Το Αρχαιολογικό Μουσείο και η διευθύντρια του μουσείου Ερωφίλη- Ίρις Κόλλια
Με το «Αφιέρωμα – Μουσεία», το mononews κάλεσε διευθυντές και προϊσταμένους Μουσείων και Εφορειών Αρχαιοτήτων της χώρας να γνωρίσουν στο κοινό τα σπουδαιότερα εκθέματα που περιλαμβάνονται στις συλλογές τους, εκείνα που διακρίνονται για την ιδιαίτερη καλλιτεχνική τους αξία, συνδέονται με ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα και εν τέλει όσα είναι σκόπιμο να «καταγράψει» στη μνήμη του ο επισκέπτης. Ζητώντας παράλληλα την κατάθεση και μιας «προσωπικής» νότας εκ μέρους των επικεφαλής των μουσείων, με την επιλογή αντικειμένων, που προκύπτουν μέσα από την ιδιαίτερη ενασχόλησή τους, το ενδιαφέρον, ακόμη και το συναίσθημα.
Σκοπός του αφιερώματος είναι να διευρυνθεί η γνώση του κοινού και να τα καταστήσει τα μουσεία πιο προσιτά, συμβάλλοντας και με αυτόν τον τρόπο στην ανάδειξη, την κατανόηση και την προσωπική σχέση καθενός μας με την πολιτιστική κληρονομιά της χώρας.
Ακολουθεί το κείμενο της διευθύντριας της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ηλείας δρος Ερωφίλης-Ίριδας Κόλλια:
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας παρουσιάζει στους επισκέπτες του τη μακραίωνη ιστορική εξέλιξη του λαμπρού πανελλήνιου ιερού, που ήταν αφιερωμένο στον Δία, πατέρα των θεών και των ανθρώπων. Στις δώδεκα αίθουσές του έχει γίνει η χρονολογική και θεματική παρουσίαση των εκθεμάτων ξεκινώντας από την Προϊστορική εποχή οπότε έχομε τα πρώτα ίχνη κατοίκησης του χώρου και καταλήγει στην τελευταία περίοδο χρήσης του χώρου του Ιερού τον 6ο μ.Χ. αιώνα, όταν η Ολυμπία εγκαταλείπεται. Το Μουσείο της Ολυμπίας οικοδομήθηκε το 1886 και ήταν το πρώτο μουσείο στην Ελλάδα που ιδρύθηκε σε αρχαιολογικό χώρο, προκειμένου να φιλοξενήσει αποκλειστικά τα ευρήματα των ανασκαφών σε αυτόν. Πρόκειται για το κομψό οικοδόμημα, το οποίο ανεγέρθηκε σε έναν λοφίσκο βορειοδυτικά του αρχαιολογικού χώρου Ολυμπίας και από το 2004 στεγάζει το Μουσείο της Ιστορίας των Ολυμπιακών Αγώνων της Αρχαιότητας.
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας
Η ανάγκη δημιουργίας ενός μεγαλύτερου Μουσείου για τη φιλοξενία των συνεχώς αυξανόμενων ευρημάτων, καθώς και οι ζημιές που είχε υποστεί από σεισμούς το Παλαιό Μουσείο οδήγησαν στην ίδρυση του Νέου Αρχαιολογικού Μουσείου, η οικοδόμηση του οποίου πραγματοποιήθηκε από το 1966 έως το 1974, σύμφωνα με αρχιτεκτονική μελέτη του Πάτροκλου Καραντινού. Τα εγκαίνια έγιναν το 1982, ενώ το 2004 με αφορμή την τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας πραγματοποιήθηκε η επανέκθεσή του.
Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας: Τα σημαντικότερα εκθέματα
Κορυφαίο έκθεμα του Μουσείου είναι ο περίφημος πλαστικός διάκοσμος του ναού του Διός, στον οποίο είναι αφιερωμένη η κεντρική αίθουσα. Οι περίφημες γλυπτικές συνθέσεις από παριανό μάρμαρο αποτελούν σπουδαία έργα άγνωστου καλλιτέχνη ενώ είναι το μοναδικό ολοκληρωμένο σύνολο έργων της πρώιμης Κλασικής εποχής του «Αυστηρού Ρυθμού» (480-450 π.Χ.), που σώθηκε ως τις μέρες μας.
