Η λιτανεία είναι ένα είδος μαζικής προσευχής για κοινά κοινωνικά θέματα με μεγάλη δόση διαδικασιών που μας θυμίζουν αρχαίες λατρείες. Μια εικόνα ή το λείψανο ενός Αγίου περιφέρονται με όλους τους πιστούς που ακολουθούν. Η λέξη λιτανεία, προέρχεται από το ουσιαστικό «Λιτή» = δέηση, παράκληση και δηλώνει την ενέργεια του «λιτανεύει», δηλαδή, την πάνδημο παράκληση προς επέμβαση Θεού, σε περιόδους επιδημίας, ανομβρίας κλπ. Στην εκκλησιαστική γλώσσα λιτανεία είναι η «μετ’ευχών και ύμνων» θρησκευτική τελετή, με συμμετοχή του κλήρου και του λαού, σε πομπή, προς επίκληση του Θεού σε καιρό θεομηνίας ή προς απόδοση τιμής σε μνήμη Αγίου κλπ. Σαν συνήθεια υπάρχει ήδη από τις αρχές του Γ’ αιώνα, όπου αρχικά και λόγω διωγμών, ετελούνταν πάντοτε την νύκτα, κυρίως ως «νεκρικαί πομπαί» (μεταφορά λειψάνων κλπ)
Η ΛΙΤΑΝΕΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΟΝ ΜΥΘΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΘΡΗΣΚΕΙΑ – Η ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΓΟΡΓΟΝΑ
Ένα άρθρο γραμμένο πριν απο 4 χρονια το οποίο αναδεικνύει όλες τις διαστάσεις του θέματος της Λιτανείας.
Ποιο είναι το νόημα της επίκλησης του Θείου? Υπάρχει αντίθεση μεταξύ θρησκείας και… pic.twitter.com/3lEVT2iebR— Theodoros Kolydas (@KolydasT) July 24, 2024
Υπονοούμενη ιδέα είναι πως, όπως οι γήινοι άρχοντες μπορούν να επηρεασθούν από τη μαζική βούληση του λαού, π.χ., από ένα συλλαλητήριο, έτσι κι ο Θεός μπορεί να εισακούσει καλύτερα την προσευχή του πλήθους παρά ενός μεμονωμένου ατόμου. Οι ανώτατοι άρχοντες, όπως και ο Επουράνιος Βασιλεύς, ίσως να επηρεάζονται με ένα μέσο: «Και σε μεσίτριαν έχω… ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου… Πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ…». Φανταζόμαστε ότι ίσως συμβαίνει «ως επί της γης και εν ουρανώ». Επιστημονική απόδειξη δεν υπάρχει, αλλά η διαίσθησή πολλών είναι ότι τόσο η προσευχή όσο και μια λιτανεία μπορούν να έχουν, έστω και σπάνια, ένα ευνοϊκό αποτέλεσμα. Ποια είναι όμως η εξήγηση αυτής της, έστω σπάνιας, αποτελεσματικότητας τέτοιων μεταφυσικών ενεργειών;
Με την προσευχή ξεχνιέμαι. Παραβλέπω το περιβάλλον μου και συγκεντρώνω την προσοχή μου αποκλειστικά στο πρόβλημά μου. Η ένταση της συγκέντρωσής μου ενδέχεται να επιτρέψει να προκύψει μέσα από το υποσυνείδητό μου, σαν από το πουθενά ή από το Άπειρο, η λύση, η καλύτερη τέλος πάντων, λύση. Υπάρχει ανομβρία. Οι αγρότες είναι απελπισμένοι. Οι καλλιέργειές τους πεθαίνουν από την ξηρασία. Κάνουν μια λιτανεία. Μπορεί, τυχαία, να βρέξει μετά ή, το πιθανότερο, και να μη βρέξει. (Κάποτε πάντως θα ανοίξουν οι ουρανοί). Κι έτσι κι αλλιώς όμως η λιτανεία σημαίνει να συγκεντρωθούν σε έναν τόπο πολλοί άνθρωποι που έχουν ένα κοινό πρόβλημα. Είναι οι ιδανικές συνθήκες για να το συζητήσουν, να προβληθούν ποικίλες λύσεις, οι περισσότερες ανόητες ή ανεφάρμοστες, αλλά δεν αποκλείεται να προκύψει από τη συζήτηση και μια ρεαλιστική λύση και να ενώσουν τις ψυχές τους με το Θείο. Στο κάτω κάτω θα λέγαμε οτι υπάρχουν και άλλοι τρόποι να ποτισθεί ένας τόπος εκτός από τη βροχή. Μήπως να μεταφέρουν νερό από αλλού; Μήπως να σκάψουν στη ρεματιά μπας βρουν στο πηγάδι νερό; Όποια λύση κι αν βρεθεί, αν βρεθεί, θα κάνει το θαύμα, τα χωράφια θα ποτισθούν, και θα είναι το αποτέλεσμα της λιτανείας.
Η ΛΙΤΑΝΕΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
Η μέθοδος της λιτανείας πάντως στην αρχαιότητα περιγράφεται από τον Ηρόδοτο στα ανάκτορα του Κύρου, βασιλιά των Περσών. Η βροχή στην αρχαία Ελλάδα ήταν πολυπόθητο δώρο και συχνά πολύ σπάνιο. Για αυτό η τέχνη του βροχοποιού ήταν σημαντική. Αυτό αποδεικνύεται στα νομίσματα της Κραννώνος τα οποία παρίσταναν ένα αμάξι με έναν αμφορέα που χρησίμευε για την πρόκληση της βροχής, από τους μάγους του Θεσσαλικού Κάμπου. Στις μαγικές λιτανείες της εποχής, γέμιζαν έναν αμφορέα με νερό και καθώς προχωρούσε το αμάξι, έπεφτε το νερό προς όλες τις κατευθύνσεις.
Ο Δίας κατά κανόνα ζούσε στις κορυφές των βουνών και εκεί πήγαιναν οι πιστοί να προσευχηθούν για τη βροχή. Όποιοι ανέβαιναν στο ιερό του Δία Ακραίου στο Πήλιο, ντύνονταν με φρεσκογδαρμένες προβιές. Σε αυτή τη φορεσιά κρύβεται μια παλιά συνήθεια σχετική με τη μαγεία του καιρού. Σύμφωνα με τα λαϊκά έθιμα, τα δέρματα διαφόρων ζώων χρησιμοποιούνταν για προστασία από κεραυνό και από χαλάζι. Όταν ο Φιλόσοφος Εμπεδοκλής κρέμασε προβιές γαϊδάρων στα βουνά γύρω από τον Ακράγαντα, για προστασία από τον άνεμο, στηριζόταν πάνω σε μια παλιά λαϊκή πίστη και μια τεχνική μαγείας της εποχής.
Επάνω στο Λυκαίο όρος της Αρκαδίας (κοντά στη Μεγαλόπολη) υπήρχε ένα πηγάδι που το ονόμαζαν Αγνό. Ο Παυσανίας αναφέρει πως οι ιερείς του Λυκαίου Διός στην Αρκαδία τελούσαν μαγική τελετή για πρόκληση βροχής στην πηγή της νύμφης Αγνούς. Όταν είχε ξηρασία, ο ιερέας του Δία πήγαινε στο πηγάδι, βουτούσε ένα κλωνάρι στο νερό και το ανακινούσε. Αμέσως, φαινόταν να υψώνεται καταχνιά από το πηγάδι. Δημιουργούνταν σύννεφα και έβρεχε σε όλη την Αρκαδία. Η τελετουργία αυτή ήταν το απλούστερο παράδειγμα κοινής μαγείας για βροχή.
Ναός Λυκαίου Διός
Οι μαγικές τελετές πέρασαν σταδιακά στη λατρεία των θεών και έγιναν ιερές τελετές. Πολλές από τις ιερές τελετουργίες – εκτός από την κοινότερη από αυτές, τη θυσία ενός ζώου- στην Ελλάδα είναι παλαιότερες ακόμη και από τους θεούς. Στην πραγματικότητα, ούτε η μαγεία στο Λυκαίο όρος, ούτε το ιερό κλωνάρι, προϋποθέτουν κάποιο θεό. Πρόκειται για ένα opus operatum* , που λειτουργεί μόνο του μέσα στο πλαίσιό του, χωρίς την επέμβαση καμιάς ανθρωπομορφικής θεότητας.
