Βασίλης Δημ. Χασιώτης
Τα εθνικά σύνορα του αλβανικού κράτους, πριν την ίδρυσή του, ουδέποτε περιλάμβαναν την Βόρειο Ήπειρο ως ένα αυτονοήτως διεκδικούμενο εθνικό τους έδαφος.
Τα σημερινά σύνορα του κράτους αυτού, αν περιλαμβάνουν την Βόρεια Ήπειρο, την περιλαμβάνουν χάρη στην επιμονή πάνω στο ζήτημα αυτό της Ιταλίας, 100-110 χρόνια πριν από σήμερα, όχι μόνο προκειμένου να μπορεί να έχει ελπίδες επιβίωσης διαθέτοντας ένα βιώσιμο μέγεθος αλλά και στα πλαίσια των «παζαριών» μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων εκείνης της περιόδου (βρισκόμαστε λίγο πριν, κατά τη διάρκεια και λίγο μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο).
Άλλωστε, ας μη ξεχνάμε, πως οι δύο Μεγάλοι Πόλεμοι του προηγούμενου αιώνα και η αποαποικιοποίηση είχαν οδηγήσει σε χαράξεις και επαναχαράξεις εθνικών συνόρων εκ μέρους πάντα των Μεγάλων Δυνάμεων, άλλοτε εντελώς αυθαίρετα και άλλοτε με βάση τις μεταξύ τους προστριβές και γεωπολιτικές σκοπιμότητες, δημιουργώντας εν πολλοίς, τις προϋποθέσεις που βιώνουμε έως σήμερα παγκοσμίως, με συνεχείς προστριβές μεταξύ εθνοτήτων και φυλών που βρέθηκαν αίφνης εκτός πατρογονικών τους εστιών ή να εκχωρούνται οι εστίες αυτές σε άλλα έθνη ή φυλές, ενίοτε χωρίς καθόλου αγαθές σχέσεις μεταξύ τους, και που συχνά κατέληγαν και εξακολουθούν να καταλήγουν στην επίλυση των μεταξύ τους διαφορών είτε σε πολέμους μεταξύ κρατών που σχηματίστηκαν με τέτοιες διαδικασίες, είτε σε αιματηρούς εμφυλίους πολέμους και μερικές φορές σε σφαγές άνευ προηγουμένου. Η πολυπολιτισμική συμβίωση, πολύ συχνά, έχει αποδεχτεί στη πράξη ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα, ακόμα και σε κράτη που έχουν συγκροτηθεί σχετικά πρόσφατα (τους τελευταίους αιώνες) εξ αρχής ως τέτοια, δηλαδή ως πολυπολιτισμικά κράτη μεταναστών, (συχνά όμως έχοντας προβεί σε μαζικές σφαγές των αυτοχθόνων που βρήκαν εκεί), όπως π.χ. οι Η.Π.Α., οι οποίες ακόμα και σήμερα, εξακολουθούν να ταλανίζονται από διαφορές πολιτισμικού χαρακτήρα, μεταξύ αγγλοσαξώνων, αφροαμερικανών, ισπανοφώνων, κ.λπ., και στις οποίες, όχι πολύ μακριά στο παρελθόν, υπήρχαν Πολιτείες με καθεστώς τύπου απαρτχάιντ.
