Οι στρατηγικές σεισμικές πλάκες στα θεμέλια της ΕΕ, η Βρετανία και η παράκρουση της «κοινής» δημοσιονομικής πολιτικής
Π. Ήφαιστος www.ifestosedu.gr
Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων – Στρατηγικών Σπουδών
Οι διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις και η προεκλογική ένταση επισκίασαν το γεγονός ότι στο μέτωπο της Ευρωπαϊκής πολιτικής τίποτα πλέον δεν είναι δεδομένο, ενώ όλα είναι ρευστά. Τη στιγμή που οι στρατηγικές σεισμικές πλάκες κινούνται αστάθμητα στην Ευρώπη, στην Αθήνα εντούτοις κανείς δεν συνεκτιμά τις βαθύτατων προεκτάσεων συνέπειες για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Κανείς δεν φαίνεται να είναι σε θέση να αναλύσει το στρατηγικό περιβάλλον, να σχεδιάσει την ελληνική εθνική στρατηγική, να ορίσει σκοπούς και να οργανώσει τα μέσα και τις προσεγγίσεις εκπλήρωσής τους.
Για να καταλάβουμε πως κινούνται οι μεγάλες δυνάμεις σήμερα χρειάζεται να συνοψίσουμε κάποιες κλασικές στρατηγικές παραμέτρους των πολυδαίδαλων σχέσεων Ουάσινγκτον/Λονδίνο – Βερολίνο – Παρίσι. Η επερχόμενη πιθανή στρατηγική αναδιάταξη και η σταθερότητα ή αστάθεια στην Ευρώπη εξαρτώνται από αυτές τις σχέσεις. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον ενέχει η έντονη δραστηριότητα της Βρετανικής διπλωματίας όσον αφορά την κρίση της ευρωζώνης. Αυτή η δραστηριοποίηση του Λονδίνου βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με μακραίωνες Βρετανικές εξισορροπητικές πρακτικές.
Το ύστερο Βρετανικό ενδιαφέρον για την ευρωζώνη οφείλεται, εκτιμάται, στον φόβο του Λονδίνου ότι η κατάσταση μπορεί να γίνει ανεξέλεγκτη. Να διαλυθεί δηλαδή το πλέγμα των μεταπολεμικών θεσμών συνεργασίας συμπεριλαμβανομένης και της ΕΕ.Κύριος διττός σκοπός της μακραίωνης Βρετανικής στρατηγικής ήταν αφενός η σταθερότητα στην ηπειρωτική Ευρώπη και αφετέρου να μην αφεθεί μια ηπειρωτική δύναμη ή μια συμμαχία δυνάμεων να ενοποιήσει την ηπειρωτική περιοχή Ανατολικά της Μάγχης. Γι’ αυτό, η Βρετανία ναι μεν έβλεπε εξαρχής θετικά την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, αλλά μόνο αν δεν οδηγούσε σε πολιτική ενοποίηση. Αυτό που βασικά θέλει το Λονδίνο είναι μια ζώνη ελευθέρων συναλλαγών υπό την υψηλή εποπτεία της Ατλαντικής Συμμαχίας.
Η Μεγάλη Βρετανία, η οποία επί αιώνες ήταν η μεγάλη ναυτική δύναμη της Δύσης, αντικαταστάθηκε αρχές του 20ού αιώνα από τη νέα πλανητική ναυτική δύναμη, τις ΗΠΑ.Βέβαια, το Λονδίνο μερίμνησε έγκαιρα (ήδη από τη δεκαετία του 1930) να συγκροτήσει με τις ΗΠΑ μια από τις ισχυρότερες σύγχρονες συμμαχίες, γνωστή και ως «ειδική σχέση ΗΠΑ – Βρετανίας». Έκτοτε, ηΒρετανική ισχύς είναι ετερόφωτη και ευθέως ανάλογη του βάθους των στρατηγικών σχέσεων του Λονδίνου με την Ουάσινγκτον. Οι σχέσεις ΗΠΑ-Βρετανίας είναι αμοιβαία επωφελείς: Πέραν του ότι η Βρετανία είναι η στενότερη σύμμαχος των ΗΠΑ είναι επίσης συχνά και μακρύ διπλωματικό χέρι της υπερατλαντικής υπερδύναμης. Το βλέπουμε να επαληθεύεται αναρίθμητες φορές. Το βλέπουμε και τώρα λόγω ευθυγράμμισης των δύο κρατών στο θέμα της κρίσης της ευρωζώνης.
Χρήσιμο είναι να γνωρίζουμε τους θεμελιώδεις άξονες της Βρετανικής διπλωματίας.Το Βρετανικό στρατηγικό δόγμα που και σήμερα ακολουθεί το Λονδίνο, διατυπώθηκε ήδη από τον Τσόρτσιλ το 1946, όταν όρισε τους τρεις κύκλους της μεταπολεμικής Βρετανικής διπλωματίας. Μεταξύ άλλων, όρισε την ειδική σχέση με τις ΗΠΑ ως την υπέρτατη επιλογή της μετά-αποικιακής Βρετανικής διπλωματίας. Στις ευρωπαϊκές υποθέσεις, αντίστοιχα, λειτουργώντας με κλασικούς Βρετανικούς στρατηγικούς όρους ενθάρρυνε τη συνεργασία αλλά όχι την ενοποίηση της Δυτικής Ευρώπης.
