Αγαπητοί αναγνώστες, καλημέρα σας. Η θεία μου, Ελευθερία, αδελφή της γιαγιάς μου, ήρθε από τη Μικρασία μικρό παιδάκι το ’22, με τα σαπιοκάραβα της προσφυγιάς. Εγκαταστάθηκε στην Κοκκινιά, όπου έζησε όλα της τα χρόνια, έκανε οικογένεια και πρόκοψε, σε πείσμα των νοικοκυραίων της εποχής, που σαρκαστικά την αποκαλούσαν «παστρικιά» και «τουρκόσπορο».
Γύρω στο έτος 2000, η θεία με τα κατάλευκα μαλλιά πήγε μαζί με τη μητέρα μου να παρακολουθήσει την παράσταση «Αγγέλα Παπάζογλου», εδώ κοντά, στο Θέατρο Μεταξουργείο, της Άννας Βαγενά και του Λουκιανού Κηλαηδόνη. Το έργο είναι ο μονόλογος μίας γυναίκας που είδε το βιός της στη Σμύρνη να φλέγεται και ήρθε στην Αθήνα πάμπτωχη και ξεσπιτωμένη, με μοναδική περιουσία τις μνήμες, τη θλίψη και την υπερηφάνεια της. Η ρεμπέτισσα Αγγέλα Παπάζογλου, πραγματικό πρόσωπο, θα μπορούσε να είναι η θεία μου.
«Κόρη μου», είπε η θεία Ελευθερία με τρεμάμενη φωνή και δακρυσμένα γέρικα μάτια, μπροστά στους θεατές, όταν η Βαγενά ολοκλήρωσε το συνταρακτικό της μονόλογο. «Αυτά που έλεγες τόση ώρα, εγώ τα έζησα. Κι εγώ από το παπόρι βγήκα. Το σπιτικό μας το κάψανε οι Τούρκοι…». Συγκινημένη η ηθοποιός πλησίασε τη θεία και την αγκάλιασε σαν ήταν δική της μάνα. Οι δύο γυναίκες έκλαψαν μαζί. Ο μακαριστός Λουκιανός, άλλωστε, καταγόταν από το Τσεσμέ, δυό βήματα από τη Σμύρνη, τη γλυκιά πατρίδα όπως λέει το πονεμένο παραδοσιακό τραγούδι. Και οι δικοί του πρόγονοι, του Λουκιανού, πρόσφυγες ήταν. Όπως και οι δικοί μου.
«Όχι αυτό που ξέρετε, αλλά αυτό που βρήκατε», τους έλεγαν. Αυτά που ξέρατε, να τα ξεχάσετε. Βασισμένη στο βιβλίο που έγραψε ο γιος της Αγγέλας και του σπουδαίου ρεμπέτη Βαγγέλη Παπάζογλου, Γιώργης, «Τα Χαΐρια Μας Εδώ», η παράσταση άρχισε να παίζεται το 1999 και φέτος κλείνει 25 χρόνια θεατρικής ζωής. Πήγα και την είδα την περασμένη Πέμπτη, καλεσμένος της ίδιας της Άννας Βαγενά, που παραμένει στις επάλξεις στα 77 της, με το συμπάθιο κιόλας που αποκαλύπτω την ηλικία μίας κυρίας.
«Η φωνή μου είναι έτσι δυνατή επειδή δεν κάπνισα ποτέ», μου έλεγε λίγο πριν πατήσει το σανίδι. Επί 90 λεπτά, κρεμόμουν από τα χείλη της με τα μάτια υγρά. Ειδικά η περιγραφή της σφαγής και της φρίκης του πολέμου, γραμμένη από τον Γιώργη Παπάζογλου που ζει θαλερός σε ηλικία 97 ετών κάπου στα προσφυγικά της Νίκαιας, κάνει τα γόνατα να λυγίζουν.
Πλησίασα τη Βαγενά μετά το τέλος της παράστασης και τη ρώτησα πώς αντέχει να παίζει αυτό το συγκλονιστικό κείμενο, τόσα χρόνια. «Μου κάνει καλό», απάντησε εκείνη. «Το έχω ανάγκη. Όλοι μας το έχουμε ανάγκη». Και πράγματι, η Άννα έμοιαζε πιο ξεκούραστη απ’ ότι ήταν δύο ώρες νωρίτερα.
