Βασίλης Δημ. Χασιώτης
«Κάποτε επισκέφθηκε τον κ. Κόϋνερ ένας καθηγητής της φιλοσοφίας κι άρχισε να του μιλάει για τη σοφία του. Μετά από λίγη ώρα ο κ. Κ. είπε στον καθηγητή : Κάθεσαι ενοχλητικά, μιλάς ενοχλητικά, σκέφτεσαι ενοχλητικά. Σαν τ’ άκουσε αυτό ο καθηγητής θύμωσε και του είπε : Δε μ’ ενδιαφέρει τι σκέφτεσαι για το άτομό μου, μ’ ενδιαφέρει να μάθω τη γνώμη σου γι’ αυτά που λέω. Αυτά που λες δεν έχουν περιεχόμενο, αποκρίθηκε ο κ. Κ. Σε βλέπω να βαδίζεις αδέξια, και το βάδισμά σου δεν έχει προορισμό. Μιλάς σκοτεινά και η ομιλία του δεν φωτίζει τίποτα. Βλέποντας τη στάση σου παύει να μ’ ενδιαφέρει ο στόχος σου.»
Μπέρτολτ Μπρεχτ : Ιστορίες του κ. Κόϋνερ, εκδ. Θεμέλιο, ζ’ έκδοση, 1991, σελ. 9
Αν και πέρασε κάμποσος καιρός από τότε που διατυπώθηκε για πρώτη φορά η γνωστή δήλωση περί μειοδοσίας του κ. Γιώργου Γεραπετρίτη, εν τούτοις, ο απόηχός της δεν έχει καταλαγιάσει ακόμα. Συνεχώς επανέρχεται στην επικαιρότητα, και φοβούμαι πως ο κ. υπουργός των Εξωτερικών, δεν πρόκειται εύκολα να αποτινάξει από πάνω του αυτή τη φράση που έχει συνδεθεί με την υποψία ότι υπάρχει μια κρυφή ατζέντα στις συζητήσεις με την Τουρκία, που περιλαμβάνει υποχωρήσεις σε ό,τι η Ελλάδα επισήμως θεωρεί κόκκινες γραμμές στις ελληνοτουρκικές μας διαφορές. Ο κ. Γεραπετρίτης, αν και ακαδημαϊκός δάσκαλος, τουλάχιστον θα έπρεπε περισσότερο απ’ τον καθένα, να είναι σε θέση να γνωρίζει, ότι οι λέξεις που διατυπώνονται από έναν πολιτικό, πόσο μάλλον από έναν υπουργό της βαρύτητας που του προσδίδει το κύρος του υπουργείου που ηγείται, παράγουν αποτελέσματα όπως ακριβώς οι πράξεις που γίνονται έστω και χωρίς να τις προφέρεις. Όπως αποτελέσματα παράγει και η γενικότερη στάση.
Πάνω σ’ αυτή τη δήλωση, έχει χυθεί πολύ μελάνη, επομένως, δεν έχει νόημα να τοποθετηθώ πάνω στο ήδη πολυσυζητημένο αυτό θέμα. Το ενδιαφέρον με αυτή τη δήλωση, θα έλθει ίσως αργότερα, (ενδεχομένως δε, όχι πολύ αργότερα), όταν κάποια στιγμή πληροφορηθούμε τι συζητούνταν στις κατ’ ιδίαν συναντήσεις των εκάστοτε Ελλήνων πρωθυπουργών με την Τουρκική ηγεσία (τον κ. Ερντογάν εν προκειμένω), αλλά και των υπουργών εξωτερικών των δύο χωρών, πίσω από τις κλειστές πόρτες. Επί του παρόντος, ό,τι διαρρέει, κατά κανόνα διαρρέει από τουρκικής πλευράς και είναι όντως ανησυχητικά αν αληθεύουν και είναι περισσότερο ανησυχητικά όταν δεν διαψεύδονται πειστικά από την Ελλάδα.
