Μανώλης Κοττάκης
Η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται ούτε ως φάρσα. Αλλά, μέρες που είναι -η προεδρολογία ανθεί αυτή την εβδομάδα-, αποφάσισα να σας κάνω σήμερα ένα «δώρο»: τη μαρτυρία του Κωνσταντίνου Καραμανλή για τα γεγονότα που οδήγησαν στην επανεκλογή του στο αξίωμα του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας τον Μάιο του 1991 με 151 ψήφους. Από τη μελέτη της (δημοσιεύεται στον τόμο 12Α του αρχείου, σελ. 511-513) φαίνεται ξεκάθαρα πώς συμπεριφερόταν τότε ένας Καραμανλής σε έναν Μητσοτάκη και ένας Μητσοτάκης σε έναν Καραμανλή. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική και απέχει από την πραγματικότητα. Οποιαδήποτε ομοιότητα όμως με την παρακμή της τρέχουσας εποχής και με την κρίση του δημοκρατικού πολιτεύματος και των θεσμών είναι απολύτως επίκαιρη, αληθινή και πραγματική. Ο Εθνάρχης «έβλεπε» 35 χρόνια μπροστά!
«Θυμάται», λοιπόν, ο Καραμανλής:
«Εν όψει της λήξεως της θητείας του κ. Σαρτζετάκη, άρχισαν πρόωρες, ως συνήθως, συζητήσεις για την εκλογή του νέου Προέδρου. Συζητήσεις στις οποίες ανεμειγνύετο και το όνομά μου τόσο έντονα, ώστε να προκαλεί τη δυσφορία μου. Κι αυτό γιατί αφενός δεν είχα τη φιλοδοξία να επανεκλεγώ Πρόεδρος της Δημοκρατίας, αλλά και γιατί η αλλοίωση του πολιτεύματος με τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986, παράλληλα με την εξαθλίωση της πολιτικής μας ζωής, ενίσχυαν την απροθυμία μου. Απροθυμία την οποία εξεδήλωσα με την παρακάτω δήλωσή μου της 10ης Φεβρουαρίου 1990:
“Επειδή στις συζητήσεις που γίνονται γύρω από το θέμα της προεδρικής εκλογής εμπλέκεται και το όνομά μου, είμαι υποχρεωμένος να δηλώσω τα εξής:
Παρ’ όλον ότι εκτιμώ την πρόθεση της Νέας Δημοκρατίας να προβάλει και να υποστηρίξει την υποψηφιότητα μου, είμαι αποφασισμένος να εμμείνω στη γνωστή δήλωση που έκανα παλαιότερα, σχετικά με τη θέση μου σ’ αυτό που λέγεται σήμερα δημόσιος βίος της χώρας.
Και η θέση μου αυτή ισχύει κατά μείζονα λόγο σήμερα, που η πολύπλευρη αποδυνάμωση του πολιτεύματος της χώρας, σε συνδυασμό με τη νοσηρή διάρθρωση της πολιτικής μας ζωής, θα καθιστούσαν αμφιβόλου χρησιμότητας την παρουσία μου στην Προεδρία της Δημοκρατίας.
Πάντως, και ανεξάρτητα από το θέμα της προεδρικής εκλογής, είναι καιρός να συνειδητοποιήσουμε όλοι το γεγονός ότι η χώρα μας αντιμετωπίζει βαθιά και πολύπλευρη κρίση. Κρίση θεσμική, κρίση πολιτική και κρίση οικονομική. Αλλά αντιμετωπίζει, προπαντός, κρίση ηθική, που παίρνει, σε ορισμένες περιπτώσεις, τη μορφή εθνικής παρακμής.
Για την κρίση αυτή ευθύνεται βέβαια η ποικιλώνυμη ηγεσία της χώρας. Δεν είναι όμως ανεύθυνος γι’ αυτήν και ο λαός μας, ο οποίος θα πρέπει κάποτε να συνειδητοποιήσει και αυτός τις ευθύνες του. Να συνειδητοποιήσει δηλαδή το γεγονός ότι αυτός είναι εκείνος που με την κοινωνική συμπεριφορά του και προπαντός με τις εκάστοτε πολιτικές επιλογές του προσδιορίζει την πορεία και συνεπώς τις τύχες αυτού του έθνους.
