Αθηναίος τραγικός ποιητής καί μουσικός έξ έπιφανούς οίκου, γεννηθείς τω 447 π.Χ.· ήτο υιός τού Τεισαμενού. Νεώτατος κατελθών εiς τόν δραματικόν άγώνα τών Ληναίων έκέρδισε τό πρώτον βραβείον. Θεωρείται ο σπουδαιότερος δραματικός μετά τούς τρείς μεγάλους Αίσχύλον, Σοφοκλή καί Εύριπίδην. Μετά τήν νίκην του έν τοις Ληναίοις τω 416 π.Χ. έτέλεσεν έορτήν καί έκάλεσεν είς δείπνον φίλους, μεταξύ τών όποίων καί τόν φιλόσοφον Σωκράτη. `Ο Πλάτων, λαβών άφορμήν έκ τής έορτής εκείνης, έγραψε τόν διάλογον «Συμπόσιον», τού όποίου θέμα είναι ο έρως.
Ο ‘Αγάθων ήτο λεπτός, τρυφερός, κοινωνικώτατος, ευχάριστος καί όμορφος. Ήτο ο πρώτος, ο όποίος είσήγαγε τό «χρωματικόν γένος» εiς τά μουσικά μέρη τών τραγουδιών· έκ τούτου δέ παρέμεινε παροιμιώδης ή έκφρασις «’Αyάθωνος αύλησις», δηλούσα τήν εύχάριστον καί ήδονικήν αύλησιν: «θαυμάζω δέ καί ‘Εράτωνα τουτονί τας μέν έν τοις μέλεσι παραχρώσεις βδελυττόμενον καί κατηγορούντα τού καλού ‘Αγάθωνος, ον πρώτον είς τραγωδίαν φασίν εμβαλείν καί υποψίξαι το χρωματικόν». [«’Απορώ μέ τόν Έράτωνα άπό εδώ, ό όποίος άπεχθάνεται τήν χρήσιν τής χρωματικής κλίμακος είς τά μέλη καί κατηγορεί τόν ώραϊον ‘Αγάθωνα, ο οποίος, λέγεται, έβαλε καί άνέμειξεν είς τήν τραγωδίαν τήν χρωματικήν κλίμακα»: Πλούταρχος, Συμποσιακά Γ’ 645 Ε, Ι.]
Ο ‘Αριστοτέλης ψέγει τόν ‘Αγάθωνα, διότι, νεωτερίσας, είσήγαγεν «έμβόλιμα χορικά άσματα» ήτοι μή έχοντα σχέσιν μέ τήν ύπόθεσιν τής τραγωδίας: «Καί τόν χορόν δέ ένα δει ύπολαβείν τών υποκριτών καί μόριον είναι του όλου καί συ συναγωνίζεσθαι μή ώσπερ Εύρυπίδη, άλλ’ ώσπερ Σοφοκλεί, τοις δέ πολλοίς τά αδόμενα ουδέν μάλλον τον μύθου ή άλλως τραγωδίας έστίν• διο εμβόλιμα άδουσιν, πρώτου άρξαντος ‘Αγάθωνος τού τοιούτου». [Τόν χορόν έξ άλλου πρέπει νά τόν θεωρούμεν, όπως καί τούς ήθοποιούς, ότι δηλαδή είναι συστατικόν μέρος τού συνόλου, λαμβάνει καί αυτός μέρος είς τό δράμα, όχι καθώς είς τόν Εύριπίδην, άλλά όπως είς τόν Σοφοκλέα. Διά τούς πλείστους όμως τά άσματα δέν άνήκουν καθόλου περισσότερον είς τήν ύπόθεσιν τού έργου των, παρά εiς άλλην τραγωδίαν• Δι’ αυτό άδουν έμβόλιμα, άφ’ ότου πρώτος ήρχισε τήν συνήθειαν αυτήν ό ‘Αγάθων»: ‘Αριστοτέλης, Περί Ποιητικής 1456α, 31/18.]
‘Εγραψε τάς τραγωδίας: Τήλεφος, ‘Αερόπη, ‘Ιλίου Πέρσις, ‘Αλκμέων, Θυέστης, Μυσοί, ‘Ανθος (ή ‘Ανθεύς ή ‘Ανθης). Άπέθανε τω 400 π.Χ. έν Μακεδονία, προσκληθείς μετά τού Εύριπίδου καί άλλων καλλιτεχνών υπό του βασιλέως Αρχελάου περί τό 407 π.Χ. Ο Γερμανός ποιητής Μαρτίνος Wieland (1733-1813) έλαβε τον ‘Αγάθωνα ώς Θέμα εν τω ομωνύμω φιλοσοφικώ αυτού μυθιστόρημα, το οποίον μετεφράσθη ελληνιστί υπό τού Κ. Κούμα (Βιέννη 1814).
Τό αποσπάσματα τών τραγωδιών τού ‘Αγάθωνος έδημοσίευσαν: Kayser (1845), Wagner (Παρίσιοι, 1846), Ritschl (Λειψία 1867, έκδ. Teubner), August Nauck (Tragicorum Graecorum Gragmenta, Λειψία 1899, εκδ, Teubner/Hildesheim 1983, εκδ. Georg Olms).
Από το βιβλίο “Αρχαίοι Έλληνες Μουσικοί”, Νικόλαος Σταμ. Ασπιώτης, Δαυλός
Πηγή: cognoscoteam