Τι να πεις, ζούμε σε τέτοιες εποχές που η τόσο ενδιαφέρουσα ομιλία της πρωθυπουργού της Ιταλίας Τζόρτζια Μελόνι κατά την παραλαβή του βραβείου «Global Citizen» την περασμένη εβδομάδα στη Νέα Υόρκη υπερκαλύφθηκε από το ενδιαφέρον του διεθνούς Τύπου για την προσφώνησή της από τον Ιλον Μασκ και τα υποτιθέμενα «ρομαντικά» της συμφραζόμενα.
Από τον Α. Π. Δημόπουλο
Φυσικά, στην πραγματικότητα, σε αντίθεση με αυτό που συνέβη με τους λοιπούς πολιτικούς τιμώμενους της εκδήλωσης (τον πρόεδρο της Γκάνας Νάνα Ακούφο-Αντο και τον πρωθυπουργό της Ελλάδας Κυριάκο Μητσοτάκη), η προσφώνηση του κ. Μασκ ήταν διάρκειας ενός λεπτού – αν ήταν κάτι ο κ. Μασκ, δεν ήταν ρομαντικός αλλά βιαστικός και ίσως καλύτερα έτσι, γιατί άφησε χρόνο στην κυρία Μελόνι να λάμψει, σε αντίθεση με τους άλλους δύο τιμώμενους, που δεν είπαν τίποτε.
Ο πρόεδρος της Γκάνας περιορίστηκε σε πολιτικά ανώδυνες κοινοτοπίες, όσο για τον κ. Μητσοτάκη επανέφερε το γνωστό αντι-πολιτικό αφήγημα ότι ο πολιτικός αποτελεί πρωτίστως έναν πρακτικό λύτη προβλημάτων και όχι έναν ιδεολογικό εφαρμοστή – μια σύλληψη του πολιτικού ως ενός είδους υδραυλικού που λύνει τα υδραυλικά προβλήματα του σπιτιού, η οποία ξεχνά, βέβαια, ότι στην περίπτωση της πολιτικής είναι συχνά ο ίδιος ο υδραυλικός που άφησε πρώτος να εισέλθουν τα νερά. Αλλά δεν πειράζει, η κυρία Μελόνι έσωσε τη βραδιά.
Φυσικά, σε ένα πρώτο, άμεσα πολιτικό επίπεδο αυτό που έμεινε ήταν κάτι που ήταν ήδη γνωστό. Η κυρία Μελόνι επανέλαβε τη σθεναρή υποστήριξη της Ιταλίας στην Ουκρανία και γενικότερα δεν άφησε καμία αμφιβολία (με αναφορές στον Ronald Reagan, μάλιστα!) ότι η Ρώμη θέλει να γίνει, μαζί με το Λονδίνο, ο πιο αξιόπιστος φορέας «ατλαντισμού» στην Ευρώπη – άλλωστε, το βραβείο «Global Citizen» δίνεται από το Ατλαντικό Συμβούλιο, μια δεξαμενή σκέψης που προωθεί το «ατλαντικό» ιδεώδες σε πολιτικούς που συμβάλλουν στη «δυτική συμμαχία».
Ομως, έπειτα από αυτά τα λίγο πολύ γνωστά, η κυρία Μελόνι άγγιξε μια ευαίσθητη συζήτηση, που αφορά την οριοθέτηση του χώρου της μη συστημικής Δεξιάς στην Ευρώπη και την ίδια προσωπικά. Γιατί στην Ευρώπη ο χώρος της μη συστημικής Δεξιάς είναι διαιρεμένος, με τις προσπάθειες της ενοποίησής του να προσκρούουν στη διαφορετική αντίληψη που υπάρχει για το πώς να συνδυάσει κανείς τον εθνικισμό του χώρου αυτού με τις ευρωπαϊκές και ατλαντικές στρατεύσεις.
Ετσι, από τη μία υπάρχει ένας τυπικός εθνικισμός, όπως τον εκφράζουν η κυρία Λεπέν και ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Βίκτορ Ορμπαν (και τα λοιπά μέλη της ομάδας τους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο), που θέτει ως μόνο κριτήριο το εθνικό συμφέρον. Εάν μια χώρα τη συμφέρει να βγει από την Ευρωπαϊκή Ενωση (όπως λ.χ. έκανε η Βρετανία) ή εάν μια χώρα τη συμφέρει να προσεγγίσει τη Ρωσία, σε πείσμα του ΝΑΤΟ (όπως επιχειρεί σήμερα ο κ. Ορμπαν), πρέπει να το πράξει ανεξαρτήτως εάν αυτό λογίζεται ή δεν λογίζεται «δυτικό».
