Βασίλης Δημ. Χασιώτης
«Δεν έχουμε ηγέτες».
«Δεν υπάρχει πολιτική ηγεσία».
«Έχουμε κενό πολιτικής ηγεσίας».
Πόσες φορές δεν ακούσαμε φράσεις σαν τις παραπάνω, για να μην αναφερθώ πόσες φορές δεν ακούσαμε απλούς ανθρώπους να χαρακτηρίζουν πολιτικούς ηγέτες «ανεπαρκείς», ή ακόμα και «ανόητους», εκφράζοντας ενίοτε μια γενικότερη απαξία της κοινωνίας για την πολιτική της ηγεσία, ή ό,τι εν πάση περιπτώσει ονομάζεται έτσι;
Ασφαλώς, η απουσία «πολιτικής ηγεσίας», δεν έχει «εθνικά σύνορα», είναι κι αυτή διεθνοποιημένη αν όχι παγκοσμιοποιημένη. Δεν εμφανίζεται ασφαλώς ως φαινόμενο μόνιμο, διαχρονικό, όμως, εμφανίζεται, συνήθως, ανά ορισμένα χρονικά διαστήματα, αρκετά μεγάλα, έπειτα από μια συνήθως σύντομη περίοδο κατά την οποία γίνεται εμφανής η ηγετική παρουσία κάποιου ανθρώπου, συνήθως όταν τα «νερά» δεν είναι και τόσο «ήρεμα» για την (όποια) χώρα.
Φαίνεται πως εκείνος ο παλιός αφρικανικός ύμνος «Η περηφάνεια του έθνους μας βρίσκεται στα νεκροταφεία» (Dudley Lynch – Paul L. Kordis : Η Στρατηγική του Δελφινιού, εκδ. Νέα Σύνορα – Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα, 1995, σελ. 16), περιγράφει με επάρκεια την διαπιστωμένη σπανιότητα του ηγετικού φαινομένου. Η πραγματική πολιτική ηγεσία, πράγματι, και οι πραγματικοί πολιτικοί ηγέτες, φαίνεται πως αποτελούν στο πολιτικό γίγνεσθαι, αλλά και γενικότερα στο εθνικό γίγνεσθαι, ένα είδος «σπάνιων στρατηγικών υλών», που τόσο απαραίτητες είναι για την γενική ευημερία αλλά και ισχύ ενός έθνους και μιας Πολιτείας, αλλά όμως τόσο δυσεύρετες και κυρίως ανισομερώς κατανεμημένες.
Αν και θα το τονίσουμε και πάλι σε επόμενο τμήμα του άρθρου, εν τούτοις, ας υπογραμμίσουμε από τώρα, πως η «ηγεσία» και το ζήτημα των «ηγετών» (γενικώς ή ειδικών κατηγοριών ηγετών, π.χ., στρατιωτικός ηγέτης, πνευματικός ηγέτης, πολιτικός ηγέτης, χαρισματικός ηγέτης κ.λπ.), στην ακαδημαϊκή βιβλιογραφία έχει αποτελέσει αντικείμενο ανάλυσης και διατύπωσης απόψεων, σε δεκάδες χιλιάδες ακαδημαϊκά εγχειρίδια και άρθρα. Από μόνη της αυτή η «παραγωγή», δείχνει πόσο ενδιαφέρον είναι το θέμα αλλά και πόσο δύσκολο να προσεγγισθεί το πλήθος των απόψεων (γενικότερων ή ειδικότερων) που μπορεί να αντληθούν από όλον αυτόν τον όγκο βιβλιογραφίας. Βεβαίως κάποιος μπορεί να επισημάνει πως αυτή η προσέγγιση μπορεί να «απλοποιηθεί» επισημαίνοντας τουλάχιστον τα κρίσιμα χαρακτηριστικά στα οποία συγκλίνει αυτή η βιβλιογραφία, αλλά και πάλι, αυτή η «απλοποίηση» δεν σημαίνει πως οι διάφορες προσεγγίσεις του φαινομένου τουλάχιστον επί των «κρισίμων χαρακτηριστικών» είναι και τόσο ομοιογενείς ή και συγκλίνουσες, ιδίως μάλιστα αν λάβουμε υπόψη την ειδική βαρύτητα που έχει στις προσεγγίσεις αυτές και ο ιδεολογικός παράγων.
Ασφαλώς, και τούτο πρέπει να ειπωθεί, το γεγονός ότι ένας πραγματικός ηγέτης, που να φέρει όλα τα απαιτητικά χαρακτηριστικά που συνήθως του αποδίδονται, μάλλον είναι δύσκολο να βρεθεί, δεν συνεπάγεται πως η χώρα, ο λαός είναι καταδικασμένοι να «καταστραφούν», στη περίπτωση απουσίας μιας «μεγάλης» ηγετικής φυσιογνωμίας. Άλλωστε, στην Ιστορία, η ύπαρξη ηγετών που να δικαιούνται τον τίτλο του «όντως» ηγέτη, δεν είναι και κάτι το πλέον σύνηθες. Το αντίθετο. Τούτο όμως δεν σημαίνει πως η χώρα και ο λαός, δεν μπορούν να πορευθούν με αξιώσεις προς ένα μέλλον που να έχει νόημα και να αξίζει τον κόπο. Υπάρχουν πράγματι πολιτικές ηγεσίες, με την «συμβατική» έννοια του όρου «ηγεσία», εκείνη δηλαδή που προκύπτει από την κατοχή ενός υψηλού πολιτικού αξιώματος, οι οποίες παρόλα αυτά, ουδόλως στερούνται ικανοτήτων και κυρίως της επιθυμίας της προσφοράς, με αποτελέσματα αξιόλογα. Μπορεί να μη «συνεγείρουν» τα πλήθη, μπορεί να μην είναι σε θέση να προσφέρουν «οράματα» και να εγκαθιδρύουν εθνικά αξιακά συστήματα, όμως, μπορούν τουλάχιστον να μην είναι καταστροφικοί με ό,τι επιχειρούν να κάνουν, και ό,τι επιχειρούν να κάνουν να το επιχειρούν με γνήσια διάθεση προσφοράς στα πλαίσια των ικανοτήτων και δεξιοτήτων τους.