Ο γλυπτός διάκοσμος του ναού του Διός (480-450 π.Χ.) στην αίθουσα των αετωμάτων του Αρχαιολογικού Μουσείου Ολυμπίας
Oι 42 ολόγλυφες μορφές των δύο αετωμάτων και οι δώδεκα ανάγλυφες μετόπες αντανακλούν το ηρωικό πνεύμα της εποχής, που ακολούθησε τις νίκες των Ελλήνων στους Περσικούς πολέμους. Στο ανατολικό αέτωμα του ναού του Διός απεικονίζεται ο ιδρυτικός μύθος των Ολυμπιακών Αγώνων, ο αγώνας αρματοδρομίας του βασιλιά της Πίσας, Οινόμαου, και του Πέλοπα, στο δυτικό αέτωμα εικονίζεται η μάχη μεταξύ Λαπιθών και Kενταύρων, ενώ στις μετόπες του προνάου και του οπισθόδομου ιστορούνται οι 12 άθλοι του Ηρακλή. Ξεχωρίζει, εξάλλου, η επιβλητική μορφή του Απόλλωνα στο κέντρο του δυτικού αετώματος, που ενσαρκώνει την πνευματικότητα και το ηθικό ιδεώδες της πρώιμης Κλασικής εποχής.
Το δυτικό αέτωμα του ναού του Διός, στο οποίο εικονίζεται η μάχη μεταξύ Λαπιθών και Kενταύρων
Ανάγλυφη μετόπη του ναού του Διός, που απεικονίζει τον άθλο του Ηρακλή με τα Μήλα των Εσπερίδων
Συνεχίζοντας την περιήγησή μας στο Μουσείο βρισκόμαστε μπροστά στο επίσης διάσημο άγαλμα της Νίκης του Παιωνίου. Η Νίκη είναι έργο του γνωστού γλύπτη της αρχαιότητας Παιώνιου από τη Μένδη, ο οποίος είχε φιλοτεχνήσει και τα ακρωτήρια του ναού του Διός. Το άγαλμα, κατασκευασμένο από παριανό μάρμαρο, έχει ύψος 2,10 περίπου μέτρα και αποτελεί την προσωποποίηση της Νίκης, που κατεβαίνει πετώντας από τον ουρανό για να αναγγείλει θριαμβευτικά τη νίκη των Μεσσηνίων και Ναυπάκτιων κατά των Λακεδαιμονίων το 421 π.Χ, όπως μαρτυρείται από την επιγραφή, που είναι χαραγμένη στη βάση του αγάλματος.
Η Νίκη του Παιωνίου, φιλοτεχνημένη από τον γλύπτη Παιώνιο από τη Μένδη, 421 π.Χ.
H λαμπρότητα αυτού του εξαίσιου αγάλματος τονιζόταν από την πλούσια επιζωγράφισή του με χρυσό, ερυθρό και γαλάζιο χρώμα. Καθώς το συνολικό ύψος του γλυπτού με τη βάση του θα έφθανε τα 12 μ. μπορούμε να φανταστούμε τη συγκλονιστική εντύπωση που θα προξενούσε στους αρχαίους προσκυνητές στο ιερό.
Ξακουστό έκθεμα του Μουσείου είναι βέβαια και το περίφημο άγαλμα του Eρμή, έργο του φημισμένου γλύπτη Πραξιτέλη, που θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα και πλέον ονομαστά γλυπτά της αρχαιότητας. Το άγαλμα βρέθηκε στο Ηραίο της Ολυμπίας, το 1877, όπου είχε μεταφερθεί από άλλο άγνωστο σημείο του ιερού στα ύστερα χρόνια. Εκεί το είδε και ο Παυσανίας, που το μνημονεύει ως έργο Πραξιτέλειας τέχνης. Κι αυτό, γιατί η τέλεια απόδοση της σάρκας και των μυών και ο αρμονικός σιγμοειδής κυματισμός του σώματος αποτελούν χαρακτηριστικά της τεχνοτροπίας του Πραξιτέλη. Το έργο θεωρείται από τους περισσότερους ερευνητές πρωτότυπη δημιουργία του μεγάλου γλύπτη και χρονολογείται στο 330 π.X. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για αριστουργηματικό γλυπτό, μοναδική δε είναι η αίσθηση Ολύμπιας ηρεμίας που αποπνέει το πρόσωπο του Ερμή.
