«Ο θεός Διόνυσος (ή Βάκχος ή Βάκχιος ή Βρόμιος) έρχεται από την Ασία στην Ελλάδα για να επιβάλει τη λατρεία του. Τον ακολουθούν οι Μαινάδες, ιέρειες σε κατάσταση ένθεης μανίας. Οι τελετουργίες της νέας θρησκείας είναι ομαδικά όργια έκστασης, μακριά από τις πόλεις, επάνω στα βουνά. Ο Διόνυσος είναι γιος του Δία και μιας θνητής – της Σεμέλης, κόρης του Κάδμου, βασιλέα των Θηβών.
Έγκυος ακόμα, κάηκε ζωντανή από τις φωτιές που τύλιγαν το σώμα του Διός, όταν αυτός ντυνόταν την πύρινη στολή του. Του το είχε ζητήσει σαν χάρη η ίδια η Σεμέλη, ύστερα από κακόβουλη συμβουλή της Ήρας που ήθελε να την εξοντώσει.
Ο Ζευς πρόλαβε κι άρπαξε μέσα από τη φλεγόμενη μήτρα της ζωντανό το έμβρυο, το παιδί του, και το έραψε βαθιά στον μηρό του για να το σώσει από την Ήρα. Από τον μηρό του Δία θα γεννηθεί ο Διόνυσος, αυτό σημαίνει το όνομά του: ο γεννημένος δυο φορές.
Ο Ευριπίδης, που επινόησε τον από μηχανής θεό, φθάνει εδώ στο άλλο άκρο: δημιουργεί τον αμήχανο θεό. Ο Διόνυσος, μονάχος στο βάθος της σκηνής, αβέβαιος, σχεδόν τρομαγμένος. Η τελευταία φράση του είναι ένας ψίθυρος, μια άναρθρη απολογία: «Δεν φταίω εγώ για όλα αυτά. Άλλος τα αποφάσισε» ‒ και μάλιστα «από πολύ παλιά».
Το δράμα του Ευριπίδη “Οι Βάκχες” εκτυλίσσεται στη Θήβα. Ηγεμόνας τώρα είναι ο εγγονός του Κάδμου, ο Πενθέας, γιος της Αγαύης. Από τη μανία του Διονύσου έχουν κιόλας καταληφθεί όλες οι γυναίκες της Θήβας. Έχουν εγκαταλείψει τις οικογένειές τους και παρμένες από την έκσταση του θεού, τη βακχεία, τελούν οργιαστικά μυστήρια στις κορυφές του Κιθαιρώνα.
Ο Πενθέας είναι εξοργισμένος. Κατηγορεί τον Διόνυσο πως είναι ένας ψευτοθεός, ένας φτηνός γόητας γυναικών που όλες τον ερωτεύονται και παρασύρονται σε ακολασίες μαζί του. Είναι η ύβρις που εκτοξεύει ο Πενθέας και εναντίον της Αφροδίτης.
Δεν τον συγχωρεί ότι θύμα της σαγήνης του είναι και η μητέρα του, η Αγαύη, αλλά και οι σεβάσμιες θείες του Ινώ και Αυτονόη, όλες αδελφές της πεθαμένης Σεμέλης. Αυτές οι τρεις γυναίκες ηγούνται των βακχικών θιάσων που οργιάζουν στον Κιθαιρώνα.
Ο Διόνυσος θα τον εκδικηθεί για την ασέβειά του. Του εμφυσά την τρέλα, τον μεταμφιέζει σε γυναίκα (επειδή οι Μαινάδες δεν ανέχονται την ανδρική παρουσία), τον γελοιοποιεί στους υπηκόους του, καθώς τον περιφέρει μ’ αυτήν την γκροτέσκα θηλυπρέπειά του μέσα στην πόλη, για να τον οδηγήσει στα κρησφύγετα των Βακχών, όπου θα συναντηθεί με τη μητέρα του.