Ενώ αρχικά η Μεγάλη Βρετανία δεν συμμετείχε στην Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, το στίγμα των Βρετανικών σκοπών αποτυπώθηκε από τον Τσόρτσιλ όταν δήλωσε «είμαστε μαζί σας, αλλά όχι ένας από εσάς» («we are with you, but not one of you»). Το 1958 ο Μακμίλλαν, επίσης, έκανε σαφές στον Πρόεδρο Ντε Γκολ ότι ο λόγος που η Βρετανία ήθελε να ενταχθεί στην τότε ΕΟΚ –όπως τελικά και έγινε όταν αποχώρησε ο στρατηγός–, ήταν για να εμποδίσει τυχόν περαιτέρω ενοποιητικά βήματα και τυχόν στενότερες σχέσεις μιας συμμαχίας κρατών στην ηπειρωτική Ευρώπη με την Ουάσινγκτον, κατιτί που κατά τους Βρετανούς υποβαθμίζει τον ρόλο του Λονδίνου.
Τις επόμενες δεκαετίες οι κοινοί στρατηγικοί σκοποί Βρετανών και Αμερικανών συγκεκριμενοποιήθηκαν ακόμη ακριβέστερα: «Οι ΗΠΑ είναι στρατηγική δύναμη και η Ευρώπη μια περιφερειακή δύναμη», δήλωσε ο Κίζιγκερ το 1973. «Όριο είναι ο ουρανός για μια ευρωπαϊκή πολιτική διπλωματίας, άμυνας και ασφάλειας», δήλωσε η Θάτσερ το 1979, «αλλά αυτός ο ουρανός, συνέχισε, έχει οροφή, δηλαδή την Ατλαντική Συμμαχία».
Σταθερότητα, οικονομική συνεργασία, Ατλαντισμός και ισορροπία δυνάμεων και συμφερόντων είναι λοιπόν το τρίπτυχο της Βρετανικής διπλωματίας απέναντι στην ηπειρωτική Ευρώπη. Όταν αυτά δεν εκπληρώνονται το Λονδίνο δραστηριοποιείται διπλωματικά ή αν καταστεί αναπόφευκτο και στρατιωτικά. Η Βρετανία παρεμβαίνει δραστήρια, όταν η Ευρώπη οδηγείται σε αστάθεια ή όταν ενοποιείται αμφισβητώντας τη Βρετανική στρατηγική πρωτοκαθεδρία. Στην παρούσα φάση, εκτιμάται, το Λονδίνο παρεμβαίνει επειδή στρατηγικά μιλώντας διαφαίνεται στον ορίζοντα το ενδεχόμενο μιας πιθανής Γερμανικής ηγεμονίας και το φάσμα μιας ανεπίστροφης δρομολόγησης προϋποθέσεων μεγάλης αστάθειας.
Η Γερμανία ούτως ή άλλως τους τρεις τελευταίους αιώνες βρισκόταν και συνεχίζει να βρίσκεται στον πυρήνα όλων των στρατηγικών ζητημάτων της Ευρώπης και του Ευρωατλαντικού χώρου. Μετά το 1945, όλο το σύστημα ευρωπαϊκών και Ατλαντικών θεσμών του οποίου η Βρετανίαυπήρξε κύριος αρχιτέκτονας, αποσκοπούσε στον οικονομικό, πολιτικό και στρατηγικό έλεγχο της Γερμανίας. Βασικά, δεν υπάρχει θεσμός στον Ευρωατλαντικό χώρο ο οποίος να μην είχε ως κύριο σημείο αναφοράς το «Γερμανικό ζήτημα».
Πρακτικά, αυτό σημαίνει, μεταξύ άλλων, τον έλεγχο των γερμανικών οικονομικών πολιτικών από υπερεθνικούς πλην διακυβερνητικά εποπτευόμενους θεσμούς, την απαγόρευση απόκτησης πυρηνικών όπλων από τη Γερμανία, την υιοθέτηση από το Βερολίνο χαμηλών τόνων στην εξωτερική πολιτική και την ένταξη των γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων στην Ατλαντική Συμμαχία και στους μικρότερης εμβέλειας ευρωπαϊκούς θεσμούς άμυνας και ασφάλειας. Συνολικά, ο σκοπός ήταν να διασφαλίζεται διαρκώς επαρκής στρατηγική εποπτεία επί της Γερμανίας στα πεδία της οικονομίας, της άμυνας και της διπλωματίας.
Το ρηθέν «οι ΗΠΑ με τη στρατηγική παρουσία τους στην Ευρώπη σώζουν τους ευρωπαίους από τους εαυτούς τους» συμβολίζει μια επαληθευμένη πραγματικότητα: Η Ευρώπη είναι στρατηγικά σταθεροποιημένη λόγω Αμερικανικής παρουσίας. Η σταθερότητα αυτή έχει ως συνέπεια τη στρατηγική εξάρτηση από τις ΗΠΑ στα πεδία της διπλωματίας, της άμυνας και της οικονομίας. Συντομεύοντας υπενθυμίζουμε ότι λόγω μεγάλων διλημμάτων ασφαλείας, το 1989-92, όταν η Γερμανία επανενωνόταν και πριν παρέμβουν οι ΗΠΑ, οι εύθραυστες στρατηγικές ισορροπίες στο τρίγωνο Βρετανίας-Γαλλίας-Γερμανίας έφτασαν σε σημείο τήξης και ρήξης.