Όμως το ρηθέν υπό κ. Γεραπετρίτη ότι δεν τον νοιάζει αν τον πουν μειοδότη αρκεί να αφήσει ήρεμα νερά στις σχέσεις με την Τουρκία, κατά την γνώμη μου, κακώς αποδίδεται ως φιλοσοφία πολιτικής αλλά και ως πολιτική στάση στο πρόσωπο του υπουργού των Εξωτερικών λες και πρόκειται για δήλωση ενός ιδιώτη. Ναι μεν η λέξη του ανήκει, αυτός την είπε, όμως, αυτή λέξη, επειδή αναδύει και «άρωμα» φιλοσοφίας της υιοθετούμενης πολιτικής στα ελληνοτουρκικά ζητήματα, σημασία πλέον έχει, περισσότερο από την ίδια τη λέξη, η φιλοσοφία που άθελά της (αυτή η λέξη) υπονοεί για το τι συζητείται πίσω από τις κλειστές πόρτες. Κι αυτή η φιλοσοφία, και άρα η λέξη που την αναδεικνύει, δεν εκφράζει τον υπουργό αλλά την κυβέρνηση και σε κάθε περίπτωση τον πρωθυπουργό. Εκτός και αν η λέξη περί μειοδοσίας, δεν αποτελεί και τόσο μια «εκ παραδρομής λάθος διατύπωση» μιας σκέψης. Άλλωστε, αυτή καθαυτή η αναφορά στο να ενδέχεται να θεωρηθεί «μειοδοτική» μια συμφωνία, επιτρέπει την εικοτολογία και ούτε η κυβέρνηση ούτε ο υπουργός θα πρέπει να μέμφονται κανέναν άλλον πέραν του εαυτού τους για ό,τι ως σκέψεις γεννώνται από τη δήλωση αυτή. Γιατί μια Κυβέρνηση θα πρέπει να θεωρεί ότι ενδέχεται μια κατά τα άλλα πατριωτική ρύθμιση των όποιων εκ των ελληνοτουρκικών διαφορών αχθούν προς «οριστική» επίλυση, θα μπορούσε ποτέ να εκληφθεί από τον οποιοδήποτε ως «μειοδοτική»; Μια μόνο περίπτωση υπάρχει : να απεμπολήσει η Κυβέρνηση έστω και ένα εκατοστό εθνικής κυριαρχίας ή κυριαρχικού της δικαιώματος που απορρέει από το Διεθνές Δίκαιο (με αυτό το τελευταίο αναφέρομαι στο ζήτημα του κυριαρχικού δικαιώματος). Όμως, εφόσον κάτι τέτοιο δεν συζητείται, όπως η Κυβέρνηση παγίως διατείνεται, τότε προς τι αυτή η διατύπωση περί «μειοδοσίας», έστω ως ενός ενδεχομένου χαρακτηρισμού; Πώς είναι δυνατόν να εκτιμάς ότι ενδέχεται να κατηγορηθείς ως «μειοδότης» έστω και κατ΄ υπόθεση, όταν δηλώνεις πως καμία κόκκινη εθνική γραμμή δεν πρόκειται να απεμποληθεί;
Κάθε δήλωση του κάθε μέλους της κάθε κυβερνήσεως που αφορά ζητήματα άσκησης κυβερνητικής πολιτικής, πόσο μάλλον πολιτικής επί εθνικού θέματος, εφόσον ρητά δεν αποκηρύσσεται τόσο η δήλωση όσο και το μέλος της κυβέρνησης που την έκανε, εφόσον η κυβέρνηση δεν την αποδέχεται, τότε, αυτό σημαίνει ότι υιοθετείται έστω και αν επιχειρηθεί εκ των υστέρων στρογγυλοποίηση της δήλωσης (εκτός δε λάθους, στην προκειμένη περίπτωση, νομίζω ότι η δήλωση αυτή, ουδέποτε επιχειρήθηκε να αμβλυνθεί έστω ως τέτοια).
