταγμένες, έτσι ώστε αυτές στη συνέχεια να αποτελέσουν αντικείμενο συμφωνίας, είτε μετά από Απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου, είτε μέσω διμερών διαπραγματεύσεων. Δεν γνωρίζω περιπτώσεις παγκοσμίως που να μην κατατέθηκαν εκατέρωθεν θέσεις και χάρτες. Βεβαίως πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η κατάθεση συντεταγμένων δεν συνεπάγεται ότι θα γίνει αυτόματα αποδεκτή από την άλλη πλευρά. Το τελικό αποτέλεσμα συνήθως διαφέρει από τις αρχικές θέσεις των μερών και εξαρτάται από την (όχι πάντα απόλυτα νομική) κρίση του Δικαστηρίου αλλά συχνά και από τη δεινότητα των διαπραγματευτών.
Χάνονται ιστορικές ευκαιρίες για σημαντικά ανταλλάγματα
Παρατηρούμε το τελευταίο διάστημα μία επαναπροσέγγιση Ευρώπης-Τουρκίας -είδαμε και το πρόσφατο ταξίδι της φον ντερ Λάυεν την Άγκυρα που συνοδεύτηκε με την χορήγηση ενός δις για το προσφυγικό-. Ενώ ουδείς μπορεί να πει με βεβαιότητα αν η κυβέρνηση Τραμπ θα ξαναβάλει την Άγκυρα στο παιχνίδι. Πιστεύετε ότι μια ενδεχόμενη επιστροφή του ασώτου στην Δύση μπορεί να αποβεί εις βάρος των ελληνικών συμφερόντων;
Εδώ και καιρό επιμένω ότι το ήπιο κλίμα στην σχέσεις μας με την Τουρκία δεν είναι άμοιρο δυσμενών συνεπειών σε βάρος μας. Προβάλλεται -κατά τη γνώμη μου καθ’υπερβολή- ως μέγιστο εθνικό όφελος ότι διακόπηκαν οι παραβιάσεις του εθνικού εναερίου χώρου. Παραβλέπονται όμως σημαντικές παρενέργειες του ήπιου κλίματος που πρέπει να αντιμετωπισθούν γιατί η νηνεμία παράγει ασύμμετρα οφέλη. Κι αυτό γιατί η Διακήρυξη των Αθηνών φαίνεται να οδηγεί την Ελλάδα σε αυτοσυγκράτηση, ενώ την Τουρκία σε φρενήρη και πολύπλευρη. προετοιμασία. Το κλίμα των εναγκαλισμών εμποδίζει συγκεκριμένα τη χώρα μας να αξιοποιήσει διαπραγματευτικά προς όφελός της τα σημαντικότατα κέρδη που η Άγκυρα αντλεί ανεμπόδιστα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Η γείτων ενδιαφέρεται διακαώς για τον εκσυγχρονισμό της Τελωνειακής Ένωσης ΕΕ- Τουρκίας με τεράστια οικονομικά οφέλη για την ίδια, για την απόκτηση τεχνολογίας και μάλιστα στρατιωτικής για την πολεμική της βιομηχανία, αλλά και για την είσοδό της από την πίσω πόρτα στην ευρωπαϊκή αμυντική συνεργασία. Σε αυτόν τον τελευταίο τομέα θα συνιστά στρατηγική ήττα για τη χώρα μας εάν τελικά η Άγκυρα πετύχει – και φαίνεται ότι θα το πετύχει — να συμμετάσχει και η ίδια, ενώ βέβαια δεν αποτελεί κράτος-μέλος της Ευρωπαΐκής Ένωσης. Είναι πραγματικά απορίας άξιο πως τόσο σοβαρές εξελίξεις περνούν απαρατήρητες από το ΥΠΕΞ, πολλά ΜΜΕ και την κοινή γνώμη την ώρα που συνιστούν ιστορικές χαμένες ευκαιρίες για τη χώρα μας. Η Ελλάδα μπορεί συγκεκριμένα να παρεμποδίσει την γιγάντωση της τουρκικής στρατιωτικής μηχανής με Δυτική τεχνολογία και τα άλλα κέρδη της γείτονος, ή τελικά να άρει τις αντιρρήσεις της, αφού όμως εξασφαλίσει πολύ σημαντικά ανταλλάγματα. Αντ’ αυτού προτιμά να