Γράφει ο Χρόνης Βάρσος
Όταν τον Ιούνιο του 480 π.Χ. ο βασιλιάς της αχανούς περσικής αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών, Ξέρξης, περνούσε τον Ελλήσποντο επικεφαλής μιας τεράστιας στρατιάς που όμοιά της δεν είχε δει μέχρι τότε ο κόσμος, η ελληνoπερσική σύγκρουση άγγιζε την πιο κρίσιμη φάση της.
Η Ιωνική Eπανάσταση και έναρξη των Μηδικών Πολέμων
Ο ελληνικός κόσμος ήρθε σε επαφή πρώτη φορά με τη νέα δύναμη που εμφανιζόταν στην Ανατολή το 546 π.Χ., όταν ο Κύρος Β΄ ο Μεγάλος (559-530 π.Χ.), βασιλιάς της νέας Περσικής Αυτοκρατορίας, κατέκτησε το βασίλειο της Λυδίας στη δυτική Μ. Ασία, νικώντας τον Κροίσο, στην επικράτεια του οποίου ανήκαν οι ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Η Περσική Αυτοκρατορία επεκτάθηκε ραγδαία με την υποταγή της Βαβυλώνας το 538 π.Χ. και της Αιγύπτου το 525 π.Χ. στα χρόνια του βασιλιά Καμβύση Β΄ (530-522 π.Χ.).
Πενήντα χρόνια μετά, οι Έλληνες της Ιωνίας, από τον Ελλήσποντο μέχρι την Κύπρο και κατά μήκος της δυτικής μικρασιατικής ακτής, εξεγέρθηκαν ενάντια στον νέο πανίσχυρο βασιλιά Δαρείο Α΄ (522-486 π.Χ.), που είχε επεκτείνει τα όρια του περσικού κράτους μέχρι την Ινδία και τη Σκυθία.
Η σύγκρουση αυτή κράτησε έξι χρόνια (499-493 π.Χ.). Ο ηγέτης της επανάστασης και τύραννος της Μιλήτου Αρισταγόρας, ζήτησε τη βοήθεια των μεγάλων ελληνικών μητροπόλεων για να αντιμετωπίσει την Περσική Αυτοκρατορία. Η Σπάρτη υπό την ηγεσία του Κλεομένη Α΄ (520-490 π.Χ.), αρνήθηκε ενώ η Αθήνα και η Ερέτρια έστειλαν μικρές δυνάμεις για βοήθεια.
Οι επαναστάτες αρχικά είχαν επιτυχίες και κατέστρεψαν τις Σάρδεις, πρωτεύουσα της σατραπείας, αλλά η συντριπτική τους ήττα στη ναυμαχία της Λάδης το 494 π.Χ. από τον περσικό στόλο αποτέλεσε την αρχή του τέλους. Η Μίλητος καταστράφηκε ολοσχερώς, ενώ ακολούθησαν σφαγές και εξανδραποδισμοί.
Ο Δαρείος Α΄, αποδεσμευμένος πλέον, μπορούσε να στραφεί κατά των ελληνικών πόλεων που βοήθησαν στην εξέγερση, ιδίως της Αθήνας.
Το 492 π.Χ. μια περσική στρατιά, με επικεφαλής τον γαμπρό του Μαρδόνιο, εξεστράτευσε στη Θράκη και τη Μακεδονία, καθιστώντας τες υποτελείς, αλλά ο στόλος του από 300 πλοία βυθίστηκε ολοσχερώς στο ακρωτήριο του Άθω από τρικυμίες.
Το 490 π.Χ. μια νέα στρατιά με επικεφαλής τους στρατηγούς Δάτη και Αρταφέρνη, αποτελούμενη από τουλάχιστον 50.000 στρατό και 600 πλοία, αφού κατέστρεψε τη Νάξο, υπέταξε τις Κυκλάδες και εξανδραπόδισε την Ερέτρια, αποβιβάστηκε στον Μαραθώνα όπου και υπέστη δεινή ήττα από τον αθηναϊκό στρατό με επικεφαλής τον Μιλτιάδη.
Ήταν σίγουρο ότι οι Πέρσες θα επέστρεφαν ισχυρότεροι για τη ρεβάνς, μη αποδεχόμενοι την απροσδόκητη ήττα. Πραγματικά, ο Δαρείος ξεκίνησε τεράστιες στρατιωτικές και ναυτικές προετοιμασίες για να δώσει ένα οριστικό μάθημα στις ελληνικές πόλεις που τόλμησαν να αμφισβητήσουν την ισχύ του.
Η άνοδος του Ξέρξη στον θρόνο και οι πολεμικές προετοιμασίες των Περσών
Το 486 π.Χ. ο βασιλιάς Δαρείος Α΄ πέθανε και στον θρόνο ανέβηκε ο 33χρονος Ξέρξης Α΄ (486-465 π.Χ.), γιος του από τη σύζυγό του Ατόσσα, κόρη του Κύρου Β’ του Μεγάλου, ιδιαίτερα σκληρός και φιλόδοξος. Ο Ξέρξης, αφού κατέστειλε με πρωτοφανή βία την επανάσταση στην Αίγυπτο και τη Βαβυλώνα το 485 π.Χ., συνέχισε με ταχύτερο ρυθμό τις πολεμικές προετοιμασίες του πατέρα του, αποφασισμένος να πετύχει αυτή τη φορά και να υποδουλώσει όλο τον ελληνικό κόσμο, καθιστάμενος έτσι κυρίαρχος της Ανατολικής Μεσογείου.
Υπέρμαχος της εισβολής ήταν ο γαμπρός του Ξέρξη, Μαρδόνιος (από την αδελφή του Αρταζώστρα), έχοντας και την εμπειρία της πρώτης αποτυχημένης εκστρατείας του 492 π.Χ., υπεραισιόδοξος και γεμάτος διάθεση για εκδίκηση.