Όμως, είναι ο «ηγέτης» με το «πλήρες» περιεχόμενο» του όρου, εκείνος ή εκείνη που θα αναδειχθεί, συχνά σε μια μεγάλη κρίση ή ένα μεγάλο πρόβλημα, επιβεβαιώνοντας τα «γνήσια» προσόντα του και ικανότητες για «δύσκολες καταστάσεις», ή που θα αποδεχτεί πομφόλυγα, φουντώνοντας τη κρίση και μεγεθύνοντας τα προβλήματα. Η ίδια η Ιστορία, το ιστορικό γίγνεσθαι, αποτελεί διαρκώς εναλλασσόμενες θετικές και αρνητικές εξελίξεις, απόρροια ανάλογων επιλογών, όταν δεν προκύπτουν ως αναπόφευκτες εξελίξεις που βρίσκονται πέραν του ανθρωπίνως δυνατού να αντιμετωπιστούν, άλλοτε ήπιες, άλλοτε δραματικές, και ό,τι καθορίζει τα Μεγάλα Ιστορικά Βήματα, αυτό το διαρκές Εμπρός και το Πίσω, οφείλεται κατά κανόνα σ’ αυτέ τις δραματικές εξελίξεις. Δεν είναι η εποχή μας δραματική. Δεν υπάρχει μη δραματική εποχή.
*
Το ζήτημα ποιο είναι το περιεχόμενο της «πολιτικής ηγεσίας» και ποιοι πολιτικοί μπορούν να θεωρηθούν, εκτός από πολιτικοί, και πολιτικοί «ηγέτες», είναι από μόνο του ενδιαφέρον. Είναι ενδιαφέρον και για το γεγονός πως οι έννοιες αυτές, χρησιμοποιούνται στο δημόσιο λόγο -και όχι μόνο- συχνά ανερμάτιστα και χωρίς καμία προσπάθεια διάγνωσης αν όντως περιγράφουν μια πραγματικότητα ή όχι, ώστε συνεπεία αυτού του «πληθωρισμού» αναφορών κατά τα ανωτέρω, να έχει χαθεί και το πραγματικό τους περιεχόμενο. Έτσι, π.χ., αναφέρονται ως (πολιτικοί) «ηγέτες» κυβερνητικοί αξιωματούχοι, πολιτικοί και κρατικοί αξιωματούχοι ή πολιτειακοί άρχοντες, χωρίς όμως αναγκαίως να δικαιούνται και τον τίτλο του (πολιτικού) ηγέτη, απλώς και μόνο επειδή κατέχουν ένα ανώτατο (διοικητικό) κρατικό ή κομματικό αξίωμα.
Σε ό,τι ακολουθεί, θα προσπαθήσω να προσεγγίσω το ζήτημα όπως το αντιλαμβάνομαι, αφήνοντας παράμερα τις αυστηρά ακαδημαϊκού τύπου προσεγγίσεις, τις οποίες ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης μπορεί να βρει τόσο στη ξένη μα όσο και στην ελληνική βιβλιογραφία. Εδώ, η προσέγγιση θα είναι πιο «χαλαρή» από άποψη μεθοδολογίας, μα και από άποψη πληρότητας θα είναι μια προσέγγιση κυριολεκτικώς από την σκοπιά ενός απλού πολίτη, φιλοδοξώντας πάντως, να προσφέρουμε, παρ’ όλα αυτά, ένα επαρκές πλαίσιο αναφοράς για τις παραπάνω έννοιες της ηγεσίας και του ηγέτη, με ειδική εστίαση στη πολιτική ηγεσία, ώστε με βάση αυτή τη προσέγγιση, κάποιος να είναι σε θέση να διαπιστώσει, ή εν πάση περιπτώσει να διερωτηθεί, αν ο οιοσδήποτε αξιωματούχος, κυβερνητικός, πολιτικός, κομματικός, μπορεί να θεωρείται και «ηγέτης» απλώς επειδή κατέχει ένα τέτοιο θώκο. Όπως ένας ειδικός επιστήμων, γνωρίζει σε βάθος το πού οφείλεται η αιθαλομίχλη που μπορεί να «πνίξει» μια πόλη, μπορεί ένας απλός πολίτης ή και ένας επιστήμων αλλά όχι ειδικός στα καιρικά και κλιματολογικά φαινόμενα να μην έχει ιδέα από επιστημονική άποψη τι εστί «αιθαλομίχλη», γνωρίζει όμως πολύ καλά τουλάχιστον τις συνέπειές της, τις οποίες βιώνει. Αν τώρα έχει μια στοιχειώδη έφεση προς ενημέρωση, παρακολουθώντας όσα οι ειδικοί εκλαϊκευμένα παρουσιάζουν ως αιτίες του φαινομένου, μπορεί να αποκτήσει και μια γνώση και περί αυτών (των αιτίων δηλαδή), ώστε να διαμορφώσει μια γενικότερης σημασίας αντίληψη του φαινομένου, που θα είναι, η πολιτική του διάσταση, (εφόσον υπάρχει), η μόνη κοινή αντίληψη των διαφόρων φαινομένων που είτε άμεσα είτε έμμεσα καταλήγουν στην «πολιτική ευθύνη», δηλαδή, στη πολιτική τους διάσταση κι από εκεί στο ζήτημα της πολιτικής ηγεσίας και των πολιτικών ηγετών. Τόσο απλά.
Θεωρητικά, αλλά μονάχα θεωρητικά, ο/η «πολιτικός ηγέτης», μπορεί να προέρχεται από όλο το φάσμα της πολιτικής, όμως, ιδιαίτερη σημασία έχει να εστιάσουμε σ’ εκείνους τους πολιτικούς, που πράγματι λόγω της άμεσης (ή και έμμεσης πλην ουσιαστικής) εμπλοκής τους στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας, επηρεάζουν τα πολιτικά πράγματα μιας χώρας και τις εξελίξεις της.
