Ποιήματα του Κωστή Παλαμα για τα Χριστούγεννα

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Μαρτύριο Ταντάλου μοιάζει η πνευματική ζωή του ποιητή Κωστή Παλαμά. Η ψυχή του κλυδωνίζεται χωρίς αναπαμό ανάμεσα σε δύο αντίθετους πόθους, που ο καθένας τον τραβάει γοητευτικά προς τη μεριά του. Απ’ τη μια τον ταράζει η εωσφορική επανάσταση για τις χαρές της ζωής και της ύλης κι απ’ την άλλη η συγκινητική νοσταλγία προς το θείο, «το ωραίο και καθάριο τ’ ουρανού».

Ανάλογο είναι και το ποιητικό και κριτικό του έργο. Παράλληλα με την αρχαία τραγωδία και τον διθύραμβο αντικαθρεφτίζεται και η ανατροφή του με τα ιερά κείμενα από το Ευαγγέλιο ως την υμνογραφία της Εκκλησίας.

Κάποτε δοκιμάζει «εκ της απιστίας την κάμπη και της αμφιβολίας τα καρφιά» (Π.Μ.Πολιτεία).

«Έχει τη συνείδηση του σκεπτικισμού του, μα συχνά τον ενοχλεί τούτη η αρρώστια» (Άπαντα τ. 12, σελ. 445). Συχνότερα όμως μεταστρέφεται και νιώθει την ανάγκη να υψώσει δέηση εξιλέωσης και θερμές ικεσίες. Με δέος προσβλέπει τότε στην αληθινή αλήθεια και ζητάει σωτηρία από τη μεγαθυμία του Θεού. Ζητάει μια ελπίδα φωτός, ένα καταφύγιο από το δαρμό της απιστίας. Αφήνει τότε να τον συγκινήσουν θέματα υπαρξιακά που τον μεταρσιώνουν πνευματικά και μας δίνει αναβλύσματα συναισθηματικά της ψυχής του, που κυλάνε σ’ ένα κανάλι τεχνουργημένο με σμιλεμένους
στίχους ομορφοπλεγμένους σε αρμονικές στροφές. Τότε βρίσκει τον πραγματικό εαυτό του, η φωνή του γίνεται γλυκειά, μελωδική και οι στίχοι του παίρνουν το ρυθμό του παρακλητικού κασσιανισμού.

Προσεγγίζει και ζει, υμνολογεί και δοξολογεί τις γιορτές της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Ιδιαίτερα στέκεται μπροστά στο «Μέγα μυστήριον» της ενανθρώπησης του Θεού, της αγάπης και της θείας συγκατάβασης, τα Χριστούγεννα. Τον θαμπώνει με τη λάμψη του το ανέσπερο φως του Άστρου της Βηθλεέμ:

Αστέρι Θεϊκό

Τι φως και χρώμα κι ομορφιά να
σκόρπιζε το αστέρι
όπου στην κούνια του Χριστού
τους Μάγους έχει φέρει;


Ποιος άγγελος το διάλεξε για
τέτοιο ταχυδρόμο;
Τα άλλα τα αστέρια θάβλεπαν το
φωτεινό του δρόμο

κι από τη ζήλια
θάτρεμαν… Αστέρι, σε ποια χώρα του
απέραντου σου ουρανού να
λαμπυρίζεις τώρα;

Η παντοδύναμη φθορά μην
έσβησε το φως σου
ή μήπως είσ’ αθάνατο κι εσύ, σαν
το Χριστό σου;

Δεν κατεβαίνει η λάμψη σου εδώ
στα χώματα μας;
Για όλα τα άστρα αλίμονο! δεν
είναι η ματιά μας…

Τι φως και χρώμα κι ομορφιά να
σκορπίζει το αστέρι,
όπου την κούνια του Θεού τους
Μάγους έχει φέρει;