Αντίθετος ήταν ο θείος του Αρτάβανος, αδελφός του Δαρείου, που προβάλλοντας εμπεριστατωμένα επιχειρήματα για την ποιότητα των Ελλήνων οπλιτών, την ικανότητα του ελληνικού στόλου, τις απρόβλεπτες καιρικές συνθήκες στο Αιγαίο το καλοκαίρι, τις ανυπέρβλητες δυσκολίες ανεφοδιασμού μιας τέτοιας τεράστιας στρατιάς, το ορεινό του εδάφους και τη μαχητική διάθεση των κατοίκων, προσπάθησε μάταια να μεταπείσει τον Ξέρξη.
Την ίδια εποχή, η περσική διπλωματία για να αποκλείσει το ενδεχόμενο αποστολής ενισχύσεων στην Ελλάδα από τις ελληνικές πόλεις της Κάτω Ιταλίας και Σικελίας, ιδίως τις ισχυρές Συρακούσες υπό τον τύραννο Γέλωνα, άρχισε επαφές με τους Καρχηδόνιους, που υπό την ηγεσία του Αμίλκα ετοίμαζαν μια τεράστια στρατιά εισβολής στη Σικελία.
Επιπλέον ο Ξέρξης, προβάλλοντας με αλαζονεία τις πυρετώδεις προετοιμασίες του, ξεκίνησε κολοσσιαία έργα στον Ελλήσποντο με την κατασκευή δύο γιγάντιων γεφυρών για τη διέλευση του πολυπληθούς στρατού του, καθώς και τη δημιουργία διώρυγας στη χερσόνησο του Άθω.
Οι Σάρδεις ορίστηκαν το καλοκαίρι του 481 π.Χ ως τόπος συγκέντρωσης των δυνάμεων, που επιστρατεύονταν συστηματικά από όλη την αυτοκρατορία.
Απεσταλμένοι στάλθηκαν σε όλες τις ελληνικές πόλεις, πλην Σπάρτης και Αθηνών, που είχαν σκοτώσει τους πρέσβεις του Δαρείου, ζητώντας «γην και ύδωρ», δηλαδή απόλυτη υποταγή. Μακεδόνες, Θεσσαλοί, Βοιωτοί, Αργείοι ήταν έτοιμοι να μηδίσουν μπροστά στον όγκο της ισχύος που επρόκειτο να εισβάλει, θεωρώντας ότι δεν υπάρχει καμία πιθανότητα αξιοπρεπούς άμυνας και φυσικά νίκης. Άλλες περιοχές όπως η Κέρκυρα και η Κρήτη έκλιναν προς την ουδετερότητα. Με δεδομένη και την επικείμενη καρχηδονιακή εισβολή στη Σικελία, ο πανικός στον ελληνικό κόσμο ήταν έκδηλος και το τέλος φάνταζε περισσότερο από ποτέ βέβαιο.
Οι ελληνική αντίδραση, οι πολεμικές προετοιμασίες και τα σχέδια άμυνας
Η κατάσταση στην ελληνική πλευρά ήταν απελπιστική. Μόνο η Αθήνα και η Σπάρτη είχαν ξεκάθαρη στάση απέναντι στον μηδισμό και σαφή διάθεση να πολεμήσουν. Παρά την εκατέρωθεν καχυποψία, παραμέρισαν τις διαφορές τους και ηγήθηκαν μιας πανελλήνιας πρωτοβουλίας για τη συγκρότηση οργανωμένης άμυνας απέναντι στην περσική επίθεση, με στόχο τη σωτηρία του ελληνισμού.
Το φθινόπωρο του 481 π.Χ συγκάλεσαν στον Ισθμό της Κορίνθου, στον ναό του Ποσειδώνα, πανελλήνιο συνέδριο από τριάντα μια ελληνικές πόλεις, για να συζητηθούν τα δεδομένα της εισβολής και τα σχέδια άμυνας.
Ηγετικές μορφές ο 60χρονος βασιλιάς της Σπάρτης Λεωνίδας (540-480 π.X) και ο 47χρονος Αθηναίος στρατηγός Θεμιστοκλής (527-459 π.Χ).
Ο Λεωνίδας, του οίκου των Αγιαδών, γιος του πρώην βασιλιά Αναξανδρίδα (560-520 π.Χ), συμπλήρωνε ήδη 10 χρόνια στο θρόνο της Σπάρτης. Ήταν ετεροθαλής αδελφός του ανατραπέντος, και μάλλον δολοφονηθέντος, Κλεομένη Α΄ (520-490 π.Χ), παντρεμένος με την κόρη του Γοργώ, 30 χρόνια νεότερή του.
Ο Λεωνίδας συμβασίλευε με τον Λεωτυχίδα (491-469 π.Χ), του οίκου των Ευρυποντιδών, ξάδελφο του εξορισθέντος πρώην βασιλιά Δημάρατου (515-491 π.Χ), που πλέον είχε καταφύγει στην περσική αυλή και θα έπαιρνε μέρος στην εισβολή ως σύμβουλος του Ξέρξη. Οι δύο βασιλείς τηρούσαν σταθερά αντιμηδική στάση και προσπάθησαν όλη τη δεκαετία που προηγήθηκε να οργανώσουν έναν διευρυμένο συνασπισμό για την άμυνα του ελληνικού κόσμου.
Ο Θεμιστοκλής, στρατηγός της δημοκρατικής Αθήνας και η πλέον ισχυρή προσωπικότητα στην άλλη μεγάλη δύναμη του ελληνισμού, κυριάρχησε στον πολιτικό στίβο μετά το 489 π.Χ και τον θάνατο του Μιλτιάδη.