Η ΛΙΤΑΝΕΙΑ ΣΗΜΕΡΑ
Στη σύγχρονη Ελλάδα, ο Οκτώβριος είναι ο καταλληλότερος μήνας για σπορά. Για να σπείρει ο γεωργός, πρέπει πρώτα να βρέξει και τα πρωτοβρόχια είναι απαραίτητα για τη σπορά. Κι αν δε βρέξει; Τι γίνεται τότε; Τότε γίνεται λιτανεία. Οι κάτοικοι των χωριών από παλιά συγκεντρώνονταν στην εκκλησία και αφού διάβαζε ο παπάς ειδική ευχή, έπαιρναν τις εικόνες και ξεχύνονταν στον κάμπο, με τον παπά επικεφαλής να ψέλνει. Με τη λιτανεία – προσευχή και με σεβασμό στο Θεό, οι αγρότες παρακαλούσαν το Θεό για να φέρει βροχή.
Υπήρχαν όμως και «μαγικά» έθιμα που σκοπό είχαν όχι να παρακαλέσουν όπως οι λιτανείες το Θεό, αλλά να τον «εξαναγκάσουν» σε βοήθεια. Ένα από αυτά ήταν η Περπερούνα. Η περπερούνα ήταν ένα πανελλήνιο και πανάρχαιο έθιμο για την αναβροχιά και το έκαναν τα κορίτσια. Ένα έθιμο που πλέον βρίσκεται σε αχρησία, ωστόσο κρατά από τους αρχαίους χρόνους.
Στη Δυτική Θράκη το εφάρμοζαν ως το 1960-65 περίπου. Διάλεγαν ένα κοριτσάκι 8-10 ετών, συνήθως φτωχό ή ορφανό και το στόλιζαν με λουλούδια και πρασινάδα. Η πρασινάδα χρησίμευε, όπως έλεγαν στο Δρυμό της Μακεδονίας 15, ένα χωριό έξω από τη Θεσσαλονίκη, «για να πρασινίσει ο κάμπος σαν τη Πιρπιρού». Όλη η παρέα των κοριτσιών, με την Πιρπιρού στη μέση έφτανε σε ένα σπίτι και τραγουδούσε το τραγουδάκι της Περπερούνας.
«Περπερούνα φουντωτή /περιπατεί καμαρωτή, περιπατεί καμαρωτή, /το Θεό παρακαλεί./ Το Θεό παρακαλεί /για να βρέξει μια βροχή, /μια βροχή καλή, καλή. /Μπάρες- μπάρες τα νερά /στα χωράφια τα ξερά, /για να φέρουνε σοδειά».
Σε άλλους τόπους της πατρίδας μας, το έθιμο της Περπερούνας ήταν κάπως διαφορετικό. Στον Πόντο αντί για κορίτσι, για να μην το καταβρέχουν και κρυώσει, ντύνανε μια σκούπα. Έφτιαχναν κάτι σαν σκιάχτρο και το γύριζαν από σπίτι σε σπίτι, τραγουδώντας ένα άλλο τραγούδι. Οι νοικοκυρές, περιέλουζαν αυτό το σκιάχτρο με νερό και έδιναν φιλοδώρημα στα παιδιά που το κρατούσαν.
Του αγίου Γεωργίου, όταν χρειαζόταν βροχή και δεν έριχνε, τότε φτιάχνανε το Ντουντούκα. Δηλαδή, έναν άνθρωπο τον σκέπαζαν με χόρτα και μετά ρίχνανε απάνω του ντενεκέδες νερό. Ο Ντουντούκας ντυνόταν μετά τη λειτουργία στην εκκλησία και γύριζε σε όλο το χωριό.