Ο Ερμής του Πραξιτέλη, 330 π.Χ.
Ο θεός παριστάνεται γυμνός, κρατώντας στο αριστερό του χέρι τον Διόνυσο βρέφος ενώ ταυτόχρονα στηρίζεται σε κορμό δέντρου πάνω στον οποίο πέφτει με πυκνές πτυχώσεις το ιμάτιο του. Το βρέφος προσπαθεί να φτάσει κάποιο αντικείμενο, μάλλον ένα τσαμπί σταφύλι, που κρατούσε ο θεός στο υψωμένο δεξί του χέρι, υποδηλώνοντας έτσι τη μελλοντική σχέση του Διόνυσου με το κρασί. Το κάλλος του αγάλματος θα πρέπει να συμπλήρωνε η πλούσια επιζωγράφισή του, όπως δείχνουν τα ίχνη καστανέρυθρου χρώματος στους βοστρύχους των μαλλιών και επιχρύσωσης στο σανδάλι του δεξιού ποδιού.
Εκθέματα σημαντικής ιστορικής και καλλιτεχνικής αξίας
Θα ήθελα να αναφερθώ σε κάποια εκθέματα του Μουσείου Ολυμπίας, τα οποία αν και δεν είναι τόσο δημοφιλή (όπως τα λεγόμενα Ηighlights), κατά τη γνώμη μου ξεχωρίζουν είτε επειδή αποτελούν τεκμήρια σημαντικών ιστορικών γεγονότων είτε για τη σπουδαία καλλιτεχνική τους αξία.
Ξεκινώντας από την αίθουσα ΙΙ με τα ευρήματα της πρώτης φάσης του ιερού στη Γεωμετρική – Πρώιμη Αρχαϊκή εποχή (9 ος -7 ος π.Χ. αιώνας), η χάλκινη γυναικεία πτερωτή προτομή στο κέντρο αποτελεί ένα σπάνιο δείγμα σφυρήλατου, περίοπτου έργου. Έχει κατασκευαστεί με την τεχνική των σφυρήλατων ελασμάτων, που προσαρμόζονταν σε ξύλινο πυρήνα και η επιβλητική μορφή της έχει ερμηνευθεί ως θεϊκό ή δαιμονικό ον, ως Άρτεμις, Νίκη ή Σφίγγα. Το εξαίρετο αυτό έργο κατασκευάστηκε σε νησιωτικό-ιωνικό εργαστήριο ή σε λακωνικό από Ίωνα καλλιτέχνη, περί το 590-580 π.Χ. Σύμφωνα μάλιστα με πρόσφατη θεωρία, ίσως προέρχεται από τον πλαστικό διάκοσμο του ναού της Ήρας.
Χάλκινη πτερωτή προτομή, περί το 590-580 π.Χ.
Σε ένα άλλο, μεγάλο και σφυρήλατο περίτμητο έλασμα εικονίζεται καθιστή Γρύπαινα που θηλάζει το μικρό της – ο μικρός γρύπας μόλις διακρίνεται στην κοιλιά της μητέρας του. Η απεικόνισή του άγριου δαιμονικού όντος, που είχε ανατολίτικη προέλευση σε αυτήν την τρυφερή στιγμή είναι μοναδική στην εικονογραφία της αρχαίας τέχνης. Το χάλκινο έλασμα, που είναι έργο κορινθιακού εργαστηρίου και χρονολογείται στο 630-620 π.Χ. πιθανώς προσαρμοζόταν σε ξύλινο πυρήνα, καθώς βρέθηκε μαζί με υπολείμματα της ξύλινης επιφάνειας, πάνω στην οποία ήταν στερεωμένο. Έχει υποστηριχθεί, ότι κοσμούσε πρώιμο κτήριο του ιερού ως επένδυση ξύλινου αρχιτεκτονικού μέλους. Ωστόσο, ελκυστική είναι μία πρόσφατη θεωρία, ότι ίσως αποτελούσε τον διάκοσμο του καλύμματος της περίφημης ξύλινης λάρνακας του Κυψέλου, η οποία δεν έχει σωθεί, αλλά περιγράφεται από τον Παυσανία.
Χάλκινο έλασμα με γρύπαινα, περί το 630-620 π.Χ.