Η Αμερικανική υψηλή στρατηγική με την οποία η Βρετανία συμπορεύεται πλήρως, φαίνεται να υπονομεύεται σοβαρά λόγω της χρηματοοικονομικής κρίσης. Το Λονδίνο βλέπει ξεκάθαρα ότι δημιουργούνται οι εξής συστημικές προϋποθέσεις οι οποίες δυνατό να αλλάξουν ριζικά το στρατηγικό περιβάλλον: Είτε διαλυθεί η ευρωζώνη είτε όχι, μια Γερμανική οικονομική ηγεμονία θα επιφέρει μια Γερμανική οικονομικοπολιτική πρωτοκαθεδρία. Το ίδιο ισχύει εάν διαλυθεί ή μετασχηματιστεί δραστικά η ΕΕ με σκοπό τη δημιουργία μιας «διαφοροποιημένης και ιεραρχημένης ευρωπαϊκής δομής» πολλών ταχυτήτων στην οποία αναπόδραστα θα δεσπόζει ο αναδυόμενος Γερμανικός πολιτικοοικονομικός κολοσσός.
Όπως ξεκάθαρα βλέπουμε να συμβαίνει τώρα ακόμη και υπό συνθήκες πολύ πιο χαλαρών δομών, τους πολιτικοοικονομικούς όρους των αποφάσεων τους ορίζει ο ισχυρός και ο αδύναμος υποχωρεί και προσαρμόζεται. Η ασυμμετρία σχέσεων προκαλεί οικονομική, πολιτική, στρατηγική και κοινωνική ασυμμετρία. Μέχρι τώρα αυτό μετριαζόταν επειδή επίμονα και επί δεκαετίες τα μέλη μεριμνούσαν η ΕΕ να διατηρεί αντί-ηγεμονικά χαρακτηριστικά. Δηλαδή, συναινετικές αποφάσεις, για να μην μπορεί ο ισχυρός να επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του και φροντίδα για να συντηρούνται και να αναπτύσσονται ισότιμες σχέσεις. Μια ιεραρχημένη δομή στη βάση κριτηρίων μεγέθους και ισχύος αλλάζει εκ βάθρων το κοινοτικό εγχείρημα και το καθιστά βασικά αχρείαστο.
Το έμπειρο αετίσιο μάτι των Βρετανών διπλωματών, επιπλέον, βλέπει να σωρεύονται σύννεφα στο «Ανατολικό μέτωπο». Μια δηλαδή διαφαινόμενη προσέγγιση της Γερμανίας με τη Ρωσία. Απλά, όπως θα δούμε πιο κάτω, μια τέτοια εξέλιξη αναβιώνει εφιάλτες του παρελθόντος, όποτε και όταν Μόσχα και Βερολίνο συμπορεύτηκαν στρατηγικά.
Η δεύτερη υψηλή στρατηγική η οποία τρίζει λόγω της κρίσης της ευρωζώνης είναι η εθνική στρατηγική της Γαλλίας την οποία θεμελίωσε ο Πρόεδρος Ντε Γκολ και την οποία υπηρέτησαν πιστά όλοι οι μετέπειτα πρόεδροι. Η Γαλλία στο πλαίσιο της δεδηλωμένης στρατηγικής της «εθνικής ανεξαρτησίας» διατηρεί πυρηνικά όπλα για μια πλανητική αναλογική στρατηγική αποτροπή, αλλά –όπως χαρακτηριστικά ειπώθηκε στο παρελθόν από υψηλά ιστάμενους Γάλλους ηγέτες–, το πυρηνικό αποτρεπτικό χρησιμεύει και ως «ψυχολογική εξισορρόπηση της Γερμανίας».
Επιπλέον, η Γαλλία ακολουθώντας μια ανεξάρτητη εθνική στρατηγική και κρατώντας επί δεκαετίες αποπνικτικά «σφικταγκαλιασμένη» τη Γερμανία με τη Συμφωνία του 1963, φρόντιζε ούτως ώστε μέχρι σήμερα η ΕΕ να παραμένει ένα κρατοκεντρικό σύστημα όπου οι υπερεθνικοί θεσμοί θα είναι εντολοδόχοι και όχι εντολείς των διακυβερνητικών θεσμών.
Για να το πούμε διαφορετικά και συνδέοντάς το με τα συντρέχοντα γεγονότα, η Γαλλία όπως και τα μικρότερα κράτη της ΕΕ δεν ήθελαν και δεν θέλουν να στριμωχθούν μέσα σε ένα υπερεθνικό θεσμό όπου λόγω υπερισχύουσας οικονομικής θέσης θα ηγεμονεύει το Βερολίνο. Φανταστείτε μια κοινή δημοσιονομική πολιτική η οποία θα είναι δήθεν υπερεθνική αλλά λόγω συντριπτικής υπεροχής της Γερμανίας θα ηγεμονεύεται από το Βερολίνο.
Οι τάσεις αυτή τη στιγμή είναι χαρακτηριστικές: Λόγω άνισου ανταγωνισμού και ασύμμετρων πολιτικοοικονομικών σχέσεων, το ένα μετά το άλλο τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη συνθλίβονται οικονομικά και υποτάσσονται με «μνημόνια» διαφόρων ειδών. Εν δυνάμει ή ήδη εμπράγματα ο πλούτος τους εκποιείται στους πλουσιότερους και μετατρέπονται σε Γερμανική αποικία νέου είδους.
Οι επισημάνσεις που προηγήθηκαν μας οδηγούν στο ζήτημα των στρατηγικών προεκτάσεων της «ολοκλήρωσης» και των ύστερων νομισματικών αποφάσεων του 1991-2. Το γεγονός ότι η ΕΕ δεν προσαρμόστηκε στην κρατοκεντρική της φύση με το να μετατρέψει τους υπερεθνικούς θεσμούς σε αυστηρά εντολοδόχους των εντολέων διακυβερνητικών θεσμών, είναι ένα μεγάλο ζήτημα που αναλύθηκε αλλού (συνοπτικά αλλά πυκνά στο ημέτερο Κοσμοθεωρία των Εθνών).
