Μετά από αρκετά χρόνια, ο Πρόεδρος της Κίνας Σι Τζινπίνγκ πραγματοποίησε μια ευρωπαϊκή περιοδεία. Επρόκειτο κατ’ ουσίαν για την πρώτη τέτοιας έκτασης επίσκεψη μετά την περιπέτεια του κορωνοϊού.
- Του Ευθ. Π. Πέτρου, εφημερίδα «Εστία»
Μετέβη στο Παρίσι, το Βελιγράδι και την Βουδαπέστη. ΥΔεδομένου όμως ότι η Ελλάδα είναι η χώρα με τις περισσότερες κινεζικές επενδύσεις στην Ευρώπη και ταυτοχρόνως το λιμάνι του Πειραιά είναι η πύλη εισόδου των κινεζικών προϊόντων στην Ευρώπη, θα θέσουμε το ερώτημα, ποιος ήταν ο λόγος για τον οποίο ο Πρόεδρος Σι δεν περιέλαβε στο πρόγραμμά του και την Αθήνα;
Πόσω μάλλον που στην περίοδο την οποία διανύουμε, υπάρχει το πρόβλημα των επιθέσεων κατά της εμπορικής ναυτιλίας στην Ερυθρά Θάλασσα το οποίο πρωτίστως πλήττει το εμπόριο της Κίνας με την Ευρώπη. Η Ελλάδα -έκουσα ακούσα- έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην αντιμετώπιση της απειλής αυτής και, τούτο θα έπρεπε να φέρνει ακόμη πιο κοντά την Αθήνα και το Πεκίνο.
Το ζήτημα παραείναι εξόφθαλμο για να περάσει απαρατήρητο. Ο Πρόεδρος Σι μετέβη πρώτα στο Παρίσι προκειμένου να συζητήσει με τον Πρόεδρο Μακρον σχετικά με τις προοπτικές βελτίωσης του εμπορίου της χώρας του με την Ευρώπη.
Την προσπάθεια αυτή, υπονόμευσε η Πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν η οποία μετέβη επί τούτου στην γαλλική πρωτεύουσα. Διεξήχθη δηλαδή στο Παρίσι μια διελκυστίνδα με επίκεντρο την διακίνηση των κινεζικών προϊόντων στην Ευρώπη.
Αλλά ακριβώς για τον λόγο αυτό, το φυσιολογικό θα ήταν, επόμενος σταθμός του ταξιδιού του Προέδρου Σι να είναι το λιμάνι του Πειραιά, η κυρία πύλη εισόδου των κινεζικών προϊόντων στην Ευρώπη. Αντ’ αυτού όμως μετέβη διαδοχικώς στο Βελιγράδι και την Βουδαπέστη δύο ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, την αναβάθμιση της σιδηροδρομικής σύνδεσης των οποίων θα χρηματοδοτήσει το Πεκίνο.
Η σύνδεση αυτή είναι σημαντική καθώς εντάσσεται στην πρωτοβουλία της Κίνας «Μια Ζώνη – Ένας Δρόμος» (την επονομασθείσα και «Νέος Δρόμος του Μεταξιού»). Η πρωτοβουλία αυτή είχε εγκαινιασθεί από τον Πρόεδρο Σι προ δεκαετίας, εφέτος δε ο ίδιος είχε καλέσει τις χώρες που την είχαν προσυπογράψει να συνέλθουν σε μια σύνοδο επαναβεβαιώσεώς της. Την πρόσκληση αυτή την αγνόησαν επιδεικτικώς οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.
Επιπροσθέτως η Ελλάδα, έχει κάνει τους τελευταίους μήνες μια στροφή προς την Ινδία, προς την οποία η γραφειοκρατία των Βρυξελλών έχει στραφεί σε μια προσπάθεια να παρακάμψει την Κίνα και να συνδεθεί με τις αγορές της νοτιοανατολικής Ασίας μέσω εναλλακτικών οδών. Δεδομένου του σχεδιασμού αυτού φαίνεται ότι μπορεί να υπάρχει και μια «κρυφή ατζέντα» στις ενέργειες της φον ντερ Λάιεν που ευθέως υπονόμευσε την προσέγγιση Μακρόν με την Κίνα. Προφανώς «έβλεπε» προς Ινδία.
