Γάλλος αναρχικός, που καταδικάστηκε σε θάνατο για τρομοκρατικές ενέργειες και εκτελέστηκε δι’ απαγχονισμού. Ο Εμίλ Ανρί (Emile Henry) γεννήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1872 στη Βαρκελώνη, σ’ ένα φιλελεύθερο αριστοκρατικό περιβάλλον.
Ο πατέρας του ήταν κομουνάρος (στέλεχος της Κομμούνας των Παρισίων) και πέρασε πολλά χρόνια εξόριστος στην Ισπανία για τα πιστεύω του. Ο αδελφός του Ζαν Σαρλ ήταν σημαίνον στέλεχος του γαλλικού αναρχικού κινήματος και το 1903 ίδρυσε μια πρότυπη κομμουνιστική αποικία στο Εγκλμόν των Αρδεννών.
Ο Εμίλ Ανρί, όπως οι περισσότεροι Γάλλοι αναρχικοί ήταν διανοούμενος. Εξαιρετικός μαθητής στο Λύκειο και έντιμος χαρακτήρας, σύμφωνα με τους δασκάλους του, προοριζόταν για λαμπρή καριέρα. Αλλά απέτυχε στις προφορικές εξετάσεις για την είσοδό του στο Πολυτεχνείο και στράφηκε στην ατομική αναρχική δράση, σε έξαρση στα τέλη του 19ου αιώνα στην Ευρώπη, μετά την αποτυχία μιας σειράς εξεγέρσεων και επαναστάσεων.
Οπαδός της «προπαγάνδας της πράξης» του Ιταλού αναρχικού Ενρίκο Μαλατέστα, ο 20ετής Εμίλ Ανρί τοποθετεί βόμβα στα γραφεία της μεταλλευτικής εταιρείας Καρμό στο Παρίσι στις 8 Νοεμβρίου 1892. Ο θυρωρός του κτιρίου τη μεταφέρει άθελά του στο διπλανό αστυνομικό τμήμα. Εκεί εκρήγνυται, προκαλώντας τον θάνατο έξι ανθρώπων.
Ο Ανρί μετά την πράξη του κατορθώνει να διαφύγει και νοικιάζει ένα σπίτι στο 20ο διαμέρισμα των Παρισίων με το ψευδώνυμο Λουί Ντιμπουά, από το οποίο σχεδιάζει την επόμενη «επαναστατική» του ενέργεια. Η αφορμή δίνεται από την εκτέλεση ενός άλλου αναρχικού, του Ογκίστ Βαγιάν, ο οποίος είχε πραγματοποιήσει βομβιστική επίθεση στη Γαλλική Βουλή στις 9 Δεκεμβρίου 1893, με αποτέλεσμα να τραυματισθούν 20 βουλευτές. Ο Ανρί αποφασίζει να εκδικηθεί τον θάνατο του ομοϊδεάτη του.
Στις 7 μ.μ. της 12ης Φεβρουαρίου 1894, εισέρχεται στο πολυτελές καφενείο Café Terminus στο Σταθμό του Σεν Λαζάρ στο Παρίσι και παραγγέλνει δύο μπύρες κι ένα πούρο. Το ανάβει και με αυτό πυροδοτεί στη συνέχεια τη βόμβα που κρύβει στο παλτό του. Από την έκρηξη και τον πανικό που δημιουργείται ένας άνθρωπος σκοτώνεται και είκοσι τραυματίζονται. Ο Ανρί καταδιώκεται από ένα σερβιτόρο του καταστήματος κι έναν διερχόμενο αστυνομικό. Κατορθώνει να διαφύγει μπαίνοντας σ’ ένα τρένο, αλλά γρήγορα συλλαμβάνεται, αφού προηγουμένως τραυματίζει ένα αστυνομικό.
Η δίκη του αρχίζει στο Παρίσι στις 27 Απριλίου 1894. Ο Τύπος και η κοινή γνώμη διάκεινται εχθρικά στις ατομικές πράξεις τρομοκρατίας των αναρχικών, ιδιαίτερα όταν αυτές στοχεύουν στο ανώνυμο πλήθος. Εκείνη την εποχή το κίνημα του αναρχισμού ήταν αρκετά δημοφιλές στους γαλλικούς λογοτεχνικούς κύκλους. Ο Ανρί είδε το καφενείο ως μια μικρογραφία της μπουρζουαζίας και σκόπευε να σκοτώσει όσους περισσότερους ανθρώπους μπορούσε. Όταν ρωτήθηκε στο δικαστήριο γιατί έβλαψε τόσους πολλούς αθώους πολίτες, είπε: «Δεν υπάρχουν αθώοι αστοί».
Στην απολογία του τόνισε μεταξύ άλλων: «Απαγχονίσατε στο Σικάγο, αποκεφαλίσατε στη Γερμανία, στραγγαλίσατε στο Ζερέζ, τουφεκίσατε στη Βαρκελώνη, αποκεφαλίσατε στο Μομπριζόν και στο Παρίσι, αλλά αυτό που δεν θα μπορέσετε να καταστρέψετε ποτέ είναι η αναρχία. Οι ρίζες της είναι πολύ βαθιές, γεννήθηκε στο στέρνο μιας κοινωνίας σάπιας, που εξαρθρώνεται, είναι μια βίαιη αντίδραση εναντίον της καθεστηκυίας τάξης. Αντιπροσωπεύει τον πόθο για ισότητα και ελευθερία, που έρχεται να καταστρέψει η παρούσα εξουσία. Είναι παντού, πράγμα που την κάνει άπιαστη. Η κατάληξη θα είναι να σας σκοτώσει.»
Ο Εμίλ Ανρί καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε δι’ αποκεφαλισμού στις 4:14 το πρωί της 21ης Μαΐου 1894. Τα τελευταία του λόγια ήταν «Κουράγιο Σύντροφοι. Ζήτω η Αναρχία!».
Την εκτέλεση παρακολούθησε και ο μετέπειτα Γάλλος πρωθυπουργός Ζορζ Κλεμανσό, που τότε εργαζόταν ως δημοσιογράφος. Την επομένη, σε άρθρο του στην εφημερίδα Λε Ματέν στηλίτευσε την ατμόσφαιρα που επικρατούσε κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης με τις επευφημίες του συγκεντρωμένου πλήθους και τάχθηκε κατά της θανατικής ποινής, που, όπως έγραψε, αποτελεί «εκδίκηση της κοινωνίας».