Σημασία έχει εδώ να τονίσουμε ότι οι πιο πάνω λεπτές στρατηγικές ισορροπίες μπήκαν σε τροχιά αστάθειας, όταν λήφθηκε η απόφαση του 1991-92 για τη δημιουργία της ΟΝΕ. Πρόκειται για μια από τις πλέον ανορθολογικές αποφάσεις της σύγχρονης ιστορίας. Αυτή η απόφαση επαληθεύει ότι για κάποιο περίεργο λόγο ξανά και ξανά ακόμη και μεγάλα και πολύ οργανωμένα κράτη όλως περιέργως περιπίπτουν σε μοιραία και τραγικά πολιτικά σφάλματα. Αλλού υποστηρίξαμε ότι αυτό οφείλεται στο έλλειμμα πολιτικής σκέψης απόρροια μιας περιρρέουσας μοντερνιστικής ουτοπικής και ιδεολογικά βεβαρημένης ατμόσφαιρας που επέτεινε η στρατηγική και πνευματική σύγχυση του Ψυχρού Πολέμου και της παραληρηματικής μεταψυχροπολεμικής εποχής.
Οι Γάλλοι, για παράδειγμα, αφελώς πίστεψαν πως «δένοντας το Βερολίνο με τις κλωστές» ενός νομισματικού συντονισμού θα ήλεγχαν τον ενοποιημένο πια Γερμανικό οικονομικό και κοινωνικό γίγαντα. Η ένταξη της Αυστρίας μαζί με τη σταδιακή ανάπτυξη δεσμών με τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης απλά οδήγησε σε ένα πανίσχυρο γερμανικό μπλοκ στο κέντρο της Ευρώπης, που συνθλίβει οικονομικά τις ασθενέστερες εθνικές οικονομίες του Νότου και όχι μόνο. Εν τούτοις, οι Γάλλοι πίστεψαν εσφαλμένα πως δεν είχε μεγάλη σημασία η Γερμανική οικονομική ισχύς αυτή καθεαυτήν εάν δημιουργούσαν νομισματικούς εποπτικούς θεσμούς.
Παρενθετικά επισημαίνουμε ότι αναμφίβολα η άσκοπη και απροετοίμαστη Ελληνική ένταξη στην ΟΝΕ, πριν δέκα χρόνια, ήταν ένα ιστορικό πολιτικό και στοχαστικό «έγκλημα» στο οποίο εμπλέκονται αναρίθμητοι ηθικοί αυτουργοί, κυρίως τεχνοκράτες, αδιάβαστα μέλη του πολιτικού προσωπικού και συνάδελφοί μου που περιφέρονται μεταξύ διεθνικών ιδρυμάτων, διεθνικών συνάξεων και ελληνικών κομματικών και κυβερνητικών γραφείων. Δεν υπήρχε ο παραμικρός λόγος να αποφασιστεί μια απροετοίμαστη εσπευσμένη προσχώρηση σε ένα νομισματικό χώρο όπου θα υπήρχε ένας θηριώδης ανταγωνισμός που θα στερείτο (πανευρωπαϊκούς) κοινωνικούς και πολιτικούς ελέγχους.
Η πανταχόθεν περιρρέουσα πολιτική και πνευματική σύγχυση κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών έκανε πολλούς που αυτό-ονομάζονται «ορθολογιστές» να πιστέψουν πως μπορεί να υπάρξει μια κοινή ευρωπαϊκή δημοσιονομική πολιτική πάνω σε ένα κοινωνικά και εθνοκρατικά διαφοροποιημένο χώρο. Η ίδια καταστροφική εσφαλμένη σκέψη κατατρύχει πολλούς αυτή τη στιγμή, όταν όλες οι κοινωνίες και οι πολιτικές τους ηγεσίες έντρομες αναζητούν διέξοδο από τη δίνη που προκάλεσαν οι εσφαλμένες αποφάσεις του 1992.
Υπήρξαν ακόμη και φωνές «υψηλών» προσωπικοτήτων τις οποίες πολλοί από εμάς τότε δικαίως, χαρακτηρίσαμε «νοημοσύνης νηπίου», οι οποίοι δήλωναν πωςμε ωφελιμιστικά και χρησιμοθηρικά κριτήρια που θα βάθαιναν μέσω νομισματικών και οικονομικών αποφάσεων θα περνούσαμε, δήθεν, σε μια ευρωπαϊκή οικονομική ένωση που θα κατέληγε τελικά, δήθεν, σε μια πολιτική ένωση της Ευρώπης. Είναι γνωστές οι τότε ειρωνείες των Βρετανών που δεν συμμετείχαν και οι οποίοι αρχικά αντιστέκονταν στη μετονομασία της ΕΟΚ σε ΕΕ. Ονοματολογική αλλαγή που τελικά αποδέχθηκαν δηλώνοντας σαρκαστικά πως μια τέτοια μετονομασία δεν έχει και πολύ μεγάλη σημασία.
