H Σύμπτωση της Πρωτομαγιάς του 1941 ως Πρώτης Μέρας της Μακράς Θητείας των Δωσιλόγων της Κατοχής – Τι Είναι ο Δωσιλογισμός;
Βασίλης Δημ. Χασιώτης
Προοίμιο
Η 1η Μαΐου 1941, υπήρξε η πρώτη μέρα μετά την εγκατάσταση (30/4/1941) της (πρώτης) Κατοχικής «Κυβέρνησης» του στρατηγού Τσολάκογλου στις 30/4/1941. Μία μέρα μετά, στις 2 Μαΐου 1941, στο άρθρο 1 του υπ’ αριθμ. 1 Νομοθετικού Διατάγματος, (ΦΕΚ 151/2-5-1941), «Η Κυβέρνησις ως κυρίαρχος, αντλούσα την δύναμιν αυτής εκ του Ελληνικού Λαού, και τη θελήσει των ενόπλων δυνάμεων της χώρας», περιγράφει τις «αρμοδιότητές» της, δηλαδή την εξής μία : «Παρέχει εις εαυτήν το δικαίωμα εκδόσεως διαταγμάτων, συντακτικού και νομοθετικού χαρακτήρος και περιεχομένου». Μέχρι το τέλος της Κατοχής, θα υπάρξουν δύο ακόμα «Κυβερνήσεις», αυτές του Κ. Λογοθετόπουλου και Ι. Ράλλη.
Οι «Κυβερνήσεις» αυτές, θα αποτελέσουν την κορωνίδα του Δωσολογικού φαινομένου, ακριβώς διότι αποτελεί εκδήλωση του φαινομένου στο ύπατο πολιτικό επίπεδο.
Όμως ποιο είναι το περιεχόμενο της έννοιας «Δωσιλογισμός» και «Δωσίλογος»; Αυτό είναι το προς διερεύνηση θέμα του παρόντος άρθρου.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου, στην (ανοικτή) ομιλία του στην Αθήνα αμέσως μόλις εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα η πρώτη μεταπελευθερωτική Κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον ίδιο, στις 18 Οκτωβρίου 1944, είπε, αναφερόμενος στους κάθε είδους δωσιλόγους στη διάρκεια της Κατοχής, ότι θα λογοδοτήσουν. Τι είναι αυτό που είπε; Είναι η αυτονόητη υποχρέωση της λογοδοσίας όσων ασκούν κρατική ή/και δημόσια εξουσία, που δεν ισχύει μονάχα σε «έκτακτες περιστάσεις», αλλά, αποτελεί διαρκή υποχρέωση ως Θεμέλιος Λίθος της Δημοκρατίας, που χωρίς αυτήν, μετατρέπεται σε μαριονέτα στα χέρια εκείνων που έχουν συμφέρον μα και τη Δύναμη να επιβάλλουν τη Μη-Λογοδοσία.
Είπε λοιπόν ο Γ. Παπανδρέου ανάμεσα σε άλλα : «Ἀλλὰ τὸ Κράτος τοῦ Δικαίου δὲν ἠμπορεῖ νὰ θεμελιωθῇ διὰ τὸ μέλλον ἐὰν δὲν ἔχῃ συντελεσθῆ ἡ ἠθικὴ κάθαρσις τοῦ παρελθόντος… Τὸ Ἐθνικὸν Συμβόλαιον τοῦ Λιβάνου ἐπαγγέλλεται τὴν ἐπιβολὴν σκληρῶν κυρώσεων κατὰ τῶν προδοτῶν τῆς Πατρίδος καὶ τῶν ἐκμεταλλευτῶν τῆς δυστυχίας τοῦ Λαοῦ μας… Ἐμπνευστὴς τῶν ποινῶν θὰ εἶναι ἡ συνείδησις τοῦ Ἔθνους… Εἰς τὴν Ἑλλάδα ὑπῆρξε καθολικὴ ἡ πίστις πρὸς τὴν συμμαχικὴν ὑπόθεσιν καὶ ἐλάχιστα τὰ περιστατικὰ τῆς προδοτικῆς συνεργασίας μὲ τὸν ἐχθρόν. Ἀλλ’ ἀκριβῶς δι’ αὐτό, διότι εὑρίσκοντο εἰς πλήρη ἀντίθεσιν πρὸς τὸ καθολικὸν αἴσθημα τοῦ Λαοῦ, θὰ πρέπει νὰ ὑποστοῦν αὐστηρὰν καταδίκην. Ἡ ἐκκαθάρισις τῶν εὐθυνῶν τοῦ παρελθόντος θὰ ἱκανοποιήση τὸ καθολικὸν Ἐθνικὸν καὶ Ἠθικὸν αἴτημα, θὰ ἐξυγιάνῃ τὴν ἀτμόσφαιραν, θὰ ἐξατμίσῃ τὴν δικαίαν ἀγανάκτησιν τοῦ Λαοῦ καὶ θὰ θεμελιώσῃ ἀσφαλέστερον τὸ μέλλον τῆς Ἐθνικῆς μας Ἀναγεννήσεως». (Ἀπό Ιωάννη Γ. Καταπόδη, Τέσσερις αἰῶνες διπλωματικῆς δραστηριότητος στὸν εὐρωπαϊκὸ χῶρο 1648 – 1959, ἐκδ. Ἑπτάλοφος ΑΒΕΕ, Ἀθήνα 1996, εις : http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/papandreou_logos. html)
Η εξόριστη Ελληνική Κυβέρνηση είχε καταστήσει σαφές, ότι δεν επρόκειτο να αναγνωρίσει καμία συνεργασία με τον Κατακτητή και πως όταν θα έρχονταν η ώρα της Απελευθέρωσης της Πατρίδας, θα έρχονταν και η ώρα της λογοδοσίας και τιμωρίας των δωσίλογων. Μάλιστα, οι προειδοποιήσεις αυτές, δεν απευθύνονταν μόνο στις Κατοχικές «Κυβερνήσεις» των Αθηνών, αλλά και στους απλούς πολίτες, όπως π.χ., όσους έσπευδαν να καταταγούν στα Τάγματα Ασφαλείας τους οποίους καλούσε να αποχωρήσουν από αυτά.
Ο δωσιλογισμός, ως φαινόμενο, συγκροτείται εντός της Κατεχόμενης Χώρας «ιεραρχικά» και διαφοροποιείται ταυτόχρονα ως προς το πεδίο δράσης του, π.χ., «δωσιλογισμός» των ασκούντων καθήκοντα Κατοχικής «κυβέρνησης», ο «ένοπλος δωσιλογισμός» (π.χ., των Ταγμάτων Ασφαλείας), ο δωσιλογισμός εκείνων που είχαν οικονομικές και εμπορικές δοσοληψίες με τον Κατακτητή και ασκούσαν την δραστηριότητά τους για όφελος του Κατακτητή ή/και την ασκούσαν επί ζημία του Ελληνικού Λαού και του συνεχιζόμενου στο εσωτερικό και εξωτερικού αγώνα της Ελλάδας και των Συμμάχων της κατά του Άξονα, οι αισχροκερδίσαντες (μαυραγορίτες) και εκείνοι οι δημόσιοι ή δημοτικοί λειτουργοί, που εκμεταλλευόμενοι την οικτρή οικονομική κατάσταση του Λαού, πλούτισαν και άρπαξαν έναντι πινακίου φακής ιδιωτικές περιουσίες ή λεηλάτησαν δημόσιο χρήμα και περιουσία είτε μόνοι τους είτε σε συνεργασία με τον εχθρό, οι δημόσιοι και δημοτικοί λειτουργοί, οι οποίοι άσκησαν το λειτούργημά τους κατά τρόπο καταπιεστικό για το λαό ή/και εκμεταλλεύτηκαν τη θέση τους για κάθε λογής μικροανταλλάγματα, τα οποία όμως για τα δεδομένα της Κατοχής ήταν σημαντικά, κ.λπ.
Δυστυχώς, όμως η «ηθική κάθαρσις του παρελθόντος» για την οποία έκανε λόγο ο Γ. Παπανδρέου ανωτέρω, δεν συνετελέσθη, όχι για πρώτη φορά μα ούτε και για τελευταία, για γεγονότα τα οποία θεωρούνται κρίσιμα προκειμένου να «θεμελιωθεί το Κράτος Δικαίου». Μένοντας στην υπό κρίση ιστορική περίοδο, το γεγονός αυτό οφείλεται κατά ένα μέρος, στο ότι η πλειονότητα των δωσιλόγων (ιδίως των ενόπλων και οικονομικών δωσιλόγων) ενσωματώθηκαν στο μεταπολεμικό κράτος των εθνικοφρόνων, για λόγους που έχουν να κάνουν τόσο με εσωτερικές εξελίξεις, με κυριότερη αυτή των Δεκεμβριανών του 1944 και του μετ’ ολίγον εκραγέντος εμφυλίου πολέμου, όσο όμως και με την πολύ ενωρίς αρξαμένη ψυχρότητα των σχέσεων μεταξύ Δύσης και ΕΣΣΔ.
Οι «Κουίσλινγκ»
«Δωσίλογοι» και «Κουίσλινγκ» χαρακτηρίζονται όσοι είχαν συνεργαστεί με τις Δυνάμεις Κατοχής, συχνά χωρίς διάκριση. Εν τούτοις, οι δύο όροι, δεν σημαίνουν ακριβώς το ίδιο πράγμα.
Στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» της «Εκδοτικής Αθηνών» (εν προκειμένω η βιβλιογραφική αναφορά γίνεται στην επανέκδοση «Παραπολιτικά Εκδόσεις ΑΕ», Τόμος 36), γίνεται διάκριση μεταξύ των όρων «δοσίλογοι» και «κουίσλινγκ». Αυτός ο τελευταίος όρος, «Κανονικά… θα ταίριαζε μόνο στην πολύ περιορισμένη κατηγορία δοσιλόγων, με συμπεριφορές κατά το «πρότυπο» του αρχηγού του νορβηγικού φασιστικού κόμματος, Βίντκουν Κουίσλινγκ (Vidkun Quisling). Η έναρξη της συνεργασίας του δεν αποτελούσε «ρεαλιστική» (ανιδιοτελή ή μη) αντίδραση ή προσαρμογή στο τετελεσμένο γεγονός της Κατοχής, αλλά προηγήθηκε χρονικά. Δηλαδή πριν από την εχθρική εισβολή ήλθε σε συνεννόηση, άρα συνεργάστηκε, με τον επίδοξο κατακτητή, με σκοπό να διευκολυνθεί η κατάληψη της χώρας του. Τέτοια σχέση όμως δεν έγινε γνωστή για κανέναν από τους επώνυμους Έλληνες συνεργάτες και ασφαλώς δεν υπήρξε για τους αξιωματούχους του πολιτικού ή στρατιωτικού δοσιλογισμού…» («Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», ό.π., σελ. 44). Συμφωνώ με τη διάκριση αυτή.