Με βάση λοιπόν την αμέσως παραπάνω παρατήρηση, είναι φανερό πως ηγέτες ενός πολιτικού συστήματος, είναι εκείνοι οι άνθρωποι που διαμορφώνουν και καθοιονδήποτε τρόπο επηρεάζουν λόγω θέσεως, το πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας τους. Το πιο σύνηθες, είναι τέτοιοι ηγέτες να εντοπίζονται στην εκτελεστική εξουσία και από τη νομοθετική σ’ εκείνους που εκπροσωπούν τις ηγετικές ομάδες των κομμάτων εξουσίας μα και κομμάτων με ισχυρή επιρροή στο κοινωνικό (τουλάχιστον) γίγνεσθαι, έστω και αν η κοινοβουλευτική τους δύναμη υστερεί (ίσως και σημαντικά) σε σχέση με την κοινωνική τους επιρροή. Πολιτική επιρροή επίσης, μπορούν να ασκήσουν και ηγέτες από άλλους τομείς, εφόσον πολιτικοποιούν τον «επίσημο» και «εκτός πολιτικού σκηνικού» τομέα δράσης τους λόγο όπως π.χ., ένας εκκλησιαστικός ή θρησκευτικός ηγέτης.
Όμως, είναι ανάγκη να διευκρινίσουμε αμέσως, πως όταν αναφερόμαστε σ’ εκείνους τους ανθρώπους που «διαμορφώνουν και καθοιονδήποτε τρόπο επηρεάζουν λόγω θέσεως, το πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας τους» και που για τον λόγο αυτό τους θεωρούμε και ως ηγετικές προσωπικότητες, εννοούμε όχι τη διαμόρφωση των «τεχνικών λεπτομερειών» των πολιτικών και στρατηγικών, τόσο στο επίπεδο της σύλληψής τους όσο και στο επίπεδο της νομοθετικής τους διαμόρφωσης, που όντως καθορίζουν τη ζωή των ανθρώπων, αλλά εννοούμε τη διαμόρφωση μιας «γενικής» κατεύθυνσης και προσδιορισμού του «ορίζοντα αναφοράς» της πορείας της χώρας και της Κοινωνίας, και επίσης εκείνου του αξιακού και ιδεολογικού πλαισίου στο οποίο ένας λαός, ή ακόμα και ένα έθνος, ολάκερο ή στη μεγάλη του πλειοψηφία, μπορεί να διαπιστώσει ένα νόημα ζωής, τόσο σε ατομικό όσο και σε ευρύτερο κοινωνικό, εθνικό επίπεδο, και εντός του οποίου πλαισίου, εξυφαίνονται και μορφοποιούνται οι «πρακτικές» πολιτικές που καλούνται σε «πρακτικό» επίπεδο να υλοποιήσουν το παραπάνω νόημα ζωής. Όμως, το «ιδεολογικό πλαίσιο» στο οποίο αναφερθήκαμε αμέσως ανωτέρω, θα πρέπει να επισημανθεί ότι προσεγγίζεται κάπως διαφορετικά εδώ. Χωρίς να επεκταθούμε μπορούμε εν τούτοις, ως μια αρχική προσέγγιση να δεχτούμε στο ζήτημα αυτό την προσέγγιση, ή καλύτερα την διευκρίνιση των James C. Collins and Jerry I. Porras (Building Your Company’s Vision, Harvard Business Review, September-October 1996, σελ. 71-72) οι οποίοι σημειώνουν (στην περίπτωση των επιχειρήσεων αλλά υιοθετείται κι εδώ) : «…Δεν θα δημιουργήσετε ή θέσετε έναν ιδεολογικό πυρήνα. Θα ανακαλύψετε τον ιδεολογικό πυρήνα. Δεν θα τον συμπεράνετε κοιτώντας στο εξωτερικό περιβάλλον. Θα τον κατανοήσετε κοιτώντας μέσα. Η ιδεολογία, πρέπει να είναι αυθεντική. Δεν μπορείτε να την πλαστογραφήσετε… Μην συγχέετε τον πυρήνα ιδεολογίας καθ’ αυτόν, με αποτυπώσεις της ιδεολογίας. Μία επιχείρηση μπορεί να έχει ισχυρό πυρήνα ιδεολογίας χωρίς τυπική αποτύπωσή του…». Όντως, η «ιδεολογία» είναι ανάγκη να ανακαλύπτεται διαρκώς και να επιβεβαιώνεται ως προς το περιεχόμενο και τα προτάγματά της εφόσον βρισκόμαστε σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ο «ιδεολογικός πυρήνας» των πραγμάτων ως γνώση, δεν αποτελεί κάτι το δεδομένο. Ασφαλώς υπάρχουν και αιώνιες αξιακές αρχές, όμως, κι αυτές ακόμα, πάντα τίθενται στο βάσανο της επικαιροποίησής τους, χωρίς αναγκαστικά αυτό να σημαίνει και αλλαγή τους, αλλά και χωρίς να αποκλείονται αλλαγές όταν επιβάλλονται, καθώς το Ιστορικό Γίγνεσθαι, εξελίσσεται.
Ακόμα σε ένα πιο «πρακτικό» επίπεδο, ο ηγέτης θα ασχοληθεί με τα λίγα και κρίσιμα ζητήματα που έχουν στρατηγικό ενδιαφέρον, (η διαμόρφωση και διάχυση ενός οράματος και ενός συστήματος αξιών αποτελούν τις πλέον κρίσιμες στρατηγικές παραμέτρους, από εκεί ξεκινάμε για τις πιο τεχνικές και μετρήσιμες πτυχές της στρατηγικής), κυρίως στο επίπεδο του σχεδιασμού, αφήνοντας τα υπόλοιπα στην λοιπή ιεραρχία των διάφορων μάνατζερ και τεχνοκρατών.