Τα κράτη και τις αυτοκρατορίες ή οποιεσδήποτε σύγχρονες υπερεθνικές και διακυβερνητικές ρυθμίσεις δεν τις συγκροτούν και δεν τις συγκρατούν θεσμικές κλωστές ή ωφελιμιστικά κριτήρια. Η εθνοκρατική συγκρότηση –και πολλοί ονειρεύονται επικίνδυνα μια τέτοια συγκρότηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο– συμπεριλαμβάνει μεν την οικονομία αλλά όχι μόνο αυτή. Είναι και μια πνευματική υπόθεση. Απαιτεί μια συνεκτική πολιτική ανθρωπολογία που νομιμοποιεί τις πανευρωπαϊκές μακροϊκονομικές αποφάσεις. Η μακροοικονομία όπως και τα ζητήματα άμυνας και ασφάλειας είναι «υψηλή πολιτική», όπως λέμε. Απαιτεί υψηλής βαθμίδας κοινωνική δέσμευση και κοινωνική νομιμοποίηση.
Αν υπάρξει ένωση των Ευρωπαίων με οικονομικούς δεσμούς, υπογράμμισε το 1966 ο Raymond Aron, «δεν θα αποτελέσει αλλαγή εντός της ιστορίας, αλλά αλλαγή της ιστορίας». ΟRaymond Aron, όμως, ήταν μια βαρυσήμαντη στοχαστική προσωπικότητα σπάνιας εμβέλειας. Η περιρρέουσα συμβατική ατμόσφαιρα ακαδημαϊκών και πολιτικών αναλύσεων στην Ευρώπη –για την Ελλάδα είναι περιττό να αναφερθούμε γιατί αποτελούν ρεσιτάλ πολιτικοστοχαστικού παραληρήματος διαρκείας δύο δεκαετιών– απλά ενίσχυσε τον ανορθολογισμό των πολιτικών, οικονομικών και στρατηγικών αποφάσεων. Έτσι, πολλοί πίστεψαν πως η «ολοκλήρωση» των Ευρωπαίων θα ήταν μια απλή και γραμμική οικονομική υπόθεση ή απλή υπόθεση ευθυγράμμισής τους με κάποια ιδεολογικά και θεσμικά δόγματα.
Επιπλέον, αναρίθμητοι ειδικοί των μεταφυσικών αλμάτων στο πεδίο των ψυχολογικών ερμηνειών οι οποίοι ποτέ δεν εργάστηκαν και οι οποίοι ζουν παρασιτικά μέσα σε πανεπιστημιακά ιδρύματα, συνηθίζουν εδώ και δεκαετίες να αναλύουν το «συλλογικό υποκείμενο» ως και να μπορούν, δήθεν, να εντοπίσουν την κατάσταση κάποιας μυστηριώδους (και πάντα κατ’ αυτούς χαλασμένης) «συλλογικής ψυχής». Μέσα σε αυτή την ψυχή μπορούν, δήθεν, να καταδυθούν για να μιλήσουν προπετώς για το πώς πρέπει να σκέφτονται οι άνθρωποι και για το πως θα πρέπει να οργανώνονται ανθρωπολογικά, κοινωνικά και πολιτικά.
Συναφώς, ιστορικά είναι αποδεδειγμένο ότι τα ποικίλων εκδοχών γενοκτονικά εγκλήματα και οι ηθικοί αυτουργοί τους στο πολιτικοστοχαστικό επίπεδο αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Συνειδητά ή ανεπίγνωστα αποτελούν πνευματικά τέκνα γενοκτονικών συλλογικών ενοχοποιήσεων της δεκαετίας του 1930.
Στην Ευρώπη εξώθησαν στο στρίμωγμα των εθνών μέσα σε ιδεολογικά επινοημένους κατασκευαστικούς θεσμούς. Στην Ελλάδα, παρομοίως, πολλοί υποστηρίζουν σήμερα, δεν φταίει ο τρόπος που συγκροτείται και ασκείται η πολιτική εσωτερικά και στην Ευρώπη αλλά τα «κακά ψυχόρμητα» των πολιτών. Αυτονόητα, αυτά είναι κακόγουστες ασυναρτησίες. Οι Έλληνες θα ματώσουν πολύ περισσότερο αν δεν κατανοήσουν τι συμβαίνει στην Ευρώπη και στον κόσμο τις τελευταίες δεκαετίες και αν δεν αρχίσουν να αγαπάνε την πατρίδα τους παραμερίζοντας όσα δεξιοαριστερά μεταμοντέρνα ορφανά του Ψυχρού πολέμου παραληρούν κοσμοπολίτικα και διεθνιστικά.
Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά στα ίδια ακριβώς διλήμματα και προβλήματα της μεταπολεμικής περιόδου. Το ζήτημα είναι κατά πόσο είναι εφικτό να έχουμε μια εθνοκρατοκεντρική δομή ισότιμων σχέσεων αντί-ηγεμονικά διασφαλισμένων ή εάν θα εισέλθουμε ξανά μέσα στον χαώδη κόσμο των πολιτικοστοχαστικών παρακρούσεων.
Το εξισωτικό και εξομοιωτικό σχέδιο νομισματικής ενοποίησης απέτυχε και τώρα η ακαταστασία που προέκυψε επιχειρείται να αντιμετωπιστεί με συμμόρφωση στους ανελέητους όρους που θέτει η Βόννη από θέση ισχύος και με αποφάσεις που κυριολεκτικά λαμβάνονται στο πόδι από κοινωνικά άγνωστους τεχνοκράτες ανατριχιαστικής προπέτειας.Η πολιτική οργάνωση της Ευρώπης, αν μη τι άλλο για να διασφαλιστούν τα συνεργασιακά κεκτημένα, δεν μπορεί παρά να συγκροτηθεί σύμφωνα με τη διαφοροποιημένη κοινωνική του φύση. Οι ρυθμίσεις στο οικονομικό πεδίο είναι κρίσιμης σημασίας και αυτό δεν φαίνεται να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη.