Ο συμφώνως τω Νόμω δωσιλογισμός
Θεμελιώδες εδώ νομοθέτημα, αποτελεί η 6η Συντακτική Πράξη (Σ.Π.) που εκδόθηκε στις 6 Ιανουαρίου 1945 (ΦΕΚ αρ. 12, Τεύχος Πρώτον, 20 Ιανουαρίου 1945), η οποία τροποποίησε την Συντακτική Πράξη (Σ.Π.) αριθμ. 1 της 6ης Νοεμβρίου 1944 (ΦΕΚ 12, Τεύχος Πρώτον, 6 Νοεμβρίου 1944), κυρίως το άρθρο 1 της τελευταίας, από το οποίο αφαιρείται το στοιχείο του δόλου (υπό την έννοια του προσπορισμού για τον συνεργασθέντα με τον εχθρό οιουδήποτε οφέλους) ως κριτηρίου χαρακτηρισμού μιας πράξεως ως δωσιλογικής (μερικές ακόμα τροποποιήσεις σε δύο, τρία άλλα άρθρα δεν μας απασχολούν εδώ -εκτός ίσως της υπογράμμισης πως με το άρθρο 27 της Σ.Π. 6 [άρθρο 28 της Σ.Π. 1] προβλέπεται η συλλογική οικογενειακή ευθύνη στο επίπεδο των οικονομικών κυρώσεων σε βάρος του δωσίλογου), αφαιρώντας το στοιχείο του «ιδίου οφέλους» ως προσδιοριστικού παράγοντα προκειμένου κάποια πράξη να θεωρηθεί δωσιλογική. Επίσης δεν τύγχαναν εφαρμογής στις δίκες των δωσίλογων οι περί ευθύνης υπουργών διατάξεις (άρθρο 7 της Σ.Π. 1 που επαναδιατυπώθηκε και στο άρθρο 6 της Σ.Π. 6). Υποθέτω, ως προς αυτό το τελευταίο, πως αυτό προβλέφθηκε όχι μονάχα εν όψει το γεγονότος ότι στην περίπτωση της Εσχάτης Προδοσίας δεν είναι δυνατόν τα μέλη των κυβερνήσεων να τυγχάνουν ποινικής ασυλίας, αλλά και εκ του γεγονότος, ότι οι Κατοχικές «Κυβερνήσεις», δεν αναγνωρίζονταν καν ως τέτοιες, ελλείψει νομιμοποιητικής βάσης.
Ο Γεώργιος Ράλλης, γιός του Κατοχικού «Πρωθυπουργού» Ι. Ράλλη που εξέδωσε στ 1947 το βιβλίο «Ο Ιωάννης Δ. Ράλλης ομιλεί εκ του τάφου του» (Αθήναι, 1947), χαρακτηρίζει την Συντακτική Πράξη 6 δυνάμει της οποίας δικάστηκε και καταδικάστηκε ο πατέρας του, «Νομοθετικό τέρας» (σελ. 4). Ο Κ. Λογοθετόπουλος στο δικό του βιβλίο (Ιδού η Αλήθεια, Αθήναι, 1948, σελ. 163) αναφερόμενος στην παράνομη σύσταση και λειτουργία του δικαστηρίου που δίκασε τους δωσίλογους Κατοχικούς πρωθυπουργούς, γράφει «…δι’ ό και το δικαστήριον ευλόγως δημοσία προσωνομάσθη υπό των δικηγόρων κατά την υποστήριξιν των ενστάσεων «Πράνομον Συνέδριον»!»
Ενδιαφέρον επίσης έχει, πριν περάσουμε στον «κατάλογο» των δωσιλογικών ενεργειών κατά τον ανωτέρω Νόμο, να αναφερθούμε στην αιτιολογική αυτή έκθεση του τότε υπουργού δικαιοσύνης (Ν. Κολυβάς) προς το υπουργικό συμβούλιο που συνοδεύει τη Συντακτική Πράξη 6, στην οποία αιτιολογείται η (βλέπε ανωτέρω ΦΕΚ 12, Τεύχος Πρώτον, 20 Ιανουαρίου 1945) η αναγκαιότητα της παραπάνω τροποποίησης του άρθρου 1 της Συντακτικής Πράξης 1. Θα παρουσιάσουμε εκτενή αποσπάσματα της έκθεσης αυτής, διότι αρκετά από όσα αναφέρει, θα αποτελέσουν σημεία στα οποία θα εστιάσουμε στη συνέχεια της τοποθέτησής μας.
Αναφέρει ο Κολυβάς, ότι θεωρήθηκε απαραίτητο να απαλειφθεί η προϋπόθεση του δόλου προς καταλογισμό της ευθύνης που απορρέει από τη συνεργασία με τον εχθρό : «…μήπως αι Κυβερνήσεις της Ξένης Κατοχής ουδεμίαν έχουν ευθύνην εκ μόνου του γεγονότος ότι υπήρξαν Κυβερνήσεις της Ξένης Κατοχής δια συνεννοήσεως μετά του εχθρού, αλλ’ ότι προς καταλογισμόν της ευθύνης απαιτείται να αποδειχθή δόλος. Εάν το τελευταίον τούτον ήθελε γίνη δεκτόν θα διατρέχομεν τον κίνδυνον να απαλλαγούν πάσης ευθύνης αι Κυβερνήσεις Ξένης Κατοχής, εκ μόνου του γεγονότος ότι δεν αποδεικνύεται δόλος προς προδοσίαν της Πατρίδος. Εν τούτοις μόνον και μόνον το γεγονός ότι υπήρξαν Κυβερνήσεις της Ξένης Κατοχής δια συνεννοήσεως μετά του εχθρού της Πατρίδος δημιουργεί δι’ αυτάς βαρυτάτας ευθύνας… Και ότι μεν αι κυβερνήσεις της Ξένης Κατοχής δεν ήσαν Ελληνικαί Κυβερνήσεις, αλλά Κυβερνήσεις των κατακτητών, υπέχουσαι βαρυτάτας ευθύνας, δεν δύναται να υπάρξη αμφισβήτησις δια τους επομένους λόγους. 1) Κατά το άρθρον 43 του παραρτήματος της Συμβάσεως της Χάγης «περιελθούσης της νομίμου εξουσίας πράγματι εις τας χείρας του κατέχοντος την Χώραν, αυτός πλέον βαρύνεται να λάβη όλα τα μέτρα τα οποία έχει εις την διάθεσίν του προς τον σκοπόν του να αποκαταστήση και εξασφαλίση την τάξιν, και τη δημοσίαν ζωήν, σεβόμενος, εξαιρέσει απολύτου κωλύματος, τους ισχύοντας Νόμους». Εκ της διατάξεως ταύτης συνάγεται 1) Ότι πάσαι αι εξουσίαι περιέχονται εις τον κατακτητήν και ότι δεν υπάρχει εξουσία δυναμένη αυτοτελώς να ασκηθή παρ’ άλλων. Επομένως αι κυβερνήσεις της Ξένης Κατοχής δεν ήσκουν εξουσίαν ιδίω ονόματι… Εντεύθεν συνάγεται αβιάστως το συμπέρασμα, ότι οι αποτελέσαντες τας λεγομένας Ελληνικάς Κυβερνήσεις ήσαν τα κυριώτερα όργανα, δι ων ησκήθη η εξουσία του κατακτητού επί του Ελληνικού εδάφους. 2) Οι εκδιδόμενοι νόμοι παρά των Κυβερνήσεων της Ξένης Κατοχής δεν είναι νόμοι Ελληνικής Κυβερνήσεως, αλλά νόμοι της Κατοχής, όργανον της οποίας ήσαν αι εκάστοτε δήθεν Ελληνικαί Κυβερνήσεις. Αι Ελληνικαί Κυβερνήσεις, εκδίδουσαι νόμους ενήργουν ως όργανα της Ξένης Κατοχής, αφ’ ου ο διακατέχων την εξουσίαν δικαιούται να εκδίδη νόμους αφορώντας την δημοσίαν τάξιν και μόνον εν περιπτώσει απολύτου ανάγκης να εκδώση και άλλους νόμους, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα… 3) Είνε εις όλους γνωστόν, ότι αι Κυβερνήσεις της Ξένης Κατοχής δεν ήτο δυνατόν να υπάρξουν άνευ της συγκαταθέσεως των Γερμανών. Είναι γνωστόν εις πάντας τους Έλληνας, ότι οι αναλαμβάνοντες την Κυβέρνησιν, προήρχοντο εις προηγουμένας συνεννοήσεις μετά των Γερμανών… Είναι όμως φανερόν, ότι υπό την συγκατάθεσιν ταύτην των Γερμανών κρύπτεται ο πραγματικός διορισμός της Κυβερνήσεως. Ελευθερία άλλωστε προς εκδήλωσιν έστω και απλής γνώμης δεν υπήρχεν… Λέγεται ότι αι κυβερνήσεις της ξένης Κατοχής επεχείρησαν να κατοχυρωθούν όπισθεν της συγκαταθέσεως του πολιτικού κόσμου, όστις όμως αναλογιζόμενος τας ευθύνας του δεν ήθελε να εμφανισθή επί σκηνής. Δεν γνωρίζομεν αν τούτο είναι αληθές. Οσονδήποτε όμως και αν αι Κυβερνήσεις αύται εξησφάλισαν την συγκατάθεσιν του πολιτικού κόσμου παραμένει ανέπαφον το γεγονός, ότι ήσαν Κυβερνήσεις των Γερμανών, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα. Η ενδεχόμενη παρώθησις των πολιτευομένων προς ανάληψιν εξουσίας οιουδήποτε άλλου αξιώματος δεν μεταβάλλει ουδέ κατά κεραίαν την μορφήν των Κυβερνήσεων τούτων, ως Κυβερνήσεων των Γερμανών, ουδέ μετριάζει την ευθύνην αυτών… Ημπορούν βεβαίως αι Κυβερνήσεις αυταί να υποστηρίζουν, ότι το έπραξαν χάριν του καλού της Πατρίδος. Αλλά το συμφέρον της Πατρίδος, το οποίον επικαλούνται όλοι συνήθως οι τύραννοι, δεν έχει κανέν αντικειμενικόν κριτήριον. Δεν δύναται δε να θεωρηθή ως κριτήριον η υποκειμενική κρίσις… Είναι άλλωστε βέβαιον, ότι αι Κυβερνήσεις αυταί ουδεμίαν ηδύνατο να προσφέρουν υπηρεσίαν εις τους Έλληνας… Τα ραδιόφωνα της συμμαχικής Υφηλίου απεκάλουν τας Κυβερνήσεις αυτάς Κυβερνήσεις προδοτών και Κουΐσλιγκ. Η Κυβέρνησις του Καΐρου εστέρησεν τους συμμετασχόντας εις παρομοίας Κυβερνήσεις της Ελληνικής ιθαγενείας ως ανηγγέλθη δια του ραδιοφώνου. Ὀτι παρέμεινεν εις τας Κυβερνήσεις αυτάς ήτο η καθημερινή ρουσφετολογία και η προδοσία κατά της Πατρίδος. Αλλά δεν ήτο μόνον