Στην επόμενη αίθουσα (ΙΙΙ) εκτίθενται ευρήματα πήλινα και χάλκινα, που χρονολογούνται κυρίως στην ύστερη Αρχαϊκή εποχή (τέλος 6ου – αρχές 5ου αι. π.Χ). Την εποχή αυτή το ιερό αναπτύσσεται ταχύτατα και οι πολυάριθμοί προσκυνητές αφιερώνουν πλήθος χάλκινων αναθημάτων. Τη θέση των μνημειωδών χάλκινων τριποδικών λεβήτων παίρνουν έτσι μικρότερου μεγέθους πολυτελή, χάλκινα σκευή με περίτεχνες διακοσμήσεις. Επιπλέον νέα σχήματα μεταλλικών αγγείων, που συνδυάζουν πρακτικές χρήσεις με τη χρησιμοποίησή τους σε λατρευτικές τελετές, όπως υδρίες, οινοχόες, φιάλες, κάδοι, χερνίβεια, και θυμιατήρια εμφανίζονται στο ιερό.
Χαρακτηριστικά έργα μικροτεχνίας που αποπνέουν μία ιδιαίτερη χάρη είναι δύο ειδώλια: η καθιστή σφίγγα και η όρθια γυναικεία μορφή στον τύπο της αρχαϊκής κόρης, που με το ένα χέρι ανασηκώνει τον χιτώνα της και με το λυγισμένο κρατά άνθος. Και τα δύο κοσμούσαν τις βάσεις μεταλλικών σκευών. Η καλλιτεχνική αξία τους επιβεβαιώνει την προέλευσή τους από ένα εκ των μεγάλων εργαστηρίων μεταλλουργίας της Αρχαϊκής – πρώιμης Κλασικής εποχής. Τα βασικά τεχνοτροπικά στοιχεία της απόδοσης των δύο μορφών συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι φιλοτεχνήθηκαν στο λακωνικό εργαστήριο, ένα από τα σπουδαιότερα κέντρα παραγωγής χάλκινων ειδωλίων και γενικότερα περίτεχνων σκευών με πλαστικό και ανάγλυφο διάκοσμο. Η χρονολόγησή τους στο β΄ μισό του 6ου αι. π.Χ. τα εντάσσει στην περίοδο μεγάλης ακμής του εργαστηρίου αυτού.
Χάλκινο ειδώλιο σφίγγας (β΄ μισό του 6ου π.Χ. αιώνα)
Χάλκινο ειδώλιο όρθιας γυναικείας μορφής στον τύπο της αρχαϊκής κόρης (β΄ μισό του 6ου π.Χ. αιώνα)
Στην αίθουσα IV εκτίθενται έργα της μεγάλης πηλοπλαστικής. Τα πήλινα αγάλματα, που βρέθηκαν στην Ολυμπία, αποτελούν ένα μοναδικό και σπάνιο σύνολο στον ελλαδικό χώρο. Αποτελούσαν μέρος συνθέσεων ή συμπλεγμάτων, που είτε ήταν αναθήματα στο ιερό, είτε κοσμούσαν τις στέγες των κτιρίων ως ακρωτήρια ή εναέτιες μορφές.
Mοναδικό αριστούργημα της μεγάλης πηλοπλαστικής είναι το σύμπλεγμα του Διός με τον Γανυμήδη, που συγκολλήθηκε από εκατοντάδες θραύσματα, τα οποία είχαν έρθει στο φως κατά την ανασκαφή. O θεός κινείται ορμητικά προς τα δεξιά, κρατώντας με το δεξί του χέρι τον νεαρό Γανυμήδη, γιό του βασιλιά της Tροίας για να τον οδηγήσει στον Όλυμπο, όπου θα τον κάνει οινοχόο των θεών. H καλλιτεχνική τελειότητα αυτού του έργου δεν οφείλεται μόνο στην άριστη επεξεργασία του πηλού και στην πολυχρωμία, αλλά και στην εκφραστικότητα στα πρόσωπα των μορφών, πρωτόγνωρη για την πρώιμη αυτή εποχή. Το έργο ήταν κεντρικό ακρωτήριο στη στέγη κάποιου μικρού κτιρίου, πιθανώς του Θησαυρού των Σικυωνίων και κατασκευάστηκε σε κορινθιακό εργαστήριο. Χρονολογείται στο 480-470 π.X.