Συνέλαβε την ιδέα της δημιουργίας ενός πανίσχυρου αθηναϊκού στόλου, του μόνου ικανού κατά τη γνώμη του να αντιμετωπίσει μια νέα περσική εισβολή. Το 483 π.Χ. όταν ανακαλύφθηκε στο Λαύριο μία νέα φλέβα αργύρου, αξίας 100 ταλάντων, προφασιζόμενος τη ναυτική απειλή των Αιγινητών, έπεισε τους συμπολίτες του να διαθέσουν τα έσοδα για τη δημιουργία στόλου και την εκπόνηση ενός γιγαντιαίου προγράμματος ναυτικών εξοπλισμών, που στόχευε στη ναυπήγηση διακοσίων τριηρών.
Στο συνέδριο αποφασίστηκε η ειρήνευση μεταξύ των ελληνικών πόλεων και η παραχώρηση της ηγεσίας στη Σπάρτη, όχι μόνο του στρατού, όπως ήταν αυτονόητο, αφού εξάλλου διέθετε το πλέον ισχυρό και αξιόμαχο στράτευμα, αλλά και του ναυτικού. Ο Θεμιστοκλής, αν και η Αθήνα διέθετε πάνω από τον μισό ελληνικό στόλο, παραχώρησε τη ναυτική ηγεσία στον Σπαρτιάτη ναύαρχο Ευρυβιάδη ως δείγμα ενότητας και φιλίας.
Το Ελληνικό σχέδιο ουσιαστικά προέβλεπε τρεις διαδοχικές γραμμές άμυνας: στα Τέμπη, τις Θερμοπύλες και τον Ισθμό.
Προτάσεις να προσελκύσουν στη συμμαχία το Άργος, τις Συρακούσες, την Κέρκυρα και την Κρήτη απέτυχαν. Στο Άργος επικρατούσαν οι οπαδοί του μηδισμού, αν και φόβος της Σπάρτης τους ουδετεροποίησε. Ο Γέλων των Συρακουσών, φοβούμενος την Καρχηδόνα, δεν έστειλε δυνάμεις. Η Κέρκυρα, παρά τα 60 πλοία που διέθετε, δίσταζε μπροστά στην περσική ισχύ όπως και η Κρήτη.
Η έναρξη της εκστρατείας και η εκκίνηση του περσικού στρατού & στόλου
Ο περσικός στρατός, με επικεφαλής τον Ξέρξη, αφού ξεχειμώνιασε και προετοιμάστηκε κατάλληλα, ξεκίνησε από τις Σάρδεις στα μέσα της άνοιξης του 480 π.Χ κινούμενος βόρεια προς την Άβυδο του Ελλησπόντου. Παράλληλα, ο τεράστιος στόλος ακολούθησε κι αυτός την παραλιακή οδό προς τα Στενά.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι ατελείωτες φάλαγγες των στρατιωτών χρειάστηκαν επτά μέρες και νύχτες αρχές Ιουνίου για να περάσουν τις δύο γέφυρες και να πατήσουν το ευρωπαϊκό έδαφος.
Με βραδεία πορεία διαμέσου της Μακεδονίας, ο στρατός θα συναντούσε στα τέλη Ιουλίου στη Θέρμη – απώτατο δυτικό σημείο της αυτοκρατορίας – τον στόλο και μετά, με παραλιακή πορεία, θα κινούνταν νότια, συνεπικουρούμενος από τα χιλιάδες πολεμικά και μεταγωγικά πλοία.
Οι απόψεις σχετικά με το μέγεθος της περσικής δύναμης είναι αντικρουόμενες. Βασική πηγή φυσικά αποτελεί ο ιστορικός των περσικών πολέμων, Ηρόδοτος, στο βιβλίο του «Πολύμνια», που ανεβάζει τον στρατό ξηράς σε 1.700.000 πεζούς και 80.000 ιππικό, συνολικά 47 έθνη και φυλές της αυτοκρατορίας. Ο Κτισίας ο Κνίδιος, Έλληνας γιατρός του μετέπειτα βασιλιά Αρταξέρξη, αναφέρει 800.000 περίπου. Προφανώς οι αριθμοί είναι διογκωμένοι, αλλά σίγουρα αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι στις Πλαταιές την επόμενη χρονιά παρατάχθηκαν 300.000 άνδρες υπό τον Μαρδόνιο και συνυπολογίζοντας κανείς όσους επέστρεψαν στην Ασία με τον Ξέρξη και τις απώλειες μέχρι τότε, σίγουρα ο περσικός στρατός στην αρχή της εκστρατείας θα ξεπερνούσε τις 400.000.
Εξάλλου, αν η μικρή Ελλάδα – και όχι φυσικά όλες οι πόλεις – κατάφερε να επιστρατεύσει 110.000 άνδρες την επόμενη χρονιά στις Πλαταιές υπό τον Παυσανία, τότε είναι λογικό η αχανής Περσική Αυτοκρατορία, μετά από 10ετή μάλιστα προετοιμασία, να ήταν σε θέση να παρατάξει στράτευμα της τάξεως του μισού εκατομμυρίου τουλάχιστον.
Ο περσικός στρατός αποτελούσε εκείνη την εποχή το φόβητρο της Ασίας. Μέσα σε διάστημα 50 ετών είχε κατανικήσει Λυδούς, Βαβυλώνιους, Αιγυπτίους, Ινδούς, Ίωνες και είχε τεράστια πολεμική πείρα και ανεξάντλητα εφόδια. Ξεχώριζαν για την ποιότητά τους οι τοξότες και το ιππικό, ενώ η μονάδα των 10.000 Αθανάτων του στρατηγού Υδάρνη αποτελούσε την ελίτ του στρατού και προσωπική φρουρά του βασιλιά.