τούτο. Αι κυβερνήσεις αυταί παρείχον κάκιστον παράδειγμα εις τους πολίτας. Όταν οι πολίται έβλεπον, ότι Έλληνες οι οποίοι εθεωρούντο ως προσωπικότητες, ανελάμβανον να γίνουν όργανα των Γερμανών, δια τι τάχα οι άλλοι πολίται δεν θα έπρεπε και αυτοί να προσφέρουν τας υπηρεσίας των εις τους Γερμανούς, είτε από Γερμανοφιλίαν, όπως οι Κυβερνήται τω, είτε από ιδιοτέλειαν οικονομικήν; Δια ποίον λόγον πρέπει να ζητώμεν ευθύνας από τους συνεργασθέντας μετά των Γερμανών πολίτας, όταν οι Κυβερνήται έδιδον το παράδειγμα και τον τόνον της συνεργασίας; Μόνη συνεπώς η ανάληψις της Κυβερνήσεως αποτελεί τυπικόν αδίκημα χωρίς ουδεμίαν να απαιτείται απόδειξις δόλου. Αρκετόν είναι, ότι οι ιδιώται αυτοί συνεννοήθησαν μετά των Γερμανών και εδέχθησαν να γίνουν όργανα αυτών… Είμεθα υποχρεωμένοι ακόμη να πράξωμεν τούτο, δια να δώσωμεν τόσον εις τον πολιτισμένον κόσμον, όσον και εις τας επιγενομένας γενεάς, το παράδειγμα, ότι δεν δύναταί τις ατιμωρητί να προσφέρη τας υπηρεσίας του εις τους εχθρούς της Πατρίδος. Προς την αντίληψιν ταύτην συνετάχθησαν επιφανείς νομικοί και νομοδιδάσκαλοι…»
Η Συντακτική Πράξη 6 της 20ης Ιανουαρίου 1945 ανωτέρω, στο άρθρο 1 αυτής, απαριθμεί ποιοι διαρκούσης της Κατοχής, κατηγορούνται για «προδοτική συνεργασία με τον εχθρό» κατά την έννοια του Νόμου αυτού. Είναι, πρώτοι και καλύτεροι οι κατοχικοί «πρωθυπουργοί» και τα μέλη των «κυβερνήσεών» τους (υπουργοί-υφυπουργοί), όσοι κατείχαν δημόσια θέση(στρατιωτική, διοικητική, δικαστική ή άλλη) και έγιναν συνειδητά όργανα του εχθρού, ασκώντας πιεστικά το λειτούργημά τους και διευκολύνοντας το έργο της Κατοχής, όσοι ανέλαβαν υπηρεσία στις Αρχές Κατοχής και ενήργησαν κατά τρόπο πιεστικό για το λαό ή διευκόλυναν το έργο της Κατοχής, όσοι έγιναν συνειδητά όργανα του εχθρού προς διάδοση της προπαγάνδας του, (ιδιαίτερη επιβαρυντική περίπτωση αποτελεί η ιδιότητα του δράστη ως διευθυντού εφημερίδας ή περιοδικού), εξαίροντες το έργο του κατακτητή ή προκαλούντες την ηττοπάθεια στον Ελληνικό Λαό ή την περιφρόνηση του εθνικού ή συμμαχικού αγώνα, όσοι κατέδωκαν στον εχθρό έλληνες ή ξένους υπηκόους εργαζόμενους χάριν του Εθνικού ή Συμμαχικού αγώνος ή ενήργησαν στην ανακάλυψη ή σύλληψή τους, όσοι προέβησαν συμπράξεις βίας εν συμπράξει ή μη με τα όργανα των δυνάμεων Κατοχής σε βάρος Ελλήνων λόγω της δράσεώς τους κατά του εχθρού όσοι παρέσχαν συστηματικά στον εχθρό πληροφορίες για τις κινήσεις ατόμων ή οργανώσεων που εργάζονταν για τον Εθνικό ή Συμμαχικό αγώνα, όσοι παρεμπόδισαν με οποιοδήποτε μέσο τον Εθνικό ή Συμμαχικό αγώνα, όσοι σε συνεργασία και με τη βοήθεια του εχθρούέγιναν αρχηγοί ή οδηγοί κινήσεως που έτεινε στη προσβολή της ακεραιότητας της χώρας, όσοι εκμεταλλευθέντες την μετά του εχθρού οικονομική τους συνεργασίαπροκάλεσαν ζημία στον Ελληνικό Λαό ή Έλληνες Πολίτες ή υποβοήθησαν την πολεμική προσπάθεια του εχθρού ή αποκόμισαν ασυνήθη οικονομικά ωφελήματα, και όσοι συνεργασθέντες μετά του εχθρού ωφελήθηκαν ή εζημίωσαν τον συμμαχικό αγώνα ή Έλληνες πολίτες ή πολίτες Συμμαχικού Κράτους. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 4 της ίδιας Σ.Π., τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον 6 μηνών και με ισόβια στέρηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων «επί Εθνική αναξιότητι», όποιος καίτοι δεν υπέπεσε σε αδίκημα του άρθρου 1, συνεργάστηκε εν τούτοις με τον εχθρό κατά τρόπο ανάξιο Έλληνος Πολίτου θίγοντα την Εθνική αξιοπρέπεια και διευκόλυνε έτσι το έργο της Κατοχής (στη Γαλλία, στα αντίστοιχα δικαστήρια δωσιλόγων, μετά τον Πόλεμο, 49.723 καταδικάστηκαν για «εθνική αναξιοπρέπεια», χωρίς όμως περαιτέρω ποινή, βλέπε : Νίκου Ζάικου : Σκληρή τιμωρία όσων συνεργάστηκαν με τον κατακτητή, 27-2-2011, εις www.kathimerini.gr). Επίσης με το άρθρο, προβλέπεται πως ανεξάρτητα της ποινής που θα επιβληθεί στους κατηγορούμενους σύμφωνα με το άρθρο 1, «Η στέρησις των πολιτικών δικαιωμάτων επέρχεται αυτοδικαίως και εις περίπτωσιν απαλλαγής λόγω πλήρους συγχύσεως».
Εντός του 1945, στις 3 Σεπτεμβρίου του χρόνου αυτού, εκδίδεται και ο Αναγκαστικός Νόμος 533 (ΦΕΚ, Τεύχος Πρώτον, Αρ. φύλλου 224, 3-9-1945), «Περί τροποποιήσεως, συμπληρώσεως και κωδικοποιήσεως της Συντακτικής Πράξης αριθμ. 6, που επαναλαμβάνει όσα ανωτέρω εκθέσαμε στα πλαίσια αυτής της Συντακτικής Πράξης.
Επίσης θα πρέπει να σημειωθεί, πως μετά τις πρώτες δίκες Δωσιλόγων, κυρίως όσων διετέλεσαν κατά τη Κατοχή μέλη των Κατοχικών «Κυβερνήσεων» ή υπηρέτησαν ως ανώτατοι και ανώτεροι κρατικοί και δημόσια γενικότερα λειτουργοί, αυτές, συνεχίστηκαν και τα επόμενα χρόνια, ενώ, μετά το ψήφισμα ΚΘ (ΦΕΚ 197, Τεύχος Πρώτον, 14-9-1947), «Περί αμνηστίας παραδιδομένων στασιαστών κλπ», με το οποίο παρέχονταν αμνηστία σε όσους είχαν λάβει τα όπλα εναντίον των κομμουνιστών, επιχειρήθηκε σε μεγάλο βαθμό, ένοπλες ομάδες που είχαν δράσει κατά την Κατοχή εναντίον των κομμουνιστών, να υπαχθούν τα μέλη τους στην παρεχόμενη αμνηστία με το παραπάνω Ψήφισμα, έστω και αν είχαν φανερά συνεργαστεί με τον Κατακτητή και εξοπλιστεί απ’ αυτόν. Σύμφωνα με το άρθρο 1 του ΚΘ΄ Ψηφίσματος : «Όσοι εκ των στασιαστών Αρχηγών, οδηγών ή συστασιωτών ή άλλων ενόπλων στασιαστικώς ή εκνόμως δρώντων ή δρασάντων, παρουσιασθώσιν εντός ενός μηνός από της ισχύος του παρόντος αυτοβούλως εις την πλησιεστέραν Δικαστικήν, Στρατιωτικήν, Αστυνομικήν ή Διοικητικήν Αρχήν ή ελλείψει τούτων εις οιανδήποτε Αρχήν (Δημοσίαν, Δημοτικήν, Κοινοτικήν ή Εκκλησιαστικήν) και αφοπλισθώσιν, εφ’ όσον ωπλοφόρουν, αμνηστεύονται αυτοδικαίως δυνάμει του παρόντος δια τα παρ’ αυτών διαπραχθέντα μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος αδικήματα, εφ’ όσον ταύτα σχετίζονται οπωσδήποτε με την συμμοριακήν ή αντισυμμοριακήν δράσιν και απολύονται αμέσως υπό των εις ούς παρεδόθησαν έστω και αν διώκονται δια πράξιν μη αμνηστευομένην, χορηγουμένης αυτοίς σχετικής βεβαιώσεως παρά των αρχών τούτων…».
Ως προς το θέμα του «δόλου», ειδικώς σε ό,τι αφορά τους Κατοχικούς «πρωθυπουργούς», (αλλά και τα μέλη των Κατοχικών «Κυβερνήσεων»), δύο κουβέντες μονάχα, ή μάλλον, ας δούμε τι λέει επ’ αυτού ο ένας εξ αυτών. Γράφει ο Γ. Τσολάκογλου (Απομνημονεύματα, έκδοσις «Ακροπόλεως», Αθήναι, 1959, σελ. 246), αναφερόμενος στην εισηγητική έκθεση του Ν. Κολυβά, ανωτέρω : «Άλλωστε, εκφραζόμενος εις την εισηγητικήν του έκθεσιν της εν λόγω Συντακτικής Πράξεως, ότι ετροποίησε την υπ’ αριθ. 1 Συντακτικήν Πράξιν και καθώρισε αδίκημα τυπικόν -χωρίς να υπάρχη δόλος- ομολογεί ότι «εν εναντία περιπτώσει θα διετρέχαμεν τον κίνδυνον να τους ίδωμεν αθωουμένους, διότι δεν είνε δυνατόν ν’ αποδειχθή δόλος». Με άλλους λόγους, ήξερεν ότι ήμεθα αθώοι με τους κειμένους μέχρις Ιανουαρίου 1945 Νόμους και συνέταξε άλλον, που να μη απαιτήται δόλος δια να τιμωρηθούν οι πολιτικοί δοσίλογοι…» (Ίδια επιχερηματολογία και εις Γεώργιος Ι. Ράλλης : Ο Ιωάννης Δ. Ράλλης ομιλεί εκ του τάφου του, Αθήναι, 1947, σελ. 75).