Από τις αρχές της Ιστορίας σε τούτη εδώ τη γωνιά της Γης, η Ήπειρος, αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της ελληνικής «Πατρίδας», της «Ελληνικής Γης» του Ελληνισμού. Καμιά από αυτές τις εκφράσεις, δεν θα ακούγονταν παράταιρη, κατά την εποχή της Επανάστασης του 1821, ή στα 1921 ή στο 1940 ή στις δεκαετίες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το να μιλάς για τον ελληνισμό της Βορείου Ηπείρου, είναι σαν να μιλάς (ακόμη) σήμερα για την Κύπρο ως ελληνισμό, ή όπως ήταν απολύτως φυσικό να θεωρούσες ίσαμε και το 1922, την Ιωνία και τον Πόντο ως τμήματα το ελληνισμού, ακριβώς με τα ίδια ιστορικά και πολιτισμικά κριτήρια που αναφερόσουν τις εποχές εκείνες στον ελληνισμό της Μακεδονίας, της Θράκης, της (ενιαίας) Ηπείρου, της Θεσσαλίας. Από τη Κρήτη ίσαμε την Ήπειρο, την Μακεδονία και τη Θράκη, από τα Ιόνια νησιά ίσαμε στην Ιωνία, τον Πόντο και την Κύπρο, χιλιάδες χρόνια, τούτη η εδαφική (και νησιώτικη) ζώνη, αποτελούσε και αποτελεί την αδιάσπαστη έννοια της «εθνικής» μας γης που ίσχυε για όλες αυτές τις χιλιάδες χρόνια, και που μόλις πρόσφατα (πριν δηλαδή κάποιες λίγες γενιές) κάποιες σημαντικές από αυτές τις ελληνικές πατρίδες έχουν χαθεί στα πλαίσια «διευθετήσεων» που έγιναν από τις Μεγάλες Δυνάμεις αλλά και δικών μας ολέθριων στρατηγικών λαθών. Σε τούτον τον ενιαίο χώρο, όπου κι αν σκάψεις, παντού ξεπετάγεται ελληνισμός. Για να διαβάσεις την ιστορία αυτού του χώρου, πρέπει να γνωρίζεις ελληνικά. Για να τον αντιληφθείς, πρέπει να μετέχεις της ελληνικής Παιδείας, της ελληνικής κουλτούρας, του ελληνικού πολιτισμού. Δεν πρόκειται για ελληνόφωνους πληθυσμούς μονάχα με προαιώνια παρουσία στον χώρο αυτό, τον ελλαδικό, μα για Έλληνες στη συνείδηση.
Όμως, εδώ πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ένα πράγμα. Άλλο πράγμα το να αποκρούεις ανιστόρητους αναθεωρητισμούς γειτονικών μας Κρατών, πόσο μάλλον με πολιτισμική διάσταση, που αποσκοπούν στο να αμφισβητήσουν την ελληνικότητα εκεί όπου αυτή διαπιστώνεται όχι μόνο από εμάς αλλά και από την διεθνή ιστορική έρευνα και βιβλιογραφία, και είναι άλλο πράγμα να αμφισβητήσεις την ιστορία και την εθνική πολιτισμική κληρονομιά των λαών (και χωρών) αυτών, εκεί όπου αυτή πράγματι εντοπίζεται και με το πραγματικό της περιεχόμενο, επίσης με βάση την ιστορική έρευνα κυρίως από έγκυρους τρίτους ιστορικούς ερευνητές. Ούτε βεβαίως η αναφορά εδώ γίνεται με όρους υπεροχής του ενός έναντι του άλλου, χωρίς αυτό να σημαίνει, πως ο κάθε λαός, δεν δικαιούται να είναι υπερήφανος για την δική του εθνική κληρονομιά και συμβολή στην παγκόσμια πολιτισμική κληρονομιά. Υπερηφάνεια, δεν σημαίνει περιφρόνηση για τον άλλον. Σημαίνει εντελώς το αντίθετο.
Όμως, η Ιστορία προχωράει. Σήμερα βρισκόμαστε εδώ που βρισκόμαστε, και οφείλουμε όλοι, τουλάχιστον αυτό, κι όσο το Ιστορικό Γίγνεσθαι δεν έχει αποφασίσει να ακολουθήσει μιαν άλλη ρότα, να προσπαθήσουμε να ζήσουμε ειρηνικά μεταξύ μας και να συνεργαζόμαστε. Χωρίς να ξύνουμε πληγές. Και αν μερικές πληγές είναι ακόμα ανοιχτές, στη Βόρεια Ήπειρο ή στη Κύπρο και το Αιγαίο, πρέπει να τις επουλώσουμε με βάση αν όχι τις δικές μας αντιλήψεις, τουλάχιστον με βάση το Διεθνές Δίκαιο και τις Διεθνείς Συμβάσεις που αναφέρονται σε προβλήματα και προστριβές όπως οι παραπάνω. Τώρα, με την αναφορά μου σε αυτό το «Διεθνές Δίκαιο», γνωρίζω πως αναφέρομαι σε ένα πολύ αμφιλεγόμενο θέμα, εξ ου και η μεγάλη μου αμφιβολία πως οι παραπάνω ανοικτές πληγές εν τέλει θα μπορέσουν να επουλωθούν με βάση την αμοιβαία καλή θέληση κι ακόμα ότι δεν θα διακυβευθεί η ειρήνη, τουλάχιστον με την Τουρκία.
