«Έβαλα το κλειδί, το έστριψα, βούρκωσα και δεν γύρισα να κοιτάξω πίσω»… Συγκινημένος, ο Βασίλης Μπατζογιάννης δεν άφησε πίσω μόνο το ζαχαροπλαστείο του αλλά μια ολόκληρη ζωή. Την περασμένη ∆ευτέρα το ιστορικό ∆ιεθνές στην καρδιά της Μελβούρνης κατέβασε ρολά. Ένα στέκι δεκαετιών για τους Έλληνες ομογενείς της Αυστραλίας «έσβησε».
- Από Βασίλη Γαλούπη
Το θέμα που ανέδειξαν τούτες τις μέρες το pontosnews και ασφαλώς η ιστορική εφημερίδα της ομογένειας στην Αυστραλία «Νέος Κόσμος», γυρίζει τον χρόνο πίσω, στα χρόνια της πρώτης και μεγαλύτερης μετανάστευσης Ελλήνων μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου.
Η οικογένεια του Βασίλη Μπατζογιάννη έφτασε από την Κατερίνη στη Μελβούρνη σε μια εποχή που η ελληνική ομογένεια ήταν πλέον πολυπληθής στην Αυστραλία. Η αγάπη του για τη ζαχαροπλαστική είχε αρχίσει απ’ όταν ήταν ακόμα παιδί. Ονειρό του ήταν να αποκτήσει κάποια στιγμή το δικό του κατάστημα. Ξεκίνησε ως ζαχαροπλάστης στο ∆ιεθνές, από το 1967, και λίγα χρόνια μετά κατάφερε να γίνει συνέταιρος.
Λίγες μέρες πριν μπει το λουκέτο κι ενώ ήδη είχε πάρει την απόφαση, δήλωνε: «Έχουμε πελάτες από παντού. Έρχεται κόσμος κάθε μέρα, που από παλιά μάς γνωρίζει. Τα πιο πολλά Ελληνάκια, χιλιάδες δηλαδή, έχουν γεννηθεί εδώ απέναντι, στο νοσοκομείο “Queen Victoria”. Αυτά τα παιδιά όλα το θυμούνται και αγαπάνε το μέρος αυτό. Τι να σου πω; Έρχονται με τόσο σεβασμό στο μαγαζί μας, είναι μεγάλοι άνθρωποι τώρα, και με αποκαλούν ακόμα “θείο”.Αγαπάνε το μαγαζί για την ιστορία του».
Για την ελληνική ομογένεια ήταν ένα σημείο αναφοράς και συνεύρεσης:«Αυτό το μαγαζί το αγάπησα από την πρώτη στιγμή, γιατί είχε το ελληνικό στοιχείο. Ήταν σαν να ήμουν στην πατρίδα. Εδώ ήτανε Ελλάδα!» δήλωνε στα μέσα Σεπτεμβρίου στον «Νέο Κόσμο», τα γραφεία του οποίου βρίσκονται στην ίδια γειτονιά.
«Το αγάπησα γιατί ήμουνα Έλληνας και παρέμεινα Έλληνας. ∆εν έγινα ποτέ Αυστραλός. Αγαπούσα τους Έλληνες, τη ράτσα μου, είναι ωραίος κόσμος. Και εδώ στο μαγαζί υπήρχε τεράστιο σέβας. Στα 55 χρόνια δεν προέκυψε ποτέ κάποιο περιστατικό. Οι Έλληνες είναι περήφανος κόσμος. Είναι ωραίοι πελάτες, οι καλύτεροι πελάτες που μπορείς να έχεις» λέει με καμάρι.
Αναλογιζόμενος τις προηγούμενες δεκαετίες, είχε πολλές ιστορίες να πει: «Όλα εδώ συνέβαιναν. Εδώ, σε αυτόν τον δρόμο, τα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία ήταν τρομερά, όπως και τα συλλαλητήρια για την Κύπρο. Από εδώ ξεκινούσαν όλα. Τα φεστιβάλ! Γινόταν της τρελής εδώ τα πρώτα χρόνια, δεν μπορούσες να βγεις από την πόρτα».
Στον ίδιο δρόμο υπήρχαν πάνω από 50-60 ελληνικές επιχειρήσεις. Αρχής γενομένης από το 1990, άρχισαν να αποχωρούν σταδιακά. Μία από τις εξηγήσεις είναι ότι ανέβηκαν απότομα τα ενοίκια. Ο Μπατζογιάννης έχει και ακόμα μία αιτία: «Ο Ελληνισμός άρχισε να εξαπλώνεται και δεν ήταν εύκολο να κατέβουν στην πόλη για το παραμικρό. Στην πόλη θα έρχονταν κάποτε μόνο για καφέ. Τώρα πρέπει να περάσεις τα freeway, θέλεις χρόνο, και να βρεις και να παρκάρεις. Όπως άρχισαν να ζούνε πιο έξω από τη Μελβούρνη, έτσι άρχισαν και αυτές οι επιχειρήσεις να φεύγουν από το κέντρο και ο Ελληνισμός ξεκίνησε να αφομοιώνεται μέσα στο αυστραλιανό περιβάλλον».