Αδυνατώ να αντιληφθώ πώς εκείνοι που αποφάσιζαν να συνεργαστούν με τον εχθρό σχηματίζοντες ή/και μετέχοντες σε Κατοχικές «Κυβερνήσεις» : [1] Αγνοούσαν ότι προσφέροντας βοήθεια στον Κατακτητή βοηθούσαν και στην αποτελεσματικότερη άσκηση του Κατοχικού του έργου και δεν διεξήγαν απλώς υπηρεσίες ανακουφιστικές στο Κατεχόμενο Έθνος και την Κατεχόμενη Πατρίδα, [2] Αγνοούσαν το τι σήμαινε για τη Χώρα και τον Λαό «αποτελεσματικότερη άσκηση του έργου του Κατακτητή, [3] Αγνοούσαν ότι η Κατοχική «Ελληνική Κυβέρνηση» δεν της επιτράπηκε να υπάρχει για να δρα εναντίον των συμφερόντων του Κατακτητή, [4] Αγνοούσαν πως δεν υπήρχε «κοινό συμφέρον» μεταξύ του Κατακτητή και της Κατεκτημένης Χώρας και του Λαού και [5] Αγνοούσαν ότι το Κάιρο και το Λονδίνο δεν αναγνώριζαν την νομιμότητα καμιάς Κατοχικής «Κυβέρνησης» και επομένως, ο τέτοιες «Κυβερνήσεις» είχαν κάνει την επιλογή τους ποιούς άφηναν και με ποιους πήγαιναν.
Όλα όμως τα ανωτέρω, αποτελούν μορφές ενσυνείδητων πράξεων και ενδεχομένως και κατά περίπτωση εκεί όπου μπορεί να αποδεχτεί παραλείψεων που περιέχουν το στοιχείο του δόλου, είτε άμεσου, είτε αναγκαίου είτε έστω ενδεχόμενου.
Μια προσωπική προσέγγιση της έννοιας του δωσιλογισμού
Πέραν του ανωτέρω «κατά τω νόμω» δωσιλογισμού, δηλαδή, ποιος θεωρείται «δωσίλογος» σύμφωνα με τον Νόμο, θα επιχειρήσω εδώ, να παρουσιάσω συνοπτικά το πώς εγώ αντιλαμβάνομαι το φαινόμενο. Ας πάρουμε ως αφετηρία πάλι την «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» της «Εκδοτικής Αθηνών» (ό.π.), στην οποία αναφέρεται ότι (σελ. 43) : «Ο όρος «δοσιλογισμός» (collaboration) υπό την έννοια της συνεργασίας ατόμων ή πληθυσμιακών ομάδων κατεχομένων χωρών με τον εχθρό πρωτοχρησιμοποιήθηκε τον Οκτώβριο 1940 από τον Γάλλο πρωθυπουργό (στρατάρχη και ήρωα του Βερντέν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο) Φιλίπ Πεταίν (Philippe Petain), όταν ανήγγειλε την απόφασή του να δεχθεί τη γερμανική «προσφορά» συνεργασίας στη «νέα ευρωπαϊκή τάξη»…» (Στους Γάλλους λοιπόν οφείλεται η γέννηση του όρου).
Η λέξη, είναι ασφαλώς νεόκοπη. Εξ ου άλλωστε και το γεγονός, ότι κι εδώ, στην Ελλάδα, ο δωσιλογισμός, ως φαινόμενο, είναι συνδεδεμένο με την Κατοχή 1941-1944 και αναφέρεται σχεδόν αποκλειστικά για την περίοδο αυτή. Δεν είναι όμως καθόλου νεόκοπο το ιστορικό της περιεχόμενο.
Ο Δημήτρης Κουσουρής (Δίκες των Δοσιλόγων 1944-1949, εκδ. ΠΟΛΙΣ, Αθήνα, 2014, σελ.83-84), σημειώνει πως «…Σύμφωνα με τη Συναγωγή του Στέφανου Κουμανούδη, ο όρος είχε εισαχθεί στο νομικό λεξιλόγιο της χώρας από τη δεκαετία του 1840, και ως πολιτικός χαρακτηρισμός από τα τέλη του 19ου αιώνα, μετά την πτώχευση του 1893, για να χαρακτηρίσει όσους καλούνταν να δώσουν λόγο για τα πεπραγμένα τους ως κατόχων δημοσίου αξιώματος… Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από την κατοχική κυβέρνηση, για να χαρακτηρίσει τους υπουργούς της τελευταίας κυβέρνησης του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, ωστόσο η χρήση της λέξης παρέμεινε μάλλον σπάνια. Το γεγονός ότι ο όρος εμπεριείχε τόσο το στίγμα της προδοσίας όσο και το τεκμήριο αθωότητας τον καθιστούσε κατάλληλο για χρήση τόσο από τους αντικομμουνιστές, που επιδίωκαν την απόδοση συντεταγμένης δικαιοσύνης και όχι εκδίκησης, όσο και από τους εαμικούς που επιδίωκαν την εγκαθίδρυση ενός δημοκρατικού κράτους δικαίου και αρνούνταν την κατηγορία ότι στιγμάτιζαν συλλήβδην ως «προδότες» τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Η επικράτηση του όρου στην καθομιλουμένη μετά το φθινόπωρο του 1944, αντανακλά το ειδικό βάρος που αποκτούσε ο ρόλος της επίσημης δικαιοσύνης σε εκείνη τη μετάβαση από τον πόλεμο στην ειρήνη».
Συνεπώς, ειδικώς για ό,τι μας απασχολεί εδώ, ο «δωσιλογισμός» εννοιολογικά φορτίσθηκε ανάλογα με τον ποιόν έθετε κανείς στο στόχαστρο της κάνης του. Ήδη, μόλις δύο μήνες μετά την αναχώρηση των Γερμανών, ξεσπούν τον Δεκέμβριο του 1944, τα γνωστά γεγονότα, προεόρτια του εμφυλίου που θα ακολουθούσε σύντομα. Η εξέλιξη αυτή, έμελε να προσδώσει όχι μόνο επιχειρήματα μα και να επαναορίσει εκ μέρους όσων είχαν τέτοιο συμφέρον, την έννοια του «δωσιλογισμού» και κυρίως όχι μόνο να υποβαθμίσει μα και να δικαιολογήσει ακόμα κι αυτή τη συνεργασία με τον Κατακτητή. Ήταν «δωσίλογοι», όσοι στη διάρκεια της Κατοχής κυνηγούσαν Έλληνες μεν πλην όμως, όπως απέδειξαν (κατ’ αυτούς)βοι ΥΣΤΕΡΟΤΕΡΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ, απεργάζονταν νέα Κατοχή με την πρόσδεση της Χώρας στον Κομμουνισμό και τον γεωγραφικό της διαμελισμό της Χώρας. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα άρχισαν οι Δίκες των Δωσιλόγων, με πρώτη και σπουδαιότερη αυτή των Κατοχικών Κυβερνήσεων, μέσα στους πρώτους μήνες του 1945. Έτσι, οι εξελίξεις αυτές, πρόσφεραν ένα πρώτης τάξεως επιχείρημα, στους υπόδικους δωσίλογους, να κατασκευάσουν τον δικό τους «εσωτερικό εχθρό της Πατρίδας», που δεν ήταν άλλο από το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ, ή για να ακριβολογούμε, κυρίως αυτούς, μιας και, τούτο είναι σωστό, με αυτούς κυρίως οι ένοπλοι δωσίλογοι της Κατοχής (με αιχμή του δόρατος τα Τάγματα Ασφαλείας) είχαν «ανοιχτούς λογαριασμούς», και επομένως, τόσο το επίσημο Κράτος που τους δίωκε, όσο και οι ίδιοι, ουσιαστικά τον ίδιο «εχθρό» πολεμούσαν, με μια χρονική υστέρηση : το πρώτο, δηλαδή το απελεύθερο πια Κράτος μετά την Απελευθέρωση, οι ίδιοι δε, κατά την διάρκεια της Κατοχής. Έτσι, αυτή η σταδιακή σύγκλιση, πάνω σ’ αυτή τη βάση, όχι μόνο «ψυχικά» μα και ιδεολογικά έτεινε να «αδελφώσει» διώκτες και διωκόμενους εφόσον ανήκαν και οι δύο στην «Εθνικόφρονα Παράταξη» έχοντας να αντιμετωπίσουν τον κοινό «εχθρό του έθνους», το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και ασφαλώς το ΚΚΕ, μα και άμβλυνε όλο και περισσότερο τη σημασία της συνεργασίας με τον Κατακτητή και της δράσης εναντίον όσων διατάρασσαν το Νόμο και τη Τάξη, (δηλαδή, οι αντάρτες), κατά τη διάρκεια της Κατοχής και μάλιστα, έχοντας προσφέρει και «εθνική υπηρεσία», αφού πριν καν το Ελληνικό Κράτος απαλλαγεί από τον Κατακτητή, αυτοί προλείαναν το έδαφος ήδη από την εποχή της Κατοχής, έτσι ώστε, με ασφάλεια να περιέρχονταν το Κράτος στις Εθνικόφρονες Δυνάμεις και να μην έπεφτε στα «νύχια των σλαβοκομμουνιστών και εαμοβουλγάρων συμμοριτών».
Ας σημειώσουμε από τώρα, πως δεν πρόκειται να αναφερθούμε στα εμφυλιακά γεγονότα, διότι ξεφεύγουν του σκοπού του άρθρου αυτού. Η αναφορά σ’ αυτά γίνεται απλώς για να δώσει το πλαίσιο εντός του οποίου λογοδότησαν οι δωσίλογοι.
Ποιος, συνεπώς, θα μπορούσε να είναι ένας ορισμός του Δωσιλογισμού;
Ίσως ένας σαν αυτόν : Η συνειδητή και με ελεύθερη βούληση ενεργητική συνεργασία με μια Δύναμη, η οποία επιδιώκει την επιβολή ή, εφόσον την έχει επιβάλει, την συνέχιση της Κατοχής σε μια Χώρα.
Στον παραπάνω ορισμό, θεωρώ ως αυτονόητη τη συνδρομή της «συνειδητής» και «ελεύθερης βούλησης» στη συνεργασία με τον εχθρό. Το ίδιο και την προϋπόθεση η συνεργασία να είναι ενεργητική, και όχι παθητική, αν και, έχοντας υπόψη μας την «παθητική στάση» εκείνων των πολιτικών που παρέμειναν στην Ελλάδα στη διάρκεια της Κατοχής, είναι, για μένα, πολύ συζητήσιμο, ειδικά γι΄ αυτούς, αν η σιωπή τους μπορούσε ή όχι να εκληφθεί ως μήνυμα αποδοχής της Κατοχής, ως τετελεσμένου γεγονότος, μη αντιμετωπίσιμου, άρα, μια στάση εξαιρετικά θετική, δηλαδή ενεργητική, για την Κατοχική Δύναμη. Όμως τέτοιου είδους αιτιάσεις, όταν πρόκειται να χρησιμοποιηθούν σε νόμους που ορίζουν το περιεχόμενο αδικημάτων και εγκλημάτων, είναι πολύ επικίνδυνο, γενικευόμενες, να καταλήξουν σε κυνήγι μαγισσών κατά πάντων.