Ο ηγέτης, πράγματι θα συνθέσει σε μια εθνική στρατηγική και ένα εθνικό στόχο, μια σύνθεση ενίοτε φαινομενικά ασυσχέτιστων επί μέρους σκοπών και στρατηγικών, που προκύπτουν από καταστάσεις πραγμάτων που «πέφτουν» ως μετεωρίτες από διάφορες κατευθύνσεις, είτε του εξωτερικού είτε του εσωτερικού περιβάλλοντος, άλλοτε ως κίνδυνοι και αδυναμίες, άλλοτε ως ευκαιρίες και δυνατότητες, επιχειρώντας σε κάθε περίπτωση την μετατροπή των κινδύνων και αδυναμιών σε πραγματικές ευκαιρίες και δυνατότητες. Αυτή θα μπορούσε να λεχθεί ότι είναι η αποστολή του «ηγέτη», κι αυτό ίσως να είναι το πλαίσιο που διαφοροποιεί έναν «ηγέτη» από έναν «μάνατζερ». Ο ηγέτης ασχολείται με το 20% των αιτίων (για να θυμηθούμε εδώ τον Pareto) που παράγουν το 80% του αποτελέσματος, και στον πυρήνα αυτού του 20% των αιτίων, ένα μεγάλο ποσοστό, ανήκει στις «άυλες» αξίες και στις άυλες παραμέτρους. Έχει να κάνει με τον ίδιο τον άνθρωπο και όχι με τους αριθμούς. Αυτή η αποστολή, δεν είναι μια απλή «δουλειά», δεν είναι «δουλειά». Αποτελεί αντίθετα, την πιο δύσκολη, την πιο απαιτητική αποστολή που πράγματι μόνο ένα ηγέτης, και όχι ένας μάνατζερ μπορεί να φέρει σε πέρας. Είναι οραματική αποστολή. Οι Robert T. Justis, Richard J. Judd και, David B. Stephens (Strategic Management and Policy, Concepts and Cases, Prentice-Hall, Eglewood Cliffs, N.J., 1985, σελ. 3, 5) σημειώνουν : «…Ο κ. Watson, Sr. (ιδρυτής της ΙΒΜ) συνήθιζε να λέει : «Μπορείς να με πάρεις τα εργοστάσιά μου, να κάψεις τις εγκαταστάσεις μου, αλλά δώσε μου τους ανθρώπους μου και θα τα ξανακτίσω αμέσως». Και είχε δίκαιο. Δεν υπάρχει πράγματι πολύ μαγεία. Δεν είναι τα φτερά και οι καθρέφτες, είναι η ανθρώπινη ποιότητα που δημιουργεί την δύναμη της επιχείρησής μας». Το ίδιο ισχύει και σε μια χώρα. Αν η πολιτική ηγεσία «χάσει» τον λαό της, αν ο λαός στις διακηρύξεις και τα λόγια μιας τέτοιας ηγεσίας δεν βρίσκει τίποτα που να τον εκφράζει, τότε, ναι, αυτή η ηγεσία προσπαθεί «με φτερά και καθρέφτες» να προκαλέσει την κινητοποίηση ενός λαού ο οποίος απλά την ανέχεται.
Ο μάνατζερ, ο τεχνοκράτης, έχει να κάνει διάφορες «δουλειές», ασχολείται με «δουλειές». Όχι ο «ηγέτης». Ο ηγέτης έχει να επιτελέσει μια αποστολή και πολύ περισσότερο να «χτίσει» το μέλλον και την πορεία προς αυτό. Αυτό δεν είναι δουλειά.
Ο ηγέτης χτίζει «νοήματα ζωής», πολύ πριν αυτά εξειδικευτούν. Η εξειδίκευση ακολουθεί. «Χτίζει» οράματα, οράματα, στο επίπεδο των διαφορετικών εκφάνσεων του εθνικού γίγνεσθαι, αλλά και ένα «μεγάλο εθνικό όραμα» που να ενσαρκώνει και ενοποιεί όλα τα παραπάνω, όχι ως απλές εκθέσεις ιδεών και ως συμπιλήματα ωραίων λέξεων και εκφράσεων ή «πιασάρικων» γνωμικών, μα οράματα βγαλμένα από ένα γνήσιο πάθος για προσφορά στη κοινωνία, το λαό, το έθνος, που «μιλάνε» κατ’ ευθείαν στη «ψυχή» του αποδέκτη τους, που τους «γεμίζει» πνευματικά και ψυχικά και για τα οποία είναι έτοιμος πράγματι για θυσίες που θεωρεί ότι έχουν νόημα και ότι είναι γεμάτες με δικαιοσύνη, «οράματα» «λειτουργικά», οράματα που αναδεικνύουν ένα «σχέδιο» τόσο για το παρόν όσο και για το μέλλον και κυρίως, «οράματα» που έχουν καταστεί κοινά μεταξύ του ηγέτη και του λαού, οράματα που έχουν διαχυθεί σε όλο το σώμα της κοινωνίας και έγιναν μέρος της ζωής της. Οι Goodstein, Nolan και Pfeiffer ορθά επισημαίνουν (όπως και πολλοί άλλοι άλλωστε) έπ’ αυτού (Leonard Goodstein, Timothy Nolan, J. William Pfeiffer : Applied Strategic Planning, McGraw-Hill Inc., σελ. 42-43), «…Αλλά έχοντας το όραμα ή θέτοντας τους ενοραματικούς στόχους δεν είναι αρκετό. Το όραμα πρέπει να είναι κοινό, το όραμα γίνεται ζωντανό μόνο όταν μοιράζεται».
Ο ηγέτης, επίσης, «Χτίζει» ένα «κλίμα»». Ένα «κλίμα», που κι αυτό, δεν είναι λόγια του αέρα, είναι μια «ορατή» κατάσταση πραγμάτων. Πολλοί μιλάνε συχνά για την ανάγκη ενός «καλού κλίματος», όμως συχνά δεν γνωρίζουν καν για τι πράγμα ομιλούν. Για να φέρω ένα παράδειγμα χρησιμοποιώντας την αναλογία από τον κόσμο των επιχειρήσεων, έτσι όπως το παρουσιάζουν οι Steve Cooke and Nigel Slack (Making Management Decisions, Prentice-Hall, 1984, σελ. 105), «Στη καθημερινή χρήση, η έννοια του κλίματος συχνά εκλαμβάνεται να είναι η αντίληψη των γεωγράφων, των μετεωρολόγων και των γραφείων ταξιδιών. Όταν σκεφτόμαστε διάφορες περιοχές της χώρας ή κράτη σ’ όλο τον κόσμο, ένα σημαντικό στοιχείο που διαμορφώνει τη κρίση μας γι’ αυτές και, ίσως, τις διακρίνει μεταξύ τους, είναι η εντύπωσή μας για το κλίμα τους, τις βροχοπτώσεις τους, τα επίπεδα υγρασίας, η θερμοκρασία, η ηλιοφάνεια, κ.λπ. Μερικά κλίματα είναι ελκυστικά, μερικά όχι. Μ’ έναν πολύ παρόμοιο τρόπο, είναι δυνατό να διαμορφώσουμε μία αντίληψη για το εσωτερικό κλίμα το οποίο αναπτύσσει εσωτερικά μία επιχείρηση ή οργανισμός και μέσα στο οποίο οι εργαζόμενοι πρέπει να λειτουργήσουν… Ενώ δυο επιχειρήσεις μπορούν να έχουν τους ίδιους στόχους και να αντιμετωπίζουν τις ίδιες εξωτερικές συνθήκες λειτουργίας, τα εσωτερικά κλίματα που δημιουργήθηκαν μέσα στη κάθε επιχείρηση μπορούν πολύ συχνά να οδηγούν σε εξαιρετικά διαφορετικές συμπεριφορές αποφάσεων απ’ το μέρος των μάνατζερ.. Η δημιουργικότητα, η καινοτομία και η ανάληψη κινδύνου μπορεί να ενθαρρύνεται σε μία επιχείρηση, ενώ στην άλλη, η έμφαση είναι στο «να κάνεις πράγματα σύμφωνα με τον κανονισμό». Το ίδιο ισχύει και για ένα Κράτος, μια Κοινωνία, ένα λαό.