Στο δεύτερο μέρος του ιδίου ποιήματος με τίτλο «Χριστούγεννα» καταφέρνει ο ποιητής και συνδυάζει τη μεγάλη αυτή γιορτή με τις παραδόσεις του λαού μας και τα έθιμα της χριστιανικής οικογένειας. Πόση οικογενειακή θαλπωρή δε σκορπίζουν σε μικρούς και μεγάλους οι στίχοι:

«Αχ! αχ!, Χριστουγεννιάτικο της φαμελιάς τραπέζι
που ταίρι ταίρ’ η όρεξη με την αγάπη παίζει!
Τα ποτηράκια ηχούν γλυκά, λαμποκοπούν τα πιάτα,
Γύρω φαιδρά γεράματα και προκομμένα νιάτα!»

Επανέρχεται στο ίδιο ποίημα με στίχους πνευματικότερους. Θέλει με ταπείνωση να πλησιάσει το θείο Βρέφος και να νιώσει το λυτρωτικό μήνυμα που εκπορεύεται από την ταπεινή φάτνη. Πλησιάζει νοερά και αντικρίζει τον νεογέννητο Χριστό και με ταπείνωση και συντριβή δέεται με την αγνότητα μικρού παιδιού:

«Νάμουν του στάβλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι,
την ώρα π’ άνοιξ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι!
Να δω την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του,
το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπό του
να λάμψω από τη λάμψη του κι εγώ σα διαμαντάκι,
κι από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι,
να μοσχοβοληθώ κι εγώ από την ευωδία
που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία.
Να ιδώ την Αειπάρθενο, να ιδώ το πρόσωπό της,
πως εκοκκίνισε, καθώς πρωτόειδε το μικρό της,
όταν λευκό, πανεύοσμο το προσωπάκι εκείνο
της θύμισ’ έτσι άθελα του Γαβριήλ τον κρίνο…».

Τέτοια λόγια σάλπισε η φωνή του ποιητή ‘κείνη την καλή του ώρα που συνταίριαζε μες την αγνή ψυχή του ένα από τα μελωδικότερα τραγούδια του. Απλό και πολύ ποτισμένο με στοχαστική χαρά και υπεράνθρωπη γαλήνη.

Τα πνευματικά ερεθίσματα από τη θεία μορφή του νεογέννητου Βρέφους είναι έντονα και χαράζονται βαθιά μέσα του. Τόσο που τον επηρεάζουν και στον ύπνο του. Βλέπει όνειρο που το διηγείται στη συλλογή του: «Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου». Αποσπούμε το σχετικό κομμάτι:

«Στο πατρικό το εικονοστάσι το σκοτεινό βρέθηκ’ αγνάντια.Ανάμεσα στις εικόνες μια Παναγιά σαν αλυσοδεμένη μέσα στο γαλάζιο της μανδύα, μα πάντα στην όψη της κρατώντας μιαν αυστηρή προσήλωση σε κάτι υπερκόσμιο. Στην αγκαλιά της το Θεάνθρωπο Βρέφος.
Έξαφνα το Θεάνθρωπο Βρέφος σάλεψε σα να ήθελε να λυτρωθή από την αγκαλιά της Μητέρας του και νάβγη από τη φυλακή της εικόνας. Άπλωσε προς εμένα τα χεράκια του, μου χαμογέλασε και τα χεράκια του τα κράτησε αποπάνω μου, σα να ήθελε να μ’ ευλογήση, σα νάθελε να παίξη μαζί μου, με σάλεμα, μαζί περίχαρο και μυστικό και υπέρτατο, σαν παιδιού και σα Θεού.
Κ’ ένα μυστικό ψιθύρισμα χάϊδεψε τ’ αυτιά μου:
-Πιστεύεις;
Κ’ εγώ αισθάνθηκα πρωτάκουστη συγκίνηση και λύγισα τα γόνατά μου για να προσπέσω στα πόδια του. Αλλά κρατήθηκ’ αμέσως από κάποιο άλλο αίσθημα αμφιβολίας και περηφάνειας και του αποκρίθηκα:
-Πιστεύω πως ονειρεύομαι. Μακάρι να είταν αλήθεια. Όνειρο ωραιότερο δεν ξανάειδα, ούτε θα ξαναϊδώ. Ξέρω πως κοιμάμαι και πως θα φύγη τόνειρο.
Ακούστηκαν βροντόλαλες οι Χριστουγεννιάτικες καμπάνες (Άπαντα, τομ. 4, σελ. 291).