Σε επίπεδο πειθαρχίας και ενότητας διοίκησης υπερτερούσε σαφώς έναντι των πολυδιασπασμένων Ελλήνων, αφού τις μεγάλες μονάδες διοικούσαν κατά βάση στενοί συγγενείς του Ξέρξη:
Ανώτατοι αρχηγοί του στρατού ήταν ο γαμπρός του Μαρδόνιος, ο κουνιάδος του Σμερδομένης και ο ξάδελφός του Τριτανταίχμης, γιος του θείου του Αρτάβανου, που έμεινε τοποτηρητής στα Σούσα. Τους Πέρσες διοικούσε ο πεθερός του, Οτάνης, ενώ τους Βάκτρες, Σάκες και Σκύθες ο αδελφός του, Υστάσπης. Μεγάλες μονάδες του στρατού διοικούσαν επίσης τα ετεροθαλή αδέλφια του Αρσάμης, Γοβρίας, Αρσαμένης και Αριομάρδος.
Στον τομέα της περσικής ναυτικής ισχύος ο Ηρόδοτος αναφέρει 1.207 πολεμικά πλοία εκ των οποίων 457 των ελληνικών υποτελών πληθυσμών της δυτικής Μ. Ασίας, της Κύπρου και της Θράκης καθώς και 3.000 μεταγωγικά. Συνολικά 517.000 πληρώματα. Κύρια αιχμή του στόλου αποτελούσαν τα 300 φοινικικά και 200 αιγυπτιακά καράβια. Στην ηγεσία του ναυτικού διορίστηκαν ο αδελφός του βασιλιά Αχαιμένης και ο ετεροθαλής Αριαβίγνης.
Ο αριθμός των 1.207 περσικών πλοίων φαίνεται λογικός αν σκεφθεί κανείς ότι στη Σαλαμίνα οι Έλληνες παρέταξαν περίπου 380 πλοία.
Σε κάθε περίπτωση, όπως αναφέρουν και οι αρχαίες πηγές, «η Ασία ήταν έτοιμη να ξεχυθεί στην Ευρώπη….» και από όπου περνούσε ο στρατός του Ξέρξη «στέρευαν τα ποτάμια» για να ξεδιψάσουν οι εισβολείς.
Το ελληνικό σχέδιο άμυνας και η επιλογή της τοποθεσίας Θερμοπύλες-Αρτεμίσιο
Όταν έγινε γνωστή η εκκίνηση του περσικού στρατεύματος από τις Σάρδεις την άνοιξη του 480 π.Χ. οι Έλληνες συγκάλεσαν δεύτερο συνέδριο στον Ισθμό για να καταρτίσουν πιο μεθοδικά και συγκεκριμένα πλέον σχέδια απόκρουσης της εισβολής.
Επελέγη η πρώτη γραμμή άμυνας στα Τέμπη, στην οποία εστάλη εκστρατευτικό σώμα 10.000 οπλιτών με επικεφαλής τον Σπαρτιάτη Ευαίνετο και τον Θεμιστοκλή που έφτασε θαλασσίως στην Άλο της Μαγνησίας για να αποφύγει την εχθρική Βοιωτία. Ο φόβος όμως υπερκέρασης της θέσης από τα δυτικά του Ολύμπου (πορεία που τελικά ακολούθησε ο περσικός στρατός), ο κίνδυνος εχθρικών αποβάσεων στα νώτα της ελληνικής παράταξης, καθώς και οι πληροφορίες του βασιλιά της Μακεδονίας Αλεξάνδρου Α΄ για το μέγεθος της αντίπαλης στρατιάς, έκαναν το σώμα αυτό να επιστρέψει πίσω στον Ισθμό.
Τελικά αποφασίστηκε να επιλεγεί η δεύτερη γραμμή άμυνας στα στενά των Θερμοπυλών από όπου διερχόταν η μοναδική οδός από την οποία μπορούσε να περάσει ο περσικός στρατός στην πορεία του προς την Αθήνα.
Το στενό των Θερμοπυλών προσφερόταν για μάχη ως το πλέον ιδανικό σημείο παρεμπόδισης της πορείας καθόδου του Ξέρξη και φάνταζε ανυπέρβλητο εμπόδιο για έναν ογκωδέστατο στρατό. Μήκους σχεδόν 7-9 χλμ και πλάτους 5-20 μέτρων, που σε μερικά σημεία από το άνοιγμα χωρούσε μόνο μια άμαξα, ήταν σε θέση να αναχαιτίσει τις μάζες του περσικού πεζικού, να εξουδετερώσει τους επίφοβους τοξότες και να αδρανοποιήσει πλήρως το ικανότατο περσικό ιππικό.
Δεξιά της τοποθεσίας βρισκόταν η θάλασσα, τουλάχιστον 7 χλμ. πιο κοντά από ό,τι είναι σήμερα, και ανατολικά δέσποζε ο ορεινός όγκος του Καλλιδρόμου. Το στενό αποτελούνταν από τρεις πύλες εισόδου. Η δυτική, κοντά στην αρχαία Ανθήλη στον βωμό της Δήμητρας και του Αμφικτύωνα, έδρα της Δελφικής Αμφικτιονίας, αμέσως μετά τον ποταμό Ασωπό, η μεσαία, πλάτους μόλις 15 μέτρων μπροστά από το παλιό τείχος των Φωκέων που υπήρχε εκεί για να αναχαιτίζει τις θεσσαλικές εισβολές και η ανατολική πύλη κοντά στους Αλπηνούς. Ο μόνος φόβος υπερφαλάγγισης της θέσης προερχόταν από μονοπάτια όπως η λεγόμενη Ανοπαία ατραπός, που οδηγούσαν διά μέσου του ορεινού όγκου στα νώτα των υπερασπιστών της τοποθεσίας στην ανατολική πύλη. Σαφέστατα λοιπόν αυτό ήταν το αδύνατο σημείο της άμυνας που έπρεπε προφανώς να φυλαχθεί.