Ο ηγέτης, χτίζει ακόμα ένα «Παράδειγμα», ένα «Υπόδειγμα», και πολύ περισσότερο, αποτελεί ο ίδιος το «Παράδειγμα» και το «Υπόδειγμα». Τούτο το «Παράδειγμα», είναι κυρίως ένα «Παράδειγμα» που εγκαθιδρύει μια εθνική κουλτούρα, ένα σύστημα εθνικών αξιών, συμβατών με το αντίστοιχο εθνικό όραμα, που ήδη έχει περιγράψει. Είναι ικανοποιητική θεωρώ, στα πλαίσια του παρόντος άρθρου, η άποψη του Tony Grundy (Tony Grundy : Implementing Strategic Change, Kogan Page Ltd, 1993, σελ. 30) ότι το «παράδειγμα» συνιστά την περιεκτική διατύπωση των παρακάτω παραγόντων : των συμβόλων και σημάτων, των ιστοριών και μύθων, των τελετουργιών, της δύναμης και του ύφος, της δομής και των ελέγχων και των ρουτινών. Χωρίς ίσως δυσκολία, μπορούμε να πούμε ότι όλα αυτά παραπέμπουν επίσης και στο ζήτημα της κουλτούρας, το κατεξοχήν δηλαδή πεδίο παρέμβασης του ηγέτη, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον στην κλίμακα της ιεραρχίας του Συστήματος εντός του οποίου εκδηλώνεται η δράση του ηγέτη. Όπως το θέτει ο Grundy, (ό.π., σελ. 33) «Η εισαγωγή του παραδείγματος είναι μια σκόπιμη προσπάθεια να παράγει μια ριζική και επαναστατική αλλαγή στο «πώς κάνουμε τα πράγματα εδώ γύρω»».
Την ίδια στιγμή, δεν απαιτεί ο ηγέτης από τον λαό τίποτα που να μην είναι σε θέση να το κάνει ο ίδιος, όχι από άποψη συγκεκριμένων «τεχνικών» λεπτομερειών διαφόρων λειτουργιών μιας διαδικασίας σε οποιονδήποτε τομέα, όσο από άποψη προσπάθειας σε ό,τι ο καθείς οφείλει να επιχειρήσει με τη μεγαλύτερη συνέπεια να επιτύχει «ἕκαστος ἐφ’ ᾧ ἐτάχθη». Δεν απαιτεί από τον λαό καμία συμπεριφορά χωρίς να μπορούν να εντοπιστούν τα χαρακτηριστικά αυτής της συμπεριφοράς στον ίδιο ως δικά του χαρακτηριστικά. Δεν απαιτεί από τον λαό μια στάση ζωής πάνω σε κρίσιμα θέματα, αλλά, αυτή τη στάση ζωής την προβάλλει ο ίδιος πρώτα μέσω του προσωπικού του Παραδείγματος.
Αν η Χώρα και ο Λαός της, είναι ένα καράβι που πλέει μέσα σ’ ένα ωκεανό, ανεξάρτητα αν αποτελεί μέλος μιας ευρύτερης ή μικρότερης αρμάδας, ένα είναι βέβαιο : αποτελεί πάντα μια ιδιαίτερη οντότητα. Σ’ αυτό τι «καράβι», η παρουσία του «καπετάνιου» είναι καθοριστική. Είναι αυτός που χαράσσει την πορεία, είναι αυτός που έχει την συνολική ευθύνη για την καλύτερη λειτουργία του πλοίου, όμως, πάνω απ’ όλα είναι η «ψυχή» του πλοίου εξασφαλίζοντας πάνω σ’ αυτό την απαραίτητη, τη ζωτικής σημασίας παρουσία μιας «κουλτούρας» σε ο,τιδήποτε αφορά την συμπεριφορά του πληρώματος του πλοίου αλλά και των επιβατών, τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις τους. Πάντα, με «Παράδειγμα» των ίδιο. «…Στο Ναυτικό χρησιμοποιούν την έκφραση «ένα ευτυχισμένο πλοίο» για να δηλώσουν ένα υψηλό επίπεδο ηθικής στην κοινότητα του πλοίου. Το «ευτυχισμένο πλοίο» προκαλείται αρχικά από τον καπετάνιο και τους αξιωματικούς του, οι οποίοι όλοι τους είναι αποφασισμένοι να δημιουργήσουν ευχάριστες συνθήκες, παρά τις δυσκολίες των φυσικών περιορισμών και των δοκιμασιών και των βασάνων της μάχης. Ο καπετάνιος ενός πλοίου είναι μία θέση πολύ όμοια μ’ αυτή του Διευθύνοντα Συμβούλου ή του Γενικού Διευθυντού μίας βιομηχανίας. Απ’ αυτόν πρέπει να προέρχεται το παράδειγμα. Η νοοτροπία του θα θέσει τον τόνο και τις ενέργειές του θα τις μιμηθούν τα κατώτερα μέλη του πληρώματος. Ο τρόπος με τον οποίο έρχεται σε συμφωνίες με τους ανθρώπους θα θέσει τα πρότυπα των σχέσεων μεταξύ των ατόμων σ’ όλη την επιχείρηση. Η αίσθηση του σεβασμού που δεικνύει για τους εργαζόμενους, το ενδιαφέρον που δείχνει για τα ατομικά τους προβλήματα, η εμφάνισή του σε κοινωνικές εκδηλώσεις ή οι φιλικές του λέξεις όταν διέρχεται τους χώρους εργασίας, δημιουργούν ένα πρότυπο το οποίο γρήγορα θα βελτιώσει τις σχέσεις των εργαζομένων σ’ όλο τον οργανισμό…» (R. M. Aldrich : Personel, εις : E. F. L. Brech (ed.): The Principles and Practice of Management, 2nd edition, Longmans, 1963, σελ. 511). Πράγματι, κάπως παρόμοια είναι και η αποστολή ενός πολιτικού ηγέτη, πάνω στο δικό του «καράβι».