Ξαναζούσε, ωστόσο, σύγκορμη, μία ατάκα από το έργο, βγαλμένη θαρρείς από την Παλαιστίνη του 2024: «Εάν πρέπει να ζωγραφίσει κανείς τον πόλεμο με μία εικόνα, να μη ζωγραφίσει τανκς και κανόνια. Να ζωγραφίσει ένα μικρό παιδί πεθαμένο από την πείνα». Όπως εκείνο που η Αγγέλα και μία γειτόνισσα άφησαν στα σκαλιά κάποιας εκκλησίας στην Κατοχή. Ντυμένο με τα βαπτιστικά του ρουχαλάκια. Θα μπορούσε, αυτό το παιδί, να ήταν η μάνα μου. Η ο πατέρας μου. Ή ο δικός σας πατέρας, αν είστε, σαν εμένα, «τουρκοσπορά».
«Ονειρεύομαι, μέσα στον χαλασμό, να αποκαλέσουν τη μητέρα μου “κυρία”», λέει το κείμενο. Η Αγγέλα έφερε μαζί της από την παλιά πατρίδα μία ελληνική σημαία. Τη φύλαξε σε επτασφράγιστο σεντούκι και τη χάιδευε τις νύχτες για παρηγοριά. «Για να μας σκεπάζει η Σμύρνη». Ο τόπος της ήταν ένα φως που έσβησε μεμιάς «και τότε σκοτεινιάσαν οι καρδιές μας».
Η σημαία που ήρθε από τη Σμύρνη, γεμάτη τρύπες πια και ξεθωριασμένη βρίσκεται μέσα σ’ ένα μπαούλο, στην παλιά κάμαρη της Αγγέλας, στη σκηνή του Θεάτρου. Η φωνή του Βαγγέλη Παπάζογλου ακούγεται από κάποιο παλιό γραμμόφωνο, όπως την ξέθαψε από τη λήθη ο μουσικολόγος Λάμπρος Λιάβας. Η Άννα Βαγενά καταθέτει την ψυχή της και κουρελιάζει τις ψυχές των θεατών. Έργο ζωής. Πραγματικής ζωής.
Η παράσταση είχε προγραμματιστεί για άλλες δύο Πέμπτες, μέχρι τις 7 Νοεμβρίου, αλλά θα συνεχιστεί και τις επόμενες, αφού το κουκλίστικο θεατράκι του Λουκιανού γεμίζει. Να πάτε να τη δείτε, για να μη γίνει η Ιστορία σιωπή. Να μη ξεχνάτε ποτέ, ότι σύντομα θα ξανάρθει η δική μας σειρά να μπούμε στις βάρκες του ξενιτεμού και του θανάτου. Ο πόλεμος δεν κάνει διακρίσεις και δεν λυπάται κανέναν. Τα χαΐρια μας σήμερα είναι εδώ, αλλά μεθαύριο μπορεί να είναι κάπου αλλού. Σε κάποιον τόπο αφιλόξενο, όπου δεν θα μας θέλει κανένας.
Η Ελευθερία Μουράτογλου αναπαύεται εδώ και χρόνια σε τόπο χλοερό. Ο γιος της, Θεολόγος, αγαπημένος θείος, δίνει γενναία μάχη με το θηρίο σε κάποιο παγερό νοσοκομείο της Αθήνας. Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία για την αίσια έκβαση της μονομαχίας, διότι ξέρω ότι οι πρόσφυγες έχουν σκληρό πετσί και αδάμαστη ψυχή. Στην Κοκκινιά, τη μάνα του τη φώναζαν κυρία. Και ήταν Κυρία.
Θα τα ξαναπούμε σύντομα,
Νίκος
Ότι ουσιαστικότερο έχω διαβάσει και νοιώσει τα πολλά τελευταία χρόνια . Χαίρομαι που, έστω και μέσω κειμένου, ανταμώνουν οι ψυχές μας και οι αγώνες μας για τη ζωή. Σας ευχαριστώ .