Την υπεράσπιση της αμυντικής τοποθεσίας των Θερμοπυλών ανέλαβε ένα μικρό ελληνικό εκστρατευτικό σώμα 4.000 Πελοποννησίων με επικεφαλής τον βασιλιά της Σπάρτης Λεωνίδα, αποτελούμενο από 300 Σπαρτιάτες Ομοίους, 300 είλωτες, 600 περίοικους, 400 Κορινθίους, 500 Τεγεάτες, 500 Μαντινείς, 80 Μυκηναίους, 200 Φλειάσιους, 120 Ορχομένιους Αρκάδες και 1.000 άλλους Αρκάδες. Μαζί τους συνέπραξαν και 700 Θεσπιείς με αρχηγό τον Δημόφιλο και 400 Θηβαίοι με αρχηγό τον Λεοντιάδη (περισσότερο ως όμηροι, από τον φόβο του Λεωνίδα για τον σχεδόν βέβαιο μηδισμό της πόλης). Στις Θερμοπύλες προστέθηκαν επιπλέον 1.000 Φωκείς, αλλά και 1.000 Οπούντιοι Λοκροί, όπως αναφέρει ο Διόδωρος ο Σικελιώτης.
Συνολικά 7.100 άνδρες με αιχμή τους 300 Ομοίους του Λεωνίδα, επιλεγμένους με κριτήριο το να έχουν έναν τουλάχιστον γιο για να μη χαθεί η γενιά τους, επρόκειτο να υπερασπισθούν τα στενά για όσο ήταν εφικτό και να δώσουν χρόνο στους υπόλοιπους Έλληνες (που γιόρταζαν τα Κάρνεια στη Σπάρτη και διεξήγαγαν τους ολυμπιακούς αγώνες) να προετοιμαστούν καλύτερα. Ο αθηναϊκός στρατός θα παρέμενε στην Αττική λόγω του φόβου εχθρικής απόβασης, αν κατέρρεε η άμυνα στο Αρτεμίσιο.
Σίγουρα στον ελληνικό αμυντικό σχεδιασμό είχε ληφθεί σοβαρά υπ’ όψιν η εξαιρετική μαχητική ικανότητα, ιδίως των 300 Σπαρτιατών, η πλούσια πολεμική τους πείρα, το υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, η σιδερένια πειθαρχία και η αποφασιστικότητά τους να αμυνθούν μέχρις εσχάτων με πνεύμα αυταπάρνησης και αυτοθυσίας. Η σύγκρουση, περιοριζόμενη εξάλλου στο εσωτερικό των στενών, θα μείωνε κι άλλο την αποτελεσματικότητα του άσχημα εξοπλισμένου για αγώνα εκ του συστάδην περσικού πεζικού έναντι των βαριά εξοπλισμένων Ελλήνων οπλιτών της φάλαγγας. Εκμεταλλευόμενος στο έπακρο το ανάγλυφο του τοπίου, που θα λειτουργούσε πολλαπλασιαστικά για τον μικρό ελληνικό στρατό απέναντι στον απειράριθμο αντίπαλο, ο Λεωνίδας πίστευε ότι θα κέρδιζε τον κρίσιμο χρόνο που απαιτούνταν έως ότου κινητοποιηθούν πλήρως στρατιωτικά τόσο η Σπάρτη όσο και οι άλλοι Έλληνες σύμμαχοι.
Με δεδομένο τον κίνδυνο που διέτρεχε η θέση αυτή να υπερφαλαγγιστεί από αποβατική ενέργεια στα νότια των υπερασπιστών του στενού, διά μέσου του Μαλιακού Κόλπου, αποφασίστηκε η αποστολή 271 πλοίων (τα 127 αθηναϊκά) και 9 πεντηκόντορων υπό τους Θεμιστοκλή και Ευρυβιάδη στο στενό του Αρτεμισίου, στη βόρεια Εύβοια.
Έτσι, το αμυντικό δίπολο Θερμοπύλες – Αρτεμίσιο θα αλληλοϋποστηριζόταν για όσο ήταν εφικτό να κρατηθεί ο αντίπαλος ώστε να δοθεί ο απαραίτητος χρόνος για την ενίσχυση της τρίτης αμυντικής γραμμής στον Ισθμό και με δεδομένο ότι ήταν αδύνατο να αντιμετωπιστεί ο περσικός στρατός σε οποιοδήποτε σημείο από τις Θερμοπύλες μέχρι τα Μέγαρα. Αυτό φυσικά προϋπέθετε την εγκατάλειψη όλων των συμμάχων βόρεια του Ισθμού.
Η άφιξη Ελλήνων και Περσών στις Θερμοπύλες
Ενώ η περσική στρατιά βρισκόταν στο ύψος της Πιερίας, άρχισε η πορεία του ελληνικού στρατού και στόλου από τον Ισθμό προς βορρά, στην αμυντική διπλή τοποθεσία Θερμοπύλες-Αρτεμίσιο.
Από τη Θέρμη, ο περσικός στρατός κινούμενος για δεκατρείς μέρες νότια, έφτασε, μέσα Αυγούστου, κοντά στις Θερμοπύλες και παρατάχθηκε ανάμεσα στους ποταμούς Μέλανα και Ασωπό, κοντά στην αρχαία Τραχίνα, δυτικά της πρώτης πύλης του στενού. Ο στόλος, αποδυναμωμένος αισθητά και έχοντας χάσει 400 πλοία (το 1/3 της δύναμής του) από καταιγίδες στη Σηπιάδα του Πηλίου, είχε αγκυροβολήσει στους Αφέτες του Παγασητικού, απέναντι από τον ελληνικό που βρισκόταν στο Αρτεμίσιο. Συνολικά 800 περσικά καράβια έναντι 280 ελληνικών (αργότερα προστέθηκαν και άλλα 53 αθηναϊκά) υπό τους Θεμιστοκλή και Ευρυβιάδη.
Όλες οι περιοχές βόρεια των Θερμοπυλών είχαν υποκύψει: Μακεδόνες, Θεσσαλοί, Μάγνητες, Αχαιοί της Φθιώτιδας, Μαλιείς, Δόλοπες, Αινιάνες, Περραιβοί. Η Κρήτη και η Κέρκυρα, παρέμεναν ουδέτερες ενώ το Άργος και η Βοιωτία (εκτός των Πλαταιών και των Θεσπιών) είχαν ουσιαστικά μηδίσει, αλλά δεν κινούνταν στρατιωτικά από το φόβο των Σπαρτιατών και των Αθηναίων αντίστοιχα.