*
Η σχέση «ηγέτη» – «λαού», είναι μια πολύ ιδιαίτερη σχέση, με πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα οποία δεν βρίσκονται στη συνήθη πολιτική επικοινωνία πολιτικών και πολιτών. Ο (πραγματικός) ηγέτης, (και «πραγματικός» ηγέτης είναι αυτός την παρουσία του οποίου την αισθάνομαι αδιαμεσολάβητα, χωρίς την προπαγάνδα, χωρίς καν να είναι ανάγκη να μου συστηθεί «αυτοπροσώπως»), επικοινωνεί με τον λαό μέσω ενός κώδικα «ψυχής» και «οραμάτων», στον οποίο οι λέξεις αποκτούν ένα άλλο νόημα ακόμα και αν λεκτικά προφέρονται το ίδιο, αποκτούν ένα άλλο κύρος. Οι ίδιες λέξεις, εν τούτοις, συνεπαίρνουν τον λαό πολύ διαφορετικά. Και κάτι πολύ πιο σημαντικό : απελευθερώνονται από τα δεσμά της κενολογίας τους, που αλλοτριωμένες (και απαλλοτριωμένες από τη διαφθορά) πολιτικές «ηγεσίες» τις έχουν καταδικάσει. Ισχύει εδώ αυτό που ο Καζαντζάκης αναφέρει : «…Η κάθε λέξη είναι σκληρότατο τσόφλι που κλείνει μέσα του μεγάλη εκρηχτικιά δύναμη. Για να βρεις τι θέλει να πει πρέπει να την αφήνεις να σκάζει σαν οβίδα μέσα σου και να λευτερώνει έτσι την ψυχή που φυλακίζει», αναφερόμενος δε στο πώς να ονομάσει το κυνήγι των αναζητήσεών του, σημειώνει : «…Στην αρχή δεν μπορούσα να του δώσω όνομα, μπορεί και να μην ήθελα. Γιατί κάτεχα πως τ’ όνομα φυλακώνει την ψυχή, τη στριγμώνει για να μπορεί να χωρέσει στη λέξη και την αναγκάζει να περπατάει απόξω από τ’ όνομα ό,τι ανέκφραστο, ό,τι πιο πολύτιμο κι αντικατάστατο έχει. Μα γρήγορα κατάλαβα πως η ανωνυμία αυτή δυσκολεύει πολύ το κυνήγι, δεν μπορούσα να το τοπώσω πουθενά και να του στήσω καρτέρι. Παντού στον αέρα, παντού και πουθενά, μετεωρίζουνταν η αόρατη παρουσία…» (Ν. Καζαντζάκης : Αναφορά στον Γκρέκο, 6η έκδοση, εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, σελ. 108, 564). Αυτή «εκρηχτικιά δύναμη» του δεσμού του πραγματικού ηγέτη με τον λαό του, που «μετεωρίζεται» διαρκώς ως μια «αόρατη παρουσία» πάνω τους, αποτελεί ένα σημάδι πως εδώ, ο λαός δεν σφάλλει όταν πιστεύει πως ένας πραγματικός ηγέτης βρίσκεται μπροστά του. Την ίδια στιγμή όμως, αισθάνεται και ο ίδιος ο λαός, πως «αυτός» («αυτή») που ο ίδιος ανυψώνει στον θρόνο του «ηγέτη», εν τούτοις, αυτός ο ηγέτης, δεν αποδέχεται αυτή την «τιμή». Ο «θρόνος» ανήκει στον λαό, και ο πραγματικός «ηγέτης» είναι εκείνος που αποδέχεται, αν παραστεί ανάγκη, ακόμα και την ύψιστη ατομική θυσία εν ονόματι του λαού, από τη θέση του γνήσιου υπηρέτη του. Δεν επιδιώκει το «L’État, c’est moi», δεν επιδιώκει να εκθρονίσει τον λαό από την κορυφή της πυραμίδας της εξουσίας την οποία «ελέω Δικαίου» κατέχει, επιδιώκει να υπερασπιστεί αυτό του το δικαίωμα, την «βασιλεία» του λαού .
Ο πραγματικός ηγέτης, δεν υπεκφεύγει των ευθυνών του, θεωρώντας πως «άλλοι» ευθύνονται για ό,τι ο ίδιος αποτυγχάνει να υλοποιήσει, ακόμα και όταν ο ίδιος έχει την μικρότερη ίσως ευθύνη. Δεν βρίσκεται εκεί για να ασκεί «κριτική» στα λάθη των άλλων, αλλά να αντλεί σοφία από τα λάθη βελτιώνοντας πράγματα. Δεν είναι δηλαδή, κάτι σαν αυτό που περιγράφει ο Πολύβιος Δημητρακόπουλος : (Π. Δημητρακόπουλος : Επιλογή από το έργο του – Σιδηρά Διαθήκη, Χρυσή Διαθήκη, Κριτήριον, Η Σκουπιδιάδα, σελ. 196-197) :
«Εκεί είδα άνθρωπον με ύφος αυστηρόν και σοβαρόν, που εκρατούσεν ένα πήχυν ελαστικόν και εμετρούσε τους Διαβάτας.
– Κοίταξε, μου λέγει ο Δαίμων. Αυτός είναι συνηθισμένος να τα βλέπει όλα ανάποδα. Τίποτε δεν τον ευχαριστεί. Να είσαι βέβαιος πως εις το τέλος θα κατηγορήση και τον εαυτόν του επί εσχάτη προδοσία κατά της φύσεως, όταν θα αποφασίση να καταλάβη, ότι περπατεί όπως όλοι με το κεφάλι επάνω και με τα πόδια κάτω!