Μάλιστα στη περίπτωση εθνικών ζητημάτων, κυρίως δε όταν η δήλωση προέρχεται από τον κατ’ εξοχήν αρμόδιο υπουργό ο οποίος με τις δηλώσεις του, είναι γνωστό, πως περισσότερο από το εσωτερικό του ακροατήριο, η κάθε του λέξη παρακολουθείται και ερμηνεύεται αναλόγως και από τις ξένες πρεσβείες, και ακόμα περισσότερο, εγγράφεται στην «ατζέντα» της διεθνούς κοινής γνώμης και των ξένων κυβερνήσεων, είναι φανερό ότι εν προκειμένω δεν χωρεί κανενός είδους επίσημη σιωπή. Η σιωπή ενίοτε σημαίνει συναίνεση. Ασφαλώς, ο υπουργός μπορεί να πιστεύει, ότι όντως ασκεί μια «γενναία» εξωτερική πολιτική σε ό,τι αφορά τις ελληνοτουρκικές διαφορές, διότι στα πλαίσια αυτής της δήλωσης εγένετο λόγος και περί «γενναιότητας» (σε ό,τι αφορά το ζήτημα της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών με την Τουρκία), όμως, υπάρχει και ένας πρωθυπουργός και μια κυβέρνηση οι οποίοι χαράσσουν την όποια εξωτερική πολιτική, και όχι ένας μονάχα υπουργός, ο υπουργός εξωτερικών εν προκειμένω. Η εύλογη ανησυχία που προκάλεσε η ανωτέρω δήλωση, οφείλεται στην άγνοια του κόσμου για το τι πράγματι συζητείται με την Τουρκία και τι διαμείβεται κατά τις συχνές και μακρές συζητήσεις μεταξύ των δύο κυβερνήσεων, και κυρίως των υπουργών εξωτερικών, Ελλάδας και Τουρκίας, αλλά και των επίσης συχνών επαφών του Έλληνα πρωθυπουργού και του Τούρκου Προέδρου, πέραν των όσων επισήμως αναφέρονται, μιας και ουδείς πιστεύει ότι η ατζέντα εξαντλείται μονάχα σε μια διαφορά που εμείς αναγνωρίζουμε, όταν η Τουρκία σπεύδει να βεβαιώνει ότι συζητά επί όλων των αξιώσεών της, ώστε να δικαιολογείται η περί μειοδοσίας ρήση του υπουργού μας των εξωτερικών, δηλαδή, ποιες είναι ακριβώς εκείνες οι ελληνικές θέσεις που μπορούν να θεωρηθούν «μειοδοτικές» κατά την κοινή αντίληψη των πραγμάτων. Και η άνω ανησυχία, λαμβάνει «σάρκα και οστά», σε συνδυασμό με την μάλλον ομοίως κοινή αντίληψη ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική στις μείζονες ελληνοτουρκικές διαφορές, ιδίως από την εποχή πρωθυπουργίας Κώστα Σημίτη και εντεύθεν, (και πριν απ’ αυτόν, όμως η κρίση των Ιμίων όπως και η συμφωνία της Μαδρίτης, αποτελούν σταθμό που δημιούργησε νέα αρνητικά δεδομένα για εμάς, πέραν όσων προϋπήρχαν) είναι μια πολιτική που θεωρείται όχι από λίγους, ως μια πολιτική που υπερβαίνει τα όρια του κατευνασμού, του διαρκούς κατευνασμού που απλώς αυξάνει διαρκώς τη βουλιμία του θηρίου, και ολισθαίνει όλο και περισσότερο προς την απεμπόληση κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, ακόμη και δια έργων, όπως π.χ. συνέβη πρόσφατα με το επεισόδιο στη νήσο Κάσο, όπου ο τουρκικός στόλος, εισήλθε εντός της οριοθετημένης με την Αίγυπτο ελληνικής ΑΟΖ (σ’ εκείνο το τμήμα συμπίπτει με την παράνομη ΑΟΖ Τουρκίας – Λιβύης) απαγορεύοντας τον ποντισμό ηλεκτρικού καλωδίου από μισθωμένο ιταλικό σκάφος, που βρίσκονταν εντός ελληνικής κυριαρχικής θαλάσσιας δικαιοδοσίας, με τον ελληνικό στόλο εξαφανισμένο. Πολύ δε περισσότερο, είναι φανερό πώς τέτοια δήλωση, απλώς επιβεβαιώνει εκ μέρους μας γι΄ ακόμα μια φορά στην Τουρκία τα ζωτικά της συμφέροντα στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Όμως η δήλωση Γεραπετρίτη, που συνιστά, επαναλαμβάνω, εμμέσως πλην σαφώς και δήλωση της κυβέρνησης, δεν είναι ότι δημιουργεί στο εσωτερικό εύλογες ανησυχίες για το τι συζητείται με την γείτονα χώρα, ταυτόχρονα καθιστά αναξιόπιστη την ίδια τη χώρα στις διεθνείς της σχέσεις με τρίτες χώρες στη συνεργασία των όποιων προσδοκούμε τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Π.