Η συμπλήρωση των 50 χρόνων από την παράνομη εισβολή και κατοχή της Κύπρου βρίσκει την Αθήνα «σιωπηλή» και τη Λευκωσία «σαστισμένη». Οι Τούρκοι ετοιμάζουν μία ακόμα προσβλητική φιέστα κατοχής στη Μεγαλόνησο με την παρουσία του Ερντογάν, την ώρα που Ελλάδα και Κύπρος δεν έχουν αποφασίσει αν ο Τούρκος πρόεδρος λειτουργεί ως εγγυητής των «ήρεμων νερών» του Αιγαίου ή ως ένας διεθνής ταραξίας που διατηρεί την παράνομη κατοχή της Βόρειας Κύπρου. Στη συμπλήρωση λοιπόν αυτών των 50 ετών, η εξίσωση του ελληνοτουρκικού διαλόγου είναι τόσο σύνθετη και οι διαπραγματεύσεις που γίνονται τόσο κρυφές, που είναι δύσκολο να κατανοηθεί το παρασκήνιο.
Ενδεικτικό, ωστόσο, του κλίματος είναι πως αυτές τις ημέρες η Αθήνα αποφεύγει με τρόπο συστηματικό να «σηκώσει» το θέμα και αρκείται σε ορισμένες εθιμοτυπικές εκδηλώσεις μηδενικής σημασίας και απήχησης στην ελληνική κοινωνία. Στην Ουάσινγκτον, ο πρωθυπουργός αρκέστηκε σε προβληματικές αναφορές για την Κύπρο, ενώ από την Αθήνα ο Παύλος Μαρινάκης έδωσε κάποιες αόριστες υποσχέσεις ότι η Ελλάδα δεν θα αφήσει την Κύπρο μόνη της. Κανείς όμως δεν είπε με φωνή βροντερή πως η συνεχιζόμενη κατοχή του βόρειου τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας παραμένει μια προσβολή για τον Ελληνισμό, το Διεθνές Δίκαιο, τα αμέτρητα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών και τον κυπριακό λαό. Κανείς δεν θύμισε πως η επίθεση της Τουρκίας ανάγκασε χιλιάδες ανθρώπους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και πολλοί εξακολουθούν να αγνοούνται μέχρι σήμερα, και κυρίως κανείς δεν φρόντισε να πει με τρόπο ξεκάθαρο πως η Κύπρος είναι η αδερφή της Ελλάδας.
Η επίσκεψη του Ελληνα πρωθυπουργού στην Κύπρο κατόπιν πρόσκλησης του Κύπριου Προέδρου, με αφορμή την επέτειο μισού αιώνα παράνομης εισβολής και κατοχής, όπως και η εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο Προεδρικό Μέγαρο της Αθήνας με καλεσμένο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Κύπρου, Νίκο Χριστοδουλίδη, θα ήταν ευχής έργον να λειτουργήσουν ως μια ευκαιρία για ριζική στρατηγική επανατοποθέτηση, ωστόσο όλα δείχνουν πως είναι καθαρά εθιμοτυπικού χαρακτήρα. Στην ουσία των πραγμάτων, η Κύπρος χρόνο με τον χρόνο μείνει όλο και πιο μόνη της, και η Ελλάδα αποσύρει σταδιακά αλλά σταθερά το βλέμμα και το ενδιαφέρον της από την κατοχή και την de facto διχοτόμηση της νήσου.
Δεν είναι διαίρεση
«Πενήντα χρόνια μετά την τουρκική εισβολή πρέπει επιτέλους η Κύπρος να πάψει να είναι το τελευταίο διαιρεμένο κράτος το οποίο βρίσκεται εντός της ευρωπαϊκής επικράτειας και να υπάρξει μια δίκαιη, βιώσιμη και διατηρήσιμη λύση του κυπριακού ζητήματος» δήλωσε το βράδυ της Πέμπτης από την Ουάσινγκτον ο Κυριάκος Μητσοτάκης, δίνοντας το στίγμα των προσπαθειών Ελλάδας και Κύπρου τόσο στο προσκήνιο όσο και στο παρασκήνιο.
Οι λέξεις όμως που χρησιμοποίησε ο πρωθυπουργός μόνο τυχαίες δεν είναι. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε να μιλήσει για διαίρεση και όχι για κατοχή, να μιλήσει για βιώσιμη λύση και όχι για τέλος της κατοχής και απόσυρση των στρατιωτικών δυνάμεων, για διατηρήσιμη λύση και όχι για την απόσυρση της Τουρκίας από τον ρόλο του διεθνούς ταραξία. Επειδή, λοιπόν, οι λέξεις έχουν τη δική τους σημασία, ο πρωθυπουργός έδωσε με τρόπο ξεκάθαρο το στίγμα του στο κυπριακό ζήτημα, αλλά και φανέρωσε τις προθέσεις που έχει για το κομμάτι των συζητήσεων με τους Τούρκους.
