Η Άμπελος και ο κισσός είναι, όπως θα αναλύσουμε, αδέρφια που εξελίχθηκαν μεν ως φυτικά θέσμια σε αντίθετη κατεύθυνση αλλά παρόλα αυτά, δεν μπορούν να απαρνηθούν την θεολογική-Διονυσιακή τους συνάφεια .
Και τα δύο φυτά διέρχονται μία θαυμαστή μεταμόρφωση. Στην διάρκεια της ψυχρής εποχής του έτους το αμπέλι δείχνει νεκρό και μοιάζει με άχρηστο κούτσουρο όσο κρατάει η ξηρότητά του, μέχρι που, με την επάνοδο της κάψας του ήλιου ξεσπάει με την πλούσια πρασινάδα και τον φλογερό του χυμό.
Λιγότερο παράδοξα δεν δείχνουν και όσα επισυμβαίνουν αντίστοιχα στον Κισσό. Η ανάπτυξή του δηλαδή παρουσιάζει μια διπλή φύση, που, δίχως άλλο μπορεί να μας θυμίζει την διττή φύση του Διονύσου.
Στην αρχή ο Κισσός εκφύει τα αποκαλούμενα και ως, σκιερά οφθαλμίδια, τις αναρριχώμενες έλικες με τα γνωστά δερματώδη φύλλα. Αργότερα όμως εμφανίζονται τα φωτεινά λεγόμενα οφθαλμίδια που αναπτύσσονται κατακόρυφα και που τα φύλλα αυτά έχουν εντελώς διαφορετική μορφή. Μετέπειτα βέβαια προβάλλουν και τα άνθη του αλλά και και οι χυμώδεις καρποί του. Θα μπορούσε, το δίχως άλλο, με αυτές τις διττής φύσεως φυτικές εκδηλώσεις του Κισσού να αποκαλέσει κανείς το φυτό ως Διγενές όπως και τον Διόνυσο αποκαλούν και Διγενή.
Η ανθοφορία και η καρποφορία του βρίσκονται σε παράδοξη αντιστοιχία και αντίθεση με εκείνες του αμπελιού. Διότι, ο Κισσός ανθεί το φθινόπωρο!, την εποχή της σοδειάς του κλήματος και βγάζει καρπούς την Άνοιξη.
Ανάμεσα, δηλαδή, στην ανθοφορία και την καρποφορία του βρίσκεται η εποχή της διονυσιακής επιφάνειας, στην διάρκεια των χειμερινών μηνών. Έτσι, ως μεταμορφωμένος και έχοντας ορθώσει πλέον ψηλά τους βλαστούς του υποβάλλει τρόπον τινά τα σέβη του στο Θεό των θορυβωδών εορτών του χειμώνα μέσω μιας νέας Διονυσιακής άνοιξης.
Από την άλλη, το διονυσιακό σταφύλι χρειάζεται σε ύψιστο βαθμό το φως και την θερινή ζέστη ενώ αντίστοιχα η ανάγκη του διονυσιακού Κισσού για φως και ζεστή είναι εντυπωσιακά μικρή. Ο Κισσός πετάει τους βλαστούς του στην σκιά, ξεδιπλώνει δηλαδή την δροσερότατη πρασινάδα του μέσα στο κρύο, στην μέση του χειμώνα, και απλώνεται θρασύς με τα οδοντωτά του φύλλα στο έδαφος του δάσους ή σκαρφαλώνει στους κορμούς των δένδρων σαν να ήθελε, όμοια με τις μαινάδες, να καλωσορίσει τον Θεό και χορέψει εκστατικά γύρω του.
Τον έχουν συγκρίνει τον Κισσό και με φίδι, παραλληλίζοντας την ψυχρή φύση, όπως το ψύχος του δέρματος των όφεων, αλλά και στην κίνησή του φυτού αυτού με την οποία έρπει στο έδαφος και ανελίσσεται στα δένδρα σαν φίδια όπως οι αρχέγονες συνοδοί του Διονύσου (Πλούταρχος , Συμποσιακά 3,52,673a) δένουν στα μαλλιά τους ή κρατούν στα χέρια τους!
Εν κατακλείδι, θεωρούμε πολύ σημαντικό να τονίσουμε το εξής, παραδόξως, για την κοινή και όχι την θεολογική λογική, ο Θεός του κρασιού στην Ελλάδα ποτέ δεν φέρει το όνομα άμπελος ως παρωνύμιο, σαφέστατα όμως πάρα πολλές πηγές τον ονομάζουν Κισσό! (Παυσανίας , Αττικά 31, 6-ονομάζουσι και Διόνυσον Μελπόμενον και Κισσόν).
Όμως, ο Κισσός μπορεί να εκληφθεί ως συγκαλυμμένη και ταυτόχρονα, υπαινικτική θα λέγαμε, μορφή της Αμπέλου. Εξάλλου έχουμε αναφορές ότι στο φυτό του κισσού έχουν δοθεί παρωνύμια “οίνωψ ” και” οινωπός ! (Σοφοκλής, Οιδίπους επί Κολωνώ. 675) γεγονός που αποδεικνύει και την εσωτερική σχέση των δύο αυτών φυτικών εκδηλώσεων του Θεού Διονύσου για την οποία με λεπτομέρειες θα αναφερθούμε σε κάποιο επόμενο άρθρο μας.
Κέων Λοκρός Εσπέριος hellenictheology.gr