χ., η άνω δήλωση σε συνδυασμό με το επεισόδιο της Κάσου που αναφερθήκαμε, όπου η Τουρκία έργω αμφισβήτησε κυριαρχικά μας δικαιώματα στην ελληνοαιγυπτιακή ΑΟΖ, τι μήνυμα στέλνει στην Αίγυπτο όταν περισσότερο και από την αδυναμία, δείχνουμε να φοβόμαστε να υποστηρίξουμε τη συμφωνηθείσα μαζί της ΑΟΖ εντός του χώρου ευθύνης μας, δηλαδή να υπερασπιστούμε εθνικό μας έδαφος πλέον; Γιατί μια αυριανή λιγότερο φιλική προς την Ελλάδα και περισσότερο φιλική προς την Τουρκία αιγυπτιακή κυβέρνηση (ήδη, η νυν αιγυπτιακή κυβέρνηση ολοένα και περισσότερο φαίνεται να έρχεται «πιο κοντά» με την Άγκυρα) να μην προτιμήσει, ακόμα και καταγγέλλοντας μονομερώς την ελληνοαιγυπτιακή ΑΟΖ, μια χάραξη ΑΟΖ απ’ ευθείας με την Τουρκία κατά το παράδειγμα της Λιβύης, παράνομη μεν, πλην όμως με έναν συμβαλλόμενο που θα ασκήσει όλη του την ισχύ για να την καταστήσει πρακτικά χρήσιμη και αξιοποιήσιμη και από τα δύο μέρη; Πόσο μάλλον όταν η φοβικότητα της ελληνικής κυβέρνησης, αρνείται να αδράξει την ευκαιρία που της προσφέρει η ίδια η ΕΕ με τον Χάρτη της Σεβίλλης, ο οποίος δικαιώνει πλήρως τις ελληνικές θέσεις σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, χωρίς να κάνει τίποτα άλλο, απλά από το να τον υιοθετήσει και να παραπέμψει την Τουρκία στις Βρυξέλλες για τα περαιτέρω, κι από εκεί και πέρα βλέπουμε, για να μην αναφερθούμε στις σχέσεις της Ελλάδας με τα Σκόπια και την Αλβανία, όπου κι εκεί, στις μεταξύ μας εθνικές διαφορές, δίνουμε ενίοτε την εικόνα ότι αν και αντικειμενικά ισχυρότεροι ως προς οιοδήποτε κριτήριο με έναντι των χωρών αυτών, εν τούτοις, ανεχόμαστε εκ μέρους τους συμπεριφορές, ως εάν να ήταν η Ελλάδα που υστερεί σε όρους ισχύος έναντι των χωρών αυτών και όχι ακριβώς το αντίθετο;
Τέλος, έχω να πω και δύο κουβέντες για τους λαλίστατους πρώην πρωθυπουργούς κ.κ. Κ. Καραμανλή και Αντώνη Σαμαρά.
Σε ό,τι λένε για τα εθνικά ζητήματα συμφωνώ στα περισσότερα, και συμμερίζομαι τις ανησυχίες τους.
Όμως, όταν διατυπώνουν τόσο σοβαρές ενστάσεις για την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης, ιδίως σε ό,τι αφορά τα ελληνοτουρκικά, αλλά και όχι μόνο, και αν πιστεύουν ότι οδηγούμαστε σε μη αναστρέψιμες αρνητικές εθνικές εξελίξεις, διερωτώμαι αν τώρα δεν είναι η στιγμή να ζητήσουν είτε την άμεση αλλαγή τη εξωτερικής πολιτικής της χώρας είτε η κυβέρνηση να προσφύγει άμεσα στην λαϊκή ετυμηγορία, πότε αυτό θα πρέπει να γίνει; Όταν όλα θα έχουν τελειώσει; Και όταν λέω «να ζητήσουν αλλαγή τη εξωτερικής πολιτικής», ασφαλώς δεν εννοώ λεκτικά. Αυτό το κάνουν. Εννοώ, αν δεν το κάνει η κυβέρνηση, να ασκήσουν την πολιτική και κομματική τους επιρροή ώστε η κυβέρνηση να καταφύγει στη λαϊκή βούληση έστω και ακούσα. Και σε ό,τι με αφορά, προσθέτω : η βούληση του λαού να εκφραστεί μέσω δημοψηφίσματος.