– Και τι μετράει αυτός;
Μετράει την ηθικήν των άλλων με την ιδικήν του. Είναι Censor. Αλλά, βλέπεις, ο πήχυς του είναι ελαστικός. Όταν διακρίνη μιαν ηθικήν μεγαλυτέραν από την ιδικήν του, τεντώνει το μέτρον και την παρουσιάζει μικροτέραν. Από το μέτρημα αυτό εβγήκαν όλοι ζημιωμένοι και του έμειναν χρεώσται.
Τότε με ωδήγησε εις μιαν αίθουσαν, που υπήρχε πλήθος από εικόνας, κρεμασμένας εις τους τοίχους. Οι άνθρωποι επερνούσαν, εθαύμαζον τας εικόνας και έφευγον ευχαριστημένοι και χορτάτοι από μιαν απόλαυσιν…
Τότε εμβήκεν ένας άνθρωπος, που επροκάλεσε την προσοχήν των θεατών, οι οποίοι εψηθύρισαν μεταξύ των :
– Ο Κριτικός… ο αισθητικός… ο σοφός…
Και άφησαν την απόλαυσίν των, που τους ευχαριστούσε μέχρι της στιγμής εκείνης, δια να ακούσουν τι θα έλεγεν ο εισελθών «Κριτικός».
Εκείνος έρριψεν ένα βλέμμα εις τα εικόνας και εκίνησε το κεφάλι του με απελπισίαν. Κατόπιν έβγαλε και αυτός ένα μέτρο τεραστίας ελαστικότητος και ήρχισε να μετρή τας εικόνας…
Καμία δεν εβγήκε μεγαλυτέρα από το μέτρον του.
Τότε εστρέφετο και έλεγε προς τους θεατάς :
– Αυτή η εικόνα έχει μεγάλα σφάλματα. Το δένδρον αυτό έχει πολλά φύλλα, και σκεπάζεται ο ουρανός του βάθους… Ο άνθρωπος είναι ξαπλωμένος εις την ρίζαν του και ακουμβά εις το δεξιόν πλευρόν. Σφάλμα : όταν το δένδρον είναι πολλά φύλλα, ο άνθρωπος πρέπει να ακουμβά αριστερά… Εκείνος ο σκύλος, που τρέχει εις το βάθος και κυνηγάει τον λαγόν, δεν προοιωνίζει την «μελλοντικήν» σύνθεσιν, διότι εις το μέλλον θ’ αρχίσουν οι λαγοί να κυνηγούν τους σκύλους…
Και εξακολουθούσεν ο άνθρωπος να κρίνη, ν’ αναλύη, να επικρίνη…
– Πολύ μεγάλος ζωγράφος θα είναι αυτός, εσκέφθην, που ευρίσκει με τόσην ευκολίαν τα σφάλματα των συναδέλφων του.
Εκκίνησε το κεφάλι του με θλίψιν το Φάσμα και απάντησεν :
– Αυτός απεπειράθη μιαν φοράν να γίνη ζωγράφος και δεν το κατώρθωσε. Ο άνθρωπος δεν είχε μέσα του την «σύνθεσιν». Από τότε δεν ανέχεται εμπρός του κανένα είδος συνθέσεως. Έτσι η τάσις του προς την Τέχνην διεμορφώθη «αρνητική» : μετεβλήθη εις μανίαν «αποσυνθέσεως»».
Ας προσέξουμε, να μην μπερδέψουμε το περιεχόμενο που δίνουμε στον όρο «πολιτικός ηγέτης», με τον όρο «πολιτική ηγεσία» (γενικώς, αναφερόμενοι στο πολιτικό σύστημα). Η «πολιτική ηγεσία», όπως και ο «πολιτικός ηγέτης», χρησιμοποιούνται υπό τα πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που εδώ αναφέρονται, και όχι στην αδιαμόρφωτη και χωρίς περιεχόμενο αναφορά στις ίδιες αυτές λέξεις που έχουν κατακλίσει τον δημόσιο λόγο, όπου σχεδόν ο κάθε ανώτατος πολιτειακός αξιωματούχος μπορεί να αποκαλείται «ηγέτης».
Αν κάποιος θεωρεί ότι τέτοια «νοήματα ζωής» και «οράματα» και άλλα σαν αυτά υπάρχει άνθρωπος που φαίνεται ότι μπορεί να τα προσφέρει, τότε πρέπει στα σοβαρά να σκεφτεί μήπως βρίσκεται μπροστά σε έναν ηγέτη, που θα άξιζε τον κόπο να συμπαραταχθεί μαζί του στο δρόμο που βλέπει να του χαράζει, και που από ένα σημείο και πέρα, αν όντως «αυτό» που βλέπει μπροστά του είναι μια όντως ηγετική φυσιογνωμία, τότε, θα κληθεί να συνδιαμορφώσει μαζί του αυτό τον δρόμο. Ο αποκλεισμός του λαού από τη διαδικασία της διαμόρφωσης του πολιτικού γίγνεσθαι μεταφράζεται με αποκλεισμό από το δικαίωμά του στο να έχει λόγο για το ίδιο του το παρόν αλλά και το μέλλον, σημαίνει πως η πολιτική «ηγεσία» που περιθωριοποιεί τη συμμετοχή του λαού, δεν της αξίζει ο τίτλος της «ηγεσίας». Εδώ μπορεί κανείς να πει, μαζί με τον Ιωάννη Γεωργάκα, τον ιδιοκτήτη του εμβληματικού πολυκαταστήματος ΜΟΝΙΟΝ (με το άδοξο τέλος του ύστερα από μεγάλη πυρκαγιά) : «Ο ηγέτης ανοίγει δρόμους. Ο ηγέτης αναλαμβάνει ρίσκα. Πολλές φορές ριψοκινδυνεύει. Ο ηγέτης δεν κλείνεται σε τέσσερις τοίχους. Ζει τις μάχες μαζί με τους άντρες του, με τον κόσμο. Σκορπάει γύρω του αισιοδοξία, δράση, πίστη στη νίκη» (Ιωάννης Γεωργακάς : Η Ιστορία μίας Ζωής, ΜΙΝΙΟΝ, η Ιστορία ενός Καταστήματος, εκδ. Εξάντας, Αθήνα, 1994, σελ. 251)
Μπορεί κάποιος να είναι πρωθυπουργός, να είναι υπουργός, να είναι αρχηγός κόμματος, να είναι αρχιεπίσκοπος, πρύτανης, πρόεδρος της Ακαδημίας, αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων, αλλά όλοι αυτοί, είναι τίτλοι διοικητικοί και τίποτα περισσότερο. Η μετουσίωση του καθενός διοικητικού τίτλου από τους παραπάνω, και από άλλους παρόμοιους, σε «ηγεσία», είναι μια διεργασία επίπονη, μακρά, και με καθόλου βέβαιη την δυνατότητα αυτής της μετουσίωσης, διότι η «διδασκαλία» της θεωρίας της ηγεσίας, δεν μετουσιώνει αναγκαίως τον αναγνώστη ή τον μελετητή του φαινομένου, όσο επιμελής και αν υπήρξε σε «ηγέτη», πέραν του ότι, όλοι όσοι θεωρούνται όντως ηγέτες, σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, ιδίως όμως στον κόσμο της πολιτικής και των επιχειρήσεων, ίσως ελάχιστοι εξ αυτών είχαν λάβει σχετική με το ζήτημα αυτό ακαδημαϊκή μόρφωση, προσωπικά δε, δεν γνωρίζω κανέναν.
