Η Λέπα Ράντιτς ήταν μια 17χρονη αγωνίστρια της ελευθερίας που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς το 1943.
Σε ηλικία 15 ετών, είδε τη γερμανική εισβολή στη Γιουγκοσλαβία το 1941.
Ο λαός της Γιουγκοσλαβίας αντιστάθηκε λυσσαλέα. Μετά τη σύλληψή της και τη φυλάκισή της από την κυβέρνηση-μαριονέτα της Γιουγκοσλαβίας, η Λέπα Ράντιτς απελευθερώθηκε από μαχητές των Παρτιζάνων.
Εντάχθηκε στον αγώνα τους, συμμετέχοντας ενεργά στις επιχειρήσεις πρώτης γραμμής του αντιστασιακού κινήματος, που προσπαθούσαν να ανατρέψουν τις δυνάμεις κατοχής και να εγκαθιδρύσουν μια ελεύθερη κυβέρνηση.
Η συμμετοχή της στο αντιστασιακό κίνημα οδήγησε τελικά στον μαρτυρικό θάνατό της. Η Ράντιτς συμμετείχε σε μια αποστολή για τη διάσωση 150 γυναικών και παιδιών, ενεπλάκη σε μάχη εναντίον των εχθρικών στρατευμάτων. Ωστόσο, συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο με απαγχονισμό.
Κατά τη διάρκεια των τριών ημερών πριν από την εκτέλεσή της, υπέμεινε βασανιστήρια σε μια προσπάθεια των Γερμανών κατακτητών να αποσπάσουν πληροφορίες για τους συμπολίτες της. Παρά το μαρτύριο, παρέμεινε ακλόνητη και αρνήθηκε να δώσει οποιαδήποτε απάντηση.
Λίγο πριν την απαγχονίσουν, της δόθηκε η τελευταία ευκαιρία να αποκαλύψει τις ταυτότητες των συντρόφων της. Η απάντηση της, έμεινε στην ιστορία: “Δεν είμαι προδότης του λαού μου. Αυτοί για τους οποίους ρωτάτε θα αποκαλυφθούν μόλις εξαφανίσουν τον καθένα από εσάς τους διαβολικούς Γερμανούς».