To όχι και τόσο αθώο timing της επανέναρξης του διαλόγου
Το timing της ανάγκης επανέναρξης του διαλόγου στη βάση μιας λύσης για τη διαίρεση και όχι την κατοχή μόνο τυχαίο δεν μπορεί να θεωρηθεί, αφού στην Ουάσινγκτον η ειδική απεσταλμένη του ΟΗΕ Μαρία Ανχελα Ολγκίν παρέδωσε την έκθεσή της στον γενικό γραμματέα Αντόνιο Γκουτέρες.
Σε ανοιχτή επιστολή της, μάλιστα, η οποία δημοσιοποιήθηκε στα ΜΜΕ λίγες ημέρες νωρίτερα, η ίδια αναφέρθηκε στην αποστολή που ανέλαβε ώστε να βρει κοινό έδαφος, για επανέναρξη των συνομιλιών για επίλυση του Κυπριακού, χωρίς να κάνει καμία απολύτως αναφορά σε συμφωνημένη βάση διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, χωρίς να επικαλείται τα ψηφίσματα και τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας και της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, και χωρίς οποιαδήποτε νύξη για επανέναρξη της διαδικασίας από εκεί που είχε διακοπεί το 2017 στο Κραν Μοντανά. Ολα δείχνουν ότι προτίθεται να προτείνει κάτι άλλο, χωρίς ωστόσο να ξεκαθαρίζει τι είναι αυτό. Ωστόσο, η Λευκωσία με δηλώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου χαρακτηρίζει θετική την επιστολή, καθώς σε αυτήν σημειώνεται πως η αποστολή της κυρίας Ολγκίν δεν τερματίζεται όπως ήθελε η τουρκική πλευρά, αλλά θα συνεχιστεί. Τι συμβαίνει, όμως, με τη στρατηγική της Αθήνας;
Η Κύπρος κείται πλέον μακράν και το ζεστό ενδιαφέρον της Αθήνας για τη Λευκωσία μοιάζει παρελθόν… Η Αθήνα δείχνει να έχει στερέψει από θέληση και πάθος να δώσει τέλος στην κατοχή, αντιμετωπίζει την Κύπρο ως βαρίδι στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και ολοένα περισσότερο αρκείται να διαφυλάττει με νύχια και με δόντια τα «ήρεμα νερά» του Αιγαίου. Η στάση αυτή, της σταδιακής δηλαδή αποστασιοποίησης της Αθήνας από τη Λευκωσία, έχει προκαλέσει σωρεία αντιδράσεων στη Μεγαλόνησο.
Τα παραδείγματα είναι πολλά και χαρακτηριστικά: ενώ οι Τούρκοι έκαναν «σουρωτήρι» τις θαλάσσιες ζώνες της Κύπρου με τα ερευνητικά τους για έναν τουλάχιστον χρόνο, απειλώντας μάλιστα ανοιχτά τη Λευκωσία, η Ελλάδα δεν έθεσε το ζήτημα των κυρώσεων στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Φυσικά, από την εξίσωση δεν βγαίνει η αποκοπή του Κυπριακού από τα Ελληνοτουρκικά στη βάση των αμερικανικών σχεδιασμών, η στράτευση διαφόρων «ειδικών» και καθηγητών, που σε καθημερινή βάση καθυβρίζουν το θύμα της κατοχής (Ελληνοκύπριοι) ως υπεύθυνο για τη μη ύπαρξη λύσης, και φυσικά η πρόταση της Ντόρας Μπακογιάννη, εκ μέρους της Νέας Δημοκρατίας, για ένταξη του Κοσόβου στο Συμβούλιο της Ευρώπης, που θα αξιοποιηθεί από την Τουρκία ως προηγούμενο για το μόρφωμα των Κατεχομένων. Ολα αυτά έχουν κάνει πολλούς στη Μεγαλόνησο να χαρακτηρίζουν την κυβέρνηση Μητσοτάκη ως τη χειρότερη της Μεταπολίτευσης και σίγουρα μια εκ των πιο επιβλαβών για το κυπριακό ζήτημα.
Αναστασιάδης κατά Μητσοτάκη
Ενα ακόμα παράδειγμα, ωστόσο, αποτελούν τα αποσπάσματα του βιβλίου του Κύπριου εκδότη και δημοσιογράφου Κώστα Χατζηκωστή «7 προεδρικά πορτραίτα» (εκδ. Γερμανός), που κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο και τα οποία αναδημοσίευσε η εφημερίδα «Εστία» (25/3/2023). Μετά τον σάλο, αλλά και αφού είχαν περάσει τρία 24ωρα από το δημοσίευμα της «Εστίας», ο κ. Αναστασιάδης αναγκάστηκε να διαψεύσει, ωστόσο ο κ. Χατζηκωστής επέμεινε, και εκεί επιχείρησαν τόσο η Λευκωσία όσο και η Αθήνα να βάλουν τέλος στην υπόθεση αυτή. Ποιες ήταν, όμως, οι αναφορές; Σύμφωνα με τον κ. Αναστασιάδη, ο Ελληνας πρωθυπουργός βολιδοσκόπησε τον τότε Κύπριο Πρόεδρο «εάν θα ήταν διατεθειμένος να διακόψει το γεωτρητικό πρόγραμμα της Κύπρου χάριν της επανέναρξης του διαλόγου».