Πήλινο σύμπλεγμα του Διός με τον Γανυμήδη, περί το 480-470 π.X.
Εξαιρετικό έργο τέχνης είναι και το πήλινο άγαλμα πολεμιστή στην άλλη πλευρά της αίθουσας, του οποίου δεν σώθηκε η κεφαλή. O πολεμιστής πρέπει να αποτελούσε μέρος αναθηματικού συμπλέγματος με περισσότερες μορφές. Το άγαλμα είναι γυμνό και παριστάνεται σε διασκελισμό, δίνοντας την εντύπωση έντονης κίνησης. Χρονολογείται στις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα και είναι επίσης, δημιούργημα κορινθιακού εργαστηρίου. Στον κοντό χιτώνα, που είναι ριγμένος στον αριστερό ώμο του διατηρείται σε εξαιρετική κατάσταση η διακόσμηση με έντονα χρώματα, ερυθρό και μελανό.
Πήλινο άγαλμα ανδρικής μορφής, αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα
Από τα σημαντικότερα όμως, εκθέματα της αίθουσας με πολύ μεγάλη ιστορική αξία είναι τα δύο κράνη, που εκτίθενται στη μικρή κεντρική προθήκη. Tο πρώτο, κορινθιακού τύπου κράνος, είναι το περίφημο κράνος του Μιλτιάδη. Δίπλα του εκτίθεται ένα, επίσης σημαντικό ιστορικό τεκμήριο, το κράνος ασσυριακού τύπου, που ήταν λάφυρο από τους Περσικούς πολέμους. Η επιγραφή του, που είναι με στικτά γράμματα αποδεικνύει, ότι ήταν ανάθημα των Αθηναίων, καθώς αναφέρει: ΔΙΙ ΑΘΕΝΑΙΟΙ ΜΕΔΟΝ ΛΑΒΟΝΤΕΣ. Είχε προσφερθεί δηλαδή στον Δία ως αναγνώριση για τη συμβολή του σε νικηφόρα μάχη κατά των Περσών. Χρονολογείται στις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα.
Ασσυριακό κράνος, λάφυρο από τους Περσικούς πολέμους, ανάθημα στον ναό του Διός (αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα)
Τα λιγοστά χάλκινα γλυπτά, που έφεραν στο φως οι ανασκαφές, μας δίνουν μία εικόνα της τελειότητας των δημιουργημάτων της χαλκοπλαστικής των Κλασικών χρόνων, δεδομένου ότι τα περισσότερα χάλκινα αναθήματα είτε αποτέλεσαν λεία επιδρομέων είτε καταστράφηκαν στην ύστερη αρχαιότητα. Αριστουργηματική δημιουργία Αργείου καλλιτέχνη, που χρονολογείται περίπου στο 470 π.X., είναι όμως, ο χάλκινος ίππος από τέθριππο άρμα, που είχε προσφερθεί ως ανάθημα στο ιερό. Ένα έργο, που ξεχωρίζει για τη ρεαλιστική και λεπτομερή απόδοση των ανατομικών λεπτομερειών του ζώου.
Χάλκινο αγαλμάτιο ίππου, περί το 470 π.X.
Στην αίθουσα VΙΙ παρουσιάζονται αντικείμενα, που έχουν σχέση με την κατασκευή του χρυσελεφάντινου αγάλματος του Διός. Iδιαίτερη θέση εδώ έχει ένα μοναδικό εύρημα, η μελαμβαφής οινοχόη, στη βάση της οποίας είναι χαραγμένη η επιγραφή ΦΕΙΔΙΟ ΕΙΜΙ, δηλαδή «ανήκω στον Φειδία». Ο Φειδίας εργάστηκε στην Ολυμπία περίπου το 440-430 π.Χ, όταν εξορίστηκε από την Αθήνα και μαζί του πρέπει να έφερε και τα προσωπικά του αντικείμενα, όπως μαρτυρούν τα θραύσματα αττικών ερυθρόμορφων αγγείων, που βρέθηκαν στο χώρο του εργαστηρίου του.
Η οινοχόη του Φειδία, περί το 440-430 π.Χ.