Οι ώρες είναι κρίσιμες για τα εθνικά μας ζητήματα.
Ας προσέξουν δε οι αρχιτέκτονες των «ήρεμων νερών», μήπως στο τέλος, μείνει ως πολιτική τους υστεροφημία η μειοδοσία (κατά τα ίδια τα λεγόμενά τους), και αντί «ήρεμων νερών» κληροδοτήσουν άγριες θάλασσες. Όμως, το ποια θα είναι η υστεροφημία τους, ενδιαφέρει τους ίδιους. Ο λαός είναι που θα κληθεί να αντιμετωπίσει πάλι τις συνέπειες. Κι αυτό υπερβαίνει το παιχνίδι των πολιτικών υστεροφημιών.
Σε καμία περίπτωση δεν ξεχνώ τα έργα και τις ημέρες εκείνου τουλάχιστον του πολιτικού προσωπικού που διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο στην εγκαθίδρυση του Μνημονιακού Καθεστώτος, το Καθεστώς δηλαδή που σήμερα βιώνουμε και θα βιώνουμε τουλάχιστον ως το 2060 (αν το σύμπαν προστρέξει ως μόνιμος αρωγός της προσπάθειας μας να μην εκτροχιαστούμε δημοσιονομικά ως τότε ακόμα και λόγω σοβαρών εξωγενών παραγόντων), τις ευρύτερες συνέπειες του οποίου Καθεστώτος, όπως π.χ., αυτές, ανάμεσα σε πολλές άλλες, που επηρεάζουν την ισχύ της εθνικής μας άμυνας, εισπράττουμε και σήμερα.
Όμως δεν θα μείνω σ’ αυτό.
Θα μείνω όμως στις τεράστιες εθνικές ευθύνες όλων εκείνων που ψήφιζαν ή ως κυβερνήσεις εισηγούνταν Μνημόνια (το «εισηγούνταν» ασφαλώς αποτελεί υπερβολή να λέγεται, απλώς διεκπεραίωναν μνημονιακά νομοθετήματα που συντάσσονταν από τη Τρόικα), χωρίς να κάνουν χρήση όλων εκείνων των δυνατοτήτων που η χώρα διέθετε, τουλάχιστον προκειμένου να διευθετήσει τις δανειακές της υποχρεώσεις της με τρόπο που δεν θα επέφερε συνέπειες (οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και συνέπειες στο Κράτος Δικαίου) που μόνο σ’ ένα πόλεμο καταστροφικό για τη χώρα θα βίωνε.
Μία μονάχα απ’ αυτές τις δυνατότητές που υπήρχαν, (την οποία μάλιστα επεσήμαινα σε άρθρα μου κατά την προηγούμενη δεκαετία, όταν βρισκόμασταν στη φάση της εγκαθίδρυσης των Μνημονίων), είναι και η τεράστια γεωπολιτική και γεωστρατηγική σημασία της χώρας, που επαυξάνεται και από τον θαλάσσιο πλούτο, όσο και αν μένει ανεκμετάλλευτος σήμερα από εμάς, όμως η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν τον αγνοεί, και αν εμείς δεν κάνουμε το ό,τι θα έπρεπε να κάνουμε, ίσως το κάνουν οι Βρυξέλλες μιας και θεωρούμε εμείς οι ίδιοι άλλωστε, για την ακρίβεια κάποιοι από εμάς, πως ό,τι είναι ελληνικό (π.χ., σύνορα, ΑΟΖ κ.λπ.) είναι και ευρωπαϊκό.