Στον Κιθαιρώνα ο Πενθέας θα βρει φοβερό θάνατο: η μητέρα του (που μέσα στη μανία της τον βλέπει σαν λιοντάρι) τον κατασπαράζει με τα ίδια της τα χέρια, ξερριζώνει το κεφάλι του, το μπήγει στην κορυφή του θυρσού της και κατεβαίνει στη Θήβα, να επιδείξει θριαμβευτικά στους Θηβαίους και στον πατέρα της τον Κάδμο το σπάνιο θήραμά της – ένα άγριο νεαρό λιοντάρι των βουνών που αυτή, μια άοπλη γυναίκα, κατάφερε να σκοτώσει.
Ο Κάδμος, συντριμμένος, τη βοηθάει να βγει από τη θόλωσή της και να δει τι πραγματικά είχε καρφώσει στον θυρσό της: το κεφάλι του παιδιού της. (Ένα μικρό νευρολογικό σχόλιο: το ερωτηματολόγιο του Κάδμου είναι ένα υπόδειγμα νευροψυχολογικής διερεύνησης για τους συγκεχυμένους ασθενείς.)
Η Αγαύη συνέρχεται, συνειδητοποιεί την πράξη της και θρηνεί τον θάνατο του γιου της Πενθέα, απαρηγόρητη για το αποτρόπαιο έγκλημά της.
(Ένα μικρό φιλολογικό σχόλιο: το κομμάτι του θρήνου της Αγαύης έχει χαθεί από την τραγωδία του Ευριπίδη και έχει αντικατασταθεί με τον θρήνο της Παναγίας προς τον αποκαθηλωμένο Χριστό, απόσπασμα από το βυζαντινό δράμα «Χριστός Πάσχων», αλλά ο θεατής δεν το αντιλαμβάνεται – πρόκειται για έναν εντελώς όμοιο θρηνητικό λόγο, ο οποίος διατηρεί ακέραιη τη δραματική ισχύ του, από τους γόους, τους κομμούς της αρχαίας τραγωδίας έως τους επιτάφιους ύμνους της ελληνικής βυζαντινής ορθοδοξίας και έως τα λαϊκά μοιρολόγια και τα δημοτικά τραγούδια της σύγχρονης Ελλάδας.)
Το δράμα τελειώνει παράξενα. Απέναντι στον θρήνο της Αγαύης και τις κατάρες της, στο παράπονο του Κάδμου και του λαού της Θήβας (γιατί όλη η χώρα τιμωρείται απάνθρωπα από τον θεό), στη διαμαρτυρία τους για την τρομερή εκδίκηση του Διονύσου – απέναντι στη φρίκη αλλά και τον θυμό των ανθρώπων για την υπερβολική, αδικαιολόγητη κακία του Διονύσου, στέκεται σιωπηλός ο θεός.
Ο Ευριπίδης, που επινόησε τον από μηχανής θεό, φθάνει εδώ στο άλλο άκρο: δημιουργεί τον αμήχανο θεό. Ο Διόνυσος, μονάχος στο βάθος της σκηνής, αβέβαιος, σχεδόν τρομαγμένος. Η τελευταία φράση του είναι ένας ψίθυρος, μια άναρθρη απολογία: “Δεν φταίω εγώ για όλα αυτά. Άλλος τα αποφάσισε” ‒ και μάλιστα “από πολύ παλιά”. Υποτίθεται, ο Δίας.
Και η οδύνη που δοκιμάζει ο θεατής των “Βακχών” για τα βάσανα των ανθρώπων μεταβάλλεται ξαφνικά σε οίκτο για τον αξιολύπητο, δειλό θεό που τα προκαλεί».
«Πρόλογος στη δεύτερη έκδοση» σελ. 1-3, (Ευριπίδη «Βάκχες», μετάφραση: Γιώργος Χειμωνάς, Καστανιώτης 1985, 1992)
1ον, καμια σχεση δεν εχει το χριστιανικο μοιρολοι με την Ελληνικη πραγματικοτητα. Και αποτελει μεγιστη ντροοη και υβρι. Αυτοι που κατεστρεψαν την Ελληνικη γρσμματεια , φροντισαν και για την απωλεια αυτου του εδαφιου.
2ον, ο Διονυσος δεν ειναι δειλος,απλως βλεπει το αποτελεσμα των διαδικασιων και τρομαζει. Στεκεται σιωπηλος, ως ο απολυτος θεος, υπο την Ελληνικη εννοια.
Ειτε τους θελεις ειτε οχι οι θεοι των Ελληνων βρισκονται εκει.