Ως προς τα λοιπά στοιχεία του ορισμού :
ΔΕΝ έχει σημασία, στα πλαίσια του εδώ υιοθετούμενου ορισμού, αν η Κατοχή επιβάλλεται από ένα συνασπισμό ή (ξεχωριστά) από μια Εσωτερική ή Εξωτερική Δύναμη, ή σε συνεργασία και των δύο, ούτε, στη τελευταία περίπτωση, από το αν οι Δυνάμεις αυτές μετέχουν της Κατοχής κατά τρόπο ισότιμο ή όχι ούτε από άποψη «μεριδίων» στη νομή της Κατεχόμενης Χώρας. Ή, για να το πω διαφορετικά : από τη στιγμή που μια Δύναμη επιβάλλει καθεστώς «Κατοχής» σε μια Χώρα, αυτή η Δύναμη, ανεξάρτητα αν είναι «Εσωτερική» ή «Εξωτερική» ή «Εσωτερική και Εξωτερική», ΑΠΟΞΕΝΩΝΕΤΑΙ τόσο από το Κράτος την εξουσία του οποίου κατέλαβε όσο και από τον Λαό χάριν του οποίου και υπέρ των συμφερόντων του οποίου υφίσταται και λειτουργεί το Κράτος, και επομένως, αποτελεί εξ ορισμού ΞΕΝΟ ΣΩΜΑ, ΕΧΘΡΟ ΤΟΥ ΚΑΤΕΧΟΜΕΝΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ.
ΔΕΝ έχει σημασία, για τον ορισμό μας, αν η Κατοχή αυτή, επιδιώκεται και επιβάλλεται με «πολεμικά» (ένοπλα) ή «οικονομικά» ή άλλα μέσα, σε καιρό (ένοπλου) πολέμου ή όχι. Τα μέσα προσδιορίζουν το είδος της Κατοχής, το εύρος και το βάθος της όχι όμως αναγκαίως και αυτήν ως γεγονός καθ’ αυτό, το οποίο είναι ορατό «δια γυμνού οφθαλμού» με την εγκαθίδρυση ενός Καθεστώτος-Μαριονέτας και Κυβέρνησης-Ανδρεικέλων που πιστοποιείται όχι κατ’ ανάγκην και αποκλειστικά με το τι τυπικώς ισχύει αλλά το τι ουσιαστικώς συμβαίνει. (Π.χ., υπήρξαν ιστορικά ουσιαστικές (χωρίς ουσιαστικά να έχουν περιβληθεί και τυπικό χαρακτήρα) καταργήσεις της εθνικής κυριαρχίας και των ουσιωδέστερων συνταγματικών προνοιών των σχετικών με την Εθνική ανεξαρτησία και τα κάθε είδους Ανθρώπινα Δικαιώματα, (κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά), που ως καθεστώς επιβλήθηκαν από ιδιωτικούς ή και διεθνείς οργανισμούς ή και κράτη στα πλαίσια οικονομικών «βοηθειών» που προσφέρανε σε άλλα κράτη, των οποίων οι όροι, οδήγησαν σε ουσιαστικό Καθεστώς Κατοχής με όλα τα χαρακτηριστικά που αναφέρονται στον παρόντα ορισμό, ενίοτε δε, ουδέ καν και με την διατήρηση μιας προσχηματικού τύπου νομιμότητας με βάση το Διεθνές Δίκαιο). Αρκεί η επιδίωξη ή/και επιβολή να επάγεται την κατ’ αντικειμενική κρίση, όπως αυτή προκύπτει από τον κοινό νου, ορατή ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ κατάλυση της λαϊκής κυριαρχίας και εθνικής ανεξαρτησίας (αδιάφορα αν ΤΥΠΙΚΑ εξακολουθούν να ισχύουν) και στη σύγχρονη εποχή μας, μπορούμε να τη θέσουμε ως την κατάλυση της Δημοκρατικής Συνταγματικής Τάξης, αδιαφόρως αν γίνεται με σκοπό μόνο την εξυπηρέτηση ειδικότερων ή ευρύτερων γεωστρατηγικών συμφερόντων της Κατέχουσας Δύναμης, ή μόνο την οικονομική λεηλασία της Κατεχόμενης Χώρας από τη Δύναμη αυτή, ή αν η Κατοχή ή προσπάθεια προς αυτή τη κατεύθυνση προέκυψε στα πλαίσια των γενικότερων επεκτατικών βλέψεων αυτής της Δύναμης ή στα πλαίσια της συνδρομής της σε άλλη σύμμαχό της χώρα. Αρκεί η ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ κατάλυση της Λαϊκής Κυριαρχίας και Εθνικής Ανεξαρτησίας. Ασφαλώς, εδώ δεν εμπίπτει η περίπτωση του «οικειοθελούς» και συνταγματικά προβλεπόμενου περιορισμού της εθνικής κυριαρχίας, που γίνεται στα πλαίσια δημοκρατικών και σύμφωνων με το Εθνικό και Διεθνές Δίκαιο, όπως π.χ., στη περίπτωση των διαδικασιών ένταξης της Χώρας σε υπερεθνικούς οργανισμούς, όπως π.χ., η Ευρωπαϊκή Ένωση. Εν προκειμένω, η ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΗ – ΙΣΟΔΥΝΑΜΗ ΚΑΙ ΙΣΟΤΙΜΗ παραίτηση της εθνικής κυριαρχίας από μέρους των άλλων Κρατών-Μελών, στην ουσία αναπληρώνει με άλλα αποδεκτά οφέλη αυτή την μερική απώλεια, αφού όλοι κερδίζουν και όλοι χάνουν κάτι αλλά κατά το ίδιο ποσοστό και το ίδιο περιεχόμενο, πράγμα που τελικώς είναι συζητήσιμο, αν υπό αυτές τις προϋποθέσεις, υφίσταται καν περιορισμός της εθνικής κυριαρχίας, εφόσον όλοι απώλεσαν το ίδιο πράγμα και στον ίδιο βαθμό. Έτσι, ήδη, η από μακρού χρονικού διαστήματος, αυτή η παραίτηση εθνικής κυριαρχίας, για ορισμένα Κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως της Ευρωζώνης, η οποία έπαψε να είναι αμοιβαία κατά τα ανωτέρω και έγινε ετεροβαρής, αφού έχει στην ουσία καταργηθεί το κριτήριο της ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΗΣ, ΙΣΟΔΥΝΑΜΗΣ ΚΑΙ ΙΣΟΤΙΜΗΣ ως προς το περιεχόμενο και την έκταση περιορισμών εθνικής κυριαρχίας ΟΛΩΝ των Κρατών – Μελών της Ένωσης, ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ, εκεί όπου διαπιστώνεται, με την παράλληλη ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ ΚΑΤΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ, αναβιώνει το Κατοχικό Γεγονός ως πραγματικότητα σύμφωνα με τον δοθέν περιεχόμενο στη λέξη «Κατοχή» και τη σημασία και ερμηνεία της στον άνω ορισμό του δωσιλογισμού. Για να το πούμε απλά, κάποια Κράτη, όπως η Ελλάδα, έχει σχεδόν εκχωρήσει πλήρως την Εθνική της Κυριαρχία και Ανεξαρτησία, με πρόσχημα την οικονομική της κρίση, κάποια δε άλλα, π.χ., η Γερμανία, όχι μόνο δεν έχει εκχωρήσει ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ τίποτα, μα, επίσης ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ, έχει μετατρέψει όλη την Ευρώπη σε «ζωτικό της χώρο», διευρύνοντας την Εθνική της Κυριαρχία (οικονομική και μέσω αυτής και πολιτική) σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο.
Ιδίως το στοιχείο της «ελεύθερης βούλησης», δεν αναιρείται από άλλες καταστάσεις, όπως π.χ. ο εκβιασμός σε πράξη ή παράλειψη, εφόσον, εν προκειμένω, μιλάμε για την κατάληψη ανώτερων κι ανώτατων δημοσίων αξιωμάτων και θέσεων υπό καθεστώς Κατοχής, ή/και την ανάπτυξη οικονομικών και εμπορικών σχέσεων με τον Κατακτητή με προφανή σκοπό το ίδιο όφελος εξ αιτίας της υπάρξεως του Κατοχικού καθεστώτος, ιδίως όταν αυτό προκύπτει και από την εκμετάλλευση της δεινής θέσης του Λαού, του οποίου η περιουσία έχει διαρπαγεί μέσω αυτών των εμπορικών και οικονομικών δοσοληψιών. Διότι υπό Καθεστώς Κατοχής, ο συνεργαζόμενος με τον Κατακτητή, εκουσίως παραιτείται της ελεύθερης σκέψης και έκφρασης και επομένως δράσης «κατά συνείδηση», διότι άλλα κριτήρια και άλλες αξίες ανώτερες της «ελεύθερης βούλησης» επικράτησαν και πήραν τη θέση της. Έτσι π.χ. το περί εκβιασμού επιχείρημα των συνθηκολογησάντων στρατηγών του Μετώπου, ότι δεν θα ελευθερώνονταν οι αιχμάλωτοι στρατιώτες και αξιωματικοί, αν δεν συνεργάζονταν με τον εχθρό σχηματίζοντες Κατοχική «Κυβέρνηση», δεν μπορεί να σταθεί, διότι η απελευθέρωση αιχμαλώτων στρατιωτών και αξιωματικών, δεν μπορεί να «συμψηφιστεί» με την διευκόλυνση της άσκησης Κατοχικής εξουσίας εκ μέρους του εχθρού. Στον πόλεμο αυτό, σε όλα τα Μέτωπα, στην Ευρώπη και στον Ειρηνικό, υπήρξαν εκατομμύρια αιχμάλωτοι ένθεν κακείθεν, και ουδείς στο στρατόπεδο των Συμμάχων διανοήθηκε ποτέ, προκειμένου να μην αιχμαλωτισθούν, να ενθαρρύνει την συνεργασία με τον Κατακτητή συγκροτώντας Κατοχικές «Κυβερνήσεις». Άλλωστε μπορούσαν, ευθύς μετά την απελευθέρωση των στρατιωτών, να υποβάλουν άμεσα την παραίτησή τους. Εξ άλλου, νομίζω πως δεν θα ήταν καθόλου δύσκολο να δοθεί στις Αρχές Κατοχές κατάλογος Ελλήνων πρόθυμων να μετάσχουν της τέτοιας και ιδίως σ’ αυτό το επίπεδο συνεργασίας με τους Κατακτητές, αφού είναι γνωστό πως ήδη στην Αθήνα υπήρχαν προσωπικότητες που είχαν και πριν τον πόλεμο επαφές με το Βερολίνο και των οποίων τον φιλογερμανισμό ή φιλοϊταλισμό ουδείς αμφισβητούσε, χωρίς να υπολογίζουμε και άλλους που πρόθυμα θα υποτάσσονταν στη νέα πραγματικότητα στα πλαίσια του «ρεαλισμού» που εντρυφά σε όλες αυτές τις καιροσκοπικές μετακινήσεις. Ασφαλώς, θα διέτρεχαν και οι ίδιοι τον κίνδυνο να εγκλειστούν σε στρατόπεδα αιχμαλώτων στη Γερμανία ή αλλαχού, όπως άλλωστε συνέβη με τους συναδέλφους τους Αλέξανδρο Παπάγο, Ιωάννη Πιτσίκα, Κ. Μπακόπουλο, Π. Δέδε, Κ. Κοσμά, κ.λπ.), όμως αυτό το ενδεχόμενο σε καιρό πολέμου, και μάλιστα του πολέμου εκείνης της περιόδου, δεν αφορούσε μονάχα τους στρατιωτικούς μα και απλούς πολίτες.