Στην αίθουσα IX στεγάζονται ευρήματα της Ελληνιστικής κυρίως εποχής, λιγοστά σε σχέση με το πλήθος των αγαλμάτων θεών, ηρώων και αθλητών που γνωρίζουμε από τις πηγές, ότι κοσμούσαν την Ολυμπία. Ξεχωρίζει το εξαιρετικής χάρης και ομορφιάς μικρό μαρμάρινο κεφάλι Αφροδίτης Λ98 στον τύπο της «Κνιδίας» του Πραξιτέλη, που βρέθηκε στο Λεωνιδαίο. Κάποιοι ερευνητές αναγνωρίζουν στα χαρακτηριστικά της μορφής την τέχνη του μεγάλου γλύπτη (4ος π.Χ. αιώνας), αλλά πιθανότερη είναι η χρονολόγησή του στον 2ο ή πρώιμο 1ο αιώνα π.Χ.
Μαρμάρινο κεφάλι Αφροδίτης (πιθανόν 2ου ή 1ου π.Χ. αιώνα)
Η αίθουσα ΧΙΙ είναι αφιερωμένη σε ευρήματα από τους τελευταίους αιώνες του ιερού, ενώ εκτίθενται και αντικείμενα από το γειτονικό ρωμαϊκό νεκροταφείο στη θέση Φραγκονήσι, όπου ενταφιάζονταν και οι ιερείς, αλλά και αθλητές. Το 2018 είχαμε την τύχη να εντοπίσουμε σε επιφανειακή έρευνα στη θέση αυτή ένα σπάνιο εύρημα, που από το 2022 εκτίθεται στην προθήκη 101. Πρόκειται για την πήλινη επιγραφή, που φέρει εγχάρακτους τους πρώτους 13 στίχους της ραψωδίας ξ της Οδύσσειας. Η επιγραφή, με βάση τα δεδομένα της ανασκαφής της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ηλείας για το σημείο όπου βρέθηκε, μπορεί να χρονολογηθεί στα τέλη του 2ου μ.Χ. με αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα και είχε επαναχρησιμοποιηθεί ως οικοδομικό υλικό σε καμαροσκεπές ταφικό μνημείο του 3ου μ.Χ. αιώνα. Σύμφωνα με τα δεδομένα της έρευνας, η επιγραφή αποτελεί το παλαιότερο σωζόμενο απόσπασμα των συγκεκριμένων στίχων και συγχρόνως πρόκειται για ένα από τα παλαιότερα κείμενα της Οδύσσειας από τον Ελληνικό χώρο.
Πήλινη επιγραφή με εγχάρακτους τους πρώτους 13 στίχους της ραψωδίας ξ της Οδύσσειας (2ος μ.Χ. – αρχές 3ου μ.Χ. αιώνα)
* Η κυρία Ερωφίλη – Ίρις Κόλλια είναι απόφοιτη του Τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ και διδάκτωρ του ίδιου ιδρύματος.
Υπηρετεί στο υπουργείο Πολιτισμού από το 1993 και διετέλεσε διευθύντρια της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πατρών και της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κεφαλληνίας πριν αναλάβει τη διεύθυνση της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ηλείας. Έχει πραγματοποιήσει πλήθος σωστικών ανασκαφών, κυρίως στην επαρχία Αιγιαλείας, συστηματική ανασκαφή στην αρχαία Κερύνεια (Μαμουσιά Αιγιαλείας) ενώ ήταν είναι μέλος της ελληνικής ανασκαφικής έρευνας στη Σύβαρη Κάτω Ιταλίας και υπεύθυνη των ανασκαφών στο πλαίσιο των μεγάλων έργων της ΕΡΓΟΣΕ- Ολυμπία Οδός. Από το 2005 συμμετέχει στην ανασκαφή, μελέτη και δημοσίευση της αρχαιολογικής έρευνας του ιερού των Πρώιμων Ιστορικών Χρόνων του Ελικωνίου Ποσειδώνα στην Αχαΐα.
Έχει συγγράψει πολλά άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά, μονογραφία με θέμα «Ελληνιστική κεραμική από τη Νάξο» (2006), βιβλίο σε συνεργασία με τον αρχαιολόγο Α. Βόρδο για τις αρχαίες πόλεις της Αιγιάλειας (2008) και έχει πάρει μέρος με ανακοινώσεις σε διεθνή και τοπικά αρχαιολογικά συνέδρια.
Πηγή: MonoNews Μ. Θερμού