Πιο συγκεκριμένα, δεν αναφερόμαστε μόνο στις ιστορικές ταυτότητες και στις εθνικές ιδιαιτερότητες σε όλο το ανθρωπολογικό φάσμα (θεσμικές παραδόσεις, νομικά συστήματα, εργασιακές πρακτικές, πολιτισμικοί παράγοντες κτλ). Αναφερόμαστε επίσης στον κυριότερο παράγοντα μιας εθνοκρατικής συγκρότησης: Την κοινωνική δικαιοσύνη που συνδέει βαθειά τις κοινωνικές, οικονομικές και πνευματικές δομές στο εσωτερικό ενός εθνοκράτους. Ανά πάσα στιγμή η κοινωνική δικαιοσύνη ενσαρκώνει τον εθνικό τρόπο ζωής και νομιμοποιεί τις βαθύτατων διανεμητικών προεκτάσεων ιδιοκτησιακές, παραγωγικές, καταναλωτικές, διανεμητικές και εξουσιαστικές ιεραρχίες.
Με Αριστοτελικούς όρους, είναι η ανά πάσα στιγμή διανεμητική δικαιοσύνη όπως αναδεικνύεται μέσα από τις κοινωνικές σχέσεις και όπως εξελίσσεται το οικείο κοινωνικοπολιτικό σύστημα. Κανένα εθνοκρατικό σύστημα κοινωνικής δικαιοσύνης δεν είναι όμοιο με κάποιο άλλο. Ακόμη και τυφλοί μπορούν να δουν αυτή τη διαφοροποιημένη κοσμοθεωρητική, ηθική και κανονιστική συγκρότηση του πλανήτη. Μπορούν να το κάνουν με το να διαβάσουν τους νόμους, τα Συντάγματα και τις υπόλοιπες κρατικές εθνοκρατικές θεσμίσεις.
Όποιος πιστέψει πως μπορεί να καταστήσει τις κοινωνίες υποχείριο –ξεχνώντας ότι η καθεμιά εξ αυτών είναι ένας κινούμενος και ιδιόμορφα αναπτυσσόμενος κοινωνικοπολιτικός οργανισμός– για να κατασκευάσει μια ευρωπαϊκή δημοσιονομική «γερμανική σαλάτα» δεν είναι μόνο αφελής αλλά και άκρως επικίνδυνος. Δεν συγκροτούνται έτσι τα συστήματα κοινωνικής και διανεμητικής δικαιοσύνης και οι εμπειρίες των τελευταίων δεκαετιών για υπερεθνική συγκρότηση στην πρώην ΕΣΣΔ, στην πρώην Γιουγκοσλαβία και στην ίδια την ΕΕ, αν και πολλά διδάσκουν εν τούτοις πολλοί αποδεικνύονται ανεπίδεκτοι μαθήσεως.
Αυτές τις μέρες παρατηρούμε το ίδιο θέατρο του παραλόγου. Ακούμε τις ίδιες ηγεμονικά εμπνευσμένες και ανίατα στρεβλές διεθνιστικές και κοσμοπολίτικες παρακρούσεις.Μάλιστα, στη Γερμανία, η μέθη που προκαλεί η οικονομική ισχύς, παραμερίζει τα ιστορικά στρατηγικά ζητήματα και οι γερμανοί ηγέτες επιχειρούν να επιβάλουν μια γερμανικά εποπτευόμενη «κοινή» δημοσιονομική πολιτική και μια στενότερη θεσμική και πολιτική δομή που αναπόδραστα θα είναι εξαρτημένη μεταβλητή του ισχυρότερου. Οι γερμανικές αξιώσεις, αν και παράλογες, είναι εν τούτοις αναμενόμενες: Κλασικά ισχύει το ρηθέν ότι ο ηγεμόνας αγαπά πάντα αυτούς τους οποίους θέλει να κυριαρχήσει. Λογικό είναι η Βόννη να επιδιώκει μια κατά το δυνατόν στενότερη σχέση. Μια δυναστική ασύμμετρη σχέση!
Ο κατακτητής (εδώ ο οικονομικός κατακτητής) αγαπάει πάντα την ειρήνη και τη σταθερότητα στις σχέσεις του με τους κατακτημένους. Τα μνημόνια και οι νεόδμητες «αποικίες του ευρωπαϊκού Νότου» που ακυρώνουν την εθνική ανεξαρτησία και τη δημοκρατία των κρατών αυτών, είναι ο τρόπος και η μεθόδευση της Γερμανικής επικυριαρχίας. Υπό τις περιστάσεις η κοινή δημοσιονομική πολιτική εκπληρώνει τον σκοπό του οικονομικού και αύριο πολιτικού κατακτητή να έχει υπό τον έλεγχο τους ηττημένους μέσα σε μια Γερμανικά κυριαρχούμενη κοινή δομή.
Ένας πρώην υπουργός της Πρωθυπουργού Θάτσερ συνόψισε τις διαχρονικές επιφυλάξεις πολλών όταν δήλωσε: «Με την επανένωση η Γερμανία σχεδιάζει να επιτύχει με οικονομικό τρόπο ό,τι δεν πέτυχε ο Χίτλερ με στρατιωτικά μέσα». Όπως σημειώσαμε και πιο πάνω μια Γερμανική πολιτικοοικονομική ηγεμονία επί των «μνημονιακά» χειροπόδαρα δεμένων «αποικιών του Νότου» θα βαθαίνει ολοένα και περισσότερο. Ολοένα και περισσότερο οι «αποικίες» αυτές θα συνθλίβονται οικονομικά και θα εκποιούνται με εξευτελιστικούς όρους.