Η ΛΙΤΑΝΕΙΑ ΛΟΓΩ ΛΕΙΨΥΔΡΙΑΣ -ΤΟΥ ΜΥΡΙΒΗΛΗ – Η ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΓΟΡΓΟΝΑ
Στο συγκεκριμένο απόσπασμα που ακολουθεί από κείμενο του Στρατή Μυριβήλη, ο τόπος αντιμετωπίζει έντονο πρόβλημα λειψυδρίας, επειδή έχει καιρό να βρέξει. Tο γεγονός απειλεί με καταστροφή τους ελαιώνες του χωριού, οι οποίοι αποτελούν το κύριο έσοδο των κατοίκων. Για να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο οι κάτοικοι αποφασίζουν να κάνουν λιτανεία και να παρακαλέσουν το Θεό να βρέξει.
Το κείμενο αυτό είναι απόσπασμα του μυθιστορήματος “Η Παναγιά η Γοργόνα”, που εκδόθηκε ολοκληρωμένο το 1949. Η υπόθεσή του διαδραματίζεται σε ένα παραλιακό χώρο, στη Μουριά και στη Σκάλα Συκαμιάς, κοντά στη Μυτιλήνη, και παρακολουθεί την απλή ζωή των κατοίκων της περιοχής λίγο μετά τη Mικρασιατική καταστροφή.
O τίτλος του αναφέρεται στην εκκλησία της περιοχής, την Παναγιά τη Γοργόνα, που σύμφωνα με το μύθο του έργου πήρε το όνομά της από μια εικόνα της Παναγίας ζωγραφισμένης ως γοργόνας.
“Έτσι οι άνθρωποι του ελιώνα αποφάσισαν να προσπέσουν στο Θεό. Oι δεσποτάδες του νησιού έστειλαν χαρτί σ’ όλες τις επαρχίες, να γίνουν λιτανείες σ’ όλα τα χωριά, παράκλησες για τη βροχή, που την κρατούσε ο Θεός μακριά από τα χώματα των αμαρτωλών.
Βγήκε ντελάλης στο χωριό, βγήκε και στη Σκάλα και το φώναξε, πως την Κυριακή ν’ ανέβουν όλοι στη Μουριά, να βγουν στα χωράφια να παρακαλέσουν.
Ξημέρωσε η Κυριακή και χτύπησαν οι δυο οι καμπάνες της Αγια-Φωτεινής πάνω στο βουνό, χτύπησε και το σιδερένιο σήμαντρο της Αγια-Σωτήρας του νεκροταφείου. Σα να παρακαλούσαν μαζί με τους ζωντανούς κι όλες οι χιλιάδες οι παλιοί ζευγάδες και ξοχαραίοι που ξεκουράζονταν εκεί από τη δούλεψη του ελιώνα. Ύστερα χτύπησε και το καμπανάκι από τα Ράχτα, της Παναγιάς της Γοργόνας το καμπανάκι, να σηκωθούν κι οι αλειτούργητοι οι ψαράδες ν’ ανέβουν στη λιτανεία.
Σηκώθηκαν λοιπόν και τούτοι, βάλαν τις καλές τους τις βράκες, βάλαν τις μαύρες μαλλένιες κάλτσες και τα γιορτερά παπούτσια, κι ανέβηκαν.
Από την εκκλησιά της Αγια-Φωτεινής, τ’ απολείτουργα, ξεκίνησε η συνοδειά. Μπροστά οι παπάδες, ο ένας με το χρυσό Βαγγέλιο, ο άλλο με τ’ ασημένιο. Στις τέσσερις γωνιές οι τέσσερις Ευαγγελιστάδες στο σμάλτο, δεμένο ένα γύρω με ρουμπίνια σα ροδοπαπούδες. Τα παλικάρια βαστούσαν τα κονίσματα, το μεγάλο το κόνισμα της Σαμαρίτιδας με το νερό στο σταμνί της. Και το άλλο με τη βρύση την εφτάκρουνη, που έχει τις γούρνες άσπρες, μαρμαροπελεκητές, και τα νερά τρέχουν από τη μία γούρνα στην άλλη. Στην πάνω πάνω γούρνα είναι η Παναγία με τα χέρια σηκωμένα για παρακάλεση.