Από την άλλη, υπάρχει ένας λιγότερο τυπικός εθνικισμός, που συνδέεται με την κυρία Μελόνι και τους συμμάχους της στην Ευρώπη, που θέτει ως κριτήριο-πλαίσιο τις «δυτικές» στρατεύσεις και δεσμεύσεις – πόσο, όμως, γνήσια εθνικιστικό είναι αυτό; Ετσι, στη Νέα Υόρκη η κυρία Μελόνι αντί να αποφύγει το θέμα (το οποίο κάνει πολλούς να την κατηγορούν για «πισωγύρισμα»), πλειοδότησε. Ναι, σωστά το λένε, είπε, όταν τη βλέπουν να υπερασπίζει τον «δυτικό εθνικισμό», αναφερόμενη σε ένα πρόσφατο άρθρο του Anthony Constantini στο Politico, που αντιδιέστειλε την πολιτική της με μια πολιτική όπως του κ. Ορμπαν, ως πολιτική «δυτικού εθνικισμού».
Πράγματι, ο πατριωτισμός, είπε η Μελόνι, είναι νοητός μόνο εντός ενός πλαισίου «δυτικού εθνικισμού», κάνοντας μάλιστα επιθετικά χρήση του όρου «οικοφοβία» (όπως τον εισήγαγε ο Βρετανός συντηρητικός πολιτικός φιλόσοφος Ρότζερ Σκράτον), για να περιγράψει όσους επικρίνουν τη Δύση, αν και παιδιά της, με γλώσσα που θυμίζει τους άλλοτε κομμουνιστές και σήμερα ισλαμιστές εχθρούς της. Είναι, όμως, αλήθεια έτσι;
Δεν θα το έλεγα, νομίζω η όλη αντιδιαστολή μεταξύ μιας πολιτικής «τύπου Μελόνι» και μιας πολιτικής «τύπου Ορμπαν» είναι παραπλανητική – στην πραγματικότητα πρόκειται για επιφαινόμενο πολιτικής ρητορικής. Ετσι, από τη μία η ρητορική της κυρίας Μελόνι για «δυτικό εθνικισμό» είναι απλώς μια ταυτολογία. Το νόημα είναι ότι η κυρία Μελόνι θωρεί ότι τα ιταλικά συμφέροντα εξυπηρετούνται καλύτερα εντός του πλαισίου των δυτικών στρατεύσεων της Ιταλίας – έτσι, και με την έννοια αυτή, κάθε Ιταλός εθνικιστής μπορεί να είναι απολύτως ανώδυνα και «δυτικός εθνικιστής», για να πάψει αυτό να είναι ταυτολογικό θα πρέπει να υπάρξει μια προφανής σύγκρουση Δύσης και Ιταλίας και τότε μην αμφιβάλλετε ότι η κυρία Μελόνι θα συντασσόταν με την Ιταλία.
Ομοίως, από την άλλη, η ρητορική του κ. Ορμπαν για προσέγγιση με τη Ρωσία, σε πείσμα του ΝΑΤΟ, δεν έχει κάτι το γνήσια αντιδυτικό, γιατί, πολύ απλά, γίνεται εκ του ασφαλούς, εντός της πραγματικότητας της εδραίας θέσης της Ουγγαρίας εντός των δυτικών θεσμών. Θα ήταν πραγματικά αντιδυτική, εάν η Ουγγαρία έφευγε από τη δυτική συμμαχία ή εάν ετίθετο ενώπιον διλήμματος να επιλέξει ή το ένα ή το άλλο, και τότε επίσης μην αμφιβάλλετε ότι ο κ. Ορμπαν θα συντασσόταν με τη Δύση.
Με άλλα λόγια, παρά τη ρητορική για το αντίθετο, ούτε η κυρία Μελόνι προδίδει τον εθνικισμό ούτε, φυσικά, ο κ. Ορμπαν προδίδει τη Δύση.
*πηγή: εφημερίδα «Κυριακάτικη Δημοκρατία»