Οι πιο πάνω τάσεις που εκδηλώνονται έντονα στο πεδίο της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης επιβεβαιώνουν ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά στο θολό βασίλειο της Εσπερίας. Τα υπόλοιπα μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη –τα μικρότερα κατάντησαν θλιβεροί κομπάρσοι μέσα σε μια παρωχημένη «ευρωπαϊστική» ρητορική– είναι παγιδευμένα μέσα σε μια στρατηγική δίνη. Η δίνη αυτή συνδυάζει δυναμικά:
α) μια βαθειά οικονομική κρίση (παρόμοια είχαμε μόνο στο τέλος της δεκαετίας του 1920),
β) μια Γερμανική οικονομική ηγεμονία (ενώ είναι γνωστό ότι ποτέ η Γερμανία δεν μπορεί να γίνει αναίμαχτα ηγεμόνας της Ευρώπης),
γ) μια γιγαντιαία θεσμικοπολιτική υπερεθνική φούσκα που ανεξέλεγκτοι τεχνοκράτες διογκώνουν ολοένα και περισσότερο) και
δ) μια απουσία στρατηγικού σταθεροποιητή (καθότι είναι αμφίβολο κατά πόσο μπορεί να είναι αποτελεσματική η αγγλοσαξονική στρατηγική δραστηριοποίηση).
Τώρα, τι ακριβώς κάνει το Λονδίνο; Γιατί αυτό το ξαφνικό έντονο ενδιαφέρον να «εφαρμόσει η Ελλάδα τις υποχρεώσεις της» και γιατί μια τόσο έντονη ανησυχία για το μέλλον της ευρωζώνης; Μιας ευρωζώνης για την οποία μέχρι πρότινος οι Βρετανοί ειρωνεύονταν!
Αφήνοντας κατά μέρος την ανάλυση του πως ακριβώς επηρεάζει τη Βρετανία μια άτακτη διάλυση της ευρωζώνης, για το Λονδίνο –και για τον εν μέσω εκλογικών αναμετρήσεων υπερατλαντικό συνεταίρο της Βρετανίας– ο κύριος λόγος ανησυχίας έγκειται στο γεγονός ότι οι διπλωμάτες οσφραίνονται μια επερχόμενη μεγάλη και παταγώδη κατεδάφιση του μεταπολεμικού πολιτικού, οικονομικού και στρατηγικού εποικοδομήματος.
Στη βάση πάγιων στρατηγικών αντιλήψεων στο Λονδίνο το συμφέρον της Βρετανίας έγκειται στο σταδιακό ξεφούσκωμα της προαναφερθείσης θεσμικοπολιτικής και οικονομικής φούσκας και στη δημιουργία μιας νέας θεσμικά πιο χαλαρής ευρωατλαντικής αρχιτεκτονικής (στο παρελθόν είχε προταθεί άπειρες φορές). Όμως, εγγενή χαρακτηριστικά του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος, καθιστούν αυτή τη φορά κάτι τέτοιο δύσκολο ή και ανέφικτο. Το Λονδίνο ανησυχεί!
Κατ’ αρχάς, υπάρχει αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ Γερμανικής οικονομικής ηγεμονίας και Γερμανικής βούλησης να μεταφέρει επαρκείς πόρους σταθεροποίησης της ευρωπαϊκής οικονομίας μέσα σε μια μη ηγεμονική πολιτικοθεσμική δομή. Το Βερολίνο κατανοεί πως για πρώτη φορά μετά τον Βίσμαρκ είναι σε θέση να ορίσει και μάλιστα αναίμαχτα τους όρους και τις προϋποθέσεις ενός Γερμανικού υπερισχύοντος ηγεμονικού ρόλου στην Ευρώπη. Άλλωστε, κάθε βράδυ η κυρία Μέρκελ και ο κύριος Σόϊμπλε μας το υπενθυμίζουν στους τηλεοπτικούς μας δέκτες.Μόνο πολιτικά νήπια θα ανέμεναν αλτρουισμό.
Η Γαλλία, όντας και αυτή σε θέση αδυναμίας και με πολιτικούς ηγέτες που έφθασαν στο μικροπρεπές επίπεδο να προσβάλλουν έλληνες πολιτικούς ηγέτες (της αξιωματικής αντιπολίτευσης) μη αποδεχόμενοι συνάντηση, επειδή «δεν το επέτρεπε το πρωτόκολλο» –για να δεχθούν, λίγες μέρες μετά, τον αρχηγό του τρίτου κόμματος, ο οποίος υποθέτω λόγω απειρίας δέχθηκε–, κινούνται μεν σπασμωδικά μεταξύ Λονδίνου και Ουάσινγκτον, αλλά όλοι γνωρίζουν ότι αυτές οι σχέσεις είναι εφήμερες και επίπλαστες.
Η μόνη φορά που το Παρίσι μπόρεσε να αντιμετωπίσει τη Γερμανία τους δύο τελευταίους αιώνες ήταν όταν ο Χίτλερ ηττήθηκε. Με τις συμφωνίες του 1955 που επαναλήφθηκαν το 1994 κυριολεκτικά κράτησαν τη Γερμανία δεμένη χειροπόδαρα. Σήμερα και παρά το γεγονός ότι η κατοχή πυρηνικών όπλων είναι μια διόλου αμελητέα παράμετρος, είναι αμφίβολο κατά πόσο το Παρίσι μπορεί να κάνει πολύ περισσότερα. Το πιο επικίνδυνο είναι εάν οι Γάλλοι συνεχίσουν να λειτουργούν σπασμωδικά.