Ισχυριζόμουν εκείνη την περίοδο, πως αν οι Ευρωπαίοι «εταίροι» μας, θα εξακολουθούσαν να μας θεωρούν ως μια χώρα υπό κατοχή, θα έπρεπε να εισπράξουν μια αντίδραση που θα τους προκαλούσε πολλαπλάσια ζημιά απ’ τα κέρδη της λεηλασίας τους στην Ελλάδα. Κι ένα τέτοιο μέτρο θα ήταν η Ελλάδα να απειλήσει τα ευρύτερα γεωστρατηγικά συμφέροντα όχι μόνο των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης (Γερμανία και Γαλλία, κυρίως δε η πρώτη) και επομένως της ίδια της Ευρώπης, αλλά και της επικυρίαρχης Δύναμης που αποτελεί την Προστάτιδα Δύναμη της Ευρώπης, δηλαδή των Η.Π.Α., υιοθετώντας μια εξωτερική πολιτική η οποία θα έθετε υπό διακινδύνευση την γεωπολιτική και γεωστρατηγική θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ στο Νοτιοανατολικό τους άκρο, και την ίδια στιγμή, η Ελλάδα στα όργανα της Ευρώπης να εργαλειοποιούσε το veto, τουλάχιστον στις κρίσιμες διεθνείς στρατηγικές και πολιτικές της, καθιστώντας τα ευρωπαϊκά διακυβεύματα που θα απειλούνταν από την ελληνική στάση, οικονομικά και γεωπολιτικά πολύ πιο σημαντικά από το ελληνικό χρέος. Όμως, η παράδοση της χώρας στην Τρόικα, εγένετο αμαχητί. Ο Παλαιοκομματισμός, πολιτικά σάπιος, πρόδιδε την χώρα του με αντίτιμο την πολιτική επιβίωσή του, όπερ και επέτυχε. Οι όποιες «μάχες» του εναντίον της Τρόικα, αντανακλούσαν την άποψη περί «γενναιότητας», γελοία καθαυτή, εκείνου του ανθρώπου που είναι κυριευμένος από τρόμο και φόβο ή που εθελουσίως έχει, για τους δικούς του λόγους, παραδοθεί, και προσπαθεί να δείξει το αντίθετο προκειμένου να δικαιολογήσει τη στάση του αλλά και να επιβιώσει πολιτικά. Και τούτη την επιβίωση, ας το ξαναπώ για πολλοστή φορά, ο Παλαιοκομματισμός την εξασφάλισε.
Σήμερα, είναι ακριβώς αυτός ο Παλαιοκομματισμός, αυτός που μας έριξε στα βράχια του 2010, που παρέδωσε αμαχητί την χώρα στους ξένες δανειστές, και είναι αυτός που σήμερα μας οδηγεί στο μέλλον, ένα μέλλον όπως αυτός βεβαίως το εννοεί.
Το τι σημαίνει για τον Παλαιοκομματισμό «εθνική» εξωτερική πολιτική, είναι απόλυτα συνυφασμένο με το τι σημαίνει γι΄ αυτόν «εθνικό συμφέρον». Και το τι σημαίνει εθνικό συμφέρον, το είδαμε διαχρονικά, στην υποχωρητικότητα και τον φοβικό κατευνασμό στα ελληνοτουρκικά, το είδαμε στη Συμφωνία των Πρεσπών, το είδαμε στη στάση μας στο Βορειοηπειρωτικό (με αποκορύφωμα ο Αλβανός πρωθυπουργός εντός της Ελλάδας να ασκεί την ανθελληνική του προπαγάνδα με την ελληνική κυβέρνηση να παρακολουθεί μακροσκοπικώς τα τεκταινόμενα), το είδαμε στην στάση μας στο Κυπριακό με το να απομακρυνόμαστε από την Κύπρο σε βαθμό αντιστρόφως ανάλογο προς την πρόσδεση της Τουρκίας με το δικό της εθνικό στοιχείο στη Νήσο, το είδαμε ασφαλέστατα στην περίοδο των Μνημονίων όταν κατέρρευσε όλο το οικοδόμημα της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, το είδαμε σε δηλώσεις που θεωρούν το εθνικό συμφέρον ως κάτι υποδεέστερο κάποιων (θολών και απροσδιόριστων) «ευρύτερων», «γενικών» συμφερόντων (τα οποία βεβαίως, δεν είναι και τόσο «θολά» ή «απροσδιόριστα»), κ.λπ., κ.λπ.
Συνοψίζοντας.