Παραμένει, όμως, αισιόδοξος και για τη Μελβούρνη: «Τα παιδιά των Ελλήνων εδώ καλά κρατάνε. Ακόμα και τα πιο μικρά. Λίγο τα σχολεία, λίγο τα πανηγύρια, λίγο οι εκκλησίες. Θα αργήσει το ελληνικό στοιχείο να χαθεί από τη Μελβούρνη».
Στην αρχή δούλεψε πολύ και σκληρά: «∆εν ήρθα στην Αυστραλία να φάω, να πιω και να περάσω καλά, ήθελα να προοδεύσω» λέει και προσθέτει: «Όπως όλοι οι Έλληνες. ∆ούλευα επτά μέρες την εβδομάδα, 10-12 ώρες την ημέρα, και έλεγα ή θα πετύχω ή θα πεθάνω!»
Η είδηση ότι το ∆ιεθνές κλείνει δεν άφησε ασυγκίνητα τα αυστραλιανά ΜΜΕ. «Ένα από τα τελευταία ελληνικά ζαχαροπλαστεία της πόλης, στο κέντρο της Μελβούρνης, έκλεισε τις πόρτες του ύστερα από 60 χρόνια» έγραψε η «Herald Sun»: «Το International Cakes, το τελευταίο εναπομείναν ζαχαροπλαστείο στην ελληνική συνοικία της Μελβούρνης, σέρβιρε τον τελευταίο του μπακλαβά το βράδυ της ∆ευτέρας».
Το news.com.au, το 7News και μία σειρά ακόμα ΜΜΕ, όπως και το ABC, ετοιμάζουν τα δικά τους αφιερώματα για το ∆ιεθνές. «Έχω βαριά καρδιά που φεύγω» δηλώνει ο Μπατζογιάννης: «Κι αυτό επειδή θα αφήσω τόσο κόσμο που θα είναι δυσαρεστημένος. Το λέω σε Αυστραλούς πελάτες μου και μου λένε πόσο θα τους λείψει. Με ρωτάνε “πού θα πας;”. Θα μου λείψει ο κόσμος και όχι μόνο οι Έλληνες. Έκανα όσα ήθελα, πρόσφερα όσο μπόρεσα και δεν έχω τίποτα άλλο να πω από “ευχαριστώ” στους πελάτες μου για όλη τη συμπαράσταση».
Κάθε του κουβέντα είναι ζυγισμένη. Πάνω από πέντε δεκαετίες στην ξενιτιά και όλες του οι λέξεις έχουν μέσα Ελλάδα. Το ∆ιεθνές δεν ήταν απλώς το ζαχαροπλαστείο ενός ομογενούς, είναι η ζωή αυτού του άξιου ανθρώπου που, μαζί με τον επίσης άξιο συνέταιρό του, έδωσε ψυχή, φιλοξενία και ταυτότητα σε ένα απλό κτίριο της Μελβούρνης. Κι εκεί μέσα δημιούργησαν, για γενιές και γενιές, τη δική τους Ελλάδα…
Το βιογραφικό του Βασίλη Μπατζογιάννη
Γεννήθηκε στην Κατερίνη και από τα 13 χρόνια του, όταν άρχισε να μαθαίνει την τέχνη του ζαχαροπλάστη, είχε όνειρο να κάνει τη δική του επιχείρηση. Όταν μετακόμισε στην Αυστραλία με την οικογένειά του, το 1967, εργάστηκε στο Myers και ταυτόχρονα στο ζαχαροπλαστείο ∆ιεθνές της Μελβούρνης, το οποίο έως τη δεκαετία του ’50 λειτουργούσε ως καφενείο.
Το 1973 μπήκε συνεταιριστικά στο ∆ιεθνές, στη συνέχεια έγινε συνέταιρος ενός άλλου Έλληνα ομογενούς, του Μανώλη Γιοβάνογλου, και λίγο αργότερα κατάφεραν να αγοράσουν και το κτίριο. Το ∆ιεθνές κατέβασε ρολά την περασμένη ∆ευτέρα 1 Οκτωβρίου. Υπήρξε επί δεκαετίες τόπος συνάντησης των Ελλήνων μεταναστών, όταν από το λιμάνι της Μελβούρνης, όπου έφταναν με τα πλοία της γραμμής, πήγαιναν εκεί ζητώντας πληροφορίες για το πού μπορούν να μείνουν ή πού μπορούν να εργαστούν.
Πηγή: Εφημερίδα Δημοκρατία