Ασφαλώς, το πολιτικό γίγνεσθαι, δεν αποτελεί αποκλειστικό έργο κάποιων ηγετικών μορφών. Οι πάντες συμβάλλουν σ’ αυτό. Ήδη σημειώσαμε παραπάνω, αναφερόμενοι στο θέμα αυτό, ότι πολιτικοί ηγέτες (όπως αυτοί προσεγγίζονται εδώ), επηρεάζουν αυτό το γίγνεσθαι, δεν είναι οι αποκλειστικοί διαμορφωτές του. Όμως, το επηρεάζουν πολύ πιο αποφασιστικά από κάθε άλλον, και κυρίως το επηρεάζουν στα ποιοτικά του μακροπρόθεσμα χαρακτηριστικά. Άλλωστε, το «κενό ηγεσίας», είναι κάτι που κανείς το αντιλαμβάνεται αμέσως, είτε αναφέρεται στην πολιτική, είτε στον επιχειρηματικό κόσμο, είτε σε οποιονδήποτε άλλο τομέα, όσο και αν δεν είναι πάντα δυνατό από όλους να περιγραφεί το γεγονός αυτό με ακρίβεια ως προς τα χαρακτηριστικά του. Είναι ένα «κενό», μια «απουσία», που την «ζεις», «ζεις» τις συνέπειές τους, «αντιλαμβάνεσαι» και το «κενό» και την «απουσία», όσο και αν είναι ενίοτε δύσκολο να τη περιγράψεις «αναλυτικά», «με λόγια». Π.χ., ακούς πολιτικούς «ηγέτες» να απευθύνονται στο λαό, την κοινωνία, και ακούς λέξεις στις οποίες δεν μπορείς να δώσεις κανένα νόημα, καμία αξία, καμία αλήθεια. Μιλάνε αλλά δεν λένε τίποτα. Ό,τι λένε, απευθύνεται στα αυτιά σου, όχι στη ψυχή σου, που παραμένει «άδεια» από μηνύματα που θα την χαροποιούσαν και θα την ενθάρρυναν να προσπαθήσει για κάτι που έχει νόημα.
Ουσιαστικά ό,τι αποκαλούμε «ανταγωνισμό» στη ζωή, από το επίπεδο των επιχειρήσεων έως τον «ανταγωνισμό» ενός Κράτος στην παγκόσμια σκακιέρα, οικονομική, πολιτική, στρατιωτική, γεωπολιτική και γεωστρατηγική, αφορά ανταγωνισμό «ηγεσιών», όπου αναμετρώνται πραγματικοί ηγέτες μεταξύ τους όσο και επίσημοι αξιωματούχοι των διαφόρων χωρών και Κυβερνήσεων, που μπορεί κι αυτοί να αποκαλούνται «ηγέτες», αλλά δεν είναι παρά αξιωματούχοι. Οι λαοί και οι Κυβερνήσεις που εκπροσωπούνται από πραγματικούς ηγέτες, έχουν τις περισσότερες πιθανότητες να οδηγήσουν τα πράγματα όσο το δυνατόν καλύτερα για τις χώρες τους, ενώ οι λαοί και οι Κυβερνήσεις που εκπροσωπούνται από απλούς «αξιωματούχους», (ανεξάρτητα της βαθμίδας που ανήκουν, π.χ. πρωθυπουργοί, πρόεδροι δημοκρατιών κ..λπ.), είναι καταδικασμένοι να θερίσουν τα προϊόντα της απουσίας της ηγετικής ικανότητας των ταγών τους. Εδώ έχει εφαρμογή κατ’ αναλογίαν, η ορθή διαπίστωση των Gary Hamel και C. K. Prahalad (εις : Competing for the Future, Harvard Business School Press, Boston, Mass., 1994, σελ. 84), οι οποίοι αναφερόμενοι σε μεγάλες αμερικανικές εταιρείες (την IBM, την Apple, την Hewlett-Packard, την EDS (προφανώς την Electronic Data Systems), στην Andersen Consulting, στη Sears, στη Wal-Mart, και άλλες που αναφέρουν), υπογραμμίζουν πως είτε το γνώριζαν είτε όχι, ήταν οι ηγετικές ομάδες της κάθε μιας ανταγωνιστικής εταιρείας από ανταγωνίζονταν τις άλλες ηγετικές ομάδες, «….Και με τη σειρά τους, όλες αυτές οι ομάδες ανταγωνίζονταν εναντίον μιας μυριάδας νέων ανταγωνιστών πρόθυμων να προκαλέσουν τη θέση των υπαρχόντων για ηγεσία στους αυριανούς ριζικά μετασχηματισμένους κλάδους».
Το ίδιο συμβαίνει και με τα Κράτη.
Όμως, μάλλον πρέπει κάπου εδώ να κλείσουμε το παρόν άρθρο, εν γνώσει μας πως τόσα πολλά που αφορούν το ζήτημα της πραγματικής πολιτικής ηγεσίας και που θα μπορούσαν να λεχθούν, εν τούτοις, πρέπει να αποσιωπηθούν μιας και ήδη το μέγεθος της παρουσίας του θέματος που εδώ επιχειρείται έχει υπερβεί κατά πολύ τα όρια ενός τυπικού άρθρου.
Ίσως μας δοθεί η ευκαιρία να επανέλθουμε στο ίδιο αυτό θέμα, θίγοντας και άλλες πτυχές του.