Όμως, ας επανέλθουμε στο κύριο θέμα του άρθρου μας.
Λοιπόν, ο Αλβανός πρωθυπουργός, σε πρόσφατη ομιλία του προς οπαδούς του, επί ελληνικού εδάφους, στη Θεσσαλονίκη, «κατάργησε» την ονομασία «Βόρεια Ήπειρο», αποκαλώντας την «νεκρό όρο».
Αυτό, δηλαδή το να προκαλέσει τον ελληνικό λαό εδώ μέσα στην Ελλάδα, επί ενός εξαιρετικά ευαίσθητου εθνικού μας ζητήματος, πλέον μπορούμε να πούμε πως θα έπρεπε να το θεωρούμε ως κάτι το αναμενόμενο εκ μέρους του, λαμβάνοντας υπόψη την ανεκτική έως υποχωρητική στάση της ελληνικής Κυβέρνησης και στην προηγούμενη πρόκληση του ίδιου αυτού ανθρώπου, στην Αθήνα τούτη τη φορά, όπου, μιλώντας πάλι σε συμπατριώτες του, τους έχρισε «συνιδιοκτήτες» της Ελλάδας, ενώ δεν είχε παραλείψει να στιγματίσει του ελληνικό Κράτος διότι είχε τολμήσει κατά το παρελθόν να ασκήσει τα νόμιμα κυριαρχικά δικαιώματά του έναντι του κάθε παράνομου μετανάστη (και των Αλβανών ασφαλώς), κάτι που άλλωστε σύντομα αυτή η παράνομη μετανάστευση μεταβλήθηκε σε «δικαίωμα», φτάνοντας σε σημείο, (βέβαια όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά γενικότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση), περίπου να αποστέλλει «ανοικτή πρόσκληση» προς κάθε ενδιαφερόμενο όπου γης, να επιχειρήσει να έρθει εδώ, στην Ευρώπη, στη γη της επαγγελίας. Αρκούσε να πατήσει κάποιος το πόδι του επί ευρωπαϊκού εδάφους, ώστε να έχει από εκεί και πέρα «δικαιώματα» κάθε είδους. Και κυρίως, να μη θεωρείται καν «παράνομος» μετανάστης (πόσο μάλλον «λαθρομετανάστης»), αλλά, απλώς «παράτυπος» ή απλώς «μετανάστης». Οι λέξεις ας το προσέξουμε αυτό, έχουν πάντοτε ένα ειδικό βάρος στην πολιτική. Μόλις προσφάτως η ίδια η Ευρώπη, ξυπνώντας από έναν ακόμα λήθαργό της, από άλλους πολλούς στους οποίους έχει περιπέσει, τρόμαξε με το μέγεθος της ίδιας της τής αφροσύνης πάνω στο ζήτημα της παράνομης μετανάστευσης και άρχισε να λαμβάνει κάποια μέτρα κατά του φαινομένου, και να διαπιστώνει και ορισμένους παραλογισμούς της επί του θέματος.