Ο κίνδυνος εξάλλου περσικών αποβάσεων στα Κύθηρα (όπως είχε συμβουλεύσει ο εξόριστος βασιλιάς της Σπάρτης Δημάρατος τον Ξέρξη) και τη φιλοπερσική «ουδέτερη» Αργολίδα ανησυχούσε έντονα την ελληνική ηγεσία.
Ακόμη και το δελφικό μαντείο προφήτευε ήττα και ολική καταστροφή των Ελλήνων, ιδίως των Αθηνών και της Σπάρτης.
Ο ελληνικός στρατός, φτάνοντας, επισκεύασε το παλιό τείχος των Φωκέων και στρατοπέδευσε πίσω από αυτό αφήνοντας μπροστά έως τη δυτική πύλη σώμα ανιχνευτών για να παρακολουθούν το περσικό στρατόπεδο, ενώ στην ανατολική πύλη κοντά στους Αλπηνούς εγκατέστησε σταθμό ανεφοδιασμού.
Επιπλέον για τη θαλάσσια ενδοεπικοινωνία με τον ελληνικό στόλο στο Αρτεμίσιο ορίστηκε υπεύθυνος ο Αθηναίος Αβρώνυχος.
Ο Λεωνίδας, ανήσυχος για την ύπαρξη της Ανοπαίας ατραπού και φοβούμενος την περικύκλωση, άφησε το σώμα των 1.000 Φωκέων να φυλάνε το μονοπάτι.
Για τέσσερις μέρες ο περσικός στρατός, αναμένοντας τον χτυπημένο από τις καταιγίδες στόλο, αλλά και πιθανή αποχώρηση των Ελλήνων λόγω του φόβου που θα προκαλούσε ο όγκος του στρατεύματός τους, παρέμενε στρατοπεδευμένος παρατηρώντας το ελληνικό στρατόπεδο και ιδίως τους Σπαρτιάτες, που παρουσίαζαν μια παράξενα ήρεμη και εκκεντρική συμπεριφορά, καθώς πλένονταν και χτενίζονταν αναμένοντας την επικείμενη σύγκρουση.
Ζήτησε λοιπόν ο Ξέρξης από τον Δημάρατο πληροφορίες και ερμηνεία των όσων είδαν και μετέφεραν οι Πέρσες ανιχνευτές. Ο Δημάρατος, μιλώντας για την ιδιαιτερότητα της σπαρτιατικής αγωγής και εκπαίδευσης, περιέγραψε την ισχύ του τρόπου μάχεσθαι και το αγωνιστικό πνεύμα που διέκρινε τους συμπατριώτες του προβλέποντας ορθά το πόσο δύσκολο θα ήταν να παραβιαστούν τα στενά.
Στις προτάσεις παράδοσης των Περσών, ο Λεωνίδας απάντησε με απαράμιλλη υπερηφάνεια, αυστηρό ήθος και υψηλό πολεμικό φρόνημα, το θρυλικό στους αιώνες «μολών λαβέ», την ενδοξότερη ίσως φράση στρατιωτικού ηγέτη στα παγκόσμια χρονικά. Όλα ήταν έτοιμα για τη μεγάλη σύγκρουση.
Η πρώτη μέρα της μάχης: Η αποτυχία της περσικής επίθεσης
Ο Ξέρξης απέστειλε τους Μήδους του Τιγράνη και τους Κίσσιους υπό τον κουνιάδο του Ανάφη, για να αιχμαλωτίσουν τους θρασύτατους αντιπάλους. Η αρχική σύγκρουση εντός των στενών και ιδίως μπροστά στη μεσαία πύλη ήταν σφοδρή, αλλά γρήγορα η υπεροχή των Ελλήνων μαχητών σε εξοπλισμό και εκπαίδευση επικράτησε, με τους Πέρσες να μετρούν ήδη τις πρώτες βαριές απώλειες.
Τελικά, για να αντιμετωπιστεί το αδιέξοδο αποφασίστηκε προσωπικά από τον ίδιο τον Ξέρξη να σταλεί η επίλεκτη σωματοφυλακή των 10.000 Αθανάτων υπό τον Υδάρνη.
Όμως η παρουσία και αυτού του σώματος, με τη φοβερή φήμη που το συνόδευε και την αναμφισβήτητη μαχητική του αξία, δεν μπόρεσε να λύσει τον γρίφο της ελληνικής άμυνας. Οι Έλληνες οπλίτες, με διάφορες τεχνικές εικονικού υποχωρητικού ελιγμού και ξαφνικών αντεπιθέσεων, εναλλάσσοντας τις μονάδες των πόλεων για την αναγκαία ξεκούραση, έδιναν δείγματα γενναιότητας και υψηλής μαχητικής αξίας. Ασφαλώς οι 300 Σπαρτιάτες, βρισκόμενοι στο στοιχείο τους, καθίσταντο απροσπέλαστο εμπόδιο.
Παράλληλα στο Αρτεμίσιο, όταν έγινε γνωστή η προσπάθεια 200 περσικών πλοίων από τους Αφέτες να περικυκλώσουν μέσω της νοτίου Ευβοίας τον ελληνικό στόλο, προκλήθηκε πανικός και τάσεις αποχώρησης. Όταν όμως μαθεύτηκε ότι αυτά χάθηκαν από τρικυμία στα Κοίλα Ευβοίας, ο Έλληνας ναύαρχος διέταξε απογευματινή επίθεση εναντίον του περσικού στόλου, τον οποίο κατανίκησε με την τακτική του διέκπλου.