Όταν μιλάμε για την Ελλάδα και τις προοπτικές της εσωτερικά, όταν μιλάμε για την Ελλάδα και τις προοπτικές της μέσα στον διεθνή περίγυρο, όταν μιλάμε για την Ελλάδα και τα προβλήματά της σε σχέση με γείτονές της που επιβουλεύονται τα εθνικά μας συμφέροντα ακόμα και την ίδια την ύπαρξή μας, πριν μιλήσουμε για όλα αυτά, πρέπει να παραδεχτούμε την πικρή αλήθεια για την ποιότητα και την επάρκεια της πολιτικής μας ηγεσίας : από πού προέρχεται και πώς αυτή αναπαράγεται. Προέρχεται από ένα πολιτικά σάπιο Παλαιοκομματικό Κατεστημένο, κυρίαρχο εδώ και μισό τουλάχιστον αιώνα, το οποίο έχει μετατραπεί σε μια φάμπρικα αναπαραγωγής πολιτικών στελεχών, γαλουχημένων από τα νάματα του Παλαιοκομματισμού, και φάμπρικα προπαγάνδας για την επιβίωση και αναπαραγωγή μιας προνομιούχου διαπλεκόμενης (πολιτικής και οικονομικής) ελίτ (και λίγων οικογενειών εντός αυτής), με αποστολή την εξασφάλιση των δικών της συμφερόντων που προπαγανδίζει ως «εθνικά», και βεβαίως εκείνων των ξένων συμφερόντων (των «γενικότερων» συμφερόντων) στα οποία το εθνικό συμφέρον καλείται να υποταχθεί.
Σε ό,τι με αφορά, από τον κυρίαρχο στη χώρα μας Παλαιοκομματισμό, τίποτα το νέο δεν αναμένω.
Αναμένω να ξαναζήσει η χώρα μας, ό,τι και στο παρελθόν μας έχει συνηθίσει αυτό το Σύστημα. Ελπίζω βεβαίως να διαψευσθώ. Όμως, αν και η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, εν τούτοις, ουδείς είπε πως τελικώς κι αυτή είναι αθάνατη. Δεν θα κομίσω γλαύκας εις Αθήνας αν ισχυριστώ ότι η Ελλάδα, (και η Ευρώπη σχεδόν στο σύνολό της, αν αυτό μας κάνει να αισθανόμαστε κάπως καλύτερα), εδώ και αρκετές δεκαετίες δεν διαθέτει πολιτικούς ηγέτες. Όχι, δεν αναφέρομαι στο αν είμαστε ακυβέρνητοι. Και πρωθυπουργούς έχουμε, και υπουργούς, και βουλευτές, και δικαστές, και καθηγητές, και τα πάντα. Όμως, προσέξτε λίγο : αυτοί είναι τίτλοι που αναφέρονται στην διοικητική υπαλληλία του Κράτους. Ένας πρωθυπουργός, ένας υπουργός, ένας βουλευτής, ένας δικαστής, ένας καθηγητής, μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε ή η οποιαδήποτε που τυπικώς πληροί τις προϋποθέσεις, όμως, η κατάληψη ενός από τους ανωτέρω θώκους, δεν σημαίνει πως με ένα είδος θείας επιφοίτησης όλοι αυτοί «προάγονται» και σε «ηγέτες». Άλλωστε, έχουμε δει κατόχους υψηλοτάτων κυβερνητικών και πολιτικών θώκων διεθνώς (αλλά και στην ελληνική Ιστορία), με την προσωπικότητα των οποίων απορούσε κανείς πώς είναι δυνατόν τέτοιοι άνθρωποι εγνωσμένης μηδαμινότητας, να κατέχουν αυτούς τους θώκους, την ίδια στιγμή που η προπαγάνδα ιχνογραφούσε το όποιο ανύπαρκτο ηγετικό τους προφίλ.
Ασφαλώς η μετριότητα μου, δεν βρίσκεται στο ύψος της αριστείας ώστε να είναι σε θέση να υποδείξει την άριστη πολιτική και στρατηγική πώς τα γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας θα πρέπει να αξιοποιηθούν ώστε να προκύψει η μέγιστη δυνατή ωφέλεια για τη χώρα και τον λαό.
Άλλωστε, όπως συχνά σημειώνω στα άρθρα μου, ομιλώ από τη θέση του απλού πολίτη. Ουδέν πέραν αυτού.