Λατρεύω τις γιαγιάδες που φορούν γκρι ταγιέρ και μαύρα λουστρίνια και κρατούν μια μικρή μαύρη τσαντούλα. Που φορούν μόνο τη βέρα τους και το μαλλί τους είναι κρεπαρισμένο και λίγο σπαστό από τα ρόλεϊ που έχουν βάλει αποβραδίς.
Λατρεύω τις γιαγιάδες που πηγαίνουν κάθε Κυριακή στην εκκλησία και βιάζονται να πουν πρώτες το Πάτερ Υμών. Που φοράνε τα καλά τους και βάζουν στο πορτοφόλι λίγα κέρματα για το κεράκι κι ένα λευκό μαντηλάκι. Που έχουν ροζιασμένα χέρια και στριμώχνονται να πάρουν πρώτες το αντίδωρο για να επιστρέψουν σπίτι.
Λατρεύω τις γιαγιάδες που δυσκολεύονται να ανέβουν στο τρόλεϊ κι αν τύχει να τις βοηθήσεις, σε στολίζουν με χίλιες ευχές. Που κάθονται μετά δίπλα σου και σου λένε οτιδήποτε άσχετο, περιμένοντας να τις ακούσεις με προσοχή. Που δίνουν συμβουλές στο παιδί σου και θυμούνται τι έκαναν τα δικά τους παιδιά στην αντίστοιχη ηλικία.
Λατρεύω τις γιαγιάδες που ζυμώνουν ψωμί κι ανοίγουν φύλλο για να φτιάξουν πίτα, γιατί το έτοιμο είναι σαν χαρτί. Που ξεχωρίζουν τα φαγητά σε γιορτινά και μη. Που παρόλη την ηλικία τους και την οικονομική τους κατάσταση, κάνουν πολύ συχνά το τραπέζι σε παιδιά και εγγόνια.
Λατρεύω τις γιαγιάδες που πλέκουν δαντέλες, σεμέν, τραπεζομάντηλα και πετσετάκια. Που γεμίζουν το σπίτι σου με διάφορα τέτοια εργόχειρα, γνωρίζοντας πως αμέσως μόλις φύγουν, θα τα βγάλεις. Που αυτά τα εργόχειρα δεν είναι απλώς μοναδικά, αλλά κάθε βελονιά έχει αγάπη και μεράκι.
Λατρεύω τις γιαγιάδες που φτιάχνουν γλυκό κυδώνι και το σερβίρουν στον παλιό δίσκο, όπου είναι κι αυτός στρωμένος με πλεκτό πετσετάκι. Που το πιατελάκι είναι επίσης παλιό, από το σερβίτσιο που ήταν δώρο στον γάμο τους. Που το κυδώνι είναι κομμένο στο χέρι με υπομονή κι αγάπη.
Λατρεύω κι αυτές που φτιάχνουν μπακλαβά την Πρωτοχρονιά με πολλά φύλλα, με πολλά καρύδια και πολύ σιρόπι. Που το ταψί είναι τόσο μεγάλο ώστε να φτάσει να ταΐσουν και να γλυκάνουν όλη τη γειτονιά κι όλους όσοι έρθουν για τα «Χρόνια Πολλά». Που βάζουν πάνω από κάθε κομμάτι ένα γαρύφαλλο για άρωμα και στολίδι.
Λατρεύω τις γιαγιάδες που στα νιάτα τους κάθισαν σε αργαλειό, άναψαν τον φούρνο του σπιτιού τους για να μαγειρέψουν, είχαν γάιδαρο και κατσίκα στην αυλή. Που στις αυλές τους είχαν πολλές γλάστρες με γαρυφαλλιές και πλατύφυλλους βασιλικούς για να τους πάνε του Σταυρού στην εκκλησία. Που άσπριζαν με ασβέστη τα σκαλοπάτια του σπιτιού, τα πεζούλια, το κοτέτσι και τη πέτρινη βρύση όπου βασάνιζαν με τον κόπανο σχεδόν καθημερινά.
Λατρεύω τις γιαγιάδες που μιλούν για τον πόλεμο, την κατοχή, την πείνα κι εύχονται «Παιδί μου, να μη τα ζήσει ποτέ ξανά άνθρωπος». Που δακρύζουν καθώς τα θυμούνται. Που ανάβουν το καντήλι για τους δικούς τους που χάθηκαν σε εκείνους τους δύσκολους καιρούς.
Λατρεύω τις γιαγιάδες που μυρίζουν κολόνια Μυρτώ με άρωμα λεμόνι. Που δε βάφουν τα χείλη τους και δε πάνε κόντρα στο χρόνο. Που καμαρώνουν κάθε ρυτίδα του προσώπου τους. Που κάθε ρυτίδα έχει και μια ιστορία, έναν πόνο, μια εμπειρία και μια συμβουλή. Που για αυτές τις γιαγιάδες δεν υπάρχει η τρίτη ηλικία, γιατί έχουν τη δική τους ηλικία που κουβαλούν στην ψυχή τους.
Δήμητρα Μουλαρά