Βγήκαν και τα λάβαρα με μαύρο κρέπι στον ασημένιο σταυρό, να δει ο Θεός τη θλίψη του κόσμου, και άστραφταν οι χρυσές φούντες στον ήλιο. Ήταν μαζί και τ’ αγόρια με τα φανάρια και τα ξεφτέρια, ντυμένα με τ’ άσπρα άμφια, ζωσμένα σταυρωτά με το κόκκινο ωμοφόρι.
Ξεκίνησε η πομπή για τα χωράφια, έβγαινε κι έβγαινε ο κόσμος από το πρόκλιτο και σωσμό δεν είχε. Άντρες, γυναίκες, παιδιά και γέροι, όλοι τ’ ακλούθησαν, να πάνε στον ελιώνα να παρακαλέσουν τον Κύριο, που κρέμασε τη γη πάνω στα νερά, να στείλει στα δέντρα τα πνέματα της βροχής.
Όσο βγαίναν από το χωριό, τα παπούτσια ακουγόντανε, χιλιάδες, στο καλντερίμι. Ύστερα άρχισε ο χωραφόδρομος, μονοπάτι, και δε χωρούσαν παρά ο ένας πίσ’ από τον άλλο. Η συνοδειά έγινε μακριά σαν ένα ατέλειωτο μαύρο φίδι, που κλωθογύριζε ανάμεσα στα δέντρα τις κουλούρες του. Σιγά σιγά χανόταν πίσω από μια πύκνα από καρυδιές, κι έλεγες πάει, καταχωνιάστηκε μέσα στη λαγκαδιά του Oρυάκα, και ξαφνικά πάλι, να κι έβγαινε το κεφάλι του στο ξάγναντο. Αυτό το κεφάλι άστραφτε από λέπια χρυσά και αργυρά, λαμποκοπούσαν στον ήλιο τα ξεφτέρια και τα φανάρια με τα κρύσταλλα. Όλο γλυκά χρώματα, ροδί και θαλασσί, πορτοκαλί και βυσσινί. Κατόπι ξετυλιγόταν, αργά αργά, η μαύρη ουρά, και σ’ όλο το δρόμο ο μπουχός σηκωνότανε σύννεφο ξανθό πάνω από την ανθρωπομάζωξη.
Πήγαν και σταμάτησαν στα Oμαλά, που είναι η μοναδική ισάδα μέσα στον ανηφορικόν ελιώνα. Εκεί σταμάτησε το κεφάλι της λιτανείας και το φίδι άρχισε να κουλουριάζεται, να συμμαζεύει τη μαυρίλα του, ώσπου σταμάτησε να τυλίγεται ως κι η άκρα της ουράς.
Τότες έκανε ο παπάς τον αγιασμό και ράντισε με βρεγμένο βασιλικό τον ελιώνα στα τέσσερα σημεία, σταυρωτά. Πήραν κι οι νοικοκυραίοι, κι οι γυναίκες, μέσα σε μπουκαλάκια, να ραντίσει καθένας το χτήμα του. Κατόπι οι παπάδες είπαν την παράκληση για τη βροχή, και σε κάθε φράση χίλιες φωνές έλεγαν «αμήν!».
Ανέβαινε πυκνό το μοσκολίβανο μαζί με την προσευκή, και τ’ ασημοκούδουνα από τα θεμιατά των παπάδων ακούγονταν παράξενα ανάμεσα στα δέντρα, μαζί με τα κυπροκούδουνα των ζωντανών που γύρευαν άδικα ένα χλωρό φύλλο. Στέκουνταν με κολλημένα πλευρά και μουκάνιζαν διψασμένα, βέλαζαν λυπητερά και ξεψυχούσαν από την πείνα και τη δίψα, γιατί η γης δεν έβγαζε νερό να δροσιστούν και χορτάρι να φάνε. Τα ’βλεπαν οι άντρες κι ανεστέναζαν. Τα ’βλεπαν οι γυναίκες κι έκλαιγαν.
— Του Κυρίου δεηθώμεν!
Η ευκή σηκωνόταν μονότονη, παρακαλεστική, κλαψιάρικη, σηκωνόταν με τη σκόνη και με τους καπνούς προς τον ουρανό:
— … Και σπλαγχνίσθητι ημίν, Κύριε, τοις χειμαζομένοις σφοδρώς, και τη των αναγκαίων ενδεία πιεζομένοις!