Η δεύτερη μέρα της μάχης: Η προδοσία του Εφιάλτη
Οι μάχες στα στενά των Θερμοπυλών συνεχίστηκαν όλη τη δεύτερη μέρα με μεγάλες απώλειες για τους Πέρσες και πτώση του ηθικού τους, αφού το τοπίο, ο τρόπος μάχης των Ελλήνων και η ποιότητα των οπλιτών τους δεν επέτρεπαν στον Ξέρξη να πετύχει διάρρηξη της άμυνας και συνέχιση της πορείας προς την Αθήνα.
Καθώς η απελπισία του Ξέρξη κορυφωνόταν, εμφανίστηκε το απόγευμα κάποιος βοσκός από την Τραχίνα ή την Αντίκυρα της Μαλίδας, ο Εφιάλτης, για να αποκαλύψει στον βασιλιά το μυστικό μονοπάτι της Ανοπαίας Ατραπού, κάτι που σήμαινε άμεση περικύκλωση των Ελλήνων, καθιστώντας το όνομά του αιώνιο συνώνυμο της προδοσίας, ενώ αυτό του Λεωνίδα ανυπέρβλητο σύμβολο γενναιότητας και αυτοθυσίας.
Με επικεφαλής τον Υδάρνη, 10.000 Αθάνατοι ξεκίνησαν τη νυχτερινή πορεία υπερκέρασης του στενού ξεκινώντας από το φαράγγι του Ασωπού διά μέσου του ορεινού όγκου του Καλλιδρόμου.
Τη μέρα εκείνη στο Αρτεμίσιο έφτασε ενίσχυση από πενήντα τρια αθηναϊκά πλοία και διενεργήθηκε αιφνιδιαστική επιτυχημένη επίθεση του ελληνικού στόλου στο περσικό αγκυροβόλιο στους Αφέτες.
Φαίνεται ότι ο Λεωνίδας έμαθε για το ενδεχόμενο περικύκλωσης και την προδοσία του Εφιάλτη από Έλληνες αυτόμολους και τους σκοπούς στο βουνό και συγκάλεσε έκτακτη στρατιωτική σύσκεψη.
Ο φοβερός χρησμός που είχαν πάρει οι Λακεδαιμόνιοι από την Πυθία πριν την εκστρατεία του Ξέρξη, ότι ή οι Πέρσες θα καταστρέψουν τη Σπάρτη, ή θα σκοτωθεί ο βασιλιάς της, επιβεβαιωνόταν με τον πλέον τραγικό τρόπο.
Τον σίγουρο θάνατο των υπερασπιστών προέβλεψε και η μαντεία του Ακαρνάνα μάντη Μεγιστία, που εν τούτοις παρέμεινε στο στενό για να θυσιαστεί δίπλα στον Λεωνίδα, αρνούμενος να αποχωρήσει.
Η τρίτη και τελευταία μέρα της μάχη: Η ηρωική θυσία των υπερασπιστών
Το πρωί της τρίτης μέρος οι Αθάνατοι του Υδάρνη, αφού μετά από σύντομη αψιμαχία προσπέρασαν τους χίλιους Φωκείς, υπερασπιστές του μονοπατιού, που υποχώρησαν προς το βουνό, κινήθηκαν προς την ανατολική πύλη κοντά στους Αλπηνούς για να ολοκληρώσουν την περικύκλωση του ελληνικού στρατού.
Μπροστά στην επικείμενη ήττα, ο Λεωνίδας έδωσε άδεια στους συμμάχους να φύγουν ώστε να σωθούν και να πολεμήσουν σε μεταγενέστερο χρόνο. Φυσικά ο ίδιος και οι Σπαρτιάτες θα έμεναν ως οπισθοφυλακή για να δώσουν χρόνο στους υπόλοιπους να υποχωρήσουν συντεταγμένα, αλλά και να πέσουν μέχρις ενός, πιστοί στο καθήκον και τους νόμους της Σπάρτης. Μαζί τους έμειναν για την ύστατη θυσία και οι επτακόσιοι Θεσπιείς οπλίτες με τον αρχηγό τους Δημόφιλο, που δεν θέλησε να εγκαταλείψει τον Λεωνίδα καθώς και οι τετρακόσιοι Θηβαίοι του Λεοντιάδη, μάλλον χωρίς τη θέλησή τους.
O Λεωνίδας επέλεξε εκείνο το τελευταίο πρωινό να δώσει τη μάχη στο πιο πλατύ σημείο της δυτικής πύλης, διατάζοντας το αδιανόητο: επίθεση των χιλίων τελευταίων οπλιτών του στον όγκο της περσικής παράταξης ώστε να προκαλέσει όσο το δυνατόν πιο μεγάλες απώλειες στον εισβολέα, προτού κυκλωθεί από τον Υδάρνη που πλησίαζε. Η σύγκρουση ήταν σφοδρή, αλλά άνιση. Ο Λεωνίδας έπεσε νεκρός, όπως και τα δύο ετεροθαλή αδέλφια του Ξέρξη, Αβροκόμας και Υπεράνθης.
Οι Έλληνες υποχώρησαν με το πτώμα του Λεωνίδα πίσω από το τείχος στον λόφο του Κολωνού, για να δώσουν την τελική μάχη προτού πέσουν όλοι νεκροί, περικυκλωμένοι πλέον από παντού, καθώς στη μάχη ρίχτηκαν και οι Αθάνατοι από την ανατολική πύλη. Οι ελάχιστοι υπερασπιστές των Θερμοπυλών έπεσαν ως τον τελευταίο από τα χιλιάδες βέλη του περσικού στρατού, όπως φανερώνουν και οι ανασκαφές που ανέδειξαν το πλήθος των αιχμών.
Και ενώ οι τετρακόσιοι Θηβαίοι παραδόθηκαν και σημαδεύτηκαν ως δούλοι, ο Ξέρξης διέταξε τον αποκεφαλισμό του Λεωνίδα και την επίδειξη της κεφαλής του ως τρόπαιο νίκης. Παράλληλα βέβαια φρόντισε να αποκρύψει από τον στρατό του το πλήθος των πτωμάτων των Περσών πολεμιστών που κείτονταν στο πεδίο της μάχης, πλην χιλίων.