ΔΕΝ έχει, συνεπώς, σημασία το είδος της «προσφοράς» συνεργασίας με τον εχθρό (π.χ., καθαρά ιδεολογική, στρατιωτική, οικονομική, κ.λπ.), αρκεί αυτή να συνδράμει άμεσα ή έμμεσα στην επιβολή ή και διατήρηση της Κατοχής κατά τα ανωτέρω, (ενώ παράλληλα ενισχύεται και το κύρος του).
Ειδικώς όμως η προσφορά εκ μέρους της Κατοχικής Δύναμης προς πολίτες της Κατεχόμενης Χώρας και η εκ μέρους τους αποδοχή, ανώτατων και ανώτερων κρατικών και δημοσίων αξιωμάτων, ιδίως δε, της συμμετοχής τους σε Κατοχική «Κυβέρνηση», έχει μια βαρύτητα όχι απλώς «ειδική», μα αποτελεί και την κορωνίδα του Δωσιλογισμού. Ορθά επισημαίνουν οι Κ. και Κ. Τενεκίδης ότι «…η Κατοχή η εγκαθιδρύουσα κυβέρνησιν τύπου Κουΐσλιγκ, εμφανίζεται ως διατηρούσαν φιλικάς σχέσεις και δη ως συνεργαζομένη στενώς μετ’ αυτής, αλλ’ η έννοια της «συνεργασίας» συσκοτίζει, με τάσιν να καλύψη ολοσχερώς, την έννοιαν της υφισταμένης εμπολέμου καταστάσεως μεταξύ Κατοχής και κατεχόμενης χώρας, εις τελευταίαν δε ανάλυσιν τείνει να εξαφανίση τα εκ της καταστάσεως ταύτης απορρέοντα πατριωτικά καθήκοντα των πολιτών». (Νίκος Ζάικος : Διεθνές Δίκαιο και Συνεργασία με τον Εχθρό, εκδ. Εκδοτικός Οίκος Αντ. Σταμούλη, Αθήνα, σελ. 40-41).
Ήδη όμως με τις παρατηρήσεις που επιχειρήσαμε μόλις παραπάνω, κάναμε ένα βήμα προσέγγισης του δωσιλογικού φαινομένου πέραν αυτής που συνήθως επιχειρείται όταν αναφερόμαστε σ΄ αυτό, ως ένα σχεδόν αποκλειστικό φαινόμενο της Κατοχικής Περιόδου 1941-1944. Αναμφίβολα, δεν μου διαφεύγει πως ενδεχομένως ο ορισμός αυτός να μη βρει και πολλούς υποστηρικτές, εν πάση όμως περιπτώσει, είναι σύμφωνος με το πώς εγώ αντιλαμβάνομαι τον δωσιλογισμό.
Μια Ειδική Παρέκβαση : Και ο «Παλαιός Πολιτικός Κόσμος» που παρέμεινε στην Αθήνα στη διάρκεια της Κατοχής;
Το ζήτημα της στάσης του «παλαιού πολιτικού κόσμου» που παρέμεινε στην Χώρα στη διάρκεια της Κατοχής, στην οποία γίνεται αναφορά και σ’ αυτήν στην αιτιολογική έκθεση για τη Συντακτική Πράξη 6 / 20-1-1945 ανωτέρω, είναι ένα από τα θέματα που μάλλον περιθωριακά απασχολούν τη Κοινή Γνώμη, αν και, η αναφορά στη μαύρη εκείνη περίοδο της ελληνικής ιστορίας, φέρει που και που στη επιφάνεια το θέμα αυτό. Πάντως, είναι μια καλή ευκαιρία να πούμε δύο παραπάνω λόγια πάνω σ’ αυτό το ζήτημα.
Πολιτικοί που υπό συνθήκες ομαλού ή λιγότερου ομαλού βίου, πολιτικοί που τόσο εύκολα και τόσο συχνά προβάλλουν τη διάθεση της «αυτοθυσίας» τους αρκεί να υπηρετήσουν το «εθνικό», το «δημόσιο», το λαό, άνθρωποι που διεκδικούν τον τίτλο του «Ηγέτη» του λαού, θα ανέμενε κανείς, να τους δει να πρωτοστατούν στα δύσκολα, και ως «Ηγέτες» να ηγούνται του Λαού και στα δύσκολα, και εν προκειμένω, στα επικίνδυνα, εφόσον πράγματι διεκδικούν «ηγετικές» δάφνες και εφόσον οι περί «αυτοθυσίας» δηλώσεις τους δεν είναι παρά λόγια πλήρη φρέσκου αέρα. Ιδίως όταν ο ίδιος ο Λαός, έδειξε, δίδαξε, τι πάει να πει «θυσία» και «αυτοθυσία», πολεμώντας στο Μέτωπο για τα πιο μεγάλα νοήματα και αξίες για τα οποία η Ανθρωπότητα στην μεγάλη Ιστορική της Διαδρομή, έχυσε ποταμούς αίματος για να τις στηρίξει και υποστηρίξει.
Αφετηρία των σκέψεών μας εν προκειμένω, θα ήταν δυνατό να θέσουμε την 18η Αυγούστου 1942, ημερομηνία αποστολής της επιστολής των πολιτικών αρχηγών προς τον «Πρόεδρον της Κυβερνήσεως» Γ. Τσολάκογλου. Την επιστολή εκείνη την υπέγραφαν οι Θεμ. Σοφούλης, Γ. Καφαντάρης, Σ. Γονατάς, Δ. Μάξιμος, Γ. Παπανδρέου, Ι. Ράλλης (ο μετ’ ολίγον Κατοχικός «πρωθυπουργός») και Θ. Πάγκαλος. Η αφορμή της αποστολής αυτής της επιστολής, είναι η δεινή οικονομική κατάσταση της Χώρας και οι συνθήκες διαβίωσης του Λαού. Μάλιστα τούτη η επιστολή έχει και ένα ιστορικό, που αναδεικνύει και ένα είδος «συμμαχίας» «Κυβερνήσεως» Τσολάκογλου και πολιτικών αρχών, ώστε από κοινού να αντιμετωπίσουν την κατάσταση. Όπως ιστορεί ο ίδιος ο Γ. Τσολάκογλου (Γεωργίου Κ. Τσολάκογλου : Απομνημονεύματα, έκδοσις «Ακροπόλεως», Αθήναι, 1959), όταν τον Ιούλιο του 1942 το θέμα των χρηματικών προκαταβολών προς τις Κατοχικές Δυνάμεις υπερέβη κάθε συμφωνία επί του θέματος, ο Γ. Τσολάκογλου αντέδρασε σε σημείο ώστε να υποβάλλει την παραίτησή του, η οποία μέχρι του σχηματισμού της νέας υπό τον Κ. Λογοθετόπουλο, κωλυσιέργησε μέχρι και τον Δεκέμβριο εκείνου του έτους. Πριν όμως η ρήξη Τσολάκογλου – Δυνάμεων Κατοχής καταστεί τελεσίδικη, ο Γ. Τσολάκογλου, σύμφωνα πάντα με τα «Απομνημονεύματά» του, υπήρξε παρέμβαση του Θ. Πάγκαλου, ο οποίος, όπως γράφει ο Τσολάκογλου (σελ. 212) : «…προσελθών εις το γραφείον μου, με συνεχάρη δια την έντονον και αξιοπρεπή στάσιν μου και με ενεθάρρυνε να επιμείνω αρνούμενος την καταβολήν μεγάλων ποσών. Επί πλέον με ηρώτησεν αν θέλω την ηθικήν ενίσχυσιν των πολιτικών αρχηγών της Χώρας και απήντησα καταφατικώς… Έπρεπε και ούτοι να γνωματεύσωσι ότι έπρεπε να παραιτηθώ… Τας συστάσεις των πολιτικών αρχηγών ανεκοίνωσα εις το Υπουργικόν Συμβούλιον εις όλα τα μέλη, ώστε να ληφθή ομόθυμος η απόφασις να παραιτηθώμεν παρά να συντελέσωμεν εις χρεοκοπίαν…».