Επανερχόμενοι στη δήλωση του Αλβανού πρωθυπουργού για τη Βόρεια Ήπειρο, τα πλέον «σοβαρά» επιχειρήματα που άκουσα στον δημόσιο διάλογο, πάντα εκ μέρους εκείνων που προσπάθησαν να υποβαθμίσουν το ζήτημα, εδώ στην Ελλάδα, είναι ότι η αναφορά μας στη «Βόρεια Ήπειρο» μπορεί να θεωρηθεί ότι υποκρύπτει μια αντίληψη «αναθεωρητισμού» εκ μέρους της χώρας μας αν επιμείνουμε στον όρο αυτό, διότι προφανώς σημαίνει ότι η Ελλάδα εποφθαλμιά τον χώρο αυτό, ή ότι η «Βόρειος Ήπειρος» είναι τμήμα του αλβανικού κράτους και επομένως ορθώς πρέπει να αναφέρεται ως «Νότια Αλβανία» και όχι ως «Βόρεια Ήπειρος», κ.λπ. και επομένως, καλό είναι να μην δώσουμε συνέχεια στο ζήτημα, διότι έτσι περίπου παίζουμε το παιχνίδι του Ράμα ή άλλων «ακροδεξιών» εδώ στην Ελλάδα, κ.λπ., κ.λπ. Αναφέρομαι κυρίως σε απόψεις εκπροσώπων του συστημικού μας πολιτικού και δημοσιογραφικού συστήματος, όπως έτυχε να τις ακούσω σκόρπια εδώ κι εκεί.
Λοιπόν, ας αρχίσουμε από το Α-Β της κοινής λογικής.
Υπάρχουν Ιστορικοί και κρατικοί τίτλοι ιδιοκτησίας. Αυτά τα δύο μπορεί να συμπίπτουν, μπορεί και όχι. Οι πρώτοι είναι αδιαπραγμάτευτοι (ακόμα και αν πρόσκαιρα αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης), αναλλοίωτοι και αναπαλλοτρίωτοι, οι δεύτεροι όχι. Μιλώ πάντοτε ιστορικά.
Όταν λέμε «Ιστορικοί τίτλοι», αναφερόμαστε σε «τίτλους» δημιουργημένους στον Ιστορικό Χρόνο, αυτόν που χάνεται στους αιώνες, στις χιλιετίες. Ανάλογης ιστορικότητας «κρατικοί τίτλοι» είναι αδιανόητοι.
Ανάλογη είναι και η ερμηνεία της «εθνικής» και «κρατικής» επικράτειας. Η «κρατική επικράτεια», προσδιορίζει τα εδαφικά όρια (σύνορα) της άσκησης νομικώς καθορισμένων κυριαρχικών δικαιωμάτων ενός δεδομένου Κράτους, βάσει του Διεθνούς Δικαίου και άλλων Συμβάσεων. Η «εθνική επικράτεια», στο παρόν άρθρο, προσδιορίζεται όχι μονάχα με όρους κρατικής επικράτειας, αλλά περιλαμβάνει και την ύπαρξη μελών του έθνους όπου κι αν βρίσκονται εκτός της κρατικής επικράτειας, είτε ως εθνικές μειονότητες, είτε ως ομογένεια, και αναφέρεται στους ενεργούς πολιτισμικούς δεσμούς με το Εθνικό Κέντρο, και οι οποίοι δεσμοί πρέπει να αποτελούν κρίσιμο στρατηγικό στόχο της εξωτερικής πολιτικής του Κράτους – Εθνικού Κέντρου. Ειδικώς όμως για τις εθνικές μειονότητες (που βρίσκονται εντός των επικρατειών άλλων Κρατών), το «Εθνικό Κέντρο» της μειονότητας, διατηρεί το αναφαίρετο δικαίωμα να απαιτεί από το Κράτος εντός του οποίου ζει εθνική του μειονότητα, να τηρεί όλες τις συμβατικές υποχρεώσεις του έναντι αυτής και να σέβεται τα δικαιώματά της. Όσα εδώ ισχυριζόμαστε, δεν ισχύουν ασφαλώς για ειδικού προσδιορισμού πολιτισμικές μειονότητες, μη εθνικές, (π.χ. μόνο θρησκευτικές), οι οποίες αναγνωρίζονται ως τέτοιες βάσει του Διεθνούς Δικαίου ή άλλων έγκυρων Συμβάσεων, χωρίς να τις αναγνωρίζονται, ιστορικά και νομικά εθνικοί δεσμοί με κάποιο ξένο «Εθνικό Κέντρο», με άλλη χώρα δηλαδή, ιδίως δε, όταν αυτή η «ειδική» μειονότητα, δεν αποτελεί πληθυσμό οι ρίζες του οποίου πηγαίνει πολύ πίσω στον Ιστορικό Χρόνο, και πάντως όχι τόσο πίσω όσο ο πληθυσμός που αποτελεί την κυρίαρχη εθνική πλειοψηφία στον ίδιο αυτό χώρο, και δεν υπάρχει ως προϊόν ξένης κατάκτησης (είτε μέσω αποικισμού, είτε μέσω βίαιων μετακινήσεων, κ.λπ.).