Η δεύτερη καταχώριση (σελ. 351) που αφορά τον Ελληνα πρωθυπουργό χρονολογείται τον Αύγουστο του 2021 και καταγράφεται στον απόηχο της συνάντησης Μητσοτάκη – Ερντογάν στο Βερολίνο (14/6/2021) και της συνάντησης Μητσοτάκη – Αναστασιάδη (28/7/2021). Εκεί, σύμφωνα με τον΄κ. Χατζηκωστή, ο Αναστασιάδης ανέφερε: «Ο Μητσοτάκης μού ανέφερε ότι μία από τις εισηγήσεις του για βελτίωση των σχέσεων Ελλάδος – Τουρκίας ήταν και η παράκαμψη της Κύπρου από κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου από την Ανατολική Μεσόγειο προς την Ευρώπη και η κατεύθυνσή του προς την Τουρκία και από εκεί προς Ελλάδα και Ευρώπη».
Η χαμένη ευκαιρία της Ουκρανίας
Ο πόλεμος στην Ουκρανία έκανε όλη τη διεθνή κοινότητα να σκύψει πάνω από την παράνομη κατοχή ουκρανικών εδαφών από τη Μόσχα και τον αμυντικό πόλεμο που διεξάγουν οι Ουκρανοί έναντι των ρωσικών δυνάμεων. Η Αθήνα, ωστόσο, πότε δεν προσπάθησε να θυμίσει πως η παράνομη κατοχή εδαφών και οι παράνομοι εποικισμοί δεν είναι προνόμιο μόνο του Βλαντιμίρ Πούτιν, αλλά έργο και του στενού του φίλου Ταγίπ Ερντογάν, που συνεχίζει να στηρίζει (με νύχια και με δόντια) την παράνομη κατοχή της μισής Κύπρου. Ο πόλεμος της Ουκρανίας ήταν μια από τις μεγάλες χαμένες ευκαιρίες των τελευταίων ετών, ώστε η ελληνική διπλωματία να επαναφέρει στο προσκήνιο το ζήτημα της Κύπρου. Κανείς, όμως, από τους αρμοδίους της κυβέρνησης δεν επιχείρησε σε όλες αυτές τις συναντήσεις, εκδηλώσεις, συζητήσεις και αποφάσεις να θυμίσει πως η παράνομη κατοχή της Βόρειας Κύπρου συνεχίζεται. Αντίθετα, αποφάσισαν να αποσιωπήσουν το θέμα, να μην το θέσουν με σαφήνεια στα διεθνή fora, και κάπως έτσι να χαθεί μια ακόμα ευκαιρία ώστε οι συζητήσεις να εκκινήσουν από μια θετικότερη βάση για την Ελλάδα.
Κυπριακό: Η «μαμή» της Μεταπολίτευσης
Το Κυπριακό υπήρξε η «μαμή» της Μεταπολίτευσης, καθώς η σύγχρονη Eλληνική Δημοκρατία γεννήθηκε μέσα από την εθνική τραγωδία της Κύπρου το καλοκαίρι του 1974. Την πρώτη δεκαπενταετία αυτής της νέας εποχής για την Ελλάδα, το Κυπριακό αποτελούσε το μεγαλύτερο αγκάθι στην πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Η Αθήνα, με μπροστάρηδες τους Κωνσταντίνο Καραμανλή και Ανδρέα Παπανδρέου, μετά το πρωτοφανές φιάσκο του «Αττίλα Ι» και «ΙΙ» επανήλθε στο ζήτημα της Κύπρου, επιχειρώντας με διπλωματικά μέσα, πιέσεις προς τη διεθνή κοινότητα, αλλά και αμυντικές ενέργειες να θωρακίσει την Κύπρο έναντι των τουρκικών βλέψεων.
Αμεση απεμπλοκή από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τη σιωπή της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας στην τουρκική εισβολή, τo Ενιαίο Αμυντικό Δόγμα Ελλάδας – Κύπρου, η τοποθέτηση του συστήματος αεράμυνας στη Κρήτη, αλλά και μια σειρά διπλωματικών κινήσεων που οδήγησαν την Κύπρο στην αγκαλιά της Ευρωπαϊκής Ενωσης συνέθεταν μια εικόνα έντονου ενδιαφέροντος της Ελλάδας έναντι της Κύπρου.
Πηγή: Εφημερίδα Δημοκρατία