Η βαθιά αυτή κρίση δεν μπορεί βέβαια να αντιμετωπισθεί με νόθες λύσεις και ευκαιριακούς συμβιβασμούς, που αντί να τη θεραπεύσουν την επιδεινώνουν. Και ίσως σε κάποια φάση να την καταστήσουν και εθνικά επικίνδυνη. Για να αντιμετωπισθεί η κρίση αυτή χρειάζεται, πριν απ’ όλα, θαρραλέα και απροκάλυπτη επισήμανση των αιτίων που την προκαλούν. Και στη συνέχεια, η παρουσία κράτους ικανού να πάρει και να εφαρμόσει γενναίες και σωστικές για τη χώρα αποφάσεις. Αποφάσεις ικανές να συνεγείρουν τις ηθικές και πνευματικές δυνάμεις του έθνους, και να το βοηθήσουν να σπάσει τα σημερινά του αδιέξοδα και να αναστρέψει την πορεία προς την εθνική παρακμή.
Εύχομαι και ελπίζω ότι μέσα στις ελπιδοφόρες, αλλά και επικίνδυνες κοσμογονικές αλλαγές που συντελούνται στον κόσμο, αλλά και στην περιοχή μας, θα ξαναβρεί η πατρίδα μας τον δρόμο της γαλήνης, της ασφάλειας και της προόδου”.
Παρά τη δήλωσή μου όμως αυτή, το όνομά μου δεν έπαυσε να εμπλέκεται στο πολιτικό παιχνίδι των κομμάτων, με πολιτικούς παράγοντες, ακόμα και με στενούς φίλους μου.
Ετσι είχαν τα πράγματα, οπότε στις 10 Απριλίου του 1990 με επεσκέφθησαν ο κ. Γιάννης Παλαιοκρασσάς και ο κ. Νίκος Γκατζογιάννης, οι οποίοι μου μετέφεραν θερμή παράκληση του κ. Μητσοτάκη να δεχθώ υποψηφιότητα για την Προεδρία της Δημοκρατίας. Μου εξήγησαν δε ότι ο κ. Μητσοτάκης θεωρεί εθνικά αναγκαία την παρουσία μου στην Προεδρία, λόγω της κρισιμότητος των περιστάσεων, αλλά και γιατί πιστεύει ότι θα ενισχύσει στην κοινή γνώμη τόσο την κυβέρνηση όσο και τον τόπο. Πρόσθεσαν δε ότι ο πρόεδρος, ανεξάρτητα από τις ατέλειες του Συντάγματος, αισθάνεται την ανάγκη της στενής μεταξύ μας συνεργασίας και ότι θα ήθελε να με επισκεφθεί την επομένη για να μου κάνει επίσημα την πρόταση.
Είπα στους επισκέπτες μου ότι, καταρχήν, δεν με ενδιαφέρει το θέμα. Αλλά θα μπορούσα να το συζητήσω, αν πράγματι ο κ. Μητσοτάκης πιστεύει ότι η παρουσία μου στην Προεδρία θα βοηθήσει τον τόπο και δεν με προτείνει ως Πρόεδρο για να μου δώσει προσωπική ικανοποίηση. Αν ναι, θα τον περιμένω αύριο στις 6 για να το συζητήσουμε.
Εν όψει της συναντήσεως της επομένης, κατά την οποία θα έπρεπε να δώσω την οριστική μου απάντηση, ήταν φυσικό να με βασανίζει το θέμα όλη τη νύκτα. Σκεφτόμουν ότι, αν δεχθώ, θα μπω σε μια καινούργια περιπέτεια, και μάλιστα σε προχωρημένη ηλικία. Αν αρνηθώ και επιδεινωθεί η κατάσταση, την αθλιότητα της οποίας άλλωστε κατ’ επανάληψη επεσήμανα, θα είχε το δικαίωμα ο λαός, και ιδίως ο ανήκων στην παράταξη που εδημιούργησα, να με κατηγορεί ότι αρνήθηκα να προσφέρω τις υπηρεσίες μου σε μια κρίσιμη για τον τόπο περίοδο.
Ηταν τόσο αντιφατικές οι σκέψεις και τα αισθήματά μου, ώστε να καταλήγω στο συμπέρασμα ότι, είτε δεχθώ είτε αρνηθώ την πρόταση, θα μετανοούσα οπωσδήποτε. Απ’ το δίλημμα αυτό μ’ έβγαλε τελικά η σκέψη ότι στη ζωή είναι προτιμότερο να μεταμελείται κανένας γι’ αυτό που έκανε παρά γι’ αυτό που παρέλειψε να κάνει. Ετσι ηρέμησα και κοιμήθηκα».