παρακολουθεί συγκαταβατικά σαν να πρόκειται για σχέσεις Σουηδίας-Δανίας. Στην καλύτερη μάλιστα περίπτωση η Αθήνα ανταλλάσσει τη σιωπή της με «ήσυχα καλοκαίρια» και την πολιτική ηρεμία της, μεταθέτοντας για το μέλλον δύσκολες αποφάσεις υπό χειρότερους όμως διαπραγματευτικούς όρους. Κινδυνεύουμε συνεπώς να βρεθούμε μπροστά στην χειρότερη δυνατή εξέλιξη: η Τουρκία να έχει ισχυροποιηθεί ακόμη περισσότερο και να εξαντλήσει σε μερικά χρόνια όλη την διπλωματική, οικονομική, τεχνολογική και άλλη υποστήριξη που χρειάζεται από τη Δύση, χωρίς η Ελλάδα να έχει εντωμεταξύ πετύχει τον κρίσιμο στρατηγικό της στόχο — που δεν είναι άλλος από την άρση των τουρκικών διεκδικήσεων επί των ελληνικών νησιών.
«Σε όλες αυτές τις κρίσεις μετρηθήκαμε από εχθρούς και φίλους και βρεθήκαμε λιποβαρείς»!
Η Ελλάδα φαίνεται να επενδύει πολλά στις καλές σχέσεις με την Αίγυπτο όπως διαπιστώσαμε και στην πρόσφατη τριμερή Σύνοδο Κορυφής Ελλάδος-Αιγύπτου- Κύπρου. Ωστόσο η οριοθέτηση της ΑΟΖ με την Αίγυπτο παραμένει μερική και η Αθήνα δεν έκανε τίποτα για την υπερασπίσει. Μήπως η τακτική αυτή στέλνει λάθος μηνύματα σε γείτονες και συμμάχους; Και οδηγεί εν τέλει σε επικίνδυνα τετελεσμένα στην περιοχή;
Η Αίγυπτος θα μπορούσε να αποτελεί έναν πράγματι στρατηγικό σύμμαχο της χώρας μας. Όμως οι ουσιαστικές συμμαχίες δεν εξασφαλίζονται με χειραψίες και γενικότητες αλλά με σχέδιο, σκληρή δουλειά και κυρίως με κοινή αντίληψη συμφερόντων και απειλών που οδηγούν και στην ανάληψη υποχρεώσεων αμοιβαίας υποστήριξης και κοινών δράσεων προετοιμασίας. Η Ελλάδα όμως βρίσκεται ουσιαστικά σε ένα άτυπο πλειοδοτικό διαγωνισμό με την Τουρκία για το ποιος θα οριοθετήσει μαζί της την υπόλοιπη ΑΟΖ μεταξύ Ρόδου και Καστελορίζου. Η γείτων προσφέρει στο Κάιρο μια πολύ μεγαλύτερη έκταση από ό,τι η Ελλάδα. Η χώρα μας όμως απεχθάνεται κατά τα λεγόμενα του ΥΠΕΞ της τη «συναλλακτική πολιτική» και αφελώς πιστεύει ότι η Αίγυπτος θα συμφωνήσει μαζί μας «από αντιτουρκικό πνεύμα» και μόνο. Κι ενώ θα έπρεπε να πιέζουμε για ολοκλήρωση της οριοθέτησης, την ίδια ώρα εντυπωσιάζει η αδιαφορία μας απέναντι στην έστω και μισή ΑΟΖ (στη γραμμή Κρήτης-Ρόδου) που ορθά, έστω και με αβαρίες, οριοθετήσαμε το 2020. Από την μια πλευρά δεν την αξιοποιήσαμε αφού δεν προχωρήσαμε ούτε καν στην χάραξη θαλασσοτεμαχίων ώστε να προκαλέσει το ενδιαφέρον για έρευνες και γεώτρησης. Από την άλλη, κάθε φορά που αυτή η νόμιμα οριοθετημένη ΑΟΖ μας αμφισβητήθηκε έμπρακτα στο πεδίο από τις τουρκικές φρεγάτες που παρενοχλούσαν φιλικά ερευνητικά σκάφη, η Ελλάδα υποχώρησε. Μέχρι σήμερα κανένα από τα τέσσερα σκάφη που παρενοχλήθηκαν τα τελευταία χρόνια δεν ολοκλήρωσε την ερευνητική του αποστολή παρά τα αντιθέτως λεγόμενα από την κυβέρνηση. Δυστυχώς, σε όλες αυτές τις κρίσεις μετρηθήκαμε από εχθρούς και φίλους και βρεθήκαμε λιποβαρείς. Κι αυτό είναι ανησυχητικό.