Και είχαμε επισημάνει κατά το παρελθόν -όταν επεσκέφθη την Ινδία ο Έλληνας Πρωθυπουργός – ότι για την Αθήνα η κατάσταση θα απαιτούσε περίτεχνους διπλωματικούς ελιγμούς, καθώς τα ανοίγματα προς την Ινδία εγκυμονούν κινδύνους για το μέλλον των κινεζικών επενδύσεων στην Ελλάδα.
Ενώ λοιπόν η Ελλάδα αποφεύγει να ανανεώσει τους υφισταμένους οικονομικούς δεσμούς με την Κίνα (χωρίς μάλιστα να λαμβάνει το παραμικρό αντάλλαγμα από συμμάχους και εταίρους) η Σερβία έχει σπεύσει να επωφεληθεί από τις προτάσεις του Πεκίνου. Έτσι ο Πρόεδρος Βούτσιτς αφού υπέγραψε μια σειρά συμφωνιών οικονομικής συνεργασίας με τον Κινέζο ομόλογό του, δήλωσε:
«Η συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου με την Κίνα εγγυάται το μέλλον της Σερβίας. Εγγυάται την τροφοδοσία με αγαθά και υπηρεσίες. Τα επόμενα πέντε με δέκα χρόνια θα μπορέσουμε να εξάγουμε στην Κίνα σχεδόν το 95% των προϊόντων μας χωρίς δασμούς». Βεβαίως, σε αντίθεση με την Ελλάδα η Σερβία έχει προϊόντα προς εξαγωγή, αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα.
Η εν συνεχεία μετάβαση του Σι Τζινπίνγκ στην Βουδαπέστη, έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία καθώς η Ουγγαρία, είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Για την ακρίβεια είναι η μόνη χώρα της ΕΕ που ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση της Κίνας για τον «Δρόμο του Μεταξιού». Ως αποτέλεσμα 16 διμερείς συμφωνίες συνεργασίας στους τομείς των υποδομών και της ενεργείας υπεγράφησαν από τον Κινέζο Πρόεδρο και τον Ούγγρο Πρωθυπουργό Βίκτωρ Όρμπαν.
Για όσους δεν έχουν αντιληφθεί ακόμη την στρατηγική σημασία της σιδηροδρομικής γραμμής, θα θυμίσουμε ότι μια από τις «αφανείς» αιτίες του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ήταν η χρηματοδότηση της δια τραίνων σύνδεσης, του Βερολίνου με την Κωνσταντινούπολη και την Βαγδάτη στις αρχές του 20ου αιώνα. Η σύνδεση εκείνη δημιουργούσε δυνατότητες χερσαίων εμπορευματικών μεταφορών, παρακάμπτοντας τις ναυτιλιακές δυνάμεις της εποχής.
Σήμερα λοιπόν, βλέποντας τις σιδηροδρομικές μεταφορές να εντάσσονται σε ένα στρατηγικό πλαίσιο, δεν είναι δύσκολο να προβλέψουμε ότι η γραμμή Βελιγραδίου-Βουδαπέστης θα «συνεχίσει» προς την μεγάλη σύμμαχο της Κίνας στην περιοχή, την Ρωσίαρδιξυ. Δημιουργείται δηλαδή ένας χερσαίος εμπορικός δρόμος, εναλλακτικός προς το λιμάνι του Πειραιά και τις μεταφορές μέσω Ερυθράς Θάλασσας.
Και μπορεί η χερσαίες μεταφορές να έχουν περιορισμούς και δυσκαμψίες, στην συγκεκριμένη περίπτωση όμως αποδεικνύονται πιο αξιόπιστες από τις θαλάσσιες. Να σημειωθεί επιπροσθέτως, ότι μόλις πρόσφατα οι τακτικές των Χούθι «αναβαθμίσθηκαν» καθώς σημειώθηκε η πρώτη απόπειρα κατάληψης με «ρεσάλτο», εμπορικού πλοίου στον κόλπο του Άντεν. Ο δρόμος της Ερυθράς δηλαδή, καθίσταται όλο και πιο επικίνδυνος.
Σε αυτό το λίαν επισφαλές διεθνές περιβάλλον, η Αθήνα βλέπει την Κίνα να της «γυρίζει την πλάτη». Οι επιπτώσεις θα είναι μακροπρόθεσμες αλλά σίγουρα οδυνηρές.