Τον κατέχει η αιώνια δίψα του καθαρού αγναντέματος των θείων οραμάτωνφυλαγμένη από τη σκληρή κρυάδα των φιλοσοφικών θεωριών και της φυλακής του λογικού και σε τέτοιες στιγμές που είναι οι ουσιαστικότερες κινήσεις της ψυχής του, βυθίζει τον εαυτό του στα ενδότερα και αδιόρατα κρησφύγετα της ύπαρξής του και βλέπει με τα άϋλα μάτια του, μάτια μεταφυσικά, κόσμους υπερούσιους, «πράγματα κρυμμένα και αθώρητα». Διαβάζουμε στο ποίημα του

«Τα μάτια της ψυχής μου»:

Στα βάθη της ψυχής μου, χαρίσματα θεϊκά
ολανοιγμένα νιώθω δυό μάτια μυστικά.
Δεν τα φωτίζει ο ήλιος που λάμπει για τη γη
και παίρνουν φως απ’ άλλη πιο καθαρή πηγή.
Στα βάθη της ψυχής μου, που πάθη ταπεινά
δεν έχουν τόπο, νιώθω δυό μάτια φωτεινά.
Και βλέπω τα κρυμμένα, τ’ αθώρητα θωρώ,
τον άνθρωπο, την πλάση, τ’ αστέρια, τον καιρό.
Στα βάθη της ψυχής μου κι εκεί που δεν μπορείς
ποτέ σου νάμπης-νιώθω δυό μάτια ολημερίς…
Χειροπιαστά ξανοίγω τα πλάσματα του νου
κι απάνου μου σκυμμένους αγγέλους τ’ ουρανού.
Εκεί που η σκύλα η Έγνοια δεν πάει, δεν αλυχτά,
μέσ’ στην ψυχή μου κρύβω δυό μάτια ολανοιχτά.
Μια μέρα τ’ άλλα μάτια, που είναι από γη πλαστά
θα λυώσουν μες το μνήμα με το κορμί κλειστά.
Στα βάθη της ψυχής μου που πάθη κοσμικά
δεν έχουν τόπο, νιώθω δυό μάτια μυστικά.
Αυτά δε θα κλειστούνε ποτέ, δε θα χαθούν,
ελεύθερα μια μέρα γοργά θα φτερωθούν.
Τα μάτια της ψυχής μου, τα μάτια τα θεϊκά
που μέσα μου ανοιγμένα τα νιώθω μυστικά,
ψηλότερ’ απ’ τ’ αστέρια, στον έβδομο ουρανό
θα τ’ ανταμώσουν πάλι το Φως το αληθινό.

Στην ίδια ποιητική ενότητα και κάτω από τον τίτλο «Μεσσίας» στηρίζονται πέντε ποιήματά του από τα οποία τα τέσσερα είναι αφιερωμένα στα Χριστούγεννα. Εκφράζει και σ’ αυτά τα συναισθήματα που πλημμυρίζουν την ψυχή του μπροστά στο θαύμα της ενανθρώπησης του Θεού.

Το πρώτο έχει επικεφαλίδα «Ένας Θεός». Σε τόνο εσωτερικό, προσωπικό, με συντριβή καρδιάς και ταπείνωση μπροστά στη θεία Γέννηση, διαπιστώνει μιαν αλήθεια που συνέλαβε ενοραματικά η ψυχή του:

«Ενας Θεός»

Ω, μέσα μου γεννιέται ένας Θεός
και το κορμί μου γίνεται ναός,
δεν είναι ως πρώτα φάτνη ταπεινή
μέσα μου λάμπουν ξάστεροι ουρανοί,
το μέτωπό μου λάμπει σαν αστέρι…

Στο Θεό φανήτε τώρα, ήρθεν η ώρα,
από τάγνωστα μυστικά σας μέρη,
Μάγοι, φέρτε στο Θεό τα πλούσια δώρα.
Φέρτε μου, Μάγοι -θεία βουλή το γράφει-
τα σμύρνα της ελπίδας, το λιβάνι
της πίστης, της αγάπης το χρυσάφι!

Μυστήρια τέτοια ανθρώπου νους δε βάνει!
Και σεις θρόνοι πανάχραντοι, αγγελούδια
στην καρδιά στην κούνια του σκυμμένα
με της αθανασίας τα τραγούδια,
υμνολογείτε σεις τη θεία τη γέννα.
Μέσα μου λάμπουν ξάστεροι ουρανοί
και το κορμί μου φάτνη ταπεινή,
βλέπω κι αλλάζει, γίνεται ναός
ω, μέσα μου γεννιέται ένας Θεός!

Κώστας Παπαδημητρίου, σ. Σχολικός Σύμβουλος (απο σημειώσεις φίλης στο facebook).

Βιογραφία Κωστή Παλαμά

Γεννήθηκε στην Πάτρα στις 13 Ιανουαρίου του 1859, η καταγωγή του όμως ήταν από το Μεσολόγγι. Το 1864 πεθαίνει η μητέρα του Πηνελόπη από πρόωρο τοκετό, ενώ λίγο αργότερα, το 1865 πεθαίνει και ο πατέρας του Μιχαήλ Παλαμάς.
Τον επτάχρονο Κωστή ανέλαβε τότε, ο θείος του Δημήτριος Παλαμάς και τον πήρε στο σπίτι του στο Μεσολόγγι. Εκεί ο ποιητής έμεινε από το 1867 ως το 1875. Ήδη αρχίζει ν’ ασχολείται στα γυμνασιακά του χρόνια με την λογοτεχνία. Μόλις τελείωσε το γυμνάσιο, το 1876, ήρθε στην Αθήνα, όπου εγγράφηκε στο Πανεπιστήμιο, στη Νομική σχολή.
Οι σπουδές του όμως δεν κράτησαν πολύ, γιατί η ποίηση και η λογοτεχνία από νωρίς τον κέρδισαν. Το 1879 διαμένει σ’ ένα μικρό σπίτι στην οδό Ιπποκράτους, όπου συγκατοικεί με το Νίκο Καμπά, για περίπου ένα χρόνο. Αργότερα θα μείνει στην οδό Ασκληπιού για πολλά χρόνια. Την ίδια εποχή ο Κωστής Παλαμάς ασχολείται και με τη δημοσιογραφία και συνεργάζεται με εφημερίδες και περιοδικά, χρησιμοποιώντας κατά καιρούς τα ψευδώνυμα «Κώστας», «Διαγόρας», «Ονολουλού», «Φλόρα Μιράμπιλης», «W».
Πολύ γρήγορα ξεχωρίζει από τους συναδέλφους του και γίνεται ο ιδρυτής της επονομαζόμενης «Νέας Αθηναϊκής Σχολής». Το 1886 τυπώνει την πρώτη του ποιητική συλλογή «Τα τραγούδια της Πατρίδος μου» και το 1887 παντρεύεται (κουμπάρος ο Βλάσης Γαβριηλίδης) με την Μαρία Βάλβη με την οποία και θα αποκτήσει τρία παιδιά – τη Ναυσικά, το Λέανδρο και τον Άλκη. Ο θάνατος βρίσκει τον Άλκη σε ηλικία 5 χρόνων στις 24 Φεβρουαρίου του 1898 και ο Κωστής Παλαμάς βυθίζεται σε άφατη οδύνη. Για το χαμό του μικρού του γιού γράφει το αριστουργηματικό ελεγείο «Ο Τάφος» (1898).
Το 1879 διορίζεται γραμματέας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και από τη θέση αυτή θ’ αποχωρήσει το 1928 με το βαθμό του Γενικού Γραμματέα και με πολλές τιμητικές διακρίσεις, η σπουδαιότερη εκ των οποίων είναι ο τίτλος του ακαδημαϊκού το 1926. Νωρίτερα, το 1924 η Γαλλική κυβέρνηση τον τιμά με το παράσημο της «Λεγεώνος της Τιμής».
Το 1929 αναλαμβάνει καθήκοντα ως Πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών. Στις αρχές του 1933 τιμάται με το μετάλλιο «Γκαίτε» από τον Γερμανό πρεσβευτή στην Αθήνα. Ανακηρύσσεται Επίτιμος Πρόεδρος του νεοϊδρυθέντος τμήματος της Διεθνούς Ενώσεως Συγγραφέων και λίγο αργότερα του απονέμεται το «Οικονόμειο Βραβείο». Το 1934 η Ισπανική κυβέρνηση τον τιμά με το μετάλλιο «Del la plaque del l’ Ordre de la Republique» και ένα χρόνο μετά του απονέμεται το Μετάλλιο της Αμβροσιανής Βιβλιοθήκης του Μιλάνου.

Το ίδιο έτος μετακομίζει από το σπίτι του της οδού Ασκληπιού 3, στην οδό Περιάνδρου 3, στην Πλάκα. Το 1936 εορτάζεται η πενηντάχρονη προσφορά του ποιητή στα πνευματικά δρώμενα και του απονέμονται τα διάσημα του Ανωτέρου Ταξιάρχου του Βασιλικού Τάγματος και το βραβείο «Γραμμάτων και Τεχνών» του Υπουργείου Παιδείας. Την ίδια εποχή τον επισκέπτεται στο σπίτι του ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος και του μεταφέρει τα συγχαρητήρια και τις ευχές της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Το 1937 αποκαλύπτεται προτομή του Κωστή Παλαμά στο Μεσολόγγι.Τα τελευταία χρόνια της ζωής του θα τα ζήσει αποτραβηγμένος και θ’ ασχοληθεί με τη συγγραφή νέων έργων, τη διευθέτηση των παλαιοτέρων του και την απλή συναναστροφή γνωστών, φίλων και θαυμαστών του.

Στα χρόνια της Γερμανικής κατοχής, στις 9 Φεβρουαρίου του 1943, πεθαίνει η σύντροφός του Μαρία. Δεκαοχτώ μέρες αργότερα, βαριά άρρωστος ο Κωστής Παλαμάς πεθαίνει στις 27 Φεβρουαρίου του 1943, στις 3 π. μ. Η κηδεία του έμεινε μνημειώδης στα χρονικά της πατρίδας μας. Χιλιάδες λαός πλημμύρισε το Α’ Νεκροταφείο Αθηνών και συνόδευσε τον μεγάλο μας ποιητή μέχρι την τελευταία του κατοικία, ψάλλοντας τον εθνικό ύμνο, μπροστά στα μάτια των έκπληκτων Γερμανών κατακτητών. Λίγο νωρίτερα ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός είχε απαγγείλει το περίφημο νεκρώσιμο ποίημα στη μνήμη του Κωστή Παλαμά.

Ο Κωστής Παλαμάς είχε γίνει ένα σύμβολο. Με το θάνατό του ένωσε το λαό, τον εμψύχωσε. Ακόμα και οι βάρβαροι σεβάστηκαν την ιερή στιγμή και προσκύνησαν το μεγαλείο της ψυχής και της πέννας του...
ΠΗΓΗ Βιογραφίας

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