Την τελευταία εκείνη μέρα και ο ελληνικός στόλος δέχτηκε με τη σειρά του την επίθεση των Περσών στο αγκυροβόλιό του. Παρά την ξεκάθαρη νίκη του, η είδηση της πτώσης της αμυντικής τοποθεσίας των Θερμοπυλών και ο θάνατος του Λεωνίδα τον ανάγκασαν σε αποχώρηση προς νότον μέσω του βόρειου Ευβοϊκού.
Εκτιμήσεις-συμπεράσματα από τη μεγάλη μάχη
Στη μάχη των Θερμοπυλών οι Έλληνες οπλίτες πολέμησαν με αφάνταστο θάρρος και ικανότητα, καθυστερώντας συνολικά επτά ολόκληρες μέρες τον εισβολέα.
Οι απώλειές των Περσών ανέρχονταν σε πάνω από 20.000 άνδρες: ασήμαντες για τον όγκο του στρατού εισβολής, αλλά αρκετές για να κλονίσουν την ψυχολογία των στρατιωτών του και το αήττητο της φήμης τους. Είχαν αντιμετωπίσει τους αρίστους των Ελλήνων οπλιτών, αλλά εξαιρετικά λίγους σε αριθμό. Σίγουρα η πορεία προς νότο έκρυβε κινδύνους και απρόοπτα, εφόσον ο αντίπαλος φαινόταν ότι θα ξαναπολεμήσει μέχρις εσχάτων.
Αρίστευσαν από τους επτακόσιους Θεσπιείς ο Διθύραμβος και από τους τριακόσιους Σπαρτιάτες, οι αδελφοί Αλφεός και Μάρων και ο Διηνέκης, που, όταν κάποιος Τραχίνιος τρομοκρατημένος από το πλήθος των αντιπάλων, του είπε ότι τα εχθρικά βέλη θα κρύψουν τον ήλιο, εκείνος, με τη γνωστή λακωνική αταραξία, απάντησε: «Καλύτερα, θα πολεμήσουμε στη σκιά!»
Από τους Σπαρτιάτες γλύτωσαν μόνο δύο από τη μάχη. Ο τραυματίας στο μάτι Αριστόδημος, που πήρε την άδεια να γυρίσει πίσω στη Σπάρτη, αλλά επιστρέφοντας κατηγορήθηκε για δειλία και γι’ αυτό την άλλη χρονιά στις Πλαταιές διακρίθηκε στη μάχη επιδιώκοντας να ξεπλύνει την ντροπή του. Ο άλλος Σπαρτιάτης, ο Παντίτης, που έλειπε στη Θεσσαλία σε αποστολή, επιστρέφοντας βίωσε την ντροπή και την απαξίωση από τους συμπατριώτες του και αυτοκτόνησε.
Όσο για τον προδότη Εφιάλτη, λέγεται ότι δολοφονήθηκε στη Θεσσαλία από κάποιον Τραχίνιο με το όνομα Αθηνάδης, αφού επικηρύχτηκε από τη Δελφική Αμφικτιονία.
Το αμυντικό σύμπλεγμα Θερμοπυλών-Αρτεμισίου δεν άντεξε, αλλά είχε πετύχει τον σκοπό του. Ο Ξέρξης μπορεί να έφτασε στην Αθήνα σε 8 μέρες χωρίς να συναντήσει άλλη αντίσταση, καταστρέφοντάς τη, αλλά οι Έλληνες είχαν κερδίσει 15 πολύτιμες μέρες για να προετοιμαστούν στον Ισθμό και τη Σαλαμίνα. Από τη Θέρμη όταν ξεκίνησε ο περσικός στρατός χρειάστηκε συνολικά 28 μέρες για να φτάσει στην Αθήνα, χρόνο κρίσιμο για τη σωτηρία της Ελλάδας.
Η συνέχεια της εκστρατείας, με την καθοριστική ήττα του Ξέρξη στη ναυμαχία της Σαλαμίνας και τη φυγή του, παράλληλα με την απόκρουση των Καρχηδονίων στη Σικελία, αλλά και η συντριπτική νίκη των Ελλήνων την επόμενη χρονιά στις Πλαταιές και τη Μυκάλη, καθόρισαν το μέλλον του κλασικού ελληνισμού.
Σ’ αυτή την εξέλιξη, η θυσία του Λεωνίδα και των ανδρών του στις Θερμοπύλες έπαιξε κομβικό ρόλο και αποτέλεσε την κορωνίδα της ελληνικής αντίστασης και στρατιωτικής ανδρείας στους αιώνες.
Στον ομαδικό τάφο των Θερμοπυλών είχαν στηθεί πέντε στήλες με επιγράμματα προς τιμήν του μάντη Μεγιστία, των Πελοποννησίων πολεμιστών, των επτακοσίων Θεσπιέων και των Οπούντιων Λοκρών.
Το πλέον πασίγνωστο όμως όλων των επιγραμμάτων ήταν για τον Λεωνίδα και τους τριακόσιους Σπαρτιάτες:
Ὦ ξεῖν΄͵ ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε
κείμεθα͵ τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ηροδότου, Ιστορίαι Αισχύλου, Πέρσαι Εκδοτική Αθηνών, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Β΄, Αθήνα, 1979 Περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία, σειρά Μεγάλες Μάχες, τόμος 16, εκδόσεις Περισκόπιο Steven Pressfield, Οι πύλες της φωτιάς, Πατάκης, Αθήνα, 2002 Nic Fields, Οι Περσικοί Πόλεμοι, τ. Γ΄: Η μάχη των Θερμοπυλών, Osprey, 2011
Πηγή: cognoscoteam