Μανώλης Κοττάκης
Το παρατήρησα πρώτη φορά βλέποντας κλασικές ελληνικές ταινίες της δεκαετίας του 1960 και του 1970 . Το θυμήθηκα ξανά στη συναυλία του Μανώλη Μητσιά στις «Λεύκες» της Πάρου, τον Αύγουστο. Το επιβεβαίωσα κατά τη διάρκεια της συναυλίας του Σκάι προς τιμήν του «δασκάλου» Λευτέρη Παπαδόπουλου, τον οποίο παλιά «πετύχαινα» πάντα στην ταράτσα της Μίνας στην Ακρόπολη, στο ρεστοράν Αττικός, με την παρέα του, άλλοτε τον Λαλιώτη, άλλοτε τον Σηφουνάκη, άλλοτε τον Λιάνη, νομίζω καμιά φορά και με τον Βενιζέλο. Αναφέρομαι στο ύφος των ταινιών, των μελωδιών και των στίχων που μας κληροδοτεί η κατασυκοφαντημένη Μεταπολίτευση. Στη θεμελιώδη διαφορά τους με το άνοστο σήμερα.
Πάντοτε πίστευα ότι ο καλύτερος τρόπος για να ιχνηλατήσεις μια εποχή και να τη συγκρίνεις με μια άλλη είναι τα τραγούδια της, οι ήχοι της, οι στίχοι της. Οι ταινίες της. Εκεί καθρεφτίζονται όλα. Οταν έγραφαν ο Λευτέρης, ο Γκάτσος, ο Λοΐζος, ο Χατζιδάκις, ο Ξαρχάκος, ο Μίκης, η Λίνα, ο Σταμάτης, όταν τραγουδούσαν ο Στέλιος, ο Γρηγόρης, ο Μανώλης η Δήμητρα και η Αλκηστις, αυτή η χρυσή γενιά που σφράγισε τη Μεταπολίτευση, η εποχή διακρινόταν για την αθωότητά της, τον ρομαντισμό της, την έλλειψη ταχύτητας, την ευγένεια και τον συναισθηματισμό της. Τα νέα τότε δεν κυκλοφορούσαν από τη μια άκρη του πλανήτη μέσα σε δευτερόλεπτα. Η διακίνηση της πληροφορίας γινόταν κατά τρόπο τέτοιον που επέτρεπε στους πολίτες να την κατανοήσουν και να τη χωνέψουν.
Τα ήθη στις ανθρώπινες σχέσεις δεν είχαν βιασύνες. Ενα φλερτ για να καταλήξει έπαιρνε μήνες. Φτώχεια πολλή υπήρχε, φτώχεια καταραμένη μάλιστα, αλλά το χρήμα δεν ήταν Θεός. Το χιούμορ, το πείραγμα και η φάρσα ήταν συστατικά στοιχεία της ζωής των ανθρώπων. Οι μουτρωμένοι ήταν ντεμοντέ. Δεν άφηναν να τους πάρει από κάτω η ζωή. Και βεβαίως υπήρχε συναίσθημα, υπερχειλίζον συναίσθημα, όχι υπολογισμός. Τα νέα παιδιά σήμερα, όταν ακούν την κληρονομιά που μας αφήνουν οι μεγάλοι που έγραψαν χιλιόμετρα στις ζωές μας και μας όρισαν στις χαρές μας και τις λύπες μας, καταρχάς δεν μπορούν να την παρακολουθήσουν. Τους είναι ξένος ο ρυθμός, η «σλόου μόσιον», η μελωδία.
