Κατά τον Ηρόδοτο, οι Θάσιοι, που ως το 463 π.Χ. είχαν στα χέρια τους το εμπόριο του χρυσού και του αργύρου του Παγγαίου, κέρδιζαν 200 με 300 τάλαντα το χρόνο, από τα οποία 80 από τη Θάσο, 80 από τη Σκαπτή Ύλη και τα υπόλοιπα από το Παγγαίο. Επίσης κατά τον Ηρόδοτο, ο Πεισίστρατος, τον 6ο αιώνα π.Χ., χάρη στα πλούτη που απέκτησε στα μεταλλεία του Παγγαίου κατά την εξορία του, ανακατέλαβε την εξουσία στην Αθήνα και στερέωσε την εξουσία του.
Ομοίως, πάλι κατά το Ηρόδοτο, ο τύραννος της Μιλήτου Ιστιαίος απέκτησε πολλά από τα πλούτη του –είχε κόψει μάλιστα και χρυσά νομίσματα- από τα χρυσωρυχεία της Μυρκίνου (κοντά στον Στρυμόνα), τα οποία του είχε παραχωρήσει ο Δαρείος, σαν κυρίαρχος της περιοχής την εποχή εκείνη.
Ο Αριστοτέλης στο έργο του «Περί θαυμασίων ακουσμάτων» αναφέρει ότι στην περιοχή υπήρχε «χρυσίτις άμμος», καθώς και χρυσοφόρο χώμα («αχώνευτος γη, η το χρυσίον εκβάλλουσα»), απ’ όπου με τα πλυντήρια («χρυσοπλύσια») έβγαζαν το χρυσό, με μικρές σχετικά δαπάνες.
Ο Φίλιππος Β’ οργάνωσε τα μεταλλεία του Παγγαίου κατά θαυμαστό τρόπο. Κάνοντας κέντρο της μεταλλευτικής δραστηριότητας τις Κρηνίδες, που μετονόμασε σε Φιλίππους, πλούτισε την περιοχή με πλήθος έργων, μεταλλευτικά και εγγειοβελτιωτικά, και ανακάλυψε νέα μεταλλεία, φτάνοντας, κατά τον Διόδωρο, την ετήσια παραγωγή χρυσού σε 1.000 τάλαντα.
Βελτίωσε μάλιστα και την καθαρότητα του χρυσού κατά δύο περίπου καράτια, πράγμα που δείχνει και αντίστοιχες βελτιώσεις στις μεθόδους και στα μέσα απόληψης των μετάλλων από τα μεταλλεύματά τους. Το μέγεθος του πλούτου που αποκόμισε ο Φίλιππος από τα μακεδονικά «χρυσεία» αποτυπώνεται στους «φιλίππειους», τους χρυσούς στατήρες που έφεραν την κεφαλή είτε του Απόλλωνα είτε του Ηρακλή είτε του Δία και στην άλλη πλευρά σκηνή από αγωνίσματα. Εκδόθηκαν από το 352 έως το 336 π.Χ. και κυκλοφορούσαν έως τον 2ο αι., όχι μόνο στη Μακεδονία, αλλά και στη Ρώμη (όπως αναφέρουν ο Λίβιος και ο Πλαύτος), στη Γαλατία.
Με το νόμισμα αυτό κατάφερε να ανταγωνισθεί τους «δαρεικούς στατήρες» που ήταν χρυσές κοπές που έφεραν αρχικά παράσταση βασιλικού τοξότη, η οποία αργότερα αντικαταστάθηκε από παραστάσεις λέοντα και ταύρου και οι οποίοι εκδόθηκαν από τον Δαρείο τον Α’. Επίσης υπερίσχυσε στον νομισματικό πόλεμο με τις αργυρές δραχμές της Αθηναϊκής Δημοκρατίας.
Η κατάκτηση της Περσικής αυτοκρατορίας από τον Μ. Αλέξανδρο έφερε στην κατοχή του τελευταίου αμύθητα πλούτη σε χρυσό και άλλα πολύτιμα μέταλλα. Ο Μέγας Αλέξανδρος στα Εκβάτανα το 330 π.Χ. και το 324 π.Χ. βρήκε αμύθητο θησαυρό, όπως βεβαιώνει ο Αρριανός. Κατά τον Ιουστίνο ο θησαυρός εκείνος έφθανε τα 180.000 τάλαντα ενώ κατά τον Στράβωνα τα 190.000 τάλαντα.
Αυτοί οι θησαυροί έκαναν τα μεταλλεία του Παγγαίου, και του υπόλοιπου ελλαδικού χώρου, ελάχιστα κερδοφόρα ή και ασύμφορα, με αποτέλεσμα να γνωρίσει παρακμή η εκμετάλλευσή τους. Το ενδιαφέρον για την εκμετάλλευσή τους κορυφώθηκε εκ νέου επί Φιλίππου Ε’ (221 – 179 π.Χ.), για τον οποίο ο Τίτος Λίβιος γράφει ότι όχι μόνο φρόντισε να ξαναλειτουργήσουν τα παλιά μεταλλεία, αλλά άνοιξε και νέα σε πολλές θέσεις.
Η εκμετάλλευσή τους συνεχίστηκε και επί του τελευταίου βασιλιά των Μακεδόνων Περσέα, για να περιέλθουν στη συνέχεια στην αφάνεια.
Πηγή: visaltis,/www.xrysoselladas.gr