Αυτά που ακούμε σήμερα μοιάζουν πολύ με τις αποφάσεις του 1991-92 όταν δημιουργήθηκε η ΟΝΕ: Ξανά με ημίμετρα στημένα στο πόδι επιχειρούν να δέσουν τον Γερμανικό γίγαντα με κλωστές. Για να ακριβολογούμε, όχι να τον δέσουν, αλλά να τον δεσμεύσουν με μεταφορές κάποιων χρηματοοικονομικών πόρων οι οποίοι θα αποτελούν τρύπα στο νερό μιας και το πρόβλημα δεν είναι οι τεμπέληδες έλληνες, ιταλοί, ισπανοί, πορτογάλοι ή κάποιοι άλλοι, αλλά ο άνισος οικονομικός ανταγωνισμός.
Κοντολογίς, μόνο αν κανείς είναι τυφλός δεν μπορεί να δει ότι η Ευρώπη παγιδεύτηκε θανάσιμα: Μια ανέφικτη πολιτική ένωση είναι προϋπόθεση μιας οικονομικής ένωσης, ενώ βήματα προς οικονομική ένωση σημαίνει υποταγή στον Γερμανικό γίγαντα. Το γεγονός ότι πολλοί είναι εγκλωβισμένοι μέσα σε διεθνιστικές και κοσμοπολίτικες παρακρούσεις πολιτικά, κοινωνικά και ανθρωπολογικά ανεδαφικές είναι και το μεγάλο πρόβλημα της Ευρώπης σήμερα. Η στρατηγική και η πολιτική σκέψη είναι ελλειμματική και ο πολιτικός ορθολογισμός σπανίζει.
Τέλος αλλά όχι το τελευταίο που θα μπορούσε να τονιστεί, αφορά το μέγα στρατηγικό ζήτημα των σχέσεων Βερολίνου – Μόσχας. Η σχέση αυτή εξελίσσεται σύμφωνα με την εγγενή φύση των εξελίξεων των δύο τελευταίων δεκαετιών: Η πανίσχυρη πλέον Γερμανία ατενίζει Ανατολικά, και όχι μόνο. Το κατά πόσο αυτό αποτελεί προϊόν Γερμανικού στρατηγικού σχεδιασμού είναι αδιάφορο. Σημασία έχει ότι, πλέον, για εγγενείς δομικούς οικονομικούς λόγους που σχετίζονται με αγορές και πρώτες ύλες η Γερμανία προσβλέπει σε ένα «ζωτικό χώρο» στην Κεντρική Ευρώπη και στην Ανατολική Ευρώπη. Όσον αφορά τον Ευρωπαϊκό Νότο αλλά όχι μόνο, με ψυχραιμία και σιγουριά που παγώνει, το Βερολίνο επιχειρεί να τον μετατρέψει σε εκποιημένο και εξαγορασμένο από αυτήν αποικιακό χώρο.
Σίγουρο είναι ότι ο κλασικός εξισορροπητής, δηλαδή το Λονδίνο, «κινείται». Το ζήτημα όμως είναι κατά πόσο υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να συγκρατηθεί και για να μετασχηματιστεί το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα. Εκτιμούμε πως είναι δύσκολο, αν όχι ανέφικτο. Όλα δείχνουν ότι τα πράγματα κινούνται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που δημιουργεί η υπερισχύουσα Γερμανική θέση.
Όμως, εδώ βρίσκονται και τα σπέρματα μιας μεγάλης αστάθειας: Ποτέ η Γερμανία δεν μπόρεσε να ηγεμονεύσει επί της Ευρώπης. Για στρατηγικούς λόγους που αφορούν την παγκόσμια κατανομή ισχύος και συμφερόντων οι Δυτικοί ποτέ δεν θα της το επιτρέψουν.
Διαχρονικά η θέση της Ρωσίας επί αυτού ήταν πονηρή και επαμφοτερίζουσα. Το στρατηγικό παίγνιο, αν και είναι δύσκολο, ευνοεί τη Μόσχα: Τυγχάνει σήμερα η Ρωσία να είναι η μόνη που διαθέτει πολιτική ηγεσία με ικανότητα θέασης του ιστορικού παρελθόντος και του μέλλοντος.
Στην Ελλάδα, μετά τις εκλογές της 6ης Μαίου λογικά έπρεπε να πάρουν το τιμόνι της διπλωματικής και οικονομικής διακυβέρνησης προσωπικότητες υψηλού πολιτικού και στοχαστικού κύρους, για να μπορέσουν να πλοηγήσουν το ελληνικό καράβι μέσα από τις συμπληγάδες. Το ίδιο ζήτημα τίθεται μετά τις εκλογές της 17ης Ιουνίου.
Οι συμπληγάδες είναι πολλές και αλληλένδετες. Η διαπραγμάτευση μέσα στο ρευστό στρατηγικό και πολιτικοθεσμικό πεδίο που προσπαθήσαμε να σκιαγραφήσουμε πιο πάνω απαιτεί κομματικά αδιάφθορες προσωπικότητες υψηλού πολιτικού κύρους και διακεκριμένων επιδόσεων. Επιπλέον, η διαχείριση των πρωτογενών ελλειμμάτων θα πρέπει να συνδυαστεί με κοινωνική συνοχή, ευνομία και οικονομική ανάπτυξη.