Ακόμα και αν μια προαιώνια εθνική γη, που πάντως διατηρεί ακόμη ελληνικό πληθυσμό πάνω της, έχει για διάφορους λόγους βρεθεί εντός ξένης εδαφικής επικράτειας, εν τούτοις, τα ιστορικά δικαιώματα του Εθνικού Κέντρου της μειονότητας αυτής, που είναι το εθνικό κράτος στο οποίο εθνολογικά και ιστορικά αναφέρεται, όχι όμως και πολιτικά, διατηρεί αναλλοίωτα τα ιστορικά και πολιτισμικά δικαιώματά του εντός της ξένης επικράτειας σε ό,τι αφορά την εθνική του μειονότητα.
Ο Βορειοηπειρωτικός ελληνισμός, με την αδιαμφισβήτητη ελληνική του συνείδηση, ζώντας σε καθορισμένο γεωγραφικό χώρο εδώ και χιλιάδες χρόνια, αποτελούσε παγίως εθνικό διεκδικούμενο έδαφος εκ μέρους της Ελλάδας σε διεθνείς διασκέψεις χωρίς ποτέ να έχει χαρακτηρισθεί η απαίτησή του αυτή ανιστόρητη και παράλογη. Η Βόρεια Ήπειρος αποτελεί την ακούσα «δωρεά» της Ελλάδας κατόπιν κυρίως ιταλικών πιέσεων, όταν το πρώτον συγκροτούνταν το αλβανικό κράτος, προκειμένου αυτό να καταστεί βιώσιμο, πράγμα που δεν θα ήταν αν περιορίζονταν στα ιστορικά του εδάφη που είναι και τα εθνικά του εδάφη, βορείως της Βόρειας Ηπείρου. Είναι τότε που η ονομασία «Βόρειος Ήπειρος» αποκτά ουσιαστικό περιεχόμενο, διότι διασπά έναν από χιλιάδων ετών ιστορικά και εθνικά ενιαίο χώρο, αυτόν της ενιαίας Ηπείρου.
Οι Βορειοηπειρώτες, δεν μεταφέρθηκαν εκεί από κάπου αλλού. Για χιλιάδες χρόνια, βρίσκονται εκεί, στη γη τους, σε ελληνική γη, και ποτέ εκεί δεν υπήρχε, για τα χιλιάδες αυτά χρόνια, και ίσαμε πριν μόλις τρεις γενιές, καμία «νότια Αλβανία». Ο όρος «Νότια Αλβανία» είναι καταχρηστικός και ιστορικά νεκρός. Όπως στην Ιωνία και στον Πόντο λίγες μόνο γενιές πριν, επίσης για χιλιάδες χρόνια υπήρχε εκεί συμπαγής ελληνισμός, που ζούσε στον δικό του χώρο. Η Αλβανία δεν ξύπνησε ένα πρωί και είδε χιλιάδες Έλληνες να διέρχονται παράνομα τα σύνορα της, χωρίς κανένα επίσημο χαρτί πάνω τους που να δηλώνει τουλάχιστον ποιοι είναι, και οι οποίοι στη συνέχεια να εγκαθίστανται στη νότια πλευρά της Αλβανίας, την οποία με περίσσιο θράσος να αποκαλούν Βόρεια Ήπειρο.