Το στρατηγικό όραμα 2032
Θα μας πείτε συνοπτικά για το στρατηγικό όραμα 2032 που αναφέρεται στο βιβλίο σας, το οποίο περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την κερδοφόρα εξομάλυνση της αντιπαράθεσης με την Τουρκία, την διασφάλιση του κυπριακού ελληνισμού και την ανάδειξη της Ελλάδας σε γεωπολιτικό και γεωοικονομικό κόμβο διασυνδεσιμότητας Βορρά-Νότου, Ανατ. Αφρικής προς Ευρώπη και Μέσης Ανατολής προς Ευρώπη;
Κάθε σοβαρός παίκτης στη διεθνή σκηνή βαδίζει βάσει σχεδίου και καθοδηγείται από ένα εθνικό όραμα. Η χώρα μας χρειάζεται όσο ποτέ ένα τέτοιο στρατηγικό στόχο προσβλέποντας προς τον οποίο θα συντονίσει τις εθνικές προσπάθειες για να αναδειχθεί πράγματι -και όχι κατά φαντασία- σε ισχυρό παράγοντα σταθερότητας στην περιοχή της. Η πρόταση μου είναι να επιλέξουμε πρώτα-πρώτα ως ορόσημο τα 200 χρόνια από την ανακήρυξη το 1832 του ελληνικού κράτους. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να θέσουμε φιλόδοξους στόχους και να σχεδιάσουμε μια σειρά από δράσεις ώστε να τους υλοποιήσουμε το 2032. Η επικερδής εξομάλυνση της αντιπαράθεσης με την Τουρκία μαζί με την επίλυση του Κυπριακού είναι προφανώς ένας στρατηγικός στόχος που θα επιτρέψει στην χώρα μας μια ασφαλέστερη και ομαλότερη αναπτυξιακή πορεία.
Στο πλαίσιο αυτό παραθέτω στο βιβλίο μου μια σειρά από νέες προσεγγίσεις που μπορούν να μας οδηγήσουν σε ισχυρότερη διαπραγματευτική θέση απέναντι στην Τουρκία και τελικά σε άρση των εδαφικών διεκδικήσεών της. Παράλληλα θεωρώ σημαντικό οραματικό στόχο να καταστεί η χώρα μας γεωοικονομικός και γεωστρατηγικός κόμβος διασυνδεσιμότητάς των μεγάλων διαδρόμων μεταφορών, ενέργειας και δικτύων που σχεδιάζονται από την Ασία, την Αν.Αφρική και τον Κόλπο, προς την Δυτική αλλά και Ανατολική Ευρώπη. Στα σχέδια αυτά βρίσκουμε ήδη μπροστά μας πολλούς ανταγωνιστές και κυρίως την Τουρκία, η οποία κινείται δραστήρια για να καταστεί ενεργειακός και μεταφορικός κόμβος, αντιστρέφοντας τα ελληνικά σχέδια που άρχισαν να εκπονούνται κατά το παρελθόν από την κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή. Στον αγώνα δρόμου αυτόν πρέπει να εγκαταλειφθούν οι αμφιταλαντεύσεις (όπως ανάμεσα σε υδρογονάνθρακες και θαλάσσια πάρκα) και να κινηθούμε δραστήρια από τώρα, δεδομένου ότι αν επικρατήσουμε, το βραβείο θα είναι στρατηγικά σημαντικό.