Αυτή καθ’ αυτή η αποστολή μιας τέτοιας επιστολής εκ μέρους του (παραμένοντος στη Χώρα) πολιτικού κόσμου, προς μια Κατοχική «Κυβέρνηση», δικαίως ίσως θεωρείται εκ μέρους της «Κυβέρνησης» αυτής, ένα είδος έκδοσης πιστοποιητικού «νομιμότητας» εκ μέρους τουλάχιστον αυτής της πλευράς του δημόσιου βίου. Οι πολιτικοί αρχηγοί, δια της αποστολής καθ’ αυτής, αναγνωρίζουν την ύπαρξη μιας «Κυβέρνησης» την «νομιμότητα» της οποίας και αποδέχονται. Θα μπορούσαν να αποταθούν «προσωπικώς προς τον κ. Τσολάκογλου» -ίσως ούτε καν προς τον «στρατηγό» Τσολάκογλου- προς τον οποίο, «ως εκ της θέσεώς του που το δόθηκε από τις Κατοχικές Δυνάμεις», να εξέθεταν τους όποιους προβληματισμούς τους και υποδείξεις. Όμως η αναγνώριση του τίτλου του ως «Προέδρου της Κυβερνήσεως», και εν συνεχεία το ίδιο το περιεχόμενο της επιστολής τους, επί ενός τόσο σοβαρού θέματος, δηλώνει πως αναγνωρίζουν ότι η «Κυβέρνηση» έχει, κάποιες έστω, ουσιαστικές εξουσίες σε βαθμό ώστε να είναι σε θέση να επιβάλει την άποψή της στις Κατοχικές Αρχές και ότι υπάρχει η πιθανότητα οι τελευταίες να υποχωρήσουν λόγω των πιέσεων της «Κυβέρνησης». Αν όμως τίποτα από τα παραπάνω δεν ισχύει, τότε, μένει μονάχα το τελευταίο που σημειώνει και ο Τσολάκογλου : να τον «βοηθήσουν» στη λήψη της απόφασής του για παραίτηση, μέσω μιας προσυμφωνημένης «πίεσης» που θα του ασκούσαν εν ονόματι του πολιτικού κόσμου της Χώρας. Αν δε, κι αυτό δεν ισχύει, τότε, προς τι η αποστολή αυτής της επιστολής εκ μέρους των πολιτικών αρχηγών;
Η επιστολή των πολιτικών αρχηγών είναι η παρακάτω : (Γ. Τσολάκογλου : ό.π., σελ. 213-214) :
«Μετ’ αγωνίας, της οποίας δεν αμφιβάλλομεν και υμείς συμμετέχετε παρακολουθούμε την ραγδαίαν πτώσιν της δραχμής, της οποίας συνέπεια είνε η αλματική ύψωσις των τιμών των τροφίμων και των λοιπών απαραιτήτων δια την ζωήν ειδών, ήτις φέρει εις αληθή απόγνωσιν ολόκληρον τον αστικόν κόσμον και τας λαϊκάς μάζας, αίτινες εξηντλήθησαν ήδη οικονομικώς και έφθασαν εις την εσχάτην απαθλίωσιν, μη έχουσαι πλέον τι να πωλήσωσι προς συντήρησίν των. Η Κυβέρνησις επέτυχε, βεβαίως, την μείωσιν των εξόδων κατοχής και θα ήτο ευτύχημα αν εις ταύτα και μόνον περιωρίζοντο αι υποχρεώσεις μας. Δυστυχώς, όμως, η κυβέρνησις απεδέχθη επί πλέον και την χορήγησιν προκαταβολών απεριορίστως προς τας αρχάς κατοχής εις ελληνικάς δραχμάς και δια πάσας τας λοιπάς ανάγκας των. Τα υπό τοιαύτην δε μορφήν χορηγούμενα ποσά πληροφορούμεθα ότι ανέρχονται εις πολλά δισεκατομμύρια δραχμών μηνιαίως και δεν φαίνεται πιθανότης, ότι πρόκειται να μειωθούν. Και υπάρχει μεν, καθ’ ά επίσης πληροφορούμεθα, η βεβαιότης ότι αι τοιαύται καθ’ υπέρβασιν των δαπανών των αρχών κατοχής προκαταβολαί, θέλουσι διακανονισθή μετά την λήξιν του πολέμου, εν τω μεταξύ όμως, αυξάνει ο πληθωρισμός και επέρχεται η πτώσις της αξίας της δραχμής εις βαθμόν πολλαπλασίως ανώτερον του εκ των κυκλοφοριακών στοιχείων δικαιολογουμένου, με όλας τας δυσαρέστους συνεπείας, τας οποίας ανωτέρω αναφέρομεν. Εκρίναμεν, όθεν, επιβεβηλμένον ημίν καθήκον, όπως επιστήσωμεν αμέριστον την προσοχήν υμών επί της δημιουργηθείσης και καθημερινώς επιδεινουμένης τραγικής οικονομικής καταστάσεως της χώρας και να συστήσωμεν υμίν, ότι επιβάλλεται να θέσητε τέρμα έστω και από τούδε, εις την κατάστασιν αυτήν αιτούντες από τας αρχάς κατοχής την διακοπήν ή έστω την επί χρονικόν τι διάστημα αναστολήν των προκαταβολών, καθ’ όσον ο τόπος αδυνατεί να εξακολουθήση καταβάλλων τα άνω ποσά επί πλέον των καθορισθεισών δαπανών κατοχής, άνευ οικονομικής συντριβής του. Και είμεθα βέβαιοι ότι εάν διαφωτισθώσι δεόντως παρά της Κυβερνήσεως αι αρχαί κατοχής θα αποδεχθούν ευμενώς την δικαίαν ταύτην αίτησιν υμών, καθ’ όσον αύται δεν φαίνονται επιθυμούσαι την οικονομικήν εξαθλίωσιν της χώρας, η οποία και τα ίδια αυτών συμφέροντα παραβλάπτει σημαντικώς. Αλλ’ εάν παρά πάσαν πιθανότητα δεν ήθελε γίνει αποδεκτή παρά των αρχών κατοχής η ανωτέρω αίτησις, εις ημάς απόκειται να κρίνητε εάν πρέπει να εξακολουθήσητε υπέχοντες τας περαιτέρω ευθύνας, εν γνώσει πλέον, ότι η Ελλάς άγεται ούτως εις πλήρη οικονομικήν καταστροφήν».
Ο Τσολάκογλου γράφει για την παραπάνω επιστολή (Γ. Τσολάκογλου, ό.π., σελ. 214-215: «Εις την επίδοσιν της ανωτέρω επιστολής, επηκολούθησεν η δήλωσις του στρατηγού Παγκάλου εκ μέρους όλων των υπογραψάντων την επιστολήν, ότι «φυσικά κανείς εκ των υπογραψάντων ταύτην δεν είνε δυνατόν να αναλάβη ποτέ την διακυβέρνησιν της χώρας υπό τους αυτούς ή δυσμενεστέρους όρους εν περιπτώσει παραιτήσεως της Κυβερνήσεως Τσολάκογλου». Η επιστολή ενέχει την σημασίαν ότι οι πολιτικοί, οίτινες συνεφώνουν με την ύπαρξιν Κυβερνήσεως κατά την κατοχήν, ησθάνοντο την ανάγκην να βοηθήσουν ήδη και να με συμβουλεύσουν περί του πρακτέου. Συνίστων όθεν να αιτήσω από τας αρχάς την διακοπήν ή αναστολήν των προκαταβολών. Αλλ’ ημείς ουδέποτε ητήσαμεν. Ηξιώσαμεν και επεμείναμε εις την αξίωσιν αφού προηγουμένως τους διεφωτίζαμεν καταλλήλως… Ωσαύτως άξιον παρατηρήσεως είνε το γεγονός, ότι οι αρχηγοί των πολιτικών κομμάτων της χώρας θέτουσιν εις ενέργειαν κολακευτικά λόγια δια τους κατακτητάς, ούς χαρακτηρίζουσι ως αντιλήπτορας του δικαίου και ότι «δεν φαίνονται επιδιώκοντες την εξαθλίωσιν της χώρας», ενώ ετέλουν εν πλήρει γνώσει ότι ηδιαφόρουν αναλγήτως προ του συμφέροντός των οι ξένοι γενικώς. Τα κολακευτικά λόγια ετέθησαν δια την απίθανον περίπτωσιν, καθ’ ήν η επιστολή θα έπιπτεν εις χείρας των εισβολέων, ίνα μη κατηγορηθούν ως υπονομεύοντες το έργον των. Ιδού ο λόγος, δι’ ον ενίοτε και ημείς εθέτομεν γραμμάς τινάς φιλοφροσύνης δια τους ξένους (καλόπιασμα). Εις την επιστολήν διατυπούται ο όρος «ότι η Κυβέρνησις απεδέχθη την χορήγησιν προκαταβολών». Δεν πρόκειται περί αποδοχής, διότι δεν είχε δικαίωμα να εκλέξη την αποδοχήν ή μη. Απλώς ανεκοινώθη ότι ταύτα απεφασίσθησαν εις την Ρώμην ερήμην της Ελλάδος. Το περιεχόμενον της ανωτέρω επιστολής με ενεθάρρυνε εις το να επιμείνω εις την διακοπήν της κατοβολής των προκαταβολών και επειδή έβλεπον ότι επέμενον οι Γερμανοί δια την απρόσκοπτον συνέχισιν της καταβολής, απεφασίσαμεν ομοφώνως, μεθ’ όλων των μελών του Υπουργικού Συμβουλίου να παραιτηθώμεν». (Η απόφαση αυτή, ελήφθη στις 29 Αυγούστου 1942).
Τι το παράλογο επισημαίνει παραπάνω ο Τσολάκογλου, εν σχέσει με την σκοπιμότητα της επιστολής;
Όμως, η επιστολή αυτή, που αποτελεί έμμεση πλην σαφή, όπως εγώ την ερμηνεύω, «αποδοχή της νομιμότητας» της Κατοχικής «Κυβέρνησης» Τσολάκογλου, ασφαλώς, δεν αποτελεί το «πρώτο δείγμα» παρέμβασης του πολιτικού κόσμου στα τεκταινόμενα στη διάρκεια της Κατοχής. Ήταν οι πρώτες μέρες της θητείας της «Κυβέρνησης» Τσολάκογλου (και όχι ένα χρόνο μετά), που ο πολιτικός κόσμος, αλλά και όχι μόνο αυτός, μάλλον επιδοκίμαζε παρά αποδοκίμαζε τον σχηματισμό Κατοχικής «Κυβέρνησης». Ο Τσολάκογλου στα «Απομνημονεύματά» του γράφει : (Γεωργίου Κ. Τσολάκογλου : ό.π., σελ. 165-166) : «Ωσαύτως, τρανωτάτην απόδειξιν του ότι πάντες ήθελον την ύπαρξιν Κυβερνήσεως αποτελεί η γνώμη των αρχηγών πολιτικών κομμάτων της Χώρα και άλλων προσωπικοτήτων. Ούτοι κληθέντες παρ’ εμού εις το Πρωθυπουργικόν γραφείον, ίνα λάβωσι γνώσιν περί του τρόπου, καθ’ όν εσχηματίσθη η Κυβέρνησις και περί των επιδιώξεων ταύτης απεφάνθησαν πάντες ότι : Εθεώρουν προτιμοτέραν την Κυβέρνησιν από το Προτεκτοράτον. Επέδειξαν κατανόησιν της σοβαρότητος της πατριωτικής χειρονομίας, που έκαμα και με ενεθάρρυναν εις το πατριωτικόν έργον, που ανέλαβα και εξέφρασαν την πεποίθησίν των, ότι η Πατρίς θα ωφεληθή εκ της υπάρξεως Κυβερνήσεως. Εκ των προσκληθέντων προσήλθον και συνεφώνησαν κατά τα ανωτέρω οι κ.