Γλυκανάλατοι εκ πρώτης όψεως οι στίχοι. Τα τραγούδια της νέας γενιάς -αυτό που οι ειδικοί ονομάζουν mainstream- είναι το ακριβώς αντίθετο της Μεταπολίτευσης. Είναι αντι-πολίτευση. Ο ρυθμός των τραγουδιών είναι γρήγορος, κοφτός, αγχώδης και λαχανιασμένος. Σαν να τρέχουμε να προλάβουμε κάτι, χωρίς άνεση χρόνου. Η μελωδία έχει θυμό, πολύ θυμό, αντίστοιχο με τον θυμό της εποχής. Ο στίχος περιέχει συνήθως κυνισμό και οι λέξεις, όταν είναι ελληνικές, είναι μισές, κομμένες στα δύο. Υποψία ρομαντισμού δεν υπάρχει. Στην πραγματικότητα, οι άνθρωποι τραγουδούν αυτό που ζουν. Αργή και ρομαντική η εποχή; Αργά και αθώα τα τραγούδια. «Σφαίρα» και επιθετική η εποχή; Μπιτ και θυμωμένα τα τραγούδια.
Το ζήτημα είναι, όμως, τι αντέχει στον χρόνο. Εξομολογούμαι ότι βρίσκω συγκλονιστικώς ενδιαφέρον ως θέμα διδακτορικής διατριβής τη θεματογραφία και τις αξίες, τις πηγές έμπνευσης των τραγουδιών δύο περιόδων: του 1974-2000 και του 2001-2024. Παρακολουθώντας σήμερα σε επαναλήψεις στην αγία ET2 το «Καλλιτεχνικό Καφενείο» με τους Πλέσσα, Τσιβιλίκα και Φέρρη, χαλαρώνω και αποσυναρμολογούμαι. Υπέροχα τα ελληνικά τους, υπέροχες οι μουσικές τους, μεγάλα τα μεγέθη που εμφανίστηκαν εκεί. Φεύγει μαζί τους η ένταση όλης της ημέρας στη διαβολεμένη πρωτεύουσα του άγχους. Σκέφτομαι ξανά ότι η έννοια του χρόνου είναι σχετική. Τι σημαίνει «γρήγορα», τι «αργά», ποιος το ορίζει; Ακούγοντας τα τραγούδια του Λευτέρη σκέφτομαι επίσης ότι η φαντασία είναι κινητήριος δύναμη για τη ζωή.
Ποιος άλλος θα μπορούσε να κάνει σουξέ τον διάλογό του με ένα… άγαλμα; Συνειδητοποιώ ότι η γεωγραφική (χτύπησε ο αέρας του Αιγαίου τον Παπαδόπουλο στα παιδικά του χρόνια) και η κοινωνική καταγωγή, ακόμη και η χαμηλή (η μητέρα του ήταν, νομίζω, οικιακή βοηθός), είναι στρατηγικό πλεονέκτημα. Τι βουτιά στα συναισθήματα ήταν αυτή που έκανε τον δάσκαλο να γράψει το περίφημο «το μερτικό μου απ’ τη χαρά μού το ‘χουν πάρει άλλοι/γιατί είχα χέρια καθαρά και μια καρδιά μεγάλη!». Η βουτιά της καταγωγής ήταν! Κάθε φορά λοιπόν που αναμετρώμεθα με την πολιτιστική κληρονομιά μας, με την κληρονομιά της Μεταπολίτευσης, πέρα από αριθμούς και μιζέριες, διαπιστώνω με χαρά ότι οι γενιές που φεύγουν μας άφησαν μεγάλη κληρονομιά.
Η γενιά του Παπαδόπουλου μεγάλωσε και ομόρφυνε την Ελλάδα. Και αυτό που με παρηγορεί είναι ότι στα πάρτι τους τα νέα παιδιά, αφού ακούσουν όλα τα «τρέχοντα», προσφεύγουν πάντα στα «έτοιμα» για να έρθουν στο κέφι. Δεν αποποιούνται την κληρονομιά τους, έστω και αν οι ρυθμοί της είναι πιο αργοί. Μεγάλη υπόθεση! Οπως έλεγε άλλωστε και ο Μίλτος, ένας διάσημος ταξιτζής που οδηγούσε μια θηριώδη γαλάζια Σεβρολέτ στο νησί μου, «πάω αργά γιατί βιάζομαι». Ας γίνει η μεταπολιτευτική χαλαρότης, λοιπόν, η νέα βιασύνη. Θα περάσουμε καλά.