— Κύριε ’λέησον!, φώναζαν με πόνο οι χριστιανοί.
Κι ο παπάς ξέσερνε πάλι ψαλμουδιστά τη φωνή:
— Όμβρους ειρηνικούς εξαπόστειλον τη γη προς καρποφορίαν!
— Κύριε ’λέησον!
— Μέθυσον, Κύριε, τους αύλακας ταύτης ύδατος καθαρού, εις τροφήν ημών τε και των αλόγων ζώων!
Όλος ο κόσμος γονάτισε στα χώματα, έκανε το σταυρό του, κοίταζε παρακαλεστικά το Θεό μέσα στα γαλάζια μάτια τ’ ουρανού. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, είπαν με δύναμη «αμήην!». Να βουίξουν οι στεγνές λαγκαδιές, να πάει η φωνή τους ως τα πόδια του Κυρίου, να τους ακούσει.
Oι γυναίκες, εκνευρισμένες, με τα πρόσωπα κόκκινα από το περπάτημα και τη ζεστή σκόνη, σιγόκλαιγαν με θρησκευτικό υστερισμό. Oι γριές χτυπούσαν τον κόρφο και έκαιγαν μέσα στα κεραμιδάκια πηχτό «ελιόδακρυ» που μοσκοβολούσε γλυκά.
— Ελέησέ μας, Κύριε!
Έτσι τέλειωσε η λιτανεία κάτω από έναν ουρανό πυρωμένο και παστρικό”
Σ. Μυριβήλης, Η Παναγιά η Γοργόνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
*ελιώνα: ελαιώνα *ζευγάδες: γεωργοί *ξοχαραίοι: αγρότες *μαλλένιες: μάλλινες *τ’ απολείτουργα: μετά τη λειτουργία *εφτάκρουνη: με εφτά κρουνούς, κάνουλες *κρέπι: είδος λεπτού υφάσματος *ξεφτέρια: εξαπτέρυγα *ωμοφόρι: οι πλατιές υφασμάτινες ταινίες που φορούν πάνω από τα άμφια οι ιερείς, αλλά και οι βοηθοί τους *από το πρόκλιτο: από το νάρθηκα, δηλαδή το μπροστινό τμήμα, όπου και η είσοδος των πιστών *σωσμό δεν είχε: τελειωμό δεν είχε *καλντερίμι: λιθόστρωτο δρομάκι *μια πύκνα: ένα πυκνό τμήμα *στο ξάγναντο: στο ανοιχτό μέρος *ο μπουχός: η πυκνή σκόνη *ισάδα: ίσιωμα *θεμιατά: θυμιατά *σπλαχνήθητι…πιεζομένοις: ευσπλαχνίσου μας, Κύριε, για την ασήκωτη ταλαιπωρία μας και για τη μεγάλη έλλειψη των αναγκαίων για τη ζωή μας *όμβρους…καρποφορίαν: στείλε την ευλογημένη βροχή στη γη για να καρποφορήσει *μέθυσον…ζώων: χόρτασε τα αυλάκια της με καθαρό νερό, για να εξασφαλίσουμε τροφή για μας και για τα ζώα μας *υστερισμός: υστερία *ελιόδακρυ: πηχτό υγρό που βγαίνει από τον κορμό της ελιάς και χρησιμεύει σαν θυμίαμα
* Opus Operatum : «Έργο σφυρήλατο» Μια λατινική φράση που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την πνευματική επίδραση ενός θρησκευτικού τελετουργικού που προέρχεται από την αρετή που ενυπάρχει σ ‘αυτό, ή με τη χάρη που προσδίδεται σε αυτό, ανεξάρτητα από τον διαχειριστή.
Πηγές : http://ebooks.edu.gr, https://www.dogma.gr “Προσευχή και Λιτανεία”- Δημ. Α. Σιδερή, ομ. Καθηγητή καρδιολογίας- “Η ιστορία μιας πεταλούδας” Θοδωρής Κολυδάς