κ. Πάγκαλος, Γονατάς, Μάξιμος, Ρούφος, Παπανδρέου, Κανελλόπουλος, Μόδης, Τσαλδάρης, Σβώλος, Τζερμιάς, Καρτάλης, Κούνδουρος, Χατζηγιάννης, Βάρδας, Οθωναίος, Καθενιώτης, Αλεξάνδρου, Μερκούρης, Στεφανόπουλος, Πρωτοσύγκελλος, Μοσχονάς. Λαπαθιώτης, Τουρκοβασίλης, Ράλλης Πέτρος και οι Καθηγηταί Πανεπιστημίου Εξαρχόπουλος, Σακελλαρίου, Λούβαρις, Πίντος, Δένδιας, κ.ά. Εκ τούτων διήλθον ως μάρτυρες κατά την δίκην μας : α) Ο Καθηγητής και τέως αντιπρόεδρος Κανελλόπουλος, όστις κατέθεσεν ότι : «Συνωμίλησα επί ημισείαν ώραν με τον κ. Τσολάκογλου χωρίς να μοι είπη λέξιν δυναμένην να εκληφθή ως Γερμανοφιλία ή ηττοπάθεια. Διαρκώς μοι έλεγε ότι θα εφρόντιζε να μειωθή η επί του λαού πίεσις του Κατακτητού και επίσης τα δεινά της Κατοχής και ότι νικώσης της Αγγλίας πολύ γρήγορα θα έλθουν οι Βρεταννοί να μας ελευθερώσουν». Και προσέθηκε, χαρακτηριστικώς (ο κ. Τσολάκογλου), «ότι οι Άγγλοι λόγω των πολυτίμων υπηρεσιών, που προσεφέραμεν εις τον αγώνα ούτε παρεξήγησαν, ούτε εθίγησαν εκ της ανακωχής και του σχηματισμού της Κυβερνήσεως, ήτις θα τους εξυπηρετήση»… …β) Ο τέως Πρωθυπουργός Παπανδρέου ωμολόγησεν, ότι τον κατέστησα κοινωνόν των προθέσεών μου και ότι συνεφώνησε περί της αγνότητος τούτων. Ισχυρίσθη δε ότι δεν μοι ανεκοίνωσε την προτίμησίν του, όπως η Εκκλησία έχη την εξουσίαν και όχι στρατιωτική Κυβέρνησις, διότι δήθεν ευρίσκετο πρό τετελεσμένου γεγονότος. Κατά την γνώμην μου ελησμόνησεν ότι με ενθάρρυνε και ότι μοι συνέστησε να «υποκρίνωμαι» εις τους εισβολείς δια να δυνηθώ να εξυπηρετήσω τον λαόν. Ελησμόνησεν, επίσης, ότι ήθελε να με βοηθήση με όλην την ψυχήν του, ως ηύχετο να επιτύχω εις το αναληφθέν έργον. Εφ’ ω την 31 Μαΐου 1941, καθ’ ην η Κυβέρνησις ευρίσκετο προ αδιεξόδου λόγω της κλοπής της Γερμανικής σημαίας εκ της Ακροπόλεως έσπευσε την 14.3 ώραν υπό καυστικώτατον ήλιον να με συμβουλεύση πώς έπρεπε να λυθή το ζήτημα δια να μη εξαναγκασθώ εις παραίτησιν, ήτις θ’ απέβαινεν «επί ζημία του Τόπου» ως μοι είπεν. Διατί άραγε τότε να μη με συμβουλεύση να φύγω, εφ’ όσον ήτο της γνώμης ότι δεν έπρεπε να σχηματίσω Κυβέρνησιν; Μήπως ήθελε το κακόν μου; Άπαγε της βλασφημίας. Ήθελε να επιτύχω δια να ανακουφισθή ο λαός. Δια τούτο έσπευσε να με συνδράμη. Σήμερον λέγει τ’ αντίθετα!.. γ) Ο διακεκριμένος εκπρόσωπος του ορθοδόξου Λαϊκού Κόμματος, μοναδικός Οικονομολόγος και τέως Πρωθυπουργός και υπουργός κ. Μάξιμος συμπαρίστατο μετά του κ. Παπανδρέου εις το γραφείον και ήκουσε τα πλείστα των διαμειφθέντων μετ΄ εκείνου. Ούτος διαβεβαίωσεν ότι με ενεθάρρυναν δια το αναληφθέν Κυβερνητικόν έργον… δ) Ο στρατηγός Πάγκαλος κατέθεσε ότι πάντες εφρόνουν κατά Μάϊον του 1941, ότι η ύπαρξις Κυβερνήσεως, αποτελουμένης από επίλεκτα μέλη, δεν ήτο επιβλαβής εις την χώραν. ε) Ο τέως βουλευτής Θεσσαλονίκης και δικηγόρος Τζερμιάς κατέθεσε ότι απρόσκλητοι μετέβησαν περί τους 15 πολιτευόμενοι εις το γραφείον του Πρωθυπουργού και συγχαρέντες αυτόν, εδήλωσαν ότι είνε πρόθυμοι να τον συνδράμουν εις το δυσχερές, αλλά πατριωτικώτατον έργον του…».
Για την συνάντηση των πολιτικών αρχηγών με τον Γ .Τσολάκογλου, νομίζω ότι πολύ ορθά συνοψίζει τη σημασία του συμβολισμού αυτής καθ’ αυτής της ενέργειας, έξω και πέρα από το τι ελέχθη στη συνάντηση αυτή, ο Χρήστος Χρηστίδης : «Το τι είπαν πηγαίνοντας [οι πολιτικοί στον Τσολάκογλου] δεν έχει καμιά σημασία. Σημασία έχει το ότι πήγαν. Αυτό ήταν λάθος βαρύτατο» (εις : Mark Mazower : Στην Ελλάδα του Χίτλερ, 2η έκδοση, εκδ. Αλεξάνδρεια, σελ. 125). Θεωρώ πως η «δικαιολογία» της ομαδικής αφέλειας, πως κανείς τους δεν αντιλήφθηκε πως έπαιζαν το παιχνίδι του Γ. Τσολάκογλου που αναζητούσε ερείσματα νομιμοποίησης της Αρχής του, είναι δύσκολο να σταθεί. Αν όμως η δικαιολογία της «αφέλειας» δεν ισχύει, τότε τι μπορεί κάποιος να υποθέσει;
Όπως κι αν έχει το πράγμα, είναι πολύ συζητήσιμο αν η σιωπή τους είχε ουδέτερη επίδραση στο Λαό, ή αν δεν εθεωρείτο ως ένα μήνυμα αποδοχής της Κατοχής ως τετελεσμένου γεγονότος, μη αντιμετωπίσιμου, άρα, μια στάση εξαιρετικά θετική για την Κατοχική Δύναμη. Και ο Λογοθετόπουλος (Κ. Λογοθετόπουλου : Ιδού η Αλήθεια, Αθήναι, 1948) σημειώνει (σελ. 18) : «…Πολλοί των πολιτικών ανδρών της χώρας κληθέντες τότε διαδοχικώς εις το πολιτικόν γραφείον υπό του Πρωθυπουργού στρατηγού Τσολάκογλου, επεδοκίμασαν σχεδόν πάντες τον σχηματισμόν της Κυβερνήσεως, και σύνοψιν οιονεί της Κοινής γνώμης τότε αποτελεί η κάτωθι επιγραμματική έκφρασις ως προς την ωφελιμότητα της σχηματισθείσης τότε Κυβερνήσεως, διατυπωθείσα υπό του κ. Παπανδρέου προς τον στρατηγόν κ. Μουτούσην Υπουργόν τότε της συγκοινωνίας, κατά την πρώτην ευθύς μετά την ανάληψιν του Υπουργείου υπό τούτου, συνάντησίν των : «Είναι Θείον Δώρον δια τον Ελληνικόν Λαόν και μεγάλη συγκατάβασις του Κατακτητού το ότι εδέχθη να γίνη Ελληνική Κυβέρνησις»
Δεν γνωρίζω πόσα εξ όσων ισχυρίζονται οι Κατοχικοί «πρωθυπουργοί», κυρίως ο Τσολάκογλου, είναι αληθή (πλην βεβαίως εκείνων που αποδεικνύονται με έγγραφα ή με άλλες αξιόπιστες μαρτυρίες). Ασφαλώς όμως, είναι εξίσου αληθές, πως ο αστικός πολιτικός κόσμος που βρίσκονταν την περίοδο εκείνη στην Ελλάδα, είτε καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής είτε όχι, μάλλον, η παρακάτω διαπίστωση, δεν φαίνεται να αφίσταται της μάλλον γενικά παραδεδεγμένης άποψης, πως «…Ο αστικός πολιτικός κόσμος επέλεξε να μείνει αδρανής, αντιμετωπίζοντας την Αντίσταση ως ένα απλό επεισόδιο που θα έληγε με την απελευθέρωση της Ελλάδας. Ένα μέρος του δεν δίστασε να συνεργαστεί με τις κυβερνήσεις «Κουΐσλινγκ». Η αλήθεια, πάντως, επιβάλλει να ειπωθεί ότι ένα σημαντικό μέρος πολιτικών και στρατιωτικών στρατεύθηκαν στην υπόθεση της αντίστασης και της εθνικής απελευθέρωσης είτε στα πλαίσια αντιστασιακών ομάδων και οργανώσεων του εσωτερικού, είτε διαφεύγοντας στη Μέση Ανατολή, όπου επιχειρείτο παράλληλα η ανασυγκρότηση, στρατιωτική και πολιτική, του Έθνους» ( «ΕΛΛΑΣ», Εκδοτικός Οργανισμός ΠΑΠΥΡΟΣ, Τόμος Δεύτερος, Αθήνα 1998, σελ. 186).
Για τη στάση του πολιτικού κόσμου στη Κατοχή, στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» της «Εκδοτικής Αθηνών» (εν προκειμένω επανέκδοση «Παραπολιτικά Εκδόσεις ΑΕ», Τόμος 36) αναφέρεται (σελ. 16) : «Η επίμονη άρνηση του αστικού πολιτικού κόσμου να συμμετάσχει σε αντιστασιακά σχήματα οφειλόταν εν μέρει στον φόβο ότι ο αντικατοχικός αγώνας θα διευκόλυνε την παλινόρθωση της προηγούμενης ανώμαλης κατάστασης. Πολλοί πολιτικοί, όχι μόνο του βενιζελογενούς φάσματος, δεν είχαν συγχωρήσει στον Γεώργιο την αυθαιρεσία της 4ης Αυγούστου. Πολλά ανώτερα στελέχη από τον χώρο του κατακερματισμένου Λαϊκού Κόμματος ήταν επιπλέον βεβαρημένα με μία κωνσταντινική -δηλαδή γερμανόφιλη με τα δεδομένα του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου- παράδοση, κάτι που ενίοτε αποδείχθηκε ισχυρότερος παράγων απ’ ό,τι οι εκ του μακρόθεν εκκλήσεις που του αμφισβητούμενου μονάρχη για «συνέχιση του αγώνα». Την ίδια ημέρα που ο κατοχικός πρωθυπουργός Γ. Τσολάκογλου ανακήρυξε την αβασίλευτη «Ελληνική Πολιτεία», εκπρόσωποι και των δύο παρατάξεων αναγνώρισαν την κυβέρνησή του ως «κυβέρνηση εθνικής ανάγκης» («Ελεύθερον Βήμα», 8.5.1941). Ωστόσο μια μειοψηφία ήταν μόνο έτοιμη να προχωρήσει στα άκρα, κηρύσσοντας έκπτωτο τον Γεώργιο, όπως έκανε στις αρχές του 1942 ο συναρχηγός των Φιλελευθέρων, Στυλιανός Γονατάς…».
Και οι δυο παραπάνω απόψεις, μπορούν κατά την άποψή μου να συνοψίσουν την επιλογή της «αποχής» από την διακεκαυμένη ζώνη, έναντι της ενεργού και ουσιαστικής σύμπλευσης με τον Αγώνα του λαού για την Απελευθέρωση, ως εξής : μικροπολιτικοί και μικροκομματικοί προσωπικοί υπολογισμοί. Ακατανόητο; Ναι αν μιλάγαμε για πραγματικούς Ηγέτες. Σε κάθε άλλη περίπτωση, κατανοητό.