Όμως ο Αλβανός πρωθυπουργός δεν διέπραξε μια απλή διπλωματική απρέπεια με το να προκαλέσει με τα λόγια του το κοινό αίσθημα των Ελλήνων πάνω σε ένα εθνικά ευαίσθητο γι’ αυτούς ζήτημα, μα υποδεικνύει σε ένα έθνος και την κυβέρνηση του, τι θα πρέπει να θεωρούν για τον εαυτό τους ως εθνικά ζωντανή ευαισθησία και τί ως νεκρή. Και μάλιστα αυτό να διατυπώνεται μέσα στο σπίτι μας. Αυτή την ύβρη ο Αλβανός «ηγέτης» μπόρεσε να την διαπράξει εντός της χώρας μας, προφανώς διότι, για κάποιον λόγο, είχε την πεποίθηση ότι η ελληνική κυβέρνηση, δεν θα αντιδρούσε σε βαθμό ανάλογο της ύβρεως που ο λαός της θα θεωρήσει ότι του έγινε, με άλλα λόγια δεν θα θεωρήσει καν ότι διαπράχθηκε ύβρις, το πολύ-πολύ να χαρακτηρισθεί ως μία ακόμα αχρείαστη δήλωση.
Η Αλβανία πιθανώς να θεωρεί τον χρόνο κατάλληλο για τις αναθεωρητικές της βλέψεις για μια Μεγάλη Αλβανία. Ίσως ενθαρρυμένη η κυβέρνηση της χώρας αυτής και από κάποια αντίληψη που έχει για τα ελληνικά πολιτικά πράγματα, βλέποντας τον διαχρονικό βαθμό ενδοτικότητας και υποχωρητικότητας των ελληνικών κυβερνήσεων όχι μόνο έναντι άλλων ισχυρών γειτόνων, όπως π.χ. η Τουρκία, αλλά και έναντι πολύ πιο ανίσχυρων (ακόμη και έναντι της Αλβανίας), όπως τα Σκόπια τα οποία ουσιαστικά υποχρέωσαν την Ελλάδα να τους υποκύψει στο μείζον εθνικό τους αίτημα, δηλαδή την εκχώρηση του ονόματος «Μακεδονία» στην ονομασία του κράτους τους, όλα αυτά, έχουν ως συνέπεια την αύξηση του θράσους της αλβανικής κυβέρνησης.
Η συρρίκνωση του ελληνισμού, βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη που συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας, με αποκορύφωμα τούτη τη φορά το Κυπριακό, συνεπικουρούμενη και από τις νεοφυείς διεθνιστικές και εθνομηδενιστικές νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες, οι οποίες έχουν υπαγάγει το εθνικό συμφέρον σε ένα «παγκόσμιο» συμφέρον – φάντασμα, που βρίσκεται μονάχα μέσα στο ιδεοληπτικό τους μυαλό.
Όμως, η εθνική ιστορία, η εθνική κληρονομιά, αποτελεί ιδιοκτησία του έθνους, και κανενός προσώπου, οικογένειας, ιδεολογίας, πόσο μάλλον καμιάς ιδεοληψίας και προσωπικών αντιλήψεων γύρω από το ζήτημα αυτό, όπως εσχάτως συνέβη με τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Γι’ αυτό, για πολλοστή φορά, θα επαναλάβω την πρότασή μου : καμία λευκή επιταγή στο Πολιτικό μας Σύστημα για τη λήψη αποφάσεων πάνω σε μείζονος σημασίας εθνικά ζητήματα (όπως αυτά που συζητάμε εδώ, αλλά και όχι μόνο : εδώ εντάσσονται και άλλα κρίσιμα ζητήματα, όπως η παράνομη μετανάστευση, τα Μνημόνια κ.λπ.), αλλά, οφείλουν να παραπέμψουν τις τελικές αποφάσεις στην κύρωσή τους από τον ελληνικό λαό μέσω δεσμευτικού δημοψηφίσματος για το κάθε θέμα χωριστά.