Ο Πιερ και η Μαντλέν επεξεργάζονται μια σειρά από ευρήματα της ρωμαϊκής Αθήνας σε έναν «αρχαιολογικό χώρο» που έχουν την τύχη να απολαμβάνουν μόνοι τους. Δεν έχουν πληρώσει εισιτήριο και αναρωτιούνται γιατί δεν υπάρχει κανείς άλλος σε αυτή την καταπράσινη έκταση 20 στρεμμάτων που απλώνεται πίσω από το Μέγαρο της Δούκισσας της Πλακεντίας. Αυτό είναι το πρώτο που λένε όταν τους ρωτάω πώς βρήκαν τον δρόμο μέχρι τους κήπους του Βυζαντινού Μουσείου. «Είναι περίεργο που είμαστε μόνοι μας, αλλά και κάπως ανακουφιστικό μετά την εμπειρία της Ακρόπολης».
Οι κήποι του μουσείου, όραμα του αείμνηστου Δημήτρη Κωνστάντιου, αν και έχουν πλέον αρκετά χρόνια λειτουργίας πίσω τους, εξακολουθούν να είναι ένας εντελώς άγνωστος προορισμός για τους περισσότερους Αθηναίους. Πολύ πιο δημοφιλές αποδεικνύεται το καφέ του μουσείου, που έχει θέα στο πανέμορφο πάρκο. Παρ’ όλα αυτά, ελάχιστοι το περπατούν και το χαίρονται. Κι ας έχει πολλά να μάθει κανείς: οι τρεις εκθεσιακοί σταθμοί, η «Φρεατο-δεξαμενή», ο «Παράδεισος» και ο «Ιλισσός», σε ταξιδεύουν στην ιστορία της ύδρευσης της Αθήνας, στις αντιλήψεις των Βυζαντινών για την επίγεια και τη μετά θάνατον ζωή αλλά και στην εξέλιξη του παριλίσσιου τοπίου από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας. Κι ας έχει τη θερινή περίοδο τρεις διαφορετικές εισόδους χωρίς αντίτιμο (Βασ. Σοφίας, Ρηγίλλης, Βασ. Κωνσταντίνου) και ελκυστικό ωράριο (8 π.μ.-8 μ.μ.).
Ισως το γεγονός ότι το μικρό ανοικτό θέατρο που δημιουργήθηκε σπάνια φιλοξενεί εκδηλώσεις δεν βοήθησε να γίνει ο χώρος ευρύτερα γνωστός. Φυσικά δεν λείπουν και τα προβλήματα συντήρησης και «εικόνας» του χώρου: το υδάτινο στοιχείο, που διασχίζει μεγάλο μέρος του πάρκου, πολλές φορές δεν λειτουργεί (άγνωστο γιατί), ενώ δίπλα ακριβώς στο υπαίθριο αμφιθέατρο είναι παρατημένα εδώ και χρόνια οικοδομικά υλικά που κανείς δεν έχει απομακρύνει. Η συντήρηση του κήπου στέκεται σε πολύ καλύτερο επίπεδο: ανάμεσα σε οπωροφόρα δέντρα και αρωματικά φυτά που οι τελευταίες βροχές αναζωογόνησαν μπορείτε να κάνετε απολύτως δωρεάν μια θαυμάσια βόλτα. Είναι κρίμα να τη χαίρονται μόνο οι τουρίστες.
Πηγή: Δ. Ρηγόπουλος, Καθημερινή