Οι ανασκαφές αποτελούσαν τη βασική μέθοδο εργασίας των κλασικών αρχαιολόγων, και οι Γερμανοί αναζήτησαν στους ελληνικούς ερειπιώνες την εσωτερική συγγένεια με τον αρχαίο κόσμο.
Απο τον Νίκο Παπουτσόπουλο
Σε συμβάσεις αποικιακού τύπου και μνημόνια με όρους δυσμενείς έσυραν την Ελλάδα πολλές φορές «φίλοι» και «εταίροι», ήδη από την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης και τα πρώτα έτη της ίδρυσης του ανεξάρτητου κράτους. Οι συμβάσεις αποικιακού χαρακτήρα, με όρους ιδιαίτερα επαχθείς για τους ασθενέστερους από τους συμβαλλομένους, είναι πλέον οικείες στον ελληνικό λαό, καθώς πρόσφατα οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι και εταίροι υποβάθμισαν τη χώρα και τη μετέτρεψαν σε «αποικία χρέους», όπου πολίτευμα και θεσμοί δυσλειτουργούν και ο λαός παραμένει δέσμιος μεταξύ προκαταλήψεων, ιδεολογημάτων ψευδομαρξιστικών φληναφημάτων, που οδηγούν σε επικίνδυνες ατραπούς και αδιέξοδα.
Ο στρατός των σύγχρονων αποικιοκρατών, των κατόχων του «εικονικού πλούτου» («εικονικού χρήματος» -όπως «εικονική πραγματικότητα»-, που κινείται έξω από τα όρια της κοινωνίας και στοχεύει ασφαλώς στη διάλυσή της), αποτελείται από «οικονομικούς εγκεφάλους» που αξιολογούν τη φερεγγυότητα των κρατών με κριτήρια ιδιωτικής αποδοτικότητας. Με τη μέθοδο αυτή είναι βέβαιη η μετατροπή των χωρών μιας πρώην «πολιτισμένης» ένωσης σε αντίπαλα στρατόπεδα, που αλληλοσπαράσσονται μέχρι τελικής πτώσης, προκειμένου ο πιο ισχυρός οικονομικά να λεηλατήσει και να προσεταιρισθεί τον πλούτο του αδυνάτου. Μια νέα τάξη νεόπτωχων (όπου, παρά την ταπείνωση, παραμένουν ακόμη ευδιάκριτα τα ίχνη της αξιοπρέπειας, της πνευματικής καλλιέργειας και της κοινωνικής αγωγής, σε πλήρη αντίθεση με την τάξη των νεόπλουτων) ακροβατεί επικίνδυνα και μετεωρίζεται, όπως ακριβώς ο ήρωας του σελιλόιντ Χάρολντ Λόιντ, στους λεπτοδείκτες της ψυχικής αντοχής και της τελικής παραδοχής, αφού ίλιγγος χάους τον βέβαιο υπόσχεται αφανισμό. Ενας πολυεθνικός, πολύχρωμος σωρός οικονομολόγων, δήθεν, και τεχνοκρατών μηρυκάζει γνωστά στερεότυπα και καταναλίσκεται σε ανέξοδες και ασυνάρτητες αναλύσεις, με μοναδικό στόχο να κατευθύνει τις κυβερνήσεις στους «γύπες» των διεθνών αγορών και τους πολίτες στον άβακα των τραπεζιτών.
Οι περίοδοι κρίσεων και οικονομικών δυσχερειών θεωρούνται μοναδικές ευκαιρίες για την ανατροπή εσωτερικών ισορροπιών, κάτι που επιχειρούν οι ύποπτες επεμβάσεις των διεθνών κέντρων λήψης αποφάσεων με την επιβολή μέτρων, ελέγχου και στόχων εξωπραγματικών, που είναι αδύνατον να υλοποιηθούν, καταστρατηγώντας, επομένως, τις θεμελιώδεις αρχές της ισότητας, της προώθησης της δημοκρατίας και της προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αλλωστε, οι ορθά σχεδιασμένες ενέργειες που στοχεύουν στην αποσάθρωση του κοινωνικού ιστού, στον εξευτελισμό του λαού και στην απώλεια της πολιτισμικής ταυτότητας του έθνους εξυπηρετούν απολύτως τους σύγχρονους αποικιοκράτες, οι οποίοι επιδεικνύουν με την προσήκουσα ιταμότητα τις αρπακτικές διαθέσεις.
Η ατμόσφαιρα κρίσεων και πανικού αξιοποιείται κατάλληλα και, με την ανοχή και τις συνήθεις αστοχίες της πολιτικής τάξης, εξελίσσεται σε μοναδική ευκαιρία μεγάλων δομικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων, η εφαρμογή των οποίων σε περιόδους ευημερίας είναι, ασφαλώς, ανέφικτη, επειδή κάθε βίαιη ή απρόβλεπτη μεταβολή σταθερών αρχών και αξιών απορυθμίζει τις κοινωνίες και επιδρά άμεσα στις πνευματικές και τις μεταφυσικές αναζητήσεις.
Στα τέλη του 19ου αιώνα το γερμανικό βασίλειο είχε εντάξει στο ευρύτερο πολιτιστικό πρόγραμμα ανασκαφές στην Ολυμπία αλλά και σε άλλες πόλεις της Ελλάδος και της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου (Πέργαμος, Μαίανδρος, Πριήνη, Μίλητος, Σάμος) για τον εμπλουτισμό των μουσείων του Βερολίνου (Μουσείο της Περγάμου, Μουσείο της Μέσης Ανατολής και Μουσείο Ισλαμικής Τέχνης). Οι ανασκαφές αποτελούσαν τη βασική μέθοδο εργασίας των κλασικών αρχαιολόγων, και οι Γερμανοί αναζήτησαν στους ελληνικούς ερειπιώνες την εσωτερική συγγένεια της εθνικής ιδεολογίας τους με τον αρχαίο κόσμο αλλά και μια απάντηση στην προτίμηση των Γάλλων στα μεγέθη της ρωμαϊκής υπερβολής.
Το Μουσείο της Περγάμου στεγάζει τη μοναδική και σπάνια συλλογή ελληνικών αρχαιοτήτων. Στο κέντρο της μεσαίας πτέρυγας δεσπόζει ο Βωμός του Διός, τον οποίο απέσπασαν οι Γερμανοί ύστερα από ανασκαφή και μετέφεραν στο Βερολίνο, με τη δικαιολογία της προστασίας του μνημείου από την καύση των μαρμάρινων μελών του για την προμήθεια ασβέστη και με μόνη υποχρέωση την καταβολή του ποσού των 20.000 μάρκων στην Τουρκία.
Το 1874 η Ελλάς και η Γερμανία υπέγραψαν στην Αθήνα σύμβαση, προκειμένου να επιχειρηθούν οι ανασκαφικές εργασίες στην Αρχαία Ολυμπία, με σκοπό να «έλθουν στο φως της ημέρας τα έργα τέχνης των αρχαίων». Για την παραχώρηση των ανασκαφών της Ολυμπίας στο γερμανικό κράτος, που αποτελεί μοναδική περίπτωση στα αρχαιολογικά χρονικά, η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε στις 30 Οκτωβρίου 1875 τη σύμβαση με τον οικείο νόμο (ΦΜΑ) «περί των αρχαιολογικών ανασκαφών εν Ολυμπία», και η ελληνική κυβέρνηση υποσχέθηκε να παρέχει κάθε συνδρομή και βοήθεια για την εξεύρεση εργατών, τη συμφωνία για τους μισθούς και τη διατήρηση της τάξης στην περιοχή.
Με την κύρωση του σχετικού νόμου του έτους 1875, με εντολή του γερμανικού Κοινοβουλίου, οι «βασιλικές ανασκαφικές εργασίες» άρχισαν στις 22 Σεπτεμβρίου 1875 και είχαν διάρκεια έως τις 8 Μαρτίου 1881, ενώ η Γερμανία κατέβαλε το ποσό του 1.000.000 χρυσών δραχμών. Σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης, η ελληνική κυβέρνηση συμφωνεί να καλεί ακόμη και τις Ενοπλες Δυνάμεις προκειμένου να εξασφαλίσει την ορθή εκτέλεση των διαταγών των επιτρόπων των ανασκαφών και να μην αθετηθούν οι συμφωνίες και οι νόμοι του κράτους: «Μεταχειριζομένη προς τούτο, αν η ανάγκη το καλέση και αυτήν την ένοπλον δύναμιν, μη επιτρεπομένου όμως, εν ουδεμιά περιπτώσει, να αθετηθώσιν οι νόμοι του Κράτους». Η Ελλάς αναλαμβάνει, επίσης, την υποχρέωση με δαπάνες της να αποζημιώσει τους ιδιοκτήτες που κατέχουν χέρσους ή καλλιεργήσιμες εκτάσεις γης, ενώ η Γερμανία αναλαμβάνει να καλύψει όλες τις δαπάνες της επιχείρησης αυτής, δηλαδή τους μισθούς των υπαλλήλων, την καταβολή των ημερομισθίων, την κατασκευή επιστέγων και παραπηγμάτων. Η Γερμανία αναλαμβάνει, επίσης, να πληρώσει, σύμφωνα με τους νόμους της χώρας ή σύμφωνα με τις μεταξύ της κυβέρνησης και των καλλιεργητών συμφωνίες, αποζημιώσεις για τις φυτείες και τα οικοδομήματα που βρίσκονται σε εθνικές γαίες, οι οποίες προέρχονται από απαιτήσεις που στηρίζονται σε πραγματικά και προσωπικά δικαιώματα ιδιωτών: «Εν πάση περιπτώσει αι α ποζημιώσεις αύται, αι ενδεχόμεναι, ουδέποτε θέλουσιν υπερβή το ποσόν των τριακοσίων (300) δραχμών κατά στρέμμα και αν έτι η Ελληνική Κυβέρνησις ήθελε δωρήσει μέρος τι οιονδήποτε των εθνικών τούτων γαιών εις ιδιώτας».
Η Ελλάς αναλαμβάνει την υποχρέωση να διευκολύνει και αυτή με όλα τα μέσα που διαθέτει «την εκνίκησιν και έξωσιν των καλλιεργητών, οίτινες ευρίσκονται ήδη εν κατοχή των γαιών, όπου ήθελον είναι αναγκαίον να γίνωσιν ανασκαφαί». Εννοείται ότι οι ανασκαφικές εργασίες σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατόν να ανασταλούν ή να εμποδιστούν εξαιτίας ενδεχόμενων ενστάσεων ή απαιτήσεων εκ μέρους των ιδιωτών ή των σημερινών καλλιεργητών. Η Γερμανία έχει και διατηρεί το δικαίωμα να προσδιορίζει στην πεδιάδα της Ολυμπίας τα τμήματα γης, όπου θεωρεί πως πρέπει να γίνουν οι ανασκαφικές εργασίες, καθώς και το δικαίωμα να προσλαμβάνει και να αποπέμπει εργάτες και να διευθύνει όλα τα έργα συνολικά και τις επιμέρους εργασίες. Η Ελλάς θα είναι η ιδιοκτήτρια όλων των προϊόντων της αρχαίας τέχνης ή κάθε άλλου αντικειμένου που θα έλθουν στο φως με τις ανασκαφές. Από τη δική της μόνον θέληση εξαρτάται, σύμφωνα με το έκτο άρθρο, αν θα παραχωρήσει στη Γερμανία τα διπλά ή όμοια αντικείμενα, τα οποία πιθανώς αποκαλυφθούν κατά τις ανασκαφές, ως αναμνηστικά δώρα των κοινών ανασκαφικών προσπαθειών αλλά και των θυσιών στις οποίες επρόκειτο να υποβληθεί η Γερμανία για τις επιχειρήσεις αυτές: «Από μόνης δε της θελήσεώς της θέλει εξαρτάσθαι το να παραχωρήση εις την Γερμανίαν, προς ανάμνησιν των από κοινού γενομένων εργασιών, και ένεκα των θυσιών, εις όσα θέλει υποβληθή η Γερμανία διά την επιχείρησιν ταύτην τα διπλά ή όμοια (double ou repetitions) των κατά τας ανασκαφάς ταύτας ευρεθησομένων καλλιτεχνημάτων».
Η Γερμανία θα έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να παράγει εκμαγεία και να κατασκευάζει πιστά αντίγραφα όλων των αντικειμένων, τα οποία θα αποκαλύψουν οι ανασκαφές. Η διάρκεια αυτής της αποκλειστικότητας ορίζεται στα πέντε έτη από την ανακάλυψη κάθε αντικειμένου. Η ελληνική κυβέρνηση παρέχει ακόμη στη Γερμανία το δικαίωμα (όχι όμως την αποκλειστικότητα) να παράγει εκμαγεία και αποτυπώματα όλων των αρχαίων, τα οποία βρίσκονται ήδη στην κατοχή της ελληνικής κυβέρνησης, ή όσων αυτή ανακαλύψει στο μέλλον επί ελληνικού εδάφους σε ανασκαφές χωρίς τη σύμπραξη της Γερμανίας, με εξαίρεση εκείνα που το αρμόδιο υπουργείο θα εξαιρέσει λόγω πιθανής φθοράς ή βλάβης την οποία θα προκαλούσε η οποιαδήποτε εργασία αποτύπωσης. («Η Ελληνική Κυβέρνησις παρέχει προσέτι εις την Γερμανίαν το δικαίωμα, αλλ’ ουχί δικαίωμα αποκλειστικόν, του λαμβάνειν εκμαγεία και αποτυπώματα πάντων των αρχαίων, όσα ανευρίσκωνται ήδη εν κατοχή της Ελληνικής Κυβερνήσεως, ή όσα αν αύτη ανακαλύψη εν τω μέλλοντι επί του εδάφους της Ελλάδος, χωρίς της συμπράξεως της Γερμανίας, εξαιρουμένων όμως εκείνων, όσα το αρμόδιον Υπουργείον ήθελε κηρύξει επιδεικτικά βλάβης ή φθοράς, ως εκ της εργασίας αποτυπώσεως».)
Σύμφωνα με το έβδομο άρθρο της σύμβασης, η Ελλάς και η Γερμανία διατηρούν το δικαίωμα της δημοσίευσης των επιστημονικών και καλλιτεχνικών ευρημάτων από τις ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν με δαπάνες της Γερμανίας. Η Γερμανία αναλαμβάνει να προχωρήσει σε όλες τις δημοσιεύσεις, στη γερμανική γλώσσα, με σχήματα πίνακες και εικόνες, με την απαγόρευση να χαράσσονται και να τυπώνονται οπουδήποτε αλλού, παρά μόνον στη Γερμανία. Την «υποχρέωση» αυτήν αναλαμβάνει η Γερμανία, με την υπόσχεση να προσφέρει στην Ελλάδα ποσοστό 15% για τα αντίτυπα της πρώτης έκδοσης και το 35% για τις επόμενες εκδόσεις στο μέλλον.
Η σύμβαση αναφέρει, επίσης, ότι σε περίπτωση που ο Ελληνας επίτροπος ο οποίος επιτηρεί τις ανασκαφικές εργασίες εγείρει αντιρρήσεις για τα έργα που έχουν διατάξει οι Γερμανοί λόγιοι θα αποφασίσουν από κοινού και τελεσίδικα το υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδος και η γερμανική πρεσβεία στην Αθήνα.
Επίτροπος των ανασκαφών είχε ορισθεί ο αρχαιολόγος Aθανάσιος Δημητριάδης, από τον Τύρναβο της Θεσσαλίας, ο οποίος είχε σπουδάσει στο Μόναχο και το Βερολίνο.
Με αφορμή τη διοργάνωση της Ολυμπιάδας του 1936, άρχισαν πάλι οι ανασκαφικές εργασίες στην Αρχαία Ολυμπία, που συνεχίσθηκαν και στη διάρκεια της Κατοχής, υπό τη διεύθυνση, όμως, του Γερμανικού Ινστιτούτου Αθηνών. Η κυβέρνηση του Εθνοσοσιαλιστικού Κόμματος προσπάθησε να εκμεταλλευθεί τους Ολυμπιακούς Αγώνες προκειμένου να λειάνει την οξύτητα της ναζιστικής Γερμανίας. Τότε, με πρωτοβουλία της Γερμανίας, διοργάνωσαν πρώτη φορά την τελετή αφής της Ολυμπιακής Φλόγας στην Αρχαία Ολυμπία και τη λαμπαδηδρομία μέχρι το Βερολίνο, την πόλη που ήδη κοσμούσαν θησαυροί